Η καπιταλιστική κρίση της δεκαετίας του 1970 και η αστική απόπειρα υπέρβασής της, σε συνδυασμό με την πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, επέφεραν σημαντικές αλλαγές στην πολιτική οικονομία του σύγχρονου καπιταλισμού, οι οποίες αναπόφευκτα επέφεραν μετασχηματισμούς στο σύγχρονο αστικό κράτος και στην αστική δημοκρατία. Στο επίπεδο της κυρίαρχης ιδεολογίας η θεωρητική υπεράσπιση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, που ως στόχο είχαν την αλλαγή των ταξικών συσχετισμών και της πλήρους αυτονόμησης του κεφαλαίου από τις πολιτικές διαμεσολαβήσεις συμπυκνώθηκε στο πρόταγμα του «νεοφιλελευθερισμού». Παρά τις διακηρύξεις των νεοφιλελεύθερων οικονομολόγων περί συρρίκνωσης του κράτους για τη διασφάλιση της «ατομικής και οικονομικής ελευθερίας», το μόνο που συρρικνώθηκε ήταν η όποια σχετική αυτονομία του κράτους, κυρίως ως προς τον περιορισμό της εκμεταλλευτικής ορμής του κεφαλαίου. Όμως, η εκρηκτική ανισότητα που απορρέει από την «απελευθέρωση των αγορών» συνεπάγονταν την ανάγκη ενός κράτους με ισχυροποιημένη κατασταλτική πολιτική και αναβαθμισμένους μηχανισμούς ιδεολογικής χειραγώγησης.

Με το ξέσπασμα της παρούσας κρίσης, πολλοί ριζοσπάστες ή και μαρξιστές αναλυτές βιάστηκαν να διακηρύξουν το τέλος του «νεοφιλελευθερισμού», αν όχι του καπιταλισμού. Οι αναλύσεις αυτές δεν ήταν καθόλου αυθαίρετες, καθώς από την αρχή της χιλιετίας, αλλά ιδιαίτερα μετά την κρίση ξέσπασαν (και ξεσπούν ακόμα) μια σειρά από δυνητικά επικίνδυνα εξεγερσιακά γεγονότα. Η ικανότητα του σύγχρονου αστικού κράτους έκτακτης ανάγκης, εντατικής καταστολής και ιδεολογικής χειραγώγησης να αποτρέψει τους ακραίους για το σύστημα κινδύνους αποκαλύπτει την αδυναμία του κινήματος και των πρωτοποριών να απαντήσουν αποτελεσματικά στο ζήτημα.

Σε αυτές τις συνθήκες τίθεται με επιτακτικότατα η ανάγκη αξιοποίησης και αναβάθμισης της μαρξιστικής θεωρίας του κράτους. Το παρόν αφιέρωμα συνιστά μικρή, αλλά ελπίζουμε, όχι αμελητέα συμβολή στην κατανόηση του ρόλου του σύγχρονου αστικού κράτους ως πλέγματος μηχανισμών χειραγώγησης των υποτελών κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων.

Το αφιέρωμα ξεκινάει με το άρθρο του Γιάννη Πλάγγεση, που αναλύει το ζήτημα του κράτους, της πολιτικής εξουσίας και της επανάστασης καθ’ όλη την περίοδο ανάπτυξης του καπιταλισμού. Ακολουθώντας, με κριτικό τρόπο, την μεθοδολογική προσέγγιση της κοινωνικής ιστορίας της πολιτικής φιλοσοφίας, αναδεικνύει τη διαλεκτική σχέση μεταξύ της πολιτικής εξουσίας και του κράτους, όπως αποτυπώνεται στο έργο των κορυφαίων πολιτικών στοχαστών της νεωτερικότητας. Μέσα από το έργο των Hobbes, Locke, Rousseau και Marx εξετάζονται τα θεωρητικά ζητήματα της φυσικής κατάστασης και της θεμελίωσης της πολιτικής κοινωνίας, της κυριαρχίας, της πολιτικής εξουσίας και της ιδιοκτησίας, της γενικής βούλησης και της λαϊκής κυριαρχίας. Με αυτό τον τρόπο, αποκαλύπτεται το κράτος ως φορέας καταναγκασμού, αλλά και ως ιδεολογικός μηχανισμός ενσωμάτωσης.

Το αφιέρωμα συνεχίζεται με δύο μεταφράσεις που αναπτύσσουν τα ζητήματα της εξουσίας και του κράτους. Ο Bob Jessop, ένας από τους πιο επιφανείς μαρξιστές μελετητές του κράτους και της εξουσίας, αναδεικνύει τις οριοθετήσεις του μαρξισμού από τα άλλα θεωρητικά ρεύματα και παρουσιάζει τις διαφορετικές μαρξιστικές προσεγγίσεις στα ζητήματα της εξουσίας και του κράτους. Ο συγγραφέας εστιάζει την προσοχή του σε τέσσερα πεδία της μαρξιστικής έρευνας για το κράτος: (1) της εξουσίας και της ταξικής κυριαρχίας, (2) των διαμεσολαβήσεων μεταξύ οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής κυριαρχίας, (3) των περιορισμών και των αντιφάσεων της εξουσίας που βασίζονται στη φύση του καπιταλισμού ως ένα σύστημα κοινωνικών σχέσεων και (4) της στρατηγικής και της τακτικής. Ωστόσο, δεν παραλείπει να παραθέσει και τα αδύνατα σημεία της μαρξιστικής προσέγγισης, επισημαίνοντας τους κινδύνους που απορρέουν από αυτά.

