Το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στις 29/10/14 στο Viewpoint Magazine και δημοσιεύεται εδώ μεταφρασμένο με την άδεια και παραχώρηση του συγγραφέα.
Μετάφραση: Ελένη Τριανταφυλλοπούλου , Ολίβια Τζουβάρα
Επιμέλεια μετάφρασης: Διονύσης Τζαρέλλας

Στο παρόν άρθρο εξετάζεται η δυνατότητα συγκρότησης μιας σύγχρονης μαρξιστικής θεωρίας για το κράτος σε συνδυασμό με την κριτική της πολιτικής οικονομίας που θα αναλύει επαρκώς τα χαρακτηριστικά του νεοφιλελεύθερου κράτους. Ο συγγραφέας αρχικά ορίζει την υπόθεση εργασίας του, παρουσιάζοντας μια γενεαλογία της σχέσης οικονομίας-πολιτικής στη μαρξική θεωρία και συνακόλουθα της σχέσης κεφαλαίου-κράτους. Στη συνέχεια εμπλουτίζει τις παραδοχές των κλασικών του μαρξισμού με τη πλούσια συζήτηση του 20ού αιώνα και δίνει έμφαση στη μορφική ανάλυση του αστικού κράτους. Τέλος, εξετάζοντας τις νεότερες αντιπαραθέσεις και συνθέσεις στους κόλπους της μαρξιστικής θεωρίας για το κράτος, ο αρθρογράφος αναδεικνύει τον ενισχυμένο ρόλο του νεοφιλελεύθερου κράτους και τονίζει τη σημασία της ανάπτυξης της κριτικής θεωρίας για την απόπειρα υπέρβασης του αστικού κράτους.

Αρχή

Μετά την οικονομική κρίση του 2008, προέκυψαν διάφορα κινήματα τα οποία με διαφορετικούς τρόπους αντιτάχθηκαν στο στάτους κβο.21Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους Asad Haider, Robert Cavooris, Patrick King, και Jasper Bernes για τα βοηθητικά τους σχόλια. Τότε, πολλοί από εμάς, υπερβάλλοντας, πιστέψαμε ότι αυτά τα γεγονότα σηματοδοτούσαν το τέλος –ή τουλάχιστον την αρχή του τέλους– του καπιταλισμού. Ωστόσο, από το Λονδίνο στο Όκλαντ, στη Μαδρίτη, στην Αθήνα και στο Κάιρο, έναένα αυτά τα κινήματα «συνάντησαν» και ξεπεράστηκαν από ένα θεσμό, που γενικά παραμελήθηκε στις αναλύσεις της τελικής κρίσης και στα καλέσματα για κοινωνικοποίηση των πάντων με την κατάργηση της μορφής αξίας: το κράτος.

Αυτό προκάλεσε διπλή έκπληξη γιατί η κρίση λεγόταν πως ήταν επίσης μια κρίση του νεοφιλελευθερισμού, ενός νέου καθεστώτος κεφαλαιακής συσσώρευσης που είχε αναδυθεί τη δεκαετία του ‘70 και είχε μετασχηματίσει την καπιταλιστική κοινωνία μέσω αυτών, που ο Τζέιμι Πέκ (Jamie Peck), ο Νικ Θίοντορ (Nik Theodore) και ο Νιλ Μπρένερ (Neil Brenner) περιέγραψαν ως «πρότυπα θεσμικής και χωροταξικής αναδιοργάνωσης μετά το 1970» που συνίστανται στην «τάση επέκτασης των διαδικασιών ανταγωνισμού και εμπορευματοποίησης σε, προηγουμένως, σχετικά απομονωμένα, πεδία της κοινωνικής ζωής».32Jamie Peck, Nik Theodore, και Neil Brenner, “Neoliberalism Resurgent? Market Rule after the Great Recession” South Atlantic Quarterly 11, no. 2 (2012): 265-288, 268.

Καθώς εμφανίστηκαν πολλές εξηγήσεις για το πώς και γιατί αυτή η διαδικασία νεοφιλελευθερισμού κυριάρχησε, ο Φίλιπ Μιρόφσκι (Philip Mirowski) επισημαίνει ότι «πολλοί συγγραφείς μαρξιστικής αφετηρίας θέλουν να απεικονίσουν τον νεοφιλελευθερισμό ως την απλή ανάπτυξη της ταξικής εξουσίας πάνω στις ανυποψίαστες μάζες, αλλά αντιμετωπίζουν δυσκολία στον προσδιορισμό της αιτιοκρατικής σχέσης που εκκινεί από μια αφηρημένη επιτροπή της αστικής τάξης και καταλήγει στον καταναλωτή του Wal-Mart».43Philip Mirowski, Never Let a Serious Crisis go to Waste: How Neoliberalism Survived the Financial Meltdown (London: Verso, 2013), 105. Όπως καταδεικνύει ο Μιρόφσκι, μεγάλο μέρος του ερμηνευτικού χάσματος μεταξύ προεξαρχουσών «παραδοσιακών» και «κριτικών» μαρξικών αναλύσεων του νεοφιλελευθερισμού προκύπτει από την έλλειψη εμπεριστατωμένων αναλύσεων για το καπιταλιστικό κράτος.

Ο Κρις Χάρμαν (Chris Harman), για παράδειγμα, παρέχει μια «κλασική μαρξιστική» ερμηνεία του κράτους στο Zombie Capitalism.54Chris Harman, Zombie Capitalism: Global Crisis and the Relevance of Marx (Chicago: Haymarket Books, 2010). Για τον Χάρμαν δεν χρειάζεται να εξετάσει κανείς τη δομή του καπιταλιστικού κράτους, τον τρόπο με τον οποίο σχετίζεται με την καπιταλιστική οικονομία, τις ιδιόμορφες ιδιότητές του, τα μέσα ή τους στόχους του, ή να διερευνήσει λεπτομερώς το πώς συμμετείχε το κράτος στη διαδικασία συσσώρευσης κεφαλαίου. Για αυτόν, το κράτος είναι ένα άμορφο όργανο του κεφαλαίου, το οποίο η άρχουσα τάξη χρησιμοποιεί αντίρροπα στο νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Από την άποψη αυτή, η «αυτονομία» του κράτους δεν συνίσταται στον διαχωρισμό του από την καπιταλιστική οικονομία ή στη διαχωρισμένη αλληλεξάρτηση με αυτήν, αλλά στον «περιορισμένο βαθμό ελευθερίας ως προς τον τρόπο με τον οποίο επιβάλλει τις ανάγκες της εθνικής συσσώρευσης κεφαλαίου, όχι την επιλογή για το αν πρέπει να επιβληθούν ή όχι».65Chris Harman, Zombie Capitalism: Global Crisis and the Relevance of Marx (Chicago: Haymarket Books, 2010). 115. Συνεπώς, η πολιτική τάξη76ΣτΕ: με την έννοια του κράτους. ούτε διαχωρίζεται από την αστική τάξη, ούτε ακολουθεί μια συγκεκριμένη πολιτική λογική που εμπλέκεται στη συνολική κοινωνική λογική του κεφαλαίου, αλλά μάλλον «οι υπάλληλοι του κράτους συμπεριφέρονται τόσο σαν τους καπιταλιστές –ως ζωντανές ενσωματώσεις της κεφαλαιακής συσσώρευσης εις βάρος των εργαζομένων– όπως και οι ιδιώτες επιχειρηματίες ή οι μέτοχοι εταιρειών».87Chris Harman, Zombie Capitalism: Global Crisis and the Relevance of Marx (Chicago: Haymarket Books, 2010), 116. Ο Χάρμαν υποστηρίζει ότι η κρίση της δεκαετίας του ‘70 αντανακλούσε «τα όρια της ικανότητας του αστικού κράτους να διατηρήσει τη συσσώρευση», μπροστά στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους οδηγώντας, σε μια νέα φάση συσσώρευσης στην οποία τα μεμονωμένα κράτη ενεργούν προς το συμφέρον του παγκόσμιου κεφαλαίου.98Chris Harman, Zombie Capitalism: Global Crisis and the Relevance of Marx (Chicago: Haymarket Books, 2010), 201. Συνεπώς, η εξήγηση του νεοφιλελευθερισμού από τον Χάρμαν αντιμετωπίζει την άρχουσα τάξη ως κύριο άξονα και το κράτος ως το απλό της εργαλείο, ενώ ο ορισμός του για το νεοφιλελευθερισμό είναι αυτός ακριβώς που επικρίνει ο Μιρόφσκι: «Ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια ιδεολογία που χρησιμοποιείται κυρίως για να δικαιολογήσει επιθέσεις εναντίον εργαζομένων».109Chris Harman, “Zombie Capitalism,” Socialist Worker 2157, June 27, 2009.

Παρά την αντίθεσή τους στις παραδοσιακές ερμηνείες του Μαρξ, μερικοί από τους πιο σημαίνοντες υποστηρικτές της «θεωρίας της αξιακής μορφής» που μελετούν το νεοφιλελευθερισμό αναπαράγουν την ανάλυση του Χάρμαν, αν και με διαφορετικό τρόπο.1110Η θεωρία της μορφής-αξίας είναι ένας όρος που αποδόθηκε σε μερίδα μαρξικών θεωρητικών. Παρά τις διαφορές που υπάρχουν στο πεδίο, η προσέγγιση αυτή επικεντρώνεται στην εισαγωγή της καπιταλιστικής κοινωνικής μορφής, της αφηρημένης εργασίας και της μορφής της αξίας για να ερμηνεύσει τη θεωρία της αξίας του Μαρξ ως θεωρία της υποταγής της ταξικής σχέσης με την αυτόνομη και ιστορικά-ειδική δυναμική της καπιταλιστικής πρόσδοσης αξίας. Σε αυτή την ανάγνωση, το κεφάλαιο αποτελεί την πρωτεύουσα σχέση, αλλά γίνεται αντικείμενο της πρόσδοσης αξίας. Κατά συνέπεια, οι πράξεις των ατόμων υπαγορεύονται από τις κοινωνικές μορφές που δημιουργούν συλλογικά. Η ιδέα του προσδιορισμού με βάση τη μορφή, όπως χρησιμοποιείται και σε αυτό το δοκίμιο, αναφέρεται σε αυτή τη διαδικασία σύνταξης και στους ρόλους και τις λειτουργίες που οι θεσμοί και τα άτομα αναλαμβάνουν σε αυτή την ερμηνεία της διαδικασίας πρόσδοσης αξίας. Μερικοί από τους θεωρητικούς στον τομέα αυτό είναι οι Ι.Ι. Rubin, H.G. Backhaus, Helmut Reichelt, Michael Heinrich, Chris Arthur και Moishe Postone. Για μια χρήσιμη επισκόπηση του Ingo Elbe βλ. “Between Marx, Marxism and Marxisms,” Viewpoint, October 21, 2013. Στο «Θεωρία του σύγχρονου κόσμου» ο Μόις Πόστον (Moishe Postone) συμφωνεί με τον Χάρμαν, χαρακτηρίζοντας την ιστορική τροχιά του νεοφιλελευθερισμού ως «την αποδυνάμωση της εθνικής οικονομικής κυριαρχίας και την εμφάνιση και εδραίωση μιας νεοφιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης».1211Moishe Postone, “Theorizing the Contemporary World: Robert Brenner, Giovanni Arrighi, David Harvey” στο Political Economy and Global Capitalism: The 21st Century, Present and Future, eds. Robert Albritton, Bob Jessop et al. (London: Anthem Press, 2007), 2. Η παρέμβαση του Πόστον –που κυρίως αποτελείται από κριτική στο πώς αναλύσεις του νεοφιλελευθερισμού από τον Ρόμπερτ Μπρένερ (Robert Brenner), τον Ντέιβιντ Χάρβεϊ (David Harvey) και τον Τζιοβάνι Αρίγκι (Giovanni Arrighi) δεν κατανοούν τη θεωρία της αξίας του Μαρξ– κάνει την υπόθεση ότι η σωστή κατανόηση της θεωρίας της αξίας του Μαρξ μπορεί να προσφέρει μια πλήρη εικόνα της δυναμικής της καπιταλιστικής και επομένως και της νεοφιλελεύθερης, κοινωνίας. Αν και ο Πόστον σημειώνει ότι το κράτος πρέπει να αναλυθεί ως μια ιστορικά συγκεκριμένη μορφή, δεν λέει ούτε γιατί αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, ούτε πώς κάτι τέτοιο θα άλλαζε την ανάλυσή του ούτε πώς σχετίζεται με την ερμηνεία του για τη θεωρία της αξίας του Μαρξ. Όπως και ο Χάρμαν, αν και από διαφορετική θεωρητική βάση, υποβαθμίζει το κράτος σε περιστασιακό προϊόν του κεφαλαίου.

Συνολικά, οι αναλύσεις των Χάρμαν και Πόστον είναι αντιπροσωπευτικές του είδους της μαρξιστικής θεωρίας που έχει υποτιμήσει τις προσεγγίσεις για την κρίση. Δυστυχώς, αντιπροσωπεύουν τη γενικότερη ένδεια σε μεγάλο μέρος της μαρξιστικής παράδοσης για τη θεωρία του κράτους, όταν προσεγγίζει συχνά το κράτος ως ένα άμορφο εργαλείο ή μια απρόσωπη μορφή που αντανακλά απλώς χαρακτηριστικά της διαδικασίας αξιοποίησης του κεφαλαίου.

Η ερμηνευτική δυνατότητα αυτών των προσεγγίσεων τίθεται υπό αμφισβήτηση όχι μόνο εξαιτίας της ήττας των κινημάτων από το κράτος, αλλά και από τον εγγενή χαρακτήρα του ίδιου του νεοφιλελεύθερου εγχειρήματος, το οποίο, σύμφωνα με τους Μιρόφσκι και Πεκ, είναι μια υπόθεση καθοδηγούμενη από το κράτος σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό, κατά τις περιοδικές παγκόσμιες οικονομικές κρίσεις από τη δεκαετία του ‘70 και μετά.1312Στο The Construction of Neoliberal Reason (Oxford: Oxford University Press, 2010), ο Peck χρησιμοποιεί τον όρο “fail forward” για να περιγράψει αυτή την εξέλιξη (6).

Παρ’ όλα αυτά, οι Μιρόφσκι και Πεκ έχουν τους δικούς τους περιορισμούς. Αντιμετωπίζουν τον νεοφιλελευθερισμό ως πολιτικό σχέδιο ή ως πολιτικό ορθολογισμό, αλλά δεν εξετάζουν πώς μια τέτοια πολιτική λογική σχετίζεται με την κοινωνική λογική και την αντίστοιχη συμπεριφορική ορθολογικότητα του κεφαλαίου. Δεν εξετάζουν δηλαδή πώς αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε να παράγει μια αντίληψη για το καπιταλιστικό κράτος που θα βοηθήσει να κατανοήσουμε περαιτέρω τον νεοφιλελευθερισμό, το νεοφιλελεύθερο κράτος και τον νεοφιλελευθερισμό της παγκόσμιας κοινωνίας σε συνάρτηση με τον παγκόσμιο καπιταλισμό.

Τέτοιες παραλείψεις δεν θέτουν μόνο το ερώτημα αν το κράτος μπορεί να επανέλθει στις μαρξιστικές αναλύσεις για το νεοφιλελευθερισμό, αλλά αν μπορεί να επινοηθεί μια μαρξιστική θεωρία του κράτους που να αντιμετωπίζει το κράτος ως αναπόσπαστο μέρος της δυναμικής της συσσώρευσης, με έναν τρόπο που να εξηγεί την ανάπτυξη και τη διάχυση του νεοφιλελευθερισμού, να θέτει το έδαφος για την κατανόηση των πρόσφατων κυμάτων κρατικής καταστολής και με αυτό τον τρόπο να συμβάλλει σε μια πιο ψύχραιμη ανάλυση του τρόπου υπέρβασης της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αυτό επαναφέρει για άλλη μια φορά το επίμονο ερώτημα περί της μαρξιστικής θεωρίας για το καπιταλιστικό κράτος: είναι διαθέσιμη μια θεωρία που μπορεί να εξηγήσει τη σχέση ανάμεσα στο αστικό κράτος και την καπιταλιστική οικονομία, τα μέσα και τους στόχους του αστικού κράτους, μια θεωρία που να ξεπερνά τις μονόπλευρες προσεγγίσεις των Χάρμαν και Πόστον;

Μια τέτοια αντίληψη θα θεωρούσε το κράτος ως ιστορικά συγκεκριμένη οντότητα, ξεχωριστή μεν αλληλοσυνδεόμενη δε, με την καπιταλιστική οικονομία, προικισμένη εγγενώς με ιδιότητες που είναι αναπόσπαστες στη διαδικασία της παραγωγής αξίας και της κοινωνικής αναπαραγωγής. Επιπλέον, παρ΄όλο που αυτές οι ιδιότητες του κράτους θα είχαν συγκεκριμένες εφαρμογές, η αξιοποίησή τους δεν θα μπορούσε να συναχθεί από την άμεση υποταγή της κρατικής μηχανής ή των λειτουργών της στο κεφάλαιο ή την καπιταλιστική τάξη, αλλά από μια οπτική που δείχνει πώς ο ρόλος του κράτους σε αυτή την πρωταρχική κοινωνική δυναμική δημιούργησε μια πολιτική λογική που επιβάλλει μια τέτοια χρήση, προκειμένου να αναπαραχθεί το κράτος και η καπιταλιστική κοινωνία.

Αυτή η θεωρία θα επεδίωκε επίσης να εξηγήσει τη φύση, το σκοπό και τις ιδιότητες του αστικού κράτους, παρέχοντας ένα πλαίσιο για την ανάλυση των κρατικών πολιτικών ως εργαλειοποίησης αυτών των εγγενών ιδιοτήτων. Προκειμένου να διερευνήσουμε τη δυνατότητα προώθησης μιας τέτοιας θεωρίας, θα αρχίσουμε με την ανασκόπηση σημαντικών στιγμών στην ιστορία της μαρξικής θεωρίας για το κράτος.