Στο επόμενο άρθρο ο Chris O’Kane επανέρχεται στο ζήτημα του κράτους προσπαθώντας να ερμηνεύσει την ήττα των κινημάτων που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της πρόσφατης κρίσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης από το αστικό κράτος. Πεδίο εστίασης του άρθρου αποτελεί η σύνδεση της θεωρίας του κράτους με την πολιτική οικονομία στον σύγχρονο «νεοφιλελεύθερο» καπιταλισμό. Τόσο η αναποτελεσματικότητα των αγώνων, όσο και το ερμηνευτικό χάσμα μεταξύ «παραδοσιακών» και «κριτικών» μαρξιστικών αναλύσεων για τον νεοφιλελευθερισμό οφείλονται, σύμφωνα με τον αρθρογράφο, στην έλλειψη εξελιγμένων αναλύσεων για το καπιταλιστικό κράτος. Επιχειρείται, λοιπόν, μια κριτική παρουσίαση θεμελιωδών θεωρητικών προσεγγίσεων του κράτους σε σχέση με την οικονομία και τον νεοφιλελευθερισμό, ώστε να διαμορφωθεί μια βάση για να κατανοήσουμε πώς το ισχυρό νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό κράτος και οι «βιοπολιτικές» του κοινωνικές πολιτικές υπηρετούν τον πολιτικό σκοπό της καπιταλιστικής αναπαραγωγής.

Ο Δημήτρης Γρηγορόπουλος υποστηρίζει ότι οι αλλαγές, που επήλθαν στο κράτος την περίοδο του νεοφιλελεύθερου ολοκληρωτικού καπιταλισμού, αντανακλώνται και στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας της αστικής δημοκρατίας. Το άρθρο καταπιάνεται με αυτές τις αλλαγές ιχνηλατώντας την πορεία διαμόρφωσης ενός «κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού» και τα χαρακτηριστικά του. Αν και η έξαρση του αυταρχισμού δεν είναι καινούργιο φαινόμενο, έχουν συντελεστεί ποιοτικές αλλαγές καθοριστικής σημασίας για την επιλογή του μεταρρυθμιστικού ή του επαναστατικού δρόμου. Οι ποιοτικές αυτές αλλαγές επικεντρώνονται στη βαθύτερη διαπλοκή μονοπωλίων και κράτους, στην ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας σε βάρος της νομοθετικής, στην ενίσχυση των κατασταλτικών και ιδεολογικών μηχανισμών, στην «αποκέντρωση» του κράτους και την «κρατικοποίηση» των αστικών κομμάτων, καθώς και στην ύπαρξη μιας «μόνιμης κατάστασης εξαίρεσης».

Στο άρθρο του Γιάννη Ευσταθίου προτείνεται ένα συνεκτικό μεθοδολογικό σχήμα περιοδολόγησης της βιοπολιτικής που συσχετίζει την εξέλιξη των κυρίαρχων επιστημολογικών μοντέλων με τη μορφή κράτους και αναδεικνύει τη γενεαλογία και ανάπτυξη της βιοπολιτικής και των τεχνικών της. Ορίζοντας τη βιοπολιτική επιστήμη ως την επιστήμη της κρατικής διακυβέρνησης με γνώμονα το βιοπληροφοριακό παράδειγμα, το παρόν άρθρο θα επιχειρήσει συνοπτικά μια γενεαλογία της βιοπολιτικής και μια γενική ταξινόμηση των βιοπολιτικών τεχνολογιών άμυνας/ασφάλειας, ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας που επιστρατεύει το σύγχρονο καπιταλιστικό κράτος απέναντι στο τριπλό πρόβλημα της επικράτησης στον εμφύλιο της παραγωγικής εκμετάλλευσης και της κοινωνικής αναπαραγωγής του πληθυσμού μέσα στο διεθνές καπιταλιστικό περιβάλλον.

Στην συνέχεια το αφιέρωμα επικεντρώνεται σε τρία ζητήματα που συνδέονται ιδιαιτέρως με τη διαδικασία της ιδεολογικής και συνειδησιακής χειραγώγησης.