Οι θεωρίες του Μαρξ για το κράτος

Όπως ο Μπομπ Τζέσοπ (Bob Jessop) και άλλοι έχουν επισημάνει, ο ίδιος ο Μαρξ δεν παρουσίασε «μια οριστική ανάλυση» του αστικού κράτους.1413Bob Jessop, “Marx and Engels on The State,” 1978. Aντ’ αυτού, από το έργο του ανιχνεύονται ποικίλες αντιλήψεις για το κράτος.

Στα πρώιμα κείμενα, όπως το Για το εβραϊκό ζήτημα (1843) και η Συμβολή στην κριτική της χεγκελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου (1844), που γράφτηκαν πριν από την πρώτη του ενασχόληση με την πολιτική οικονομία, ο Μαρξ θεωρεί το κράτος αλλοτριωμένη εκπροσώπηση της ανθρώπινης κοινότητας που βασίζεται στον διαχωρισμό μεταξύ του κράτους και της κοινωνίας των ιδιωτών.

Μετά την αρχική κριτική του στην πολιτική οικονομία, ο Μαρξ στη Γερμανική ιδεολογία (1845) αντιλαμβάνεται το κράτος ως μια ταξική οντότητα που αντιπροσωπεύει τα μερικά ταξικά συμφέροντα σαν καθολικά. Ωστόσο, οι πιο σημαντικές παρατηρήσεις του Μαρξ σχετικά με το κράτος κατά την περίοδο αυτή είναι οι περίφημες γραμμές στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο (1848): «Η εκτελεστική εξουσία του σύγχρονου κράτους δεν είναι παρά μια επιτροπή για τη διαχείριση των κοινών υποθέσεων ολόκληρης της αστικής τάξης», όπου το κράτος περιγράφεται ως ένα όργανο στην ανάπτυξη της ιστορίας της ταξικής πάλης.1514Karl Marx and Frederick Engels, The Manifesto of the Communist Party, 1848. Στη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη (1851), ο Μαρξ παρέχει μια πιο περίπλοκη ανάλυση της σχέσης μεταξύ του κράτους και της ταξικής πάλης, στην ανάλυσή του για τις ενδοκρατικές συγκρούσεις μεταξύ τμημάτων της αστικής τάξης στο πραξικόπημα του Βοναπάρτη του 1851.

Ενώ ο Τζέσοπ και άλλοι αντιμετωπίζουν αυτές τις στιγμές στην ανάπτυξη της σκέψης του Μαρξ ως ξεχωριστές ή ακόμα και αντιθετικές, ο Μίχαελ Χάινριχ (Michael Heinrich) σημειώνει ότι αποτυπώνουν επίσης την περιόδο πριν την πλήρη ανάπτυξη της μαρξικής κριτικής της πολιτικής οικονομίας.1615Michael Heinrich, “Marx’s State Theory after Grundrisse and Capital”, 2007. Παρά τις διαφορές τους, αυτές οι «προ-κριτικές» αντιλήψεις για το κράτος δεν διερευνούν την ιστορικά ειδική μορφή του, οπότε υστερούν στην ανάλυση του βαθμού συμμετοχής του κράτους στην ιδιότυπη δυναμική της καπιταλιστικής παραγωγής αξίας.

Ο Μαρξ σχεδίαζε να προσφέρει μια τέτοια ανάλυση ως μέρος της κριτικής του για την πολιτική οικονομία. Δυστυχώς, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Παρ’ όλα αυτά, έκανε διάσπαρτες αναφορές σε μια τέτοια αντίληψη, που θα στηρίζεται στην ανάλυση της μορφής του κράτους1716Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τον όρο form-analytic για να περιγράψει τις θεωρίες για το κράτος (και όχι μόνο) που δίνουν έμφαση στην ανάλυση της μορφής σε αντιδιαστολής με θεωρίες που εξάγουν συμπεράσματα στη βάση του λογικού περιεχομένου, της λειτουργίας του κράτους, της σχέσης με την συσσώρευση του κεφαλαίου κτλ. Στα ελληνικά ο όρος αποδίδεται είτε περιφραστικά είτε ως μορφοαναλυτική. στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου (1863-1883), αποκαλώντας το κράτος την «ειδική πολιτική μορφή» που αντιστοιχεί στην «ειδική οικονομική μορφή» της καπιταλιστικής κοινωνικής παραγωγής. Σημείωσε επίσης ότι μια τέτοια «ειδική οικονομική μορφή» αναπτύσσεται άμεσα από τον συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο «η υπεραξία αντλείται από τους άμεσους παραγωγούς», η οποία «καθορίζει τη σχέση μεταξύ κυρίαρχων και κυριαρχούμενων». Η «ειδική πολιτική μορφή» του κράτους, με άλλα λόγια, αποτελείται από τις ιστορικά ειδικές παραγωγικές σχέσεις, που διαθέτουν μια «πολιτική σχέση κυριαρχίας» που είναι διακριτή αλλά και ενσωματωμένη σε αυτήν την καθορισμένη οικονομική μορφή. Τέλος, σημείωσε ότι αυτές οι μορφές εμφανίστηκαν σε «άπειρες παραλλαγές και διαβαθμίσεις» σε διάφορες εμπειρικές συνθήκες.

Η συγκεκριμένη οικονομική μορφή, στην οποία η υπεραξία αντλείται από τους άμεσους παραγωγούς, καθορίζει τη σχέση μεταξύ κυρίαρχων και υποτελών καθώς προέρχεται άμεσα από την ίδια την παραγωγή και με τη σειρά της επιδρά στην παραγωγή καθοριστικά. Ωστόσο, σε αυτή τη μορφή στηρίζεται το σύνολο της οικονομικής κοινότητας, που αναπτύσσεται από τις ίδιες τις παραγωγικές σχέσεις και ταυτόχρονα με τη συγκεκριμένη πολιτική της μορφή. Είναι πάντα η άμεση σχέση των ιδιοκτητών των συνθηκών παραγωγής με τους άμεσους παραγωγούς –μια σχέση που φυσικά αντιστοιχεί σε ένα καθορισμένο στάδιο στην ανάπτυξη των μεθόδων εργασίας και, συνεπώς, της κοινωνικής παραγωγικότητας– που αποκαλύπτει το μεγαλύτερο μυστικό, την κρυφή βάση ολόκληρης της κοινωνικής δομής και μαζί της τη βάση της πολιτικής μορφής της σχέσης κυριαρχίας και εξάρτησης, εν συντομία, της αντίστοιχης ειδικής μορφής του κράτους. Αυτό δεν εμποδίζει την ίδια οικονομική βάση –την ίδια από την άποψη των βασικών συνθηκών που επικρατούν εντός της– να εμφανίσει απεριόριστες αποκλίσεις και διαβαθμίσεις, λόγω αμέτρητων διαφορετικών εμπειρικών συνθηκών, φυσικού περιβάλλοντος, φυλετικών σχέσεων, εξωτερικών ιστορικών επιρροών κ.λπ., αποκλίσεις και διαβαθμίσεις που διαπιστώνονται μόνο με τη συγκεκριμένη ανάλυση των συνθηκών.1817Karl Marx, Capital Volume 3, 1894, Chapter 47.

Σε συνδυασμό με τα τμήματα της κριτικής του για την πολιτική οικονομία που ολοκλήρωσε ο Μαρξ, αυτό θα σήμαινε ότι η «ειδική πολιτική μορφή» του καπιταλιστικού κράτους αντιστοιχεί στη συγκεκριμένη οικονομική μορφή της καπιταλιστικής κοινωνικής παραγωγής και αλληλεπιδρά με αυτή. Αλλά ποια είναι αυτή η οικονομική μορφή; Για τον Μαρξ, «το κεφάλαιο δεν είναι κάτι, αλλά μάλλον μια ορισμένη κοινωνική παραγωγική σχέση, που ανήκει σε ένα ορισμένο ιστορικό σχηματισμό της κοινωνίας, το οποίο εκδηλώνεται σε ένα πράγμα και προσδίδει σε αυτό το πράγμα ένα συγκεκριμένο κοινωνικό χαρακτήρα».1918Karl Marx, Capital Volume 3, 1894, Chapter 48. Φυσικά, αυτή η ορισμένη παραγωγική σχέση εκδηλώνεται στον κοινωνικό χαρακτήρα ενός πράγματος, επειδή ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής χαρακτηρίζεται από έναν εξατομικευμένο κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, στον οποίο η παραγωγή γίνεται με σκοπό την ανταλλαγή. Αυτό, με τη σειρά του, σημαίνει ότι κάποιος τύπος γενικού ισοδύναμου είναι απαραίτητος για τη διευκόλυνση της ανταλλαγής. Το χρήμα είναι αυτό το ισοδύναμο. Αλλά επειδή το χρήμα είναι το μόνο ισοδύναμο που διευκολύνει την ανταλλαγή, αποκτά αυτό που ο Μαρξ αναφέρει ως «κοινωνική δύναμη», τον κοινωνικό χαρακτήρα αυτού του «πράγματος». Αυτό σημαίνει επίσης, όπως δείχνει ο Μαρξ κατά τη διάρκεια της περαιτέρω παρουσίασής του στο Κεφάλαιο, ότι δεδομένου ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής συνίσταται σε έναν ταξικό ανταγωνισμό στον οποίο μια τάξη εργαζομένων υποχρεώνεται, για να αναπαραχθεί, να πουλήσει την εργατική δύναμή της σε μια τάξη καπιταλιστών. Οι καπιταλιστές στη συνέχεια υποχρεούνται να αντλήσουν τμήμα της υπεραξίας, για να πουλήσουν εμπορεύματα και να αξιοποιήσουν το κεφάλαιο, οπότε η καπιταλιστική διαδικασία παραγωγής αξίας πραγματώνεται μέσω του χρήματος με σκοπό την απόκτηση περισσότερου χρήματος. Συνεπώς, το χρήμα γίνεται ο μοναδικός στόχος της παραγωγής, «ο αυτοτελής σκοπός της πώλησης», και έτσι ο σκοπός της διαδικασίας της παραγωγής αξίας, που είναι ταυτόχρονα και σκοπός της αναπαραγωγής.2019Karl Marx, Capital Volume 1, 1867, Chapter 3. Η υπεραξία, ως «η ειδική οικονομική μορφή στην οποία αντλείται υπερεργασία από τους άμεσους παραγωγούς» για την αξιοποίηση του κεφαλαίου, είναι ο τρόπος που διεκπεραιώνεται αυτή η διαδικασία. Αυτή η «σαφής κοινωνική παραγωγική σχέση» –η «ειδική οικονομική μορφή» του καπιταλισμού– είναι έτσι έκδηλη στον κοινωνικό χαρακτήρα του χρήματος, ο οποίος χρησιμεύει ως το αντικείμενο μιας κοινωνικής δυναμικής που αναπαράγει αυτές τις σχέσεις καθορίζοντας τις ενέργειες των καπιταλιστών και των προλετάριων στη διαδικασία της αξιοποίησης κεφαλαίου.2120Marx, Capital Volume 3, Chapter 47. Η υπεραξία βρίσκει τις προϋοθέσεις της σε συνθήκες διαχωρισμού και χαρακτηρίζεται από τον ανταγωνισμό της εκμετάλλευσης και της κυριαρχίας.

Σε συνδυασμό με μια τέτοια αντίληψη της «συγκεκριμένης οικονομικής μορφής», η αποσπασματική ανάλυση του Μαρξ για το κράτος υποδηλώνει ότι μια θεωρία της καπιταλιστικής μορφής θα συνίσταται σε μια εξήγηση της ιστορικά ειδικής «πολιτικής μορφής-κράτος που αντιστοιχεί στις ιδιοτυπίες της καπιταλιστικής κοινωνικής μορφής». Υπονοεί επίσης ότι η σχέση κυριαρχίας, που χαρακτηρίζει αυτή την «ειδική» πολιτική μορφή, αντιστοιχεί στους σκοπούς της οικονομικής μορφής: τη διαδικασία της αξιοποίησης κεφαλαίου, η οποία «καθορίζει τις πράξεις κυρίαρχων και κυριαρχούμενων». Μια τέτοια αντίληψη δείχνει ότι σε αυτό το στάδιο της εργασίας του, ο Μαρξ δεν αντιλαμβάνεται το κράτος ως μια άμορφη οντότητα εκτός του συγκεκριμένου ιστορικού πλαισίου της πάλης των τάξεων, ενώ η αναφορά στην «κρυφή βάση» του δείχνει ότι ο Μαρξ δεν το θεωρεί απρόσωπη μορφή έξω από αυτή την πάλη.

Αντίθετα, υποδεικνύει ότι ο ίδιος ο Μαρξ αντιλαμβανόταν το κράτος ως ένα μορφικά καθορισμένο εργαλείο με τη συγκεκριμένη μορφή του κράτους και την πολιτική σχέση κυριαρχίας να εξυπηρετούν τους σκοπούς της καπιταλιστικής αξιοποίησης. Αυτό μοιάζει σαν να θεωρείται το κράτος, ως μορφή, ξεχωριστό από την καπιταλιστική οικονομία, αν και σε αντιστοίχιση με την καπιταλιστική οικονομία, και ότι η «πολιτική μορφή» που το κράτος διαθέτει εξαιτίας αυτού του διαχωρισμού συνίσταται σε μια «σχέση κυριαρχίας» στην οποία οι καθορισμένες από τη μορφή ιδιότητες του κράτους χρησιμοποιούνται ως όργανα από τους λειτουργούς του· οι οποίοι αναγκαστικά ενισχύουν και αντιδρούν στους ιδιότυπους ανταγωνισμούς εκμετάλλευσης, κυριαρχίας και χωρισμού που αποτελούν την προϋπόθεση και το αποτέλεσμα της καπιταλιστικής διαδικασίας αξιοποίησης.2221Marx, Capital Volume 3, Chapter 47.

Στοιχεία μιας τέτοιας θεωρίας μπορεί να δει κανείς σε αποσπάσματα του Κεφαλαίου, όπου το κράτος φαίνεται να επιβάλλει νόμους βάσει της τυπικής ελευθερίας και ισότητας, κωδικοποιώντας την ιδιωτική ιδιοκτησία και την πώληση της εργατικής δύναμης και λειτουργώντας έτσι ως αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας αξιοποίησης κεφαλαίου. Μπορεί επίσης να δει κανείς πώς οι καθορισμένες από τη μορφή ιδιότητες του κράτους χρησιμοποιούνται με έναν εργαλειακό τρόπο, στα αποσπάσματα για τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας και της πρωταρχικής συσσώρευσης. Η απρόσωπη οντότητα του κράτους ενεργεί ως «συγκεντρωμένη και οργανωμένη δύναμη της κοινωνίας» επιβάλλοντας τον διαχωρισμό του εργαζόμενου από τα μέσα παραγωγής και την τροποποίηση της διάρκειας της εργάσιμης ημέρας, ευθυγραμμίζοντας έτσι τον πολιτικό ορθολογισμό με την κοινωνική λογική του κεφαλαίου, προκειμένου να διασφαλιστεί η παραγωγή αξίας και η αναπαραγωγή.2322Karl Marx, Capital Volume 1, Chapter 31. Το Κεφάλαιο έμεινε ανολοκλήρωτο έργο, κάτι που σημαίνει ότι ο Μαρξ ποτέ δεν εξίσωσε το κράτος με την παγκόσμια αγορά· αυτά τα σχόλια υποδηλώνουν ότι η κριτική της πολιτικής οικονομίας του Μαρξ θεωρεί το κράτος ως μια οντότητα που είναι διακριτή αλλά αναπόσπαστη από την καπιταλιστική κοινωνική μορφή, ένα όργανο που καθορίζεται από τη μορφή του, με σκοπό τη διαιώνιση και επέκταση της καπιταλιστικής κοινωνικής παραγωγής.2423Karl Marx, Grundrisse, 1857. Ωστόσο, είναι επίσης γεγονός ότι τέτοια θραύσματα είναι λίγα και αραιά, ανάμεσα στα υπάρχοντα χειρόγραφα που αποτελούν το ημιτελές έργο της κριτικής της πολιτικής οικονομίας.

Κλασικός μαρξισμός

Ο μετασχηματισμός αυτών των χειρογράφων στους τόμους 2 (1885) και 3 (1894) του Κεφαλαίου από τον Ένγκελς παρείχε μια ανεκτίμητη υπηρεσία κάτω από αδύνατες συνθήκες. Ωστόσο, η ηγεμονία της λογικοιστορικής ερμηνείας, στη μορφοποίηση της οποίας ο Ένγκελς έπαιξε σημαντικό ρόλο, σε συνδυασμό με την πρόσληψη των προκριτικών παρατηρήσεων του Μαρξ και του Ένγκελς για το κράτος, αποτέλεσαν τη βάση για τις πιο εξέχουσες θεωρίες του κράτους στον κλασικό και δυτικό μαρξισμό.2524Chris Arthur, The New Dialectic and Marx’s Capital (Leiden: Brill 2002)· Ingo Elbe, “Between Marx, Marxism and Marxisms”· Michael Heinrich, An Introduction to the Three Volumes of Marx’s Capital (New York: Monthly Review Press, 2012).

Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις κλασικές μαρξιστικές θεωρίες του κράτους, οι οποίες θα εξακολουθούσαν να επηρεάζουν την ανάπτυξη του «κλασικού μαρξισμού» τον 20ό αιώνα: τις σοσιαλδημοκρατικές και ιμπεριαλιστικές θεωρίες για το κράτος.2625Βλ. Simon Clarke, “Introduction” στο The State Debate, ed. Simon Clarke (London: Palgrave Macmillan, 1991). Όπως σημειώνει ο Ίνγκο Ελμπ (Ingo Elbe), η ιδέα του Ένγκελς για το κράτος ως «το βασικό εργαλείο» της άρχουσας τάξης «άνοιξε το δρόμο» για αυτές τις θεωρίες.2726Elbe, “Between Marx, Marxism and Marxisms.” Η κλασική μαρξιστική θεωρία του κράτους ακολούθησε μια λογικο-ιστορική ανάγνωση του Κεφαλαίου και της ιδέας του Ένγκελς ότι το κράτος ενήργησε ως «συλλογικός κεφαλαιοκράτης»2827Elbe, “Between Marx, Marxism and Marxisms.” για να ισχυριστεί ότι το κράτος είχε χρησιμοποιηθεί ως όργανο από την άρχουσα τάξη για να αναλάβει «πολλές από τις λειτουργίες του κεφαλαίου, στην προσπάθεια να αποφευχθεί μια οικονομική κρίση και να σταθεροποιηθεί η ταξική πάλη», οδηγώντας έτσι στο νέο ιστορικό στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού.2928Clarke, “Introduction.” Αν και αυτή η θεωρία, η οποία επαναλαμβάνεται στο έργο του Χάρμαν, προσφέρει μια περιγραφή του ρόλου του κράτους στη συσσώρευση, στερείται μιας ανάλυσης με βάση τη μορφή. Αντί να εξηγεί πώς το κράτος καταλήγει να υπάρχει ως ξεχωριστή οντότητα, που εξυπηρετεί τους σκοπούς της ιδιαίτερης κοινωνικής δυναμικής της καπιταλιστικής αξιοποίησης, δυναμικής που οριοθετεί τις πράξεις των κυρίαρχων/κυριαρχούμενων, η κλασική μαρξιστική θεωρία αντιλήφθηκε το κράτος ως ουδέτερο μέσο που χρησιμοποιήθηκε από την καπιταλιστική τάξη για να κατευθύνει την καπιταλιστική οικονομία και το οποίο θα μπορούσε επίσης να χρησιμοποιηθεί από τους προλετάριους για να κατευθύνει την κομμουνιστική οικονομία.

Η σχολή της Φρανκφούρτης

Παρά την αμοιβαία εχθρότητά τους, τόσο τα αλτουσεριανής παράδοσης όσο και τα χεγκελιανής-μαρξιστικής παράδοσης σκέλη του δυτικού μαρξισμού ενσωμάτωσαν αυτή την κλασική ανάλυση σε πιο σύνθετες κοινωνικές θεωρίες. Αυτό ισχύει κυρίως για τις θεωρίες του κράτους που διατυπώθηκαν από όσους συνδέθηκαν με το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών. Παρά τις διαφοροποιήσεις τους, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι συνολικά, οι στοχαστές του Ινστιτούτου έχουν υιοθετήσει μια τέτοια εργαλειακή προσέγγιση του κράτους στην ανάλυση των κοινωνικών θεσμών, στηριζόμενοι στα στοιχεία της βεμπεριανής θεώρησης (Weber) που εντοπίζονται στη θεωρία του Λούκατς (Lukács) για την πραγμοποίηση.

Στη θεωρία τους για το κρατικο-καπιταλιστικό «αυταρχικό κράτος», οι Φρίντριχ Πόλοκ (Friedrich Pollock) και Μαξ Χορκχάιμερ (Max Horkheimer) πρότειναν μια συγκεκριμένη λογικο-ιστορική κοινωνική θεωρία, με μια αντίληψη για το κράτος ως άμορφο μέσο εξορθολογισμού. Στην ανάλυση του κρατικού καπιταλισμού, τον οποίο θεωρούσαν το τελευταίο στάδιο της ιστορικής ανάπτυξης του καπιταλισμού, το αυταρχικό κράτος λέγεται ότι έχει αναλάβει το ρόλο του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου, με τη «νέα άρχουσα τάξη» να χρησιμοποιεί το κράτος για την «πλήρη διαχείριση» της κοινωνίας. Στη σύντομη σύνοψη της θεωρία από τον Πόλοκ, αυτό το «νέο κράτος εμφανίζεται ρητά ως θεσμός, στον οποίο ενσωματώνεται όλη η εξουσία υπηρετώντας τη νέα άρχουσα τάξη ως εργαλείο για την εξουσιαστική πολιτική της».3029Friedrich Pollock, “State Capitalism: Its Possibilities and Limitations” στο The Essential Frankfurt School Reader, eds. Andrew Arato and Eike Gebhardt (New York: Continuüm, 1990), 92. Η νέα άρχουσα τάξη χρησιμοποιεί το κράτος για να «ελέγξει όλα όσα θέλει» συμπεριλαμβανομένου του γενικού οικονομικού σχεδίου παραγωγής και κυκλοφορίας, την «εξωτερική πολιτική, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις» και τη «ζωή και το θάνατο του ατόμου».3130Friedrich Pollock, “State Capitalism: Its Possibilities and Limitations” στο The Essential Frankfurt School Reader, eds. Andrew Arato and Eike Gebhardt (New York: Continuüm, 1990), 90-91.

Ο Πόστον επικρίνει σωστά την αντίληψη της «παραδοσιακής μαρξιστικής» αντίληψης για την καπιταλιστική οικονομία στην οποία βασίζονται οι Πόλοκ και Χορκχάιμερ, επειδή αντιλαμβάνονταν την έννοια της αξίας ως εξω-ιστορική έκφραση της λειτουργίας της αγοράς που έχει πλέον αντικατασταθεί από τη διαχείριση της διανομής από το κράτος. Ωστόσο, η υποτίμησή του στους παραπάνω στοχαστές επεκτάθηκε και στις πιο σύνθετες θεωρίες του κράτους και της καπιταλιστικής οικονομίας που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της σχολής της Φρανκφούρτης.3231See Moishe Postone, Time, Labor and Social Domination. (Cambridge: Cambridge University Press, 1993), particularly chapter 3.

Στην ανάλυση του ναζισμού ο Φραντς Νόιμαν (Franz Neumann) υποστήριξε, σε αντίθεση με τον Πόλοκ και την ανάλυσή του σχετικά με μια κρατική οικονομία, ότι ένα σύνολο μονοπωλίων είχε συνασπιστεί για να χρησιμοποιήσει το γερμανικό κράτος ως «όργανο εξουσίας μιας νέας κυβερνητικής ομάδας» με σκοπό την εγκαθίδρυση «μιας ολοκληρωτικής μορφής κρατικού καπιταλισμού».3332Franz Neumann, Leviathan, στο Karsten H. Piep, “A Question of Politics, Economics, or Both? The Neumann-Pollock Debate in Light of Marcuse’s ‘State and Individual under National Socialism’,” Cultural Logic, 2004.

Η αντίληψη του Μαρκούζε (Marcuse) ότι το «εθνικό σοσιαλιστικό κράτος» ήταν «η κυβερνητική ενσάρκωση οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων» βρίσκεται κάπου ανάμεσα στον Πόλοκ και τον Νόιμαν.3433Franz Neumann, Leviathan, στο Karsten H. Piep, “A Question of Politics, Economics, or Both? The Neumann-Pollock Debate in Light of Marcuse’s ‘State and Individual under National Socialism’,” Cultural Logic, 2004. Τέλος, οι «Σκέψεις για την θεωρία των τάξεων» του Αντόρνο (Adorno) υποδηλώνουν ότι ως αποτέλεσμα της δυναμικής των πραγμοποιημένων κοινωνικών σχέσεων, το κράτος θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο εξορθολογισμού υπό τη μονοπωλιακή κυριαρχία της αστικής τάξης.3534Theodor Adorno, “Reflections on Class Theory,” R. Livingstone (trans.), στο Can One Live After Auschwitz? A Philosophical Reader (Stanford: Stanford University Press, 2003).

Οι πτυχές της ανάλυσης του Νόιμαν και του Αντόρνο συγκεντρώνονται στο Η οικονομία και η ταξική δομή του γερμανικού φασισμού του Άλφρεντ Σον-Ρέτελ (Alfred Sohn-Rethel.) Από πολλές απόψεις, αυτή η συχνά παραμελημένη εργασία προσφέρει την πιο πολύπλοκη θεωρητική και ιστορικά ενσωματωμένη ανάλυση του κράτους σε αυτή τη γενιά της κριτικής θεωρίας της σχολής της Φρανκφούρτης.3635Πράγματι, η δουλειά του Sohn Rethel έχει διακριθεί ως υποδειγματική θεωρία για το κράτος της πρώτης γενιάς ακαδημαϊκών της σχολής της Φρανκφούρτης από τον Johannes Agnoli. Επηρεασμένος από τον Αντόρνο, ο Σον-Ρέτελ αντιλαμβάνεται το κράτος σε θεωρητικό επίπεδο ως ορθολογικό μέσο που επιβάλλει την καπιταλιστική αξιοποίηση. Αυτή η προσέγγιση εκφράζεται στην ιστορική ανάλυση που συμπληρώνει την περιγραφή του Νόιμαν για το γερμανικό φασισμό, σύμφωνα με την οποία ένας αστερισμός μονοπωλίων ταυτίζεται με το ναζιστικό κόμμα προκειμένου να θεσπίσει ένα νέο καθεστώς συσσώρευσης. Σε ένα τέτοιο καθεστώς συσσώρευσης, το γερμανικό φασιστικό κράτος ενήργησε ως διευθυντικός μηχανισμός του μονοπωλιακού κεφαλαίου με την εφαρμογή καταναγκαστικών πολιτικών οργάνωσης της εργασίας που επανοργάνωσαν την απόσπαση απόλυτης υπεραξίας.3736Alfred Sohn-Rethel, The Economy and Class Structure of German Fascism (London: CSE Books, 1978).

Αναφέροντας τον τρόπο με τον οποίο ένα τμήμα του γερμανικού κεφαλαίου αναγκάστηκε να συνάψει συμφωνία με το ναζιστικό κόμμα προκειμένου να χρησιμοποιήσει τον θεσμό του γερμανικού κράτους για την εφαρμογή και επιβολή πολιτικών που προωθούσαν την απόσπαση υπεραξίας, ο Σον-Ρέτελ παρέχει μια πολύπλοκη θεωρητική ανάλυση του κράτους ως μέσου εξορθολογισμού που χρησιμοποιείται στην ταξική πάλη με σκοπό την αξιοποίηση του κεφαλαίου. Υποστηρίζει επίσης ότι η μερίδα της τάξης που κατευθύνει αυτό το μέσο οριοθετείται από τις πρωταρχικές επιταγές της καπιταλιστικής αξιοποίησης. Ωστόσο, παρά τη βαθύτερη κοινωνικο-θεωρητική ανάλυση του κράτους, οι θεωρίες για το κράτος του Σον-Ρέτελ και άλλων θεωρητικών της σχολής της Φρανκφούρτης δεν είχαν το ερμηνευτικό εύρος μιας ανάλυσης με βάση τη μορφή του κράτους. Πράγματι, αυτός είναι ίσως ο λόγος για τον οποίο οι βασικοί εκφραστές της στηρίχθηκαν κυρίως στις έννοιες της ορθολογικής διοίκησης του Βέμπερ για να εξηγήσουν την απρόσωπη εργαλειακή λειτουργία του κράτους, παρά στο να αντιστοιχήσουν αυτές τις ιδιότητες με μια ανάλυση της καπιταλιστικής κοινωνικής μορφής της παραγωγής.

Αλτουσέρ

Ο Λουί Αλτουσέρ (Louis Althusser), όπως και οι θεωρητικοί της σχολής της Φρανκφούρτης, προσέθεσε επίσης μια πολύπλοκη κοινωνικο-θεωρητική διάσταση στην άμορφη εργαλειακή αντίληψη του κράτους. Εντούτοις σε έντονη αντίθεση με τη σχολή της Φρανκφούρτης, η αλτουσεριανή θεωρία για το κράτος εξελίχθηκε από την επανανοηματοδότηση της τοπολογίας της βάσης και του εποικοδομήματος από τον Αλτουσέρ, η οποία στην κλασική της μορφή προέκρινε ότι η κοινωνική θεωρία του Μαρξ επιβεβαίωνε την υπεροχή της οικονομικής βάσης και την υποταγή του πολιτικο-νομικού και ιδεολογικού εποικοδομήματος. Η αντίληψη του Αλτουσέρ για το κράτος σαν εργαλείο προέκυψε από μια πολυεπίπεδη αναδιαμόρφωση της σχέσης μεταξύ βάσης και εποικοδομήματος, που χαρακτηρίζεται από πολύπλοκες σχέσεις υπερπροσδιορισμού, παρά από μια κοινωνική θεωρία ανάλυσης μορφών.

Αυτό φαίνεται κυρίως στην περίπτωση της «Ιδεολογίας και των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους» έργο με το οποίο ο Αλτουσέρ επιδίωξε να καταστήσει την κλασική μαρξιστική θεωρία του κράτους λιγότερο περιγραφική και «πιο ακριβή», επεξεργαζόμενος τη συμπληρωματική σχέση των κατασταλτικών και ιδεολογικών λειτουργιών των μηχανισμών του κράτους στην αναπαραγωγή των σχέσεων παραγωγής.3837Louis Althusser, “Ideology and Ideological State Apparatuses” in Lenin and Philosophy and Other Essays (New York: Monthly Review Press, 1971). Αν και το μεγαλύτερο μέρος αυτού του δοκιμίου επικεντρώθηκε στο πώς οι ιδεολογικοί μηχανισμοί συνέβαλαν στην αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής, ο Αλτουσέρ αργότερα θα συμπληρώσει και θα τροποποιήσει τη θεωρία του κράτους στο αξιοσημείωτο κείμενο «Ο Μαρξ στα όριά του». Το έργο αυτό, όπως και η συμβολή του Σον-Ρέτελ, προσφέρει μια πολύπλοκη θεωρητική διατύπωση της κατασταλτικής λειτουργίας του κράτους. Προσφέρει επίσης μια επαναδιατύπωση της ιδιότυπης δομής του κράτους που ανασυγκροτεί την προηγούμενη θεωρητική αρχιτεκτονική βάσηςεποικοδομήματος, χρησιμοποιώντας τις πιο διαλεκτικές έννοιες του διαχωρισμού και της αλληλεξάρτησης. Τέλος, σε αυτό το δοκίμιο, ο Αλτουσέρ αναθεωρεί ακόμη και την προηγούμενη κριτική του στο φετιχισμό.

Αυτά τα στοιχεία ενοποιούνται σε μια αντίληψη του κράτους ως κατασταλτικού μέσου λόγω του δομικού διαχωρισμού του κράτους από την ταξική πάλη: «Αυτό που κάνει το κράτος το κράτος […] είναι το γεγονός ότι το κράτος γίνεται για να χωριστεί, στο μέτρο του δυνατού, από την ταξική πάλη … για να χρησιμεύσει ως εργαλείο στα χέρια εκείνων που κατέχουν την εξουσία. Το γεγονός ότι το κράτος «γίνεται για το σκοπό αυτό» είναι εγγεγραμμένο στη δομή του, στην κρατική ιεραρχία και στην υπακοή που απαιτείται από όλους τους δημόσιους υπαλλήλους, όποια και αν είναι η θέση τους».3938Louis Althusser, “Marx in his Limits,” στο Philosophy of the Encounter (London: Verso, 2006), 75.

Κατά συνέπεια, το κράτος είναι «ξεχωριστό» και «πάνω από τις τάξεις» μόνο για να εγγυάται ότι η κυρίαρχη τάξη μπορεί να εξασφαλίσει την αναπαραγωγή των συνθηκών της κυριαρχίας της, με το «σύνολο στοιχείων» που συνθέτουν το κράτος να εργάζεται «μαζί για τον ίδιο σκοπό». Για τον Αλτουσέρ, ο στόχος της αναπαραγωγής «δεν συνίσταται μόνο στην αναπαραγωγή των συνθηκών των “κοινωνικών σχέσεων” και, τελικά, στις “παραγωγικές σχέσεις”. Περιλαμβάνει επίσης την αναπαραγωγή των υλικών συνθηκών των σχέσεων παραγωγής και εκμετάλλευσης».4039Louis Althusser, “Marx in his Limits,” στο Philosophy of the Encounter (London: Verso, 2006), 120. Η έμφαση, για τον Αλτουσέρ, δίνεται στον τρόπο με τον οποίο το κράτος μυστικοποιεί την πραγματικότητα του ταξικού ανταγωνισμού λόγω του διαρθρωτικού του διαχωρισμού από την οικονομία: «η αναπαραγωγή του κράτους και των λειτουργιών του ως εργαλείου για την αναπαραγωγή των συνθηκών παραγωγής, άρα της εκμετάλλευσης, άρα και των συνθηκών της κυριαρχίας της εκμεταλλευτικής τάξης, αποτελεί από μόνη της την υπέρτατη αντικειμενική μυστικοποίηση».4140Louis Althusser, “Marx in his Limits,” στο Philosophy of the Encounter (London: Verso, 2006), 125.

Μια τέτοια θεωρία του κράτους αντλεί σαφώς από τον ύστερο Μαρξ για να συλλάβει το κράτος ως μια συγκεκριμένη οντότητα που είναι διαρθρωτικά ξεχωριστή, αλλά εξακολουθεί να συνδέεται με τη δυναμική της πάλης των τάξεων. Ωστόσο, παρά την εξέλιξη σε σχέση με προηγούμενες αναλύσεις του Αλτουσέρ, όπως συνέβη και με τον Σον-Ρέτελ, ο δομικός-εργαλειακός ρόλος που διαδραματίζει το κράτος στη διαδικασία αναπαραγωγής δεν συνδέεται με την ανάλυση της συγκεκριμένης οικονομικής μορφής που αναδεικνύει ο Μαρξ στην κριτική του για την πολιτική οικονομία.

Η προσέγγιση του Αλτουσέρ δεν εξηγεί το πώς αυτή η διαδικασία της κοινωνικής αναπαραγωγής παράγεται από τη συγκεκριμένη δυναμική της διαδικασίας καπιταλιστικής αξιοποίησης και κατά συνέπεια αδυνατεί να ερμηνεύσει το πώς η μορφή του κράτους καθορίζει τη δομικότητα-εργαλειακότητα. Οι θεωρίες για το κράτος που ήρθαν μετά από τη «Νέα ανάγνωση του Μαρξ» έδωσαν έμφαση στα στοιχεία που καθορίζονται από τη μορφή του κράτους.

Νέες αναγνώσεις

Η λεγόμενη Νέα Ανάγνωση του Μαρξ (Neue Marx-Lektüre) εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1960 στη Δυτική Γερμανία. Οι σημαντικοί εκπρόσωποι αυτής της τάσης, Χανς-Γκέοργκ Μπακχάουζ (Hans-Georg Backhaus) και Χέλμουτ Ράιχελτ (Helmut Reichelt), πρωτοδιατύπωσαν ότι η νέα ανάγνωση συνίστατο σε μια νέα ερμηνεία της θεωρίας της αξίας του Μαρξ που έφερε στο προσκήνιο το στοιχείο της μορφής της αξίας στη μαρξική κριτική της πολιτικής οικονομίας.