Ο Γιώργος Σαγκριώτης προσεγγίζει την τέχνη ως μέσο ιδεολογικής και πολιτικής χειραγώγησης και αναδεικνύει τον ειδικό τρόπο, με τον οποίο συνυφαίνονται, στο έδαφος του ώριμου καπιταλισμού, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της σφαίρας της τέχνης με τη χειραγωγητική της λειτουργία, έτσι ώστε η τελευταία να είναι τελεσφόρος και πειστική. Η χειραγωγητική λειτουργία της τέχνης τεκμηριώνεται τόσο διά της σκέψης του Μαρξ και του Ζίμελ για τη σχέση αισθητικής αξίας και εμπορευματικής μορφής όσο και διά της θεωρίας του Αντόρνο για την πολιτιστική βιομηχανία.

Για το ζήτημα της εκπαίδευσης το περιοδικό επέλεξε να δημοσιεύσει την μετάφραση ενός αποσπάσματος από το κλασικό έργο Η αγωγή του καταπιεζόμενου, το πιο κλασικό έργο της κριτικής και απελευθερωτικής παιδαγωγικής, του Βραζιλιάνου παιδαγωγού Πάολο Φρέιρε, ενός από τους μεγαλύτερους παιδαγωγούς του 20ού αιώνα. Το απόσπασμα που δημοσιεύεται στο παρόν τεύχος αφορά την εκπαίδευση ως μηχανισμό χειραγώγησης των καταπιεσμένων. Αναφέρεται ειδικότερα στην «τραπεζική» αντίληψη της εκπαίδευσης: την αντιμετώπιση των μαθητών ως ταμιευτηρίων στα οποία ο δάσκαλος κάνει καταθέσεις. Η μέθοδος αυτή σκοτώνει τη δημιουργικότητα των μαθητών και διαμορφώνει πειθήνιους ανθρώπους. Αν και γραμμένο το 1968, το κείμενο αυτό είναι εξαιρετικά επίκαιρο σε μια εποχή κυριαρχίας του θετικιστικού μοντέλου των μετρήσεων και της ποσοτικοποίησης του εκπαιδευτικού νεοφιλελευθερισμού του ΟΟΣΑ και της Ε.Ε.

Σταδιακά, σε μια εποχή που οι ανάγκες της άρχουσας τάξης μεταβάλλονται με γοργούς ρυθμούς και κατά την οποία δεν εκλείπουν τα κρισιακά φαινόμενα, η «προσαρμοστικότητα» των καταπιεσμένων αποκτά βαρύνουσα σημασία ως εργαλείο κοινωνικού ελέγχου, όπως επιχειρηματολογούν στο επόμενο άρθρο η Άλκηστη Πρέπη και ο Κώστας Γούσης. Το άρθρο εξετάζει τη συλλογιστική της ανθεκτικότητας. Υποστηρίζεται ότι η κατανόηση της έννοιας της «ανθεκτικότητας» ως εργαλείο κοινωνικού ελέγχου μπορεί να ρίξει φως σε σύγχρονες εξελίξεις ως προς τη λειτουργία του αστικού κράτους. Στο δεύτερο μέρος του άρθρου σκιαγραφούνται οι τρόποι χρήσης αυτού του εργαλείου στην περίπτωση της μεταναστευτικής πολιτικής της ΕΕ και της Ελλάδας.

Τέλος, από το αφιέρωμα δεν θα μπορούσε να λείπει μια αναφορά στην σχέση του σύγχρονου κράτους με τα εργατικά σωματεία ως αντικείμενα, αλλά και ως υποκείμενα χειραγώγησης. Αν και δεν σπανίζουν οι ακαδημαϊκές αναλύσεις επί του θέματος, συνήθως δεν συνδέονται άμεσα με την πραγματική κίνηση του κινήματος. Ως εκ τούτου, κρίναμε σκόπιμο να απευθυνθούμε σε έναν μάχιμο συνδικαλιστή.

Το αφιέρωμα ολοκληρώνεται λοιπόν με το άρθρο του Μιχάλη Ρίζου, το οποίο πραγματεύεται τους μηχανισμούς χειραγώγησης της εργατικής τάξης και του συνδικαλιστικού κινήματος από το κράτος και το κεφάλαιο. Η θεσμοποίηση των ταξικών συγκρούσεων ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα μετατόπισε σταδιακά τους αγώνες σ’ ένα ελεγχόμενο πεδίο με νομικές δικλίδες ασφαλείας. Ο συγγραφέας παρουσιάζει σύντομα τις αλλαγές που έχουν επέλθει στο σύγχρονο αστικό κράτος, οι οποίες το θωρακίζουν απέναντι στις συνολικές οικονομικές διεκδικήσεις της εργατικής τάξης, μεταβάλλοντας τη σχέση κράτους-συνδικάτων. Χρησιμοποιώντας το παράδειγμα των πρόσφατων αλλαγών στην εργατική νομοθεσία, το άρθρο διερευνά πώς το εργατικό κίνημα θα προσεγγίσει τη δική του ενότητα οικονομικής και πολιτικής πάλης, θα αναιρέσει την αστική ηγεμονία και θα διαμορφώσει την απαραίτητη χειραφετητική ταξική στρατηγική.