Η ερμηνεία των Μπακχάουζ και Ράιχελτ σχετικά με αυτή τη διάσταση στηριζόταν στην «ανακατασκευή» αυτού που όρισαν ως «εσωτερική» θεωρία της αξίας, για την οποία ισχυρίστηκαν ότι είχε αποκρυφθεί/ υποτιμηθεί στους δημοσιευμένους τόμους του Κεφαλαίου. Σε αντίθεση με τις παραδοσιακές ερμηνείες της θεωρίας της αξίας του Μαρξ, οι Μπακχάουζ και Ράιχελτ υποστήριξαν ότι αυτή η «εσωτερική» θεωρία, η οποία βρίσκεται στο κέντρο της θεώρησής τους για τη διαλεκτική της μορφής της αξίας, αποτελείται από έναν απρόσωπο τύπο κοινωνικής ορθολογικότητας που επιβάλλεται και στις δύο πλευρές της ταξικής σχέσης.

Αυτή η εννοιολογική και μεθοδολογική οπτική επηρέασε και τη λεγόμενη σχολή της μεθοδικής παραγωγής του κράτους κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 στη Δυτική Γερμανία. Η προσέγγιση της σχολής αυτής αντανακλούσε επίσης, εν μέρει, την θεωρία κράτους του Σοβιετικού νομικού θεωρητικού Γιεβγκένι Πασουκάνις (Evgeny Pashukanis). Ήδη από το 1923 ο Πασουκάνις είχε ασκήσει κριτική στις μαρξιστικές θεωρίες που επικεντρώνονταν απλώς στο περιεχόμενο του κράτους. Στον αντίποδα, η θεωρία του Πασουκάνις εστίαζε στο γιατί η κυριαρχία της καπιταλιστικής τάξης «παίρνει τη μορφή επίσημης κρατικής κυριαρχίας», αποδίδοντας/εξάγοντας τη μορφή του καπιταλιστικού νόμου και του καπιταλιστικού κράτους από την εμπορευματική παραγωγή.4241Evgeny Pashukanis, “The Situation on the Legal Theory Front” αναφορά στο State and Capital: A Marxist Debate, eds. John Holloway and Sol Picciotto (Austin, University of Texas Press, 1978), 24.

Η σχολή της μεθοδικής παραγωγής του κράτους, εκκινώντας από μια ερμηνεία της θεωρίας της αξίας του Μαρξ με έμφαση στη μορφή της αξίας, υποστήριξε ότι οι κοινωνικές σχέσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας συγκροτούν τους καπιταλιστικούς νόμους και ένα καπιταλιστικό κράτος που κωδικοποιεί και επιβάλλει την κοινωνική μορφή των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων ως σχέσεων μεταξύ των πραγμάτων. Για τον Πασουκάνις, ο καπιταλιστικός νόμος και το καπιταλιστικό κράτος ήταν επομένως «μορφές» λογικά παραγόμενες από την εμπορευματική μορφή.

Όπως επισημαίνουν οι Τζον Χολογουέι (John Holloway) και Σολ Πικιότο (Sol Picciotto), η συζήτηση της μεθοδικής παραγωγής του κράτους προέκυψε στο πλαίσιο της πρώτης σημαντικής ύφεσης στη μεταπολεμική Δυτική Γερμανία, στο φόντο της εκλογής ενός σοσιαλφιλελεύθερου συνασπισμού, που έθεσε το ζήτημα του ρεφορμισμού και στην υποχώρηση του φοιτητικού κινήματος.4342Βλ. John Holloway and Sol Picciotto, “Introduction: Towards a Marxist Theory of the State” in Holloway and Picciotto, State and Capital. Αυτές οι εξελίξεις έθεσαν υπό αμφισβήτηση τις κλασικές μαρξιστικές θεωρίες για το κράτος, σύμφωνα με τις οποίες η κρατική διαχείριση της οικονομίας θα μπορούσε να αποτρέψει οικονομικές κρίσεις και έγειραν επίσης ερωτήματα σχετικά με τη δομή και τα όρια του καπιταλιστικού κράτους.

Πολλές πτυχές αυτού του πολιτικού πλαισίου είχαν ήδη αναλυθεί από τον Γιοχάνες Ανιόλι (Johannes Agnoli). Παρ’ όλο που ο Ανιόλι ήταν ανένδοτος στο ότι το κράτος δεν μπορούσε να «προέλθει», δεδομένου ότι ήταν ήδη εκεί, στο εμπνευσμένο δοκίμιο Ο μετασχηματισμός της δημοκρατίας (Die Transformation der Demokratie, 1967) έκρινε ότι ο ρόλος του κράτους στη διατήρηση της ελευθερίας και της ισότητας μέσω του νόμου συνέβαλε στην αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνίας, όχι μόνο επιβάλλοντας δικαιώματα ιδιοκτησίας, αλλά και μεταμορφώνοντας τις ταξικές σχέσεις σε κοινωνικές σχέσεις μεταξύ αφηρημένων ατόμων.

Η ιδέα της «κρατικοποίησης», παρείχε επίσης μια ιστορική αναδρομή για το πώς το φοιτητικό κίνημα και οι προσπάθειες ρεφορμισμού ενσωματώθηκαν από αυτές τις υπερισχύουσες πολιτικές δομές. Το έργο του Ανιόλι συνολικά προσέφερε μια ανάλυση για το καπιταλιστικό κράτος που επικεντρώθηκε στο πώς οι πολιτικές δυνατότητες του κράτους διασφαλίζουν τις οικονομικές διαδικασίες αξιοποίησης και αναπαραγωγής, αλλά και στο πώς η δομή του κράτους ωθεί τους λειτουργούς ανεξάρτητα από το ποιος είναι ο φαινομενικά «πολιτικός» τους προσανατολισμός, να εργαλειοποιούν αυτές τις δυνατότητες.4443Βλ. Johannes Agnoli, “,Theses on the Transformation of Democracy and on the Extra-Parliamentary Opposition” Michael Shane Boyle and Daniel Spaulding (trans.), σε αυτό το τεύχος του Viewpoint.

Αυτές οι μεθοδολογικές επιρροές και η συγκυρία αποτυπώνονται στο έργο των Βόλφγκανγκ Μύλλερ (Wolfgang Müller) και Κρίστελ Νόιζυς (Christel Neüsuss) οι οποίοι ξεκίνησαν τη συζήτηση και έτσι μπορεί να θεωρηθεί ότι όρισαν το πλαίσιο της προσέγγισής τους σε σχέση με τη μαρξιστική θεωρία για το κράτος. Σε αντίθεση με τις εργαλειακές θεωρίες, ειδικά των εκφραστών της σχολής της Φρανκφούρτης, οι στοχαστές αυτοί δήλωναν ότι «ο ορισμός και η κριτική των κρατικών θεσμών ως οργάνων χειραγώγησης της άρχουσας τάξης δεν μας επιτρέπουν να ανακαλύψουμε τα όρια αυτής της χειραγώγησης».4544Βλ. Johannes Agnoli, “,Theses on the Transformation of Democracy and on the Extra-Parliamentary Opposition” Michael Shane Boyle and Daniel Spaulding (trans.), σε αυτό το τεύχος του Viewpoint, 33 Αντίθετα, θεωρούσαν ότι η μαρξιστική κρατική θεωρία θα έπρεπε να συμβάλει στην «κριτική των διαφόρων λειτουργιών του σύγχρονου κράτους».4645Wolfgang Müller and Christel Neüsuss, “The Welfare State Illusion” στο Holloway and Picciotto, State and Capital, 33. Ως εκ τούτου, αντανακλώντας την επιρροή του Πασουκάνις, οι Μύλλερ και Νόιζυς ισχυρίστηκαν ότι αυτές οι λειτουργίες «μπορούν να αποκαλυφθούν μόνο από μια ανάλυση που δείχνει λεπτομερώς τις ανάγκες και τα όρια της κρατικής παρέμβασης, τα οποία προκύπτουν από τις αντιφάσεις της καπιταλιστικής διαδικασίας παραγωγής ως εργασιακής διαδικασίας και διαδικασίας αξιοποίησης».4746Wolfgang Müller and Christel Neüsuss, “The Welfare State Illusion” στο Holloway and Picciotto, State and Capital, 33. Οι επόμενες συνεισφορές σε αυτή τη συζήτηση επικεντρώθηκαν στην ερμηνεία της απαραίτητης λειτουργίας του καπιταλιστικού κράτους και των ορίων του, εξάγοντας τη μορφή του κράτους από τη δυναμική της καπιταλιστικής αξιοποίησης.

Ακολουθώντας την προσέγγιση των Τζον Χολογουέι και Σολ Πικιότο, μπορούμε να εντοπίσουμε τρεις βασικές προσεγγίσεις σε αυτή τη θεματική. Η πρώτη διαφώνησε με θεωρίες όπως του Πόλοκ (Pollock) και του Χορκχάιμερ (Horkheimer) και υποστήριξε ότι ο θεσμικός διαχωρισμός του κράτους από την καπιταλιστική οικονομία αποτελεί το κλειδί για την κατανόηση του ρόλου του στη διαδικασία αξιοποίησης. Αυτή η προσέγγιση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μορφή του κράτους ήταν απαραίτητη για τη συνέχιση της ύπαρξης της καπιταλιστικής κοινωνίας, δεδομένου ότι υπερέβαινε τον ανταγωνισμό μεμονωμένων κεφαλαίων για να εξασφαλίσει την αναπαραγωγή του συστήματος».4847Wolfgang Müller and Christel Neüsuss, “The Welfare State Illusion” στο Holloway and Picciotto, State and Capital, 38. Για μια πιο εκτενή επισκόπηση βλ. επίσης Simon Clarke, “Introduction” στο The State Debate (London: Palgrave Macmillan, 1991).

Η δεύτερη προσέγγιση παρήγαγε λογικά μια πιο πολύπλοκη μορφή κράτους από τη δομή ανάπτυξης του Κεφαλαίου, καθιερώνοντας ταυτόχρονα τη λογική αναγκαιότητα της θεωρίας πάνω σε αυτή τη βάση. Αυτή η προσέγγιση εξήγαγε συστηματικά την αναγκαιότητα και τη δυνατότητα του κράτους από τις μορφές εμφάνισης των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, όπου όλα τα μέλη της κοινωνίας, ως ιδιοκτήτες διαφόρων πηγών εσόδων, εμφανίζονται σαν να έχουν κοινά συμφέροντα, καθιστώντας έτσι αναγκαία την αυτονομία του κράτους, προκειμένου αυτά τα κοινά συμφέροντα να υλοποιούνται εκτός της σφαίρας του ανταγωνισμού.

Η τρίτη (προσέγγιση) μετατόπισε το βάρος από αυτές τις μορφές εμφάνισης στις ίδιες τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Σε αντίθεση με τις δύο πρώτες προσεγγίσεις, που μπορεί να θεωρηθεί ότι συνάγουν την αναγκαιότητα του κράτους ως ένα, εκ των υστέρων, λειτουργικό συμπλήρωμα σε μια πλήρως συγκροτημένη διαδικασία αξιοποίησης κεφαλαίου, ο Γιοακίμ Χιρς (Joachim Hirsch) υποστήριξε ότι μια «θεωρία του αστικού κράτους» είναι «ζήτημα του ορισμού του αστικού κράτους ως έκφρασης μιας συγκεκριμένης ιστορικής μορφής ταξικής κυριαρχίας και όχι απλώς ως φορέα συγκεκριμένων κοινωνικών λειτουργιών».4948aaa

49. Joachim Hirsch, “The State Apparatus and Social Reproduction: Elements of a Theory of the Bourgeois State” στο Holloway and Picciotto, State and Capital, 63.

Αυτό οδήγησε τον Χιρς (Hirsch) να αντλήσει τη «δυνατότητα» και τη «γενική αναγκαιότητα» της μορφής του κράτους από το κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση, υποστηρίζοντας ότι η συγκεκριμένη μορφή του κράτους απομόνωνε «τις σχέσεις ισχύος από την άμεση διαδικασία παραγωγής, συνιστώντας «πολιτικές» και «οικονομικές» σφαίρες, οι οποίες ήταν αναπόσπαστες από την αναπαραγωγή αυτής της σχέσης».5049Holloway and Picciotto, “Introduction,” 24-26. Με τον τρόπο αυτό, τα «στοιχεία μιας θεωρίας του αστικού κράτους» του Χιρς αντιμετώπισαν τις αδυναμίες των άλλων προσεγγίσεων –δηλαδή τον διαχωρισμό της κρατικής μορφής από την κεφαλαιακή σχέση– ενώ ταυτόχρονα υπογράμμισαν τη σημασία της ανάλυσης του κράτους και της κοινωνικής αναπαραγωγής μέσα στο πλαίσιο της παγκόσμιας αγοράς.5150Ο Χιρς επίσης επισημαίνει τα όρια μίας μεθοδικής παραγωγής του κράτους, επισημαίνοντας τη σημασία των ιστορικών ιδιαιτεροτήτων συγκεκριμένων κρατών, κάτι το οποίο και οι προηγούμενες συνεισφορές είχαν επίσης αντιμετωπίσει ανεπαρκώς. Για το σημείο αυτό βλ. και Heide Gerstenberger, “Class Conflict, Competition and State Functions” in Holloway and Picciotto, State and Capital.(48)

Παρά τα διαφορετικά σημεία έμφασης, στο σύνολό της η συζήτηση της μεθοδικής παραγωγής του κράτους ανέδειξε μια θεωρητική αντίληψη για το κράτος που ήρθε σε ρήξη με τις εργαλειακές θεωρήσεις. Οι υποστηρικτές της μεθοδικής παραγωγής αντιμάχονταν με επιχειρήματα την αντίληψη ότι το κράτος είναι ένα άμορφο εργαλείο που κατευθύνει την οικονομία. Αντίθετα, επιχείρησαν να συλλάβουν την απρόσωπη μορφή του κράτους και το διαχωρισμό του από την καπιταλιστική οικονομία, ως προϋποθέσεις για την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αυτή η ανάδειξη στη θεωρία κράτους προσεγγίσεων, που στηρίζονται στην ανάλυση της μορφής του κράτους, υιοθετήθηκε από διάφορες θεωρίες για το κράτος που εμφανίστηκαν αργότερα στη Γερμανία.

Η συζήτηση για την παγκόσμια αγορά

Αντλώντας και ενισχύοντας τα στοιχεία του έργου του Χιρς, η γερμανική «συζήτηση για την παγκόσμια αγορά» περιστράφηκε γύρω από την αντίληψη του κράτους, που βασίζεται σε μια ανάλυση της μορφής του, μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο της παγκόσμιας αγοράς. Η συμβολή των Κρίστελ Νόιζυς, Κλάους Μπους (Klaus Busch) και Κλαούντια φον Μπράουνμιλ (Claudia von Braunmühl) στη συζήτηση αυτή στηρίχθηκε στο σχόλιο του Μαρξ στα Grundrisse ότι η «τάση δημιουργίας της παγκόσμιας αγοράς είναι άμεσα δοσμένη στην ίδια την έννοια του κεφαλαίου» και στις επεξεργασίες του για το πώς ο νόμος της αξίας λειτουργεί διαμέσου της παγκόσμιας αγοράς. Με αυτό τον τρόπο, οι προαναφερθέντες μελετητές βασίστηκαν στην αξιακή-θεωρητική προσέγγιση της αξιοποίησης ως διαδικασίας που «επιβάλλει μια συγκεκριμένη λογική στους ανθρώπους», προσέγγιση που παράλληλα αντανακλά τα συμπεράσματα από τη συζήτηση της μεθοδικής παραγωγής του κράτους, τονίζοντας ότι οι τάσεις που επικρατούν στην κρίση του καπιταλισμού μπορούν να ρυθμιστούν μόνο εάν «το καπιταλιστικό κράτος είναι ικανό να διαμορφωθεί και να επιβιώσει ως ξεχωριστή και σχετικά αυτόνομη “οντότητα”».5251Oliver Nachtwey και Tobias ten Brink, “Lost in Transition: the German World-Market Debate in the 1970s,” Historical Materialism 16, 2008, 45. Ωστόσο, σε αντίθεση με αυτές τις προσεγγίσεις, οι συνεισφορές στη συζήτηση για την παγκόσμια αγορά ξεκίνησαν από τα μεθοδολογικά θεμέλια της ύπαρξης μιας πληθώρας κρατών μέσα σε ένα «πολυπολικό» παγκόσμιο καπιταλισμό.

Οι Νόιζυς και Μπους επιχείρησαν να εφαρμόσουν την ερμηνεία τους για τη μαρξιστική θεωρία της αξίας στην παγκόσμια αγορά, συλλαμβάνοντάς την ως έναν «συνδυασμό από διαφορετικές εθνικά οριοθετημένες σφαίρες». Σε αντίθεση με τη συζήτηση περί της μεθοδικής παραγωγής του κράτους, έκριναν ότι «μια ανάλυση της παγκόσμιας κίνησης του κεφαλαίου δεν θα μπορούσε να προέλθει απρόσκοπτα από την εσωτερική φύση του κεφαλαίου», αλλά θα έπρεπε να εκφραστεί με «τροποποιημένες μορφές». Από τους δύο, ο Νόιζυς έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο κράτος, ως οντότητα «που εδράζεται στην καπιταλιστική βάση αλλά βρίσκεται και “πέρα και εκτός” από αυτήν». Η Κλαούντια φον Μπράουνμιλ υποστήριξε ότι το κράτος είναι υπεύθυνο για τη δημιουργία των «γενικών υλικών προϋποθέσεων για την παραγωγή» και για τη δημιουργία μιας «εσωτερικής σφαίρας κυκλοφορίας» για το εθνικό συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο μέσα από την ενίσχυση της πρωταρχικής συσσώρευσης, διασφαλίζοντας έτσι την κίνηση κεφαλαίου και εργασίας και διευκολύνοντας την επιβολή του νόμου της αξίας.5352Oliver Nachtwey και Tobias ten Brink, “Lost in Transition: the German World-Market Debate in the 1970s,” Historical Materialism 16, 2008, 45. Οι ιδέες του Μπους για «τροποποιημένες μορφές», υποστηρίζουν επίσης ότι η αξία εμφανίζεται πάντα με τέτοιο τρόπο.

(Η Κλαούντια φον Μπράουνμιλ) επίσης, έκρινε ότι το κράτος δεν μπορεί να θεωρηθεί εξωτερικά/αποσπασμένο από τη θεωρία της αξίας: Η μορφή του αστικού κράτους ως τμήμα μιας παγκόσμιας αγοράς που είναι οργανωμένη με βάση τα εθνικά κράτη, απαιτεί, ως οριοθετημένο, νομικά κυριαρχικό κέντρο ενός καπιταλιστικού συνόλου ανταλλαγών και παραγωγής, τη λειτουργία της διασφάλισης τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά της πολιτικο-οικονομικής εξουσίας των αστικών τάξεων που ανταγωνίζονται στο «διεθνές σύστημα». Η μορφή, όσο μεγάλη και αν είναι η οικονομική της σημασία […] τελικά δε γίνεται κατανοητή χωρίς την προσφυγή στην πολιτική στιγμή της κυριαρχίας που εμπεριέχεται στην οικονομική σχέση της δύναμης μεταξύ μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου και χωρίς αναφορά στους ενδοαστικούς ανταγωνισμούς για κυριαρχία.5453Claudia von Braunmühl, “The Bourgeois Nation State within the World Market” στο Holloway and Picciotto, State and Capital, 175.

Έτσι, η φον Μπράουνμιλ υποστήριξε ότι η παγκόσμια αγορά ήταν «το κατάλληλο επίπεδο από το οποίο μπορούμε να παρατηρήσουμε την κίνηση του κεφαλαίου και την επίδραση του νόμου της αξίας εν γένει» και ότι δεν θα πρέπει να εννοηθεί το ίδιο το καπιταλιστικό κράτος ως τέτοιο, αλλά «η συγκεκριμένη πολιτική οργάνωση της παγκόσμιας αγοράς σε πολλές χώρες».5554Claudia von Braunmühl, “The Bourgeois Nation State within the World Market” στο Holloway and Picciotto, State and Capital, 54. Ως εκ τούτου, σε αντίθεση με τη συζήτηση της μεθοδικής παραγωγής του κράτους η φον Μπράουνμιλ έθεσε το επιχείρημα ότι «η μορφή του κράτους ως μία πολιτική οργάνωση από “ξεχωριστές και διακριτές σχέσεις αναπαραγωγής”» δεν μπορεί «να παράγεται απλώς από τις εσωτερικές διαστάσεις μίας εμπορευματοποιημένα παραγωγικής ταξικής κοινωνίας», αλλά ο ρόλος του κράτους αναφορικά με την συγκεκριμένη σχέση που έχει με την παγκόσμια αγορά και με τα άλλα κράτη, θα πρέπει να ενσωματώνεται στην ανάλυση από την αρχή.5655

Αυτή η θεώρηση οδήγησε την φον Μπράουνμιλ να υποστηρίξει σε θεωρητικό επίπεδο ότι το κράτος πρέπει να προσεγγιστεί από την οπτική της εσωτερικής δυναμικής του εθνικού κεφαλαίου και της εξωτερικής δυναμικής της παγκόσμιας αγοράς. Η δημιουργία της «πολιτικής και οικονομικής κυριαρχίας από διεθνώς ανταγωνιζόμενες άρχουσες τάξεις» επιτεύχθηκε μέσω των πολιτικών λειτουργιών ενός κυρίαρχου κράτους, το οποίο μπορούσε να εξασφαλίσει τις απαραίτητες συνθήκες μέσα στο πλαίσιο του εθνικού κράτους.5756Claudia von Braunmühl, “The Bourgeois Nation State within the World Market” στο Holloway and Picciotto, State and Capital, 58.

Οι Νάχτγουέι (Nachtway) και Μπρινκ (Brink) κατέδειξαν κάποιες από τις αδυναμίες της συζήτησης για την παγκόσμια αγορά. Ταυτόχρονα, ανέδειξαν τη σημασία που έχουν οι αναλύσεις των μορφών του κράτους για προσεγγίσεις από την οπτική της παγκόσμιας αγοράς και της ύπαρξης μιας πληθώρας κρατών, βασιζόμενοι σε πτυχές του ατελούς έργου του Μαρξ και επισημαίνοντας τα ελλείμματα που απορρέουν από την αποδοχή του καπιταλιστικού κράτους ως έχει.

Υφαίνοντας τα νήματα

Οι αλτουσεριανές και κριτικές-μαρξικές θεωρίες που ακολούθησαν έλαβαν υπόψη τις πτυχές των παραπάνω γερμανικών συνεισφορών, προσπαθώντας επίσης να τις ενσωματώσουν σε μια θεώρηση των κοινωνικών αγώνων. Αυτό συνέβη ιδιαίτερα στη Διάσκεψη των Σοσιαλιστών Οικονομολόγων (Conference of Socialist Economists [CSE]), στο οποίο οι «ανοικτοί μαρξιστές» (Οpen Marxists), όπως ο Χολογουέι και ο Κλάρκε, τόνισαν τις διαστάσεις της ταξικής πάλης που είχαν αρθρωθεί στην εσωτερική σχέση μεταξύ κράτους και οικονομίας.

Ενδιαφέρον είχε επίσης και η περίπτωση και άλλων συμμετεχόντων, όπως ο Μπομπ Τζέσοπ (Bob Jessop), που ακολούθησαν τον Πουλαντζά, και την εξελιγμένη ανάλυση που στηρίζεται στις μορφές του κράτους, σε μια θεωρία της σχετικής αυτονομίας του κράτους, μέσα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης πολυδιάστατης κοινωνικής θεωρίας. Το έργο του Βέρνερ Μπόνεφελντ (Werner Bonefeld) και του Γιάννη Μηλιού μπορεί να θεωρηθεί ότι πιάνει αυτό το νήμα, επανασυνδέοντας την κριτική θεωρία της σχολής της Φρανκφούρτης (στην περίπτωση του Μπόνεφελντ) και την αλτουσεριανή θεωρία (στην περίπτωση του Μηλιού), με θεωρίες του κράτους που αντλούν από τη θεωρία της μορφής της αξίας των Πασουκάνις και Ανιόλι, από τη συζήτηση της μεθοδικής παραγωγής του κράτους και από τη συζήτηση για την παγκόσμια αγορά.

Αυτές οι συνεισφορές μάς φέρνουν πίσω στο ζήτημα του νεοφιλελευθερισμού. Όπως είδαμε, ο Πεκ (Peck) και ο Μιρόβσκι (Mirowski) υποστήριξαν ότι ο νεοφιλελευθερισμός ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με το κράτος, μια ερμηνευτική διάσταση που απουσιάζει από τη διαδεδομένη μαρξιστική προσέγγιση. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, οι Μιρόβσκι και Πεκ (Peck) αποφεύγουν να εξετάσουν ποια ερμηνευτικά οφέλη θα μπορούσε να προσφέρει μια αυστηρότερη μαρξιστική θεωρία περί νεοφιλελεύθερου κράτους και περι νεοφιλελευθερισμού: τη σύνδεση της νεοφιλελεύθερης λογικής με την κοινωνική λογική του κεφαλαίου και τη συνεισφορά του ισχυρού νεοφιλελεύθερου κράτους στη διαδικασία της αξιοποίησης. Όπως θα δείξω στο κλείσιμο, τα πρόσφατα συγγράμματα του Μπόνεφελντ και του Μηλιού μπορούν να αξιοποιηθούν για να τεθούν οι βάσεις για μια τέτοια προσέγγιση, παρέχοντας το υπόβαθρο για την κατανόηση του ρόλου του ισχυρού καπιταλιστικού κράτους στην ανάπτυξη και τη συνεχή αναπαραγωγή του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και του τρόπου με τον οποίο η νεοφιλελεύθερη λογική ανταποκρίνεται στο πολιτικό σκεπτικό του καπιταλισμού.

Νεοφιλελευθερισμός και ισχυρό κράτος

Η προσέγγιση του Βέρνερ Μπόνεφελντ (Werner Bonefeld) για την κοινωνική συγκρότηση της μορφής του καπιταλιστικού κράτους υποστηρίζει ότι η καπιταλιστική οικονομία και το καπιταλιστικό κράτος συνιστούν μια «αντιφατική ενότητα» που δημιουργείται από την «ουσιαστική αφαίρεση του ταξικού ανταγωνισμού», με το καπιταλιστικό κράτος να χρησιμοποιεί τις μορφικά καθορισμένες πολιτικές δυνατότητές του για την αναπαραγωγή αυτού του ταξικού ανταγωνισμού.

Ο συγκεκριμένος ανταγωνισμός της καπιταλιστικής ταξικής πάλης είναι το «ιστορικό αποτέλεσμα» της πρωταρχικής συσσώρευσης. Ως αποτέλεσμα, η παγκόσμια αγορά προέρχεται από την «αντιφατική ύπαρξη αφηρημένης εργασίας ως κοινωνικής μορφής του πλούτου που βασίζεται στην εκμετάλλευση», η οποία με τη σειρά της καθορίζει τη μορφή του κράτους: «Η ανάπτυξη του κράτους πρέπει να θεωρηθεί ως μία διαδικασία στην οποία η αντιφατική ενότητα της παραγωγής υπεραξίας μετασχηματίζεται σε μια πολιτική μορφή, ως μία στιγμή της ίδιας της διαδικασίας της ταξικής πάλης: κοινωνική αναπαραγωγή ως κυριαρχία, εντός της κυριαρχίας και εναντίον της κυριαρχίας».

Ο Μπόνεφελντ υποστηρίζει ότι αυτός ο ανταγωνισμός βρίσκεται επίσης στο επίκεντρο της «αρμονίας της τυπικής ισότητας και της τυπικής ελευθερίας», οι οποίες είναι στην πραγματικότητα τμήμα της πολιτικής κυριαρχίας. Η μορφή του κράτους «συμπυκνώνει την κοινωνική πραγματικότητα της εκμετάλλευσης στην εγγύηση της τυπικής ελευθερίας και της τυπικής ισότητας των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας».

Επηρεασμένος από τον Ανιόλι, ο Μπόνεφελντ εστιάζει επίσης στο πώς αυτές οι νομικές και πολιτικές μορφές είναι οργανωμένες για να εξασφαλίσουν την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων. Όπως το αντιλαμβάνεται, «η πολιτική εγγύηση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας καθορίζει το κράτος ως ένα ισχυρό κράτος» το οποίο «επιβάλλει την ορθολογικότητα και την ισότητα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας στην κοινωνία σε μια προσπάθεια συγκράτησης του κοινωνικού ανταγωνισμού μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας μέσα από την ισχύ του νόμου».5857Werner Bonefeld, “Social Constitution and the Form of the Capitalist State” στο Open Marxism Volume 1, eds. Werner Bonefeld et al. (London: Pluto, 1992). Ο Μπόνεφελντ αναπτύσσει και επεκτείνει αυτά τα θέματα σε διάφορα δοκίμια. Θα επικεντρωθώ στο παραπάνω για χάρη της πειστικότητας. Η επιρροή του Ανιόλι στον Μπόνεφελντ αντανακλάται, μεταξύ άλλων, στο “The Capitalist State: Illusion and Critique.” Για μια συζήτηση για το πώς ο Μπόνεφελντ ερμηνεύει τη σημασία του Ανιόλι βλ. ακόμα το “On Fascism: A Note on Johannes Agnoli’s Contribution.”

Αυτή η θεωρία περί κράτους συνενώνει πτυχές της ανάλυσης που βασίζεται στις μορφές του κράτους με τη θεώρηση της ταξικής πάλης, προκειμένου να κατανοηθεί το ισχυρό κράτος ως μια ξεχωριστή, αλλά αλληλένδετη οντότητα, εξαιτίας του καθορισμένου από τη μορφή ρόλου του κράτους στην αναπαραγωγή του καπιταλιστικού ταξικού ανταγωνισμού.

Το πρόσφατο έργο του Μπόνεφελντ, το οποίο γράφτηκε μετά την κρίση του 2008, μπορεί έτσι να θεωρηθεί ότι αποτελεί ένα αντίβαρο στις θεωρητικές αναλύσεις του νεοφιλελευθερισμού που αγνόησαν ή μείωσαν το ρόλο του κράτους, καθώς αναπτύσσει τον τρόπο με τον οποίο το νεοφιλελεύθερο κράτος είναι υπόδειγμα αστικού κράτους με την έννοια των καθορισμένων από τη μορφή του εργαλειακών δυνατοτήτων.

Αυτή είναι μια θεωρία της πολιτικής οικονομίας ως πολιτικής πρακτικής, η οποία δείχνει πως η «συνοχή, οργάνωση, ενσωμάτωση και αναπαραγωγή είναι ζητήματα του κράτους».5958Werner Bonefeld, Critical Theory and the Critique of Political Economy (London: Bloomsbury, 2014), 182. Μετά τον Ανιόλι, ο Μπόνεφελντ διατυπώνει συνοπτικά τους σκοπούς μιας τέτοιας πολιτικής πρακτικής: «με ωμά λόγια, σκοπός του κεφαλαίου είναι η συσσώρευση της υπεραξίας και το κράτος είναι η πολιτική μορφή αυτού του σκοπού».

Επίσης, παρέχει μια περιγραφή του τρόπου με τον οποίο ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται με την οργάνωση των δυνατοτήτων του κράτους για τους σκοπούς της καπιταλιστικής αξιοποίησης. Όπως ισχυρίζεται, το κράτος «διευκολύνει την επιβολή της οικονομικής ελευθερίας μέσω της νομοθετικής βίας», υποστηρίζει τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και ανταλλαγής με την αποπολιτικοποίηση των «κοινωνικοοικονομικών σχέσεων»· εγγυάται «συμβατικές σχέσεις κοινωνικής αλληλεπίδρασης», επιδιώκει την περαιτέρω προώθηση του συστήματος ελεύθερης εργασίας, διευκολύνοντας τη «φθηνή παροχή» εργατικού δυναμικού και επεκτείνει τις σχέσεις αυτές «εξασφαλίζοντας ελεύθερες και ισότιμες σχέσεις της αγοράς».6059Werner Bonefeld, Critical Theory and the Critique of Political Economy (London: Bloomsbury, 2014), 168.

Το «ισχυρό κράτος» χρησιμοποιεί έτσι τις καθορισμένες από τη μορφή του δυνατότητες με εργαλειακό τρόπο, οργανώνει, ενσωματώνει, στηρίζει και επεκτείνει την κοινωνική σχέση στην καρδιά της ιδιότυπης δυναμικής της αξιοποίησης με σκοπό τη συσσώρευση της υπεραξίας. Ο Μπόνεφελντ απαριθμεί επίσης το πώς η «καταναγκαστική για την αγορά» δύναμη του ισχυρού νεοφιλελεύθερου κράτους επιτυγχάνει τους στόχους αυτούς στους τρεις τομείς πολιτικής-νομικής –καθορισμένης από τη μορφή– εργαλειακότητας που περιγράφονται παραπάνω.

Υποστηρίζει ότι οι καπιταλιστικές σχέσεις διατηρήθηκαν και επεκτάθηκαν «κατά τα τελευταία 30 χρόνια» με «τη συσσώρευση δυνητικά πλασματικού πλούτου», μέσω του «καταναγκαστικού ελέγχου της εργασίας, από τη δουλεία του χρέους σε νέες περιφράξεις» και από την «απορρύθμιση των συνθηκών» στην ιδιωτικοποίηση του ρίσκου/της διακινδύνευσης».6160Werner Bonefeld, “Free Economy and the Strong State: Some Notes on the State,” Capital and Class, February 2010, 16.

Έτσι, σε αντίθεση με τους επικρατούντες χαρακτηρισμούς του νεοφιλελεύθερου κράτους ως αδύναμου κράτους, διαχωρισμένου από την –απρόθυμη και ανίκανη να το προστατεύσει– αγορά, ο Μπόνεφελντ υποστηρίζει: «Η συμβατική άποψη ότι ο νεοφιλελευθερισμός σχετίζεται με την αποδυνάμωση του κράτους, αν μη τι άλλο, έχει λίγο αν όχι καθόλου να κάνει με τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη της ελεύθερης οικονομίας».6261Bonefeld, Critical Theory and the Critique of Political Economy, 174-5. Αντίθετα, δεδομένου ότι «η ελεύθερη αγορά απαιτεί το ισχυρό κράτοςδιευκολυντή της αγοράς, αλλά εξαρτάται επίσης από το κράτος ως καταναγκαστική δύναμη αυτής της ελευθερίας», η «νεοφιλελεύθερη απαίτηση για το ισχυρό κράτος είναι απαίτηση για το περιορισμένο κράτος, που περιορίζεται στο καθήκον να καταστήσει την οικονομία της ελεύθερης αγοράς αποτελεσματική».6362Bonefeld, “Free Economy and the Strong State,” 16, 15· Bonefeld, Critical Theory and the Critique of Political Economy, 180. Αυτό σημαίνει ότι «το καπιταλιστικό κράτος είναι θεμελιωδώς ένα φιλελεύθερο κράτος» και ότι το νεοφιλελεύθερο κράτος είναι χαρακτηριστικό αυτών των δομικών ιδιοτήτων, διότι «το νεοφιλελεύθερο κράτος λειτουργεί ως ένα κράτος διευκόλυνσης της αγοράς με κάθε τρόπο».6463Bonefeld, “Free Economy and the Strong State,” 16, 15· Bonefeld, Critical Theory and the Critique of Political Economy, 15.

Η κοινωνική βία του κεφαλαίου

Όπως ο Μπόνεφελντ, ο Γιάννης Μηλιός παρέχει επίσης μια θεωρία του καπιταλιστικού κράτους που αντλεί σημαντικά στοιχεία από τη θεωρία που στηρίζεται στην ανάλυση των μορφών του κράτους (μορφοαναλυτικήform-analytic).6564Τα κυριότερα έργα του ο Μηλιός τα συνυπογράφει μαζί με άλλους διαφορετικούς στοχαστές. Σε αυτό που ακολουθεί, αφού εστιάσω στη συγκέντρωση των κομματιών που έχει συγγράψει ο ίδιος, θα χρησιμοποιώ τον Μηλιό ως συντομογραφία για να αναφερθώ σε όλα τα παραπάνω έργα στο κύριο κείμενο. Και εκείνος συναρθρώνει αυτές τις ιδέες με τη συστατική κοινωνική δυναμική της ταξικής πάλης, αλλά μέσα από μια αλτουσεριανή οπτική.

Παρ’ όλο που ο Μηλιός ορθώς επισημαίνει ότι η «προσέγγιση της θεωρίας της αξίας» του Αλτουσέρ ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, «διφορούμενη», εντοπίζει επίσης αρκετά σημεία συμβατότητας μεταξύ του έργου του Αλτουσέρ και της μορφοαναλυτικής θεώρησης.

Ο προφητικός και κατηγορηματικός τρόπος με τον οποίο ο Αλτουσέρ δηλώνει τη ρήξη του Μαρξ με την πολιτική οικονομία, καθώς και οι βασικές παράμετροι της ανάλυσής του, όπως η προσέγγισή του στην υλιστική διαλεκτική, η επιστημολογική καινοτομία, η εκκεντρική αντίληψη της κοινωνικής ολότητας, η υπεροχή της ταξικής πάλης, η σχετική αυτονομία και η αλληλοδιείσδυση των διαφόρων πρακτικών, υποδεικνύουν το υποβόσκον θεωρητικό δυναμικό που εμπεριέχεται στην κατανόηση της χρηματικής θεωρίας της αξίας του Μαρξ, βασικό ζήτημα της οποίας είναι η επιμονή στη σημασία της έννοιας της μορφής της αξίας.6665John Milios, “Capital after Louis Althusser. Focusing on Value-Form Analysis,” paper presented at the Conference “Rileggere Il Capitale: La lezione di Louis Althusser,” διοργάνωση από το Τμήμα Ιστορικών Επιστημών του University Ca’ Foscari, November 9-11, 2006, Venice, Italy, 4. Μία αναθεωρημένη εκδοχή αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε ως “Rethinking Value-Form Analysis from an Althusserian Perspective” στο Rethinking Marxism; ωστόσο, παρά τη σημασία του για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο ο Μηλιός επιχειρεί να φέρει κοντά τη σκέψη του Αλτουσέρ με τον Μαρξ, το απόσπασμα αποκόπηκε.

Η προσέγγιση αυτή βασίζεται επίσης στην ερμηνεία του έργου του Πασουκάνις, ο οποίος παρείχε μια περιγραφή της «διαδικασίας ταυτόχρονης διαμόρφωσης των αλληλεπιδρώντων στοιχείων» του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη διαμόρφωση του (αστικού) δικαίου και της ιδεολογίας / φιλοσοφίας που το συνοδεύει».6766John Milios, Dimitris Dimoulis and George Economakis, Karl Marx and the Classics (London: Ashgate, 2002), 93. Μετά την αλτουσεριανή αντίληψη για την «υπεροχή της ταξικής πάλης», ο Μηλιός υποστηρίζει ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής (ΚΤΠ [capitalist mode of production]) αποτελείται από δύο αντιφάσεις.

Η «κύρια αντίφαση» είναι η «αντίφαση» των σχέσεων παραγωγής, η οποία «χωρίζει την κοινωνία σε δύο θεμελιώδεις (και άνισες) τάξεις: τις καπιταλιστικές και τις εργατικές τάξεις».6867John Milios and Dimitris Sotiropolous, Rethinking Imperialism: a Study of Capitalist Rule (London: Palgrave Macmillian, 2009), 131. Εντούτοις, στον ΚΤΠ, αυτοί οι «φορείς παραγωγής ενσωματώνουν δευτερεύουσες σχέσεις εξουσίας (αντιφάσεις)», επειδή «ορισμένες σχέσεις παραγωγής προϋποθέτουν την ύπαρξη συγκεκριμένων νομικο-πολιτικών και ιδεολογικών σχέσεων: τo λεγόμενo εποικοδόμημα».6968John Milios and Dimitris Sotiropolous, Rethinking Imperialism: a Study of Capitalist Rule (London: Palgrave Macmillian, 2009), 132. Επομένως, ενώ αυτές οι «δευτερεύουσες αντιφάσεις δεν είναι οι καθαρές εκφράσεις της κύριας αντίφασης, […] στην πραγματικότητα συνιστούν την κατάσταση της ύπαρξης, ακριβώς όπως η κύρια αντίφαση συνιστά την κατάσταση της δικής τους ύπαρξης».7069John Milios and Dimitris Sotiropolous, Rethinking Imperialism: a Study of Capitalist Rule (London: Palgrave Macmillian, 2009), 132.

Έτσι, αποφεύγοντας έναν μονόδρομο ντετερμινισμό, για τον Μηλιό η σχέση μεταξύ αυτών των αντιθέσεων είναι αμοιβαία, διότι ενώ σε «τελευταία ανάλυση» οι σχέσεις παραγωγής τελικά «καθορίζουν τη γενική μορφή του εποικοδομήματος», αυτοί οι δευτερεύοντες προσδιορισμοί κατέχουν επίσης «σχετική αυτονομία» και δρουν στη βάση.7170John Milios and Dimitris Sotiropolous, Rethinking Imperialism: a Study of Capitalist Rule (London: Palgrave Macmillian, 2009), 132. Συνεπώς, «ο (καπιταλιστικός) τρόπος παραγωγής δεν είναι αποκλειστικά μια οικονομική σχέση. Εφαρμόζεται σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας και περιλαμβάνει επίσης τον πυρήνα των (καπιταλιστικών) πολιτικών και ιδεολογικών σχέσεων εξουσίας, δηλαδή της ιδιαίτερης δομής του καπιταλιστικού κράτους».7271John Milios and Dimitris Sotiropolous, Rethinking Imperialism: a Study of Capitalist Rule (London: Palgrave Macmillian, 2009), 105.

Κατά συνέπεια, ενώ ο Μηλιός αντιλαμβάνεται το κράτος ως παράγωγο της ταξικής πάλης, αντλεί επίσης στοιχεία από τη συγκρότηση της μορφής του κράτους, προσεγγίζοντάς την ως μια δομική οντότητα που είναι μεν ξεχωριστή, αλλά αποτελεί και αλληλένδετη πτυχή του ΚΤΠ. Η «ιδιαίτερη δομή του καπιταλιστικού κράτους» συνίσταται επομένως σε «οικονομικές και πολιτικές» δυνάμεις, οι οποίες διαθέτουν «απρόσωπες δομές που λειτουργούν για να εξασφαλίσουν τη συνολική διατήρηση και αναπαραγωγή» του ΚΤΠ.7372John Milios and Dimitris Sotiropolous, Rethinking Imperialism: a Study of Capitalist Rule (London: Palgrave Macmillian, 2009), 106.

Καθώς αυτή η δομή αντιστοιχεί στην κυρίαρχη τάξη, ο Μηλιός υποστηρίζει, όπως και ο Μπόνεφελντ, ότι αυτές οι νομικές και πολιτικές δυνατότητες χρησιμοποιούνται επίσης ως μέσα για να διασφαλιστούν η διατήρηση και η αναπαραγωγή του ταξικού ανταγωνισμού: «Το κράτος, ως κέντρο για την άσκηση της καπιταλιστικής τάξης, είναι ο μηχανισμός συγκέντρωσης της γενικευμένης κοινωνικής βίας του κεφαλαίου».7473John Milios, “Imperialism or (and) Capitalist Expansionism: Some Thoughts on Capitalist Power, the Nation-State and the Left,” 12. Ακολουθώντας τον Αλτουσέρ στο άρθρο του «Ιδεολογία και ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους», ο Μηλιός υποστηρίζει ότι αυτή η καθορισμένη από τη μορφή οργάνωση του κράτους πραγματοποιείται σε δύο επίπεδα. Το «οικονομικό επίπεδο» είναι εκεί όπου «το κράτος συμβάλλει αποφασιστικά στη δημιουργία των γενικών υλικών συνθηκών αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων».

Διατυπώνει πολιτικο-νομικές πολιτικές «για τη διαχείριση του εργατικού δυναμικού, παρεμβάσεις για την αύξηση της κερδοφορίας του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου, του εθνικού νομίσματος και της κρατικής διαχείρισης των χρημάτων, το θεσμικό και νομικό πλαίσιο που διασφαλίζει την “ελευθερία” της αγοράς, την πειθάρχηση της εργασιακής δύναμης και τους θεσμούς κοινωνικής συνοχής».7574Milios et al. Rethinking Imperialism, 106.

Στο πολιτικό και ιδεολογικο-πολιτιστικό επίπεδο το κράτος έχει τη σημαντική λειτουργία της νομιμοποίησης της «άσκησης της αστικής πολιτικής εξουσίας» και παρέχει ένα εθνικό πλαίσιο για την ιδεολογία της καπιταλιστικής εξουσίας, συγκροτώντας το κεφάλαιο ως «κοινωνικό-εθνικό κεφάλαιο». Συνολικά, «η καπιταλιστική εκμετάλλευση καθίσταται δυνατή και εμφανίζεται ως “φυσική τάξη”, λόγω της λειτουργίας του κράτους».7675Milios,” Imperialism or (and) Capitalist Expansionism,” 13.

Αντικατοπτρίζοντας τον Μπόνεφελντ, ο στοχασμός του Μηλιού για το κράτος συνενώνει τα σημαντικά ερωτήματα της μορφοαναλυτικής προσέγγισης με την ανάλυση των συστατικών ιδιοτήτων της ταξικής πάλης. Σε αυτή τη θεωρία, το κράτος δεν είναι ούτε εργαλείο, ούτε απλώς μια αυτόνομη μορφή.7776Όπως δηλώνει «σε αντίθεση με την ινστρουμενταλιστική συλλογιστική, οι ταξικές αντιφάσεις δεν λαμβάνονται ως κάτι εξωτερικό του κράτους», ενώ «αντίθετα με τη σύλληψη του κράτους ως-υποκειμένου, οι αντιφάσεις εντός του κράτους παύουν να είναι εξωτερικές της ταξικής πάλης» στο Milios et al. Rethinking Imperialism (Επανεξετάζοντας τον ιμπεριαλισμό), 134.

Για τον Μηλιό, το καπιταλιστικό κράτος είναι «στην πραγματικότητα: η πολιτική συμπύκνωση των ταξικών σχέσεων κυριαρχίας, ο παράγοντας που αναλαμβάνει τη συνοχή της καπιταλιστικής κοινωνίας».7877Όπως δηλώνει «σε αντίθεση με την ινστρουμενταλιστική συλλογιστική, οι ταξικές αντιφάσεις δεν λαμβάνονται ως κάτι εξωτερικό του κράτους», ενώ «αντίθετα με τη σύλληψη του κράτους ως-υποκειμένου, οι αντιφάσεις εντός του κράτους παύουν να είναι εξωτερικές της ταξικής πάλης» στο Milios et al. Rethinking Imperialism (Επανεξετάζοντας τον ιμπεριαλισμό), 193. Ο Μηλιός παρουσιάζει μια εικόνα της νεοφιλελευθεροποίησης της καπιταλιστικής κοινωνίας, η οποία αντικατοπτρίζει επίσης τις ιδιότητες «διευκόλυνσης της αγοράς» από το νεοφιλελεύθερο κράτος, τις οποίες εντοπίζει και ο Μπόνεφελντ. Ορίζει τον νεοφιλελευθερισμό ως μια «ιστορικά ειδική μορφή οργάνωσης της καπιταλιστικής εξουσίας σε μια κοινωνική κλίμακα, όπου η διακυβέρνηση μέσω των χρηματοπιστωτικών αγορών αποκτά έναν κρίσιμο ρόλο».7978Dimitris P. Sotiropoulos, John Milios, and Spyros Lapatsioras, A Political Economy of Contemporary Capitalism and its Crisis: Demystifying Finance (London: Routledge, 2013), 154.

Αυτό οδηγεί τον Μηλιό να ισχυριστεί ότι αυτή η ιστορικά συγκεκριμένη/προσδιορισμένη οργάνωση συνίσταται στην «αναδιάρθρωση» του ΚΤΠ, στο «μετασχηματισμό όλων των εμπλεκόμενων μερών, με τρόπο που να διασφαλίζει την αναπαραγωγή του κυρίαρχου (νεοφιλελεύθερου) καπιταλιστικού υποδείγματος».8079Dimitris P. Sotiropoulos, John Milios, and Spyros Lapatsioras, A Political Economy of Contemporary Capitalism and its Crisis: Demystifying Finance (London: Routledge, 2013), 170. Ως μηχανισμός συγκέντρωσης της γενικευμένης κοινωνικής βίας του κεφαλαίου, το καπιταλιστικό κράτος διευκόλυνε αυτή τη διαδικασία νεοφιλελευθερισμού.

Η άποψη αυτή αντανακλάται στην προσέγγιση του Μηλιού για τα τέσσερα βασικά στοιχεία της ανασύνθεσης που αποτελούν το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, στη δημιουργία του οποίου το κράτος συνέβαλε καθοριστικά.

Το πρώτο στοιχείο αφορά στις κατασταλτικές μεθόδους και μονομερείς πολιτικές που απορρυθμίζουν την αγορά εργασίας, ενισχύουν την ανεργία, πιέζουν τους μισθούς και μειώνουν την ισχύ των μισθωτών. Το δεύτερο, το οποίο συνδέεται με το πρώτο, συνεπάγεται/συνιστά την εξωτερική ανάθεση/εργολαβία προκειμένου να υποτιμηθεί το «μη ανταγωνιστικό» κεφάλαιο και να υλοποιηθεί η περαιτέρω πειθάρχηση της εργασίας. Τα στοιχεία αυτά συμπληρώνονται από το τρίτο, την ιδιωτικοποίηση και αναδιάρθρωση των κρατικών δραστηριοτήτων, τη «βάση για την αύξηση του χρέους των νοικοκυριών», που τροφοδοτεί τη δυνατότητα δημιουργίας χρέους και σε άλλους ιδιωτικοποιημένους τομείς / άλλες ιδιωτικοποιημένες σφαίρες. Τέλος, η συγκατάθεση για αυτό το μοντέλο εξασφαλίστηκε από τη δυνατότητα «πρόσβασης σε φθηνά δάνεια» και από μια ποικιλία άλλων χρηματοπιστωτικών προϊόντων.8180Milios, Rethinking Imperialism, 170-72.

Συνεπώς, σε αντίθεση με τον Χάρμαν και τον Ποστόνε, για τον Μηλιό η νεοφιλελευθεροποίηση δεν διέβρωσε το κράτος, εφόσον δεν μείωσε τον καθορισμένο σκοπό του. Αντίθετα, θεωρεί ότι η νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση του καπιταλιστικού κράτους ενίσχυσε την ικανότητα του κράτους να διευκολύνει αυτό το σκοπό. Στο νεοφιλελευθερισμό, η οργάνωση και η αναπαραγωγή της «οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας του κεφαλαίου» του καπιταλιστικού κράτους ανασυντίθεται και επεκτείνεται στην ιστορικώς ειδική μορφή κυβερνητικής εξουσίας (κυβερνητικότητα, governmentality) της χρηματιστικοποίησης, η οποία έχει δημιουργήσει «νέα είδη ορθολογισμού για την προώθηση στρατηγικών εκμετάλλευσης που βασίζονται στην κυκλοφορία του κεφαλαίου και απαιτούν συμμόρφωση με τους νόμους του καπιταλιστικού συστήματος».8281Sotiropoulos, Milios, and Lapatsioras, Political Economy of Contemporary Capitalism, 3.

Ο νεοφιλελευθερισμός οδήγησε, επομένως, στο να ενσωματωθεί μια «ιδιαίτερη μορφή καπιταλιστικής κρατικής εξουσίας, ταξικής διακυβέρνησης, αναμφισβήτητα πιο αυταρχικής, ωμής και βίαιης» στη διαδικασία της νεοφιλελεύθερης αξιοποίησης και της κοινωνικής αναπαραγωγής.8382Sotiropoulos, Milios, and Lapatsioras, Political Economy of Contemporary Capitalism, 203. Δεν είμαστε μακριά από τη θεωρία του Μπόνεφελντ σχετικά με τον σκοπό του ισχυρού νεοφιλελεύθερου κράτους για διευκόλυνση της αγοράς με κάθε τρόπο.

«Ζωτικές» πολιτικές και καπιταλιστική ορθολογικότητα

8483Ο όρος ζωτικές πολιτικές/ζωτική πολιτική εννοούνται εκείνες οι πολιτικές που υπάγουν στη διαδικασία καπιταλιστικής αξιοποίησης τους όρους ζωής και αναπαραγωγής των υποκειμένων, ρυθμίζοντας άμεσα τις πτυχές της ζωής. Πρόκειται για όρο που «συνομιλεί» με την έννοια της βιοπολιτικής ως τεχνικής εξουσίας.

Στην ενότητα αυτή ερχόμαστε να εξετάσουμε τη δεύτερη συγγενική συνεισφορά των πρόσφατων εργασιών του Μπόνεφελντ και του Μηλιού: και οι δύο επιχειρούν να συσχετίσουν φαινόμενα που η φουκωική προσέγγιση του νεοφιλελευθερισμού διαχωρίζει από τον καπιταλισμό, με τις αναλύσεις τους περί ισχυρού νεοφιλελεύθερου κράτους. Έτσι, μπορούν να αντιλαμβάνονται τη νεοφιλελεύθερη λογική ως την πολιτική λογική του κεφαλαίου. Το έργο του Μπόνεφελντ σχετικά με τον όρντο-φιλελευθερισμό8584Ο ορντοφιλελευθερισμός αναπτύχθηκε από μία σειρά από Γερμανούς στοχαστές όπως τους Walter Eucken, Franz Böhm, Alexander Rüstow, Wilhelm Röpke and Alfred Müller-Armack στα τέλη του 1920 και τις αρχές του 1930. Συχνά αναφερόμαστε σε αυτούς ως η σχολή του Φράιμπουργκ, η οποία επιδίωξε να παρέχει «μια (νεοφιλελεύθερη εναλλακτική λύση για τον laissez faire φιλελευθερισμό και τις συλλογικές μορφές της πολιτικής οικονομίας» και δημιούργησε «το θεωρητικό υπόβαθρο της γερμανικής κοινωνικής οικονομίας της αγοράς». Werner Bonefeld, “Freedom and the Strong State: On Ordoliberalism,” New Political Economy, 17, 33. Όπως δείχνω παρακάτω, ο Μπόνεφελντ ισχυρίζεται επίσης ότι είναι ενδεικτικός του καπιταλιστικού ορθολογισμού και του ισχυρού καπιταλιστικού κράτους. θεωρεί ότι η ορντοφιλελεύθερη θεωρία όχι μόνο αποτελεί παράδειγμα πολιτικών όπως η αντιμετώπιση της κρίσης του 2008 από την κυβέρνηση Κάμερον (Cameron), αλλά και ότι συλλαμβάνει τον «οικονομικό ορθολογισμό των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων» εκφράζοντας καθαρά τη «θεολογία του καπιταλισμού».8685Werner Bonefeld, “Freedom and the Strong State: On Ordoliberalism,” New Political Economy, 16.

Το κλειδί είναι η έμφαση στην επέκταση της πολιτικής κυριαρχίας σε δήθεν ιδιωτικές αρένες, προκειμένου να διαιωνιστεί η αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων. Για τον Μπόνεφελντ, «η ορντοφιλελεύθερη κοινωνική πολιτική δεν είναι μόνο μια πολιτική προς την κοινωνία. Είναι θεμελιωδώς μια πολιτική εντός και διαμέσου της κοινωνίας, που διέπει τη νοοτροπία της».8786Werner Bonefeld, “Freedom and the Strong State: On German Ordoliberalism,” New Political Economy, 17, no. 5 (2012): 633. Ως εκ τούτου, το ισχυρό ορντοφιλελεύθερο κράτος «περιορίζει τον ανταγωνισμό και εξασφαλίζει τις κοινωνικές και ιδεολογικές προϋποθέσεις οικονομικής ελευθερίας» αναπτύσσοντας «την τεχνική της φιλελεύθερης διακυβέρνησης ως μέσο “αστυνόμευσης της αγοράς”».8887Werner Bonefeld, “Freedom and the Strong State: On German Ordoliberalism,” New Political Economy, 17, no. 5 (2012): 6334. Σύμφωνα με την άποψη του Μπόνεφελντ, μια τέτοια τεχνική συνίσταται στην ηθικοποιητική κοινωνική πολιτική της λεγόμενης «ζωτικής πολιτικής» (Vitalpolitik), η οποία ενεργεί ως «πολιτική διευκόλυνσης και ενσωμάτωσης της αγοράς, που πρέπει να επιδιώκει αδιάκοπα να στηρίζει και να διατηρεί τα ηθικά συναισθήματα της οικονομικής ελευθερίας σε αντίθεση των καταστρεπτικών κοινωνικών και ηθικών επιπτώσεων της ελεύθερης οικονομίας».8988Ο Bonefeld θεωρεί ότι η ερμηνεία του Foucault είναι εσφαλμένη διότι «στηρίζεται σε δύο ξεχωριστές, αν και αλληλένδετες λογικές, στη λογική της αγοράς και στη λογική ενάντια στην αγορά». Εξαιτίας αυτής της δυαδικότητας ο απολογισμός του Foucault για τον ορντοφιλελευθερισμό δεν αναπτύσσεται πλήρως. Ο Foucault αναγνωρίζει τη λογική της αγοράς ως ανταγωνιστική οικονομία της αγοράς που διέπεται από τους νόμους της πλήρους ελευθερίας ελεύθερου ανταγωνισμού, της επιδίωξης οικονομικής αξίας και της ρύθμισης των επιχειρηματικών προτιμήσεων και της καινοτομίας από τον μηχανισμό των ελεύθερων τιμών. Αντιλαμβάνεται τη λογική ενάντια στην αγορά, που περιλαμβάνει την αρχή της ορντοφιλελεύθερης κοινωνικής πολιτικής, δηλαδή της Vitalpolitik, η οποία για τον Foucault αντισταθμίζει κάπως την άκαρπη λογική της οικονομικής αξίας. Ωστόσο, για τους oρντοφιλελεύθερους, το Vitalpolitik δεν είναι πολιτική εναντίον της αγοράς. Πρόκειται για μια πολιτική διευκόλυνσης της αγοράς, η οποία πρέπει να ακολουθηθεί αμείλικτα για τη συντήρηση και διατήρηση των ηθικών συναισθημάτων της οικονομικής ελευθερίας ενόψει των καταστρεπτικών κοινωνιολογικών και ηθικών επιπτώσεων της ελεύθερης οικονομίας. Werner Bonefeld “Human Economy and Social Policy: On Ordoliberalism and Political Authority,” History of the Human Sciences, 26, no. 2 (2013): 119.

Με αυτό τον τρόπο, η ζωτική πολιτική δρα ως «αστυνομία της αγοράς» εργαλειοποιώντας την κοινωνική πολιτική προκειμένου να «εξαλείψει το προλεταριάτο μέσω μιας κοινωνικής πολιτικής που “συμμορφώνεται με την αγορά”, και που διευκολύνει «την ελευθερία και την υπευθυνότητα» με τρόπο που μετατρέπει «τους ανικανοποίητους εργαζόμενους σε πρόθυμους επιχειρηματίες της δικής τους εργατικής δύναμης».9089Bonefeld, “Freedom and the Strong State,” 635.

Τελικά, αυτό το «κοινωνικό στοιχείο της οικονομίας της αγοράς […] συνδέει την ελευθερία της αγοράς με την ατομική ευθύνη, θέλει να συμφιλιώσει τους εργαζόμενους με το νόμο της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, προωθεί την επιχειρηματικότητα και απαλλάσσει την κοινωνία από προλεταριακές κοινωνικές δομές».9190Bonefeld, “Freedom and the Strong State,” 647. Με αυτό τον τρόπο, η κοινωνική πολιτική της ζωτικής πολιτικής υπογραμμίζει την εκτεταμένη πολιτική πρακτική του ισχυρού νεοφιλελεύθερου κράτους, συμπληρώνοντας την καταναγκαστική χρήση της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας. Ο νεοφιλελεύθερος ορθολογισμός είναι, επομένως, ο πολιτικός ορθολογισμός του κεφαλαίου.

Η θεώρηση του Μηλιού για τη χρηματιστικοποίηση στοχεύει σε μια παράλληλη εξήγηση. Για τον Μηλιό, η χρηματιστικοποίηση δεν αντιπροσωπεύει την ιδιωτικοποίηση ή την ανατροπή του κράτους, αλλά την ενσωμάτωση «ενός φάσματος θεσμών, διαδικασιών, προβληματισμών και στρατηγικών που καθιστούν δυνατή την επίτευξη (όχι χωρίς αντιφάσεις) των θεμελιωδών στόχων του κεφαλαίου στο πλαίσιο των υφιστάμενων κοινωνικών σχέσεων».9291Sotiropoulos, Milios, and Lapatsioras, Political Economy of Contemporary Capitalism, 2. Επιπλέον, σε αντίθεση με τις αφηγήσεις που ερμηνεύουν τη χρηματιστικοποίηση ως μια απελπισμένη προσπάθεια να αποφευχθεί η διάβρωση του κεφαλαίου ως απάντηση στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, ο Μηλιός ισχυρίζεται ότι αντιπροσωπεύει έναν «ισχυρό και βαθιά καθιερωμένο καπιταλισμό».9392Sotiropoulos, Milios, and Lapatsioras, Political Economy of Contemporary Capitalism, 57.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο Μηλιός υποστηρίζει αντιφατικά ότι η χρηματιστικοποίηση είναι μια μορφή sui generis του πλασματικού κεφαλαίου που παράγει αξία, με βάση τη χρηματική ερμηνεία που δίνει στη θεωρία της αξίας του Μαρξ.9493Σε αυτό το δοκίμιο με απασχολεί ο τρόπος με τον οποίο ο Μηλιός κ.ά. αντιλαμβάνονται τη χρηματιστικοποίηση σε σχέση με το κράτος. Το ερώτημα αν η χρηματιστικοποίηση μπορεί να είναι παραγωγός υπεραξίας, είναι όπως αναφέρουν, εκτός του πεδίου έρευνάς τους. Υποστηρίζει επίσης ότι η χρηματιστικοποίηση αποτελεί την κύρια περίπτωση του επαναπροσδιορισμού του καθορισμένου ρόλου του κράτους. Το κράτος ενσωματώνεται σε αυτή την τεχνική εξουσίας, η οποία διευκολύνει την αγορά αναπαράγοντας τις σχέσεις εξουσίας της καπιταλιστικής κοινωνίας.

Ως εκ τούτου, για τον Μηλιό οι χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν «διπλή λειτουργία αξιολόγησης και αποτελεσματικής οργάνωσης των επιμέρους οικονομικών παραγόντων και ταυτόχρονα προωθούν μια συγκεκριμένη μορφή χρηματιστικοποίησης».9594Στο ίδιο, 2. Με αυτόν τον τρόπο, «παρακολουθούν και ελέγχουν τους όρους και τις τροχιές αναπαραγωγής της σύγχρονης καπιταλιστικής σχέσης».9695Στο ίδιο, 2. Η ανάλυσή του για την χρηματιστικοποίηση επαναδιατυπώνει τις αντιλήψεις του Φουκώ (Foucault) σχετικά με τη νεοφιλελεύθερη κυβερνητικότητα και τη βιοπολιτική, με τρόπο που αντικατοπτρίζει την ανάλυση της ζωτικής πολιτικής του Μπόνεφελντ, παρέχοντας μια εξήγηση για το πώς η χρηματιστικοποίηση εξυπηρετεί πολιτικούς στόχους αποτελώντας ένα είδος ορθολογισμού που διέπει την ατομική συμπεριφορά, με επιχειρηματικό τρόπο, τρόπο που εξασφαλίζει την αναπαραγωγή της κεφαλαιακής σχέσης.9796Όπως σημειώνουν οι συγγραφείς, «αυτό που λείπει ηχηρά από την ανάλυση -της κυβερνητικότητας- του Φουκώ (Foucault) είναι μια σωστή υλιστική θεωρία (...) του καπιταλιστικού κράτους. (...) Γι ‘αυτό η ανάλυση του Φουκώ για την κανονιστική κανονικοποίηση φωτίζει αλλά δεν μπορεί εύκολα να επεκταθεί για να καταγράψει ακριβώς τι συμβαίνει στην πραγματικότητα στην οργάνωση και την αναπαραγωγή των σχέσεων εξουσίας σε συλλογική βάση». Στο ίδιο, 166-7.

Ο Μηλιός συνδυάζει αυτές τις έννοιες των φουκωικών με την χρηματιστικοποίηση κυρίως μέσα από την οπτική της ομαλοποίησης του ρίσκου. Κατά την άποψή του, η ομαλοποίηση του επιχειρηματικού ρίσκου όχι μόνο τείνει να καταστεί εμπορικό στοιχείο της νεοφιλελεύθερης αξιοποίησης, ως αποτέλεσμα της αναδιάρθρωσης του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, αλλά χάρη στους ίδιους αυτούς παράγοντες, χρησιμοποιείται ως κυβερνητική τεχνική εξουσίας για να εξασφαλίσει την αναπαραγωγή του κεφαλαίου στην παγκόσμια αγορά. Η προσάρτηση πλευρών διακινδύνευσης σε έναν φορέα (μια καπιταλιστική επιχείρηση, ένα κράτος ή έναν μισθωτό εργαζόμενο κ.λπ.) σημαίνει πρόσβαση και μέτρηση της ικανότητάς του να συμμορφώνεται κατά τρόπο πειθήνιο με συγκεκριμένους ρόλους μέσα σε έναν πολύπλοκο κόσμο, ο οποίος διέπεται από σχέσεις εξουσίας. Ο υπολογισμός των ρίσκων σημαίνει τη συστηματική αξιολόγηση, εκ μέρους κάθε συμμετέχοντος, της αποτελεσματικότητας με την οποία επιτυγχάνονται οι συγκεκριμένοι στόχοι (νόρμες), όπως αυτοί ορίζονται από τις κοινωνικές σχέσεις εξουσίας.

Κάθε συμμετέχον υποκείμενο στην αγορά βιώνει το ρίσκο ως την πραγματικότητά του και παγιδεύεται σε μια διαρκή προσπάθεια να βελτιώσει το προφίλ του ως ένας ανταγωνιστικός φορέας ανάληψης ρίσκων, συμμορφούμενος με αυτή την έννοια με ό,τι απαιτούν οι «νόμοι» του καπιταλισμού.9897Στο ίδιο, 169. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους εργαζόμενους που έχουν αφεθεί περισσότερο ευάλωτοι απέναντι στη συγκρότηση του νεοφιλελευθερισμού, με τα «νοικοκυριά να είναι… περισσότερο εξαρτώμενα από τη διαχείριση κινδύνου για την κοινωνική αναπαραγωγή τους».

Αυτό που περιγράφει ο Μηλιός σαν την πιο σημαντική στιγμή οικονομικής καινοτομίας ως κοινωνικής διαδικασίας, η «διαχείριση κινδύνων» διαμορφώνει και καθοδηγεί την κοινωνική συμπεριφορά σύμφωνα με τους κανόνες του κεφαλαίου, «καθιστώντας την εργασία όμηρο του δικού της πλούτου, όμηρο στις απαιτήσεις του κεφαλαίου».9998Στο ίδιο, 57. Η χρηματιστικοποίηση είναι επομένως αντιπροσωπευτική της ανασυγκρότησης του κράτους και όχι της υποχώρησης. Ως υπόδειγμα της νεοφιλελεύθερης λογικής εξυπηρετεί τον πολιτικό σκοπό της αναπαραγωγής του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.

Συμπεράσματα

Δεδομένου ότι το αστικό κράτος είναι ένα ισχυρό κράτος και το νεοφιλελεύθερο κράτος είναι ένα καπιταλιστικό κράτος, τότε και το νεοφιλελεύθερο κράτος είναι ένα ισχυρό κράτος που έχει χρησιμοποιήσει τις από τη μορφή του καθορισμένες πολιτικές δυνατότητες με έναν εργαλειακό τρόπο για την εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου καθεστώτος απόσπασης υπεραξίας, προκειμένου να διασφαλιστεί η διαιώνιση της κεφαλαιακής σχέσης.

Αντί για τη διάβρωση του κράτους, αυτές οι κρατικές ικανότητες οδήγησαν στη νεοφιλελευθεροποίηση της κοινωνίας, αναπαράγοντάς την με την ανασυγκροτημένη μορφή της, στην οποία ακόμη και η χρηματιστικοποίηση είναι μια μορφή διακυβέρνησης. Το νεοφιλελεύθερο κράτος καταδεικνύει τη μαρξική συλλογιστική για τον πολιτικό σκοπό του αστικού κράτους και η ορντοφιλελεύθερη κοινωνική πολιτική της ζωτικής πολιτικής είναι υπόδειγμα καπιταλιστικού πολιτικού ορθολογισμού. Από κοινού, αυτές οι προσεγγίσεις συνδέουν τη νεοφιλελεύθερη λογική με την κοινωνική λογική του κεφαλαίου. Προσεγγίζοντας το νεοφιλελεύθερο κράτος ως ισχυρό καπιταλιστικό κράτος, παρέχουν μια βάση για να κατανοήσουμε πώς ένα τέτοιο ισχυρό κράτος και οι «βιοπολιτικές» του κοινωνικές πολιτικές υπηρετούν τον πολιτικό σκοπό της διασφάλισης της καπιταλιστικής αναπαραγωγής.

Αυτές οι ερμηνευτικές δυνατότητες θα μπορούσαν να ενισχυθούν περαιτέρω με βάση τις θεωρητικές προσεγγίσεις που αναλύθηκαν παραπάνω. Για παράδειγμα, η συζήτηση για την παγκόσμια αγορά θα μπορούσε να αποδειχθεί χρήσιμη για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η ανάπτυξη του νεοφιλελευθερισμού προωθήθηκε από ένα πλήθος κρατών στο πλαίσιο της αποβιομηχάνισης και της αναδιάρθρωσης στην παγκόσμια αγορά.10099Το γεγονός ότι καμία από τις συνεισφορές στη συζήτηση για την παγκόσμια αγορά δεν έχει μεταφραστεί επιπρόσθετα στα μεγάλα έργα του Ανιόλι, Χιρς ή στο πρόσφατο έργο του Ίνγκο Στούτσλε (Ingo Stutzle) υποδεικνύει επίσης ότι η μετάφραση τέτοιων έργων παίζει καθοριστικό ρόλο στην περαιτέρω ανάπτυξη αυτών των σημαντικών θεωρητικών προσεγγίσεων. Οι εμπειρικές αναφορές των αντιδράσεων σε προηγούμενες κρίσεις του νεοφιλελευθερισμού, από τον Κλάρκε (Clarke) και άλλα μέλη της CSE (Διάσκεψης Σοσιαλιστών Οικονομολόγων), θα μπορούσαν επίσης να συμβάλουν στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο το ισχυρό νεοφιλελεύθερο κράτος αντιδρά σε κρίσεις.101100Το εμπειρικό έργο των Σιμόν Κλάρκε, του Μπόνεφελντ και άλλων μελών του CSE θα μπορούσε να αποτελέσει έναν πολύτιμο πόρο.

Τέλος, η θεωρία της κρατικοποίησης του Ανιόλι (Agnoli), παράλληλα με τη θεωρία του Μπόνεφελντ σχετικά με τη ζωτική-πολιτικά κοινωνική διαχείριση, θα μπορούσε να φωτίσει τα πολιτικά μέτρα που έλαβαν τα κράτη στα οποία εμφανίστηκαν αντι-ηγεμονικά κινήματα μετά το 2008. Είναι απαραίτητη μία περαιτέρω ανάπτυξη του συλλογισμού για το καθορισμένο από τη μορφή αστικό κράτος, ώστε να αναπτυχθούν θεωρίες που θα μπορούν να κατανοήσουν τη διαδικασία υπέρβασής του.

Notes:
  1. Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους Asad Haider, Robert Cavooris, Patrick King, και Jasper Bernes για τα βοηθητικά τους σχόλια.
  2. Jamie Peck, Nik Theodore, και Neil Brenner, “Neoliberalism Resurgent? Market Rule after the Great Recession” South Atlantic Quarterly 11, no. 2 (2012): 265-288, 268.
  3. Philip Mirowski, Never Let a Serious Crisis go to Waste: How Neoliberalism Survived the Financial Meltdown (London: Verso, 2013), 105.
  4. Chris Harman, Zombie Capitalism: Global Crisis and the Relevance of Marx (Chicago: Haymarket Books, 2010).
  5. Chris Harman, Zombie Capitalism: Global Crisis and the Relevance of Marx (Chicago: Haymarket Books, 2010). 115.
  6. ΣτΕ: με την έννοια του κράτους.
  7. Chris Harman, Zombie Capitalism: Global Crisis and the Relevance of Marx (Chicago: Haymarket Books, 2010), 116.
  8. Chris Harman, Zombie Capitalism: Global Crisis and the Relevance of Marx (Chicago: Haymarket Books, 2010), 201.
  9. Chris Harman, “Zombie Capitalism,” Socialist Worker 2157, June 27, 2009.
  10. Η θεωρία της μορφής-αξίας είναι ένας όρος που αποδόθηκε σε μερίδα μαρξικών θεωρητικών. Παρά τις διαφορές που υπάρχουν στο πεδίο, η προσέγγιση αυτή επικεντρώνεται στην εισαγωγή της καπιταλιστικής κοινωνικής μορφής, της αφηρημένης εργασίας και της μορφής της αξίας για να ερμηνεύσει τη θεωρία της αξίας του Μαρξ ως θεωρία της υποταγής της ταξικής σχέσης με την αυτόνομη και ιστορικά-ειδική δυναμική της καπιταλιστικής πρόσδοσης αξίας. Σε αυτή την ανάγνωση, το κεφάλαιο αποτελεί την πρωτεύουσα σχέση, αλλά γίνεται αντικείμενο της πρόσδοσης αξίας. Κατά συνέπεια, οι πράξεις των ατόμων υπαγορεύονται από τις κοινωνικές μορφές που δημιουργούν συλλογικά. Η ιδέα του προσδιορισμού με βάση τη μορφή, όπως χρησιμοποιείται και σε αυτό το δοκίμιο, αναφέρεται σε αυτή τη διαδικασία σύνταξης και στους ρόλους και τις λειτουργίες που οι θεσμοί και τα άτομα αναλαμβάνουν σε αυτή την ερμηνεία της διαδικασίας πρόσδοσης αξίας. Μερικοί από τους θεωρητικούς στον τομέα αυτό είναι οι Ι.Ι. Rubin, H.G. Backhaus, Helmut Reichelt, Michael Heinrich, Chris Arthur και Moishe Postone. Για μια χρήσιμη επισκόπηση του Ingo Elbe βλ. “Between Marx, Marxism and Marxisms,” Viewpoint, October 21, 2013.
  11. Moishe Postone, “Theorizing the Contemporary World: Robert Brenner, Giovanni Arrighi, David Harvey” στο Political Economy and Global Capitalism: The 21st Century, Present and Future, eds. Robert Albritton, Bob Jessop et al. (London: Anthem Press, 2007), 2.
  12. Στο The Construction of Neoliberal Reason (Oxford: Oxford University Press, 2010), ο Peck χρησιμοποιεί τον όρο “fail forward” για να περιγράψει αυτή την εξέλιξη (6).
  13. Bob Jessop, “Marx and Engels on The State,” 1978.
  14. Karl Marx and Frederick Engels, The Manifesto of the Communist Party, 1848.
  15. Michael Heinrich, “Marx’s State Theory after Grundrisse and Capital”, 2007.
  16. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τον όρο form-analytic για να περιγράψει τις θεωρίες για το κράτος (και όχι μόνο) που δίνουν έμφαση στην ανάλυση της μορφής σε αντιδιαστολής με θεωρίες που εξάγουν συμπεράσματα στη βάση του λογικού περιεχομένου, της λειτουργίας του κράτους, της σχέσης με την συσσώρευση του κεφαλαίου κτλ. Στα ελληνικά ο όρος αποδίδεται είτε περιφραστικά είτε ως μορφοαναλυτική.
  17. Karl Marx, Capital Volume 3, 1894, Chapter 47.
  18. Karl Marx, Capital Volume 3, 1894, Chapter 48.
  19. Karl Marx, Capital Volume 1, 1867, Chapter 3.
  20. Marx, Capital Volume 3, Chapter 47.
  21. Marx, Capital Volume 3, Chapter 47.
  22. Karl Marx, Capital Volume 1, Chapter 31.
  23. Karl Marx, Grundrisse, 1857.
  24. Chris Arthur, The New Dialectic and Marx’s Capital (Leiden: Brill 2002)· Ingo Elbe, “Between Marx, Marxism and Marxisms”· Michael Heinrich, An Introduction to the Three Volumes of Marx’s Capital (New York: Monthly Review Press, 2012).
  25. Βλ. Simon Clarke, “Introduction” στο The State Debate, ed. Simon Clarke (London: Palgrave Macmillan, 1991).
  26. Elbe, “Between Marx, Marxism and Marxisms.”
  27. Elbe, “Between Marx, Marxism and Marxisms.”
  28. Clarke, “Introduction.”
  29. Friedrich Pollock, “State Capitalism: Its Possibilities and Limitations” στο The Essential Frankfurt School Reader, eds. Andrew Arato and Eike Gebhardt (New York: Continuüm, 1990), 92.
  30. Friedrich Pollock, “State Capitalism: Its Possibilities and Limitations” στο The Essential Frankfurt School Reader, eds. Andrew Arato and Eike Gebhardt (New York: Continuüm, 1990), 90-91.
  31. See Moishe Postone, Time, Labor and Social Domination. (Cambridge: Cambridge University Press, 1993), particularly chapter 3.
  32. Franz Neumann, Leviathan, στο Karsten H. Piep, “A Question of Politics, Economics, or Both? The Neumann-Pollock Debate in Light of Marcuse’s ‘State and Individual under National Socialism’,” Cultural Logic, 2004.
  33. Franz Neumann, Leviathan, στο Karsten H. Piep, “A Question of Politics, Economics, or Both? The Neumann-Pollock Debate in Light of Marcuse’s ‘State and Individual under National Socialism’,” Cultural Logic, 2004.
  34. Theodor Adorno, “Reflections on Class Theory,” R. Livingstone (trans.), στο Can One Live After Auschwitz? A Philosophical Reader (Stanford: Stanford University Press, 2003).
  35. Πράγματι, η δουλειά του Sohn Rethel έχει διακριθεί ως υποδειγματική θεωρία για το κράτος της πρώτης γενιάς ακαδημαϊκών της σχολής της Φρανκφούρτης από τον Johannes Agnoli.
  36. Alfred Sohn-Rethel, The Economy and Class Structure of German Fascism (London: CSE Books, 1978).
  37. Louis Althusser, “Ideology and Ideological State Apparatuses” in Lenin and Philosophy and Other Essays (New York: Monthly Review Press, 1971).
  38. Louis Althusser, “Marx in his Limits,” στο Philosophy of the Encounter (London: Verso, 2006), 75.
  39. Louis Althusser, “Marx in his Limits,” στο Philosophy of the Encounter (London: Verso, 2006), 120.
  40. Louis Althusser, “Marx in his Limits,” στο Philosophy of the Encounter (London: Verso, 2006), 125.
  41. Evgeny Pashukanis, “The Situation on the Legal Theory Front” αναφορά στο State and Capital: A Marxist Debate, eds. John Holloway and Sol Picciotto (Austin, University of Texas Press, 1978), 24.
  42. Βλ. John Holloway and Sol Picciotto, “Introduction: Towards a Marxist Theory of the State” in Holloway and Picciotto, State and Capital.
  43. Βλ. Johannes Agnoli, “,Theses on the Transformation of Democracy and on the Extra-Parliamentary Opposition” Michael Shane Boyle and Daniel Spaulding (trans.), σε αυτό το τεύχος του Viewpoint.
  44. Βλ. Johannes Agnoli, “,Theses on the Transformation of Democracy and on the Extra-Parliamentary Opposition” Michael Shane Boyle and Daniel Spaulding (trans.), σε αυτό το τεύχος του Viewpoint, 33
  45. Wolfgang Müller and Christel Neüsuss, “The Welfare State Illusion” στο Holloway and Picciotto, State and Capital, 33.
  46. Wolfgang Müller and Christel Neüsuss, “The Welfare State Illusion” στο Holloway and Picciotto, State and Capital, 33.
  47. Wolfgang Müller and Christel Neüsuss, “The Welfare State Illusion” στο Holloway and Picciotto, State and Capital, 38. Για μια πιο εκτενή επισκόπηση βλ. επίσης Simon Clarke, “Introduction” στο The State Debate (London: Palgrave Macmillan, 1991).
  48. aaa
  49. Holloway and Picciotto, “Introduction,” 24-26.
  50. Ο Χιρς επίσης επισημαίνει τα όρια μίας μεθοδικής παραγωγής του κράτους, επισημαίνοντας τη σημασία των ιστορικών ιδιαιτεροτήτων συγκεκριμένων κρατών, κάτι το οποίο και οι προηγούμενες συνεισφορές είχαν επίσης αντιμετωπίσει ανεπαρκώς. Για το σημείο αυτό βλ. και Heide Gerstenberger, “Class Conflict, Competition and State Functions” in Holloway and Picciotto, State and Capital.
  51. Oliver Nachtwey και Tobias ten Brink, “Lost in Transition: the German World-Market Debate in the 1970s,” Historical Materialism 16, 2008, 45.
  52. Oliver Nachtwey και Tobias ten Brink, “Lost in Transition: the German World-Market Debate in the 1970s,” Historical Materialism 16, 2008, 45.
  53. Claudia von Braunmühl, “The Bourgeois Nation State within the World Market” στο Holloway and Picciotto, State and Capital, 175.
  54. Claudia von Braunmühl, “The Bourgeois Nation State within the World Market” στο Holloway and Picciotto, State and Capital, 54.
  55. Claudia von Braunmühl, “The Bourgeois Nation State within the World Market” στο Holloway and Picciotto, State and Capital, 58.
  56. Werner Bonefeld, “Social Constitution and the Form of the Capitalist State” στο Open Marxism Volume 1, eds. Werner Bonefeld et al. (London: Pluto, 1992). Ο Μπόνεφελντ αναπτύσσει και επεκτείνει αυτά τα θέματα σε διάφορα δοκίμια. Θα επικεντρωθώ στο παραπάνω για χάρη της πειστικότητας. Η επιρροή του Ανιόλι στον Μπόνεφελντ αντανακλάται, μεταξύ άλλων, στο “The Capitalist State: Illusion and Critique.” Για μια συζήτηση για το πώς ο Μπόνεφελντ ερμηνεύει τη σημασία του Ανιόλι βλ. ακόμα το “On Fascism: A Note on Johannes Agnoli’s Contribution.”
  57. Werner Bonefeld, Critical Theory and the Critique of Political Economy (London: Bloomsbury, 2014), 182.
  58. Werner Bonefeld, Critical Theory and the Critique of Political Economy (London: Bloomsbury, 2014), 168.
  59. Werner Bonefeld, “Free Economy and the Strong State: Some Notes on the State,” Capital and Class, February 2010, 16.
  60. Bonefeld, Critical Theory and the Critique of Political Economy, 174-5.
  61. Bonefeld, “Free Economy and the Strong State,” 16, 15· Bonefeld, Critical Theory and the Critique of Political Economy, 180.
  62. Bonefeld, “Free Economy and the Strong State,” 16, 15· Bonefeld, Critical Theory and the Critique of Political Economy, 15.
  63. Τα κυριότερα έργα του ο Μηλιός τα συνυπογράφει μαζί με άλλους διαφορετικούς στοχαστές. Σε αυτό που ακολουθεί, αφού εστιάσω στη συγκέντρωση των κομματιών που έχει συγγράψει ο ίδιος, θα χρησιμοποιώ τον Μηλιό ως συντομογραφία για να αναφερθώ σε όλα τα παραπάνω έργα στο κύριο κείμενο.
  64. John Milios, “Capital after Louis Althusser. Focusing on Value-Form Analysis,” paper presented at the Conference “Rileggere Il Capitale: La lezione di Louis Althusser,” διοργάνωση από το Τμήμα Ιστορικών Επιστημών του University Ca’ Foscari, November 9-11, 2006, Venice, Italy, 4. Μία αναθεωρημένη εκδοχή αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε ως “Rethinking Value-Form Analysis from an Althusserian Perspective” στο Rethinking Marxism; ωστόσο, παρά τη σημασία του για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο ο Μηλιός επιχειρεί να φέρει κοντά τη σκέψη του Αλτουσέρ με τον Μαρξ, το απόσπασμα αποκόπηκε.
  65. John Milios, Dimitris Dimoulis and George Economakis, Karl Marx and the Classics (London: Ashgate, 2002), 93.
  66. John Milios and Dimitris Sotiropolous, Rethinking Imperialism: a Study of Capitalist Rule (London: Palgrave Macmillian, 2009), 131.
  67. John Milios and Dimitris Sotiropolous, Rethinking Imperialism: a Study of Capitalist Rule (London: Palgrave Macmillian, 2009), 132.
  68. John Milios and Dimitris Sotiropolous, Rethinking Imperialism: a Study of Capitalist Rule (London: Palgrave Macmillian, 2009), 132.
  69. John Milios and Dimitris Sotiropolous, Rethinking Imperialism: a Study of Capitalist Rule (London: Palgrave Macmillian, 2009), 132.
  70. John Milios and Dimitris Sotiropolous, Rethinking Imperialism: a Study of Capitalist Rule (London: Palgrave Macmillian, 2009), 105.
  71. John Milios and Dimitris Sotiropolous, Rethinking Imperialism: a Study of Capitalist Rule (London: Palgrave Macmillian, 2009), 106.
  72. John Milios, “Imperialism or (and) Capitalist Expansionism: Some Thoughts on Capitalist Power, the Nation-State and the Left,” 12.
  73. Milios et al. Rethinking Imperialism, 106.
  74. Milios,” Imperialism or (and) Capitalist Expansionism,” 13.
  75. Όπως δηλώνει «σε αντίθεση με την ινστρουμενταλιστική συλλογιστική, οι ταξικές αντιφάσεις δεν λαμβάνονται ως κάτι εξωτερικό του κράτους», ενώ «αντίθετα με τη σύλληψη του κράτους ως-υποκειμένου, οι αντιφάσεις εντός του κράτους παύουν να είναι εξωτερικές της ταξικής πάλης» στο Milios et al. Rethinking Imperialism (Επανεξετάζοντας τον ιμπεριαλισμό), 134.
  76. Όπως δηλώνει «σε αντίθεση με την ινστρουμενταλιστική συλλογιστική, οι ταξικές αντιφάσεις δεν λαμβάνονται ως κάτι εξωτερικό του κράτους», ενώ «αντίθετα με τη σύλληψη του κράτους ως-υποκειμένου, οι αντιφάσεις εντός του κράτους παύουν να είναι εξωτερικές της ταξικής πάλης» στο Milios et al. Rethinking Imperialism (Επανεξετάζοντας τον ιμπεριαλισμό), 193.
  77. Dimitris P. Sotiropoulos, John Milios, and Spyros Lapatsioras, A Political Economy of Contemporary Capitalism and its Crisis: Demystifying Finance (London: Routledge, 2013), 154.
  78. Dimitris P. Sotiropoulos, John Milios, and Spyros Lapatsioras, A Political Economy of Contemporary Capitalism and its Crisis: Demystifying Finance (London: Routledge, 2013), 170.
  79. Milios, Rethinking Imperialism, 170-72.
  80. Sotiropoulos, Milios, and Lapatsioras, Political Economy of Contemporary Capitalism, 3.
  81. Sotiropoulos, Milios, and Lapatsioras, Political Economy of Contemporary Capitalism, 203.
  82. Ο όρος ζωτικές πολιτικές/ζωτική πολιτική εννοούνται εκείνες οι πολιτικές που υπάγουν στη διαδικασία καπιταλιστικής αξιοποίησης τους όρους ζωής και αναπαραγωγής των υποκειμένων, ρυθμίζοντας άμεσα τις πτυχές της ζωής. Πρόκειται για όρο που «συνομιλεί» με την έννοια της βιοπολιτικής ως τεχνικής εξουσίας.
  83. Ο ορντοφιλελευθερισμός αναπτύχθηκε από μία σειρά από Γερμανούς στοχαστές όπως τους Walter Eucken, Franz Böhm, Alexander Rüstow, Wilhelm Röpke and Alfred Müller-Armack στα τέλη του 1920 και τις αρχές του 1930. Συχνά αναφερόμαστε σε αυτούς ως η σχολή του Φράιμπουργκ, η οποία επιδίωξε να παρέχει «μια (νεοφιλελεύθερη εναλλακτική λύση για τον laissez faire φιλελευθερισμό και τις συλλογικές μορφές της πολιτικής οικονομίας» και δημιούργησε «το θεωρητικό υπόβαθρο της γερμανικής κοινωνικής οικονομίας της αγοράς». Werner Bonefeld, “Freedom and the Strong State: On Ordoliberalism,” New Political Economy, 17, 33. Όπως δείχνω παρακάτω, ο Μπόνεφελντ ισχυρίζεται επίσης ότι είναι ενδεικτικός του καπιταλιστικού ορθολογισμού και του ισχυρού καπιταλιστικού κράτους.
  84. Werner Bonefeld, “Freedom and the Strong State: On Ordoliberalism,” New Political Economy, 16.
  85. Werner Bonefeld, “Freedom and the Strong State: On German Ordoliberalism,” New Political Economy, 17, no. 5 (2012): 633.
  86. Werner Bonefeld, “Freedom and the Strong State: On German Ordoliberalism,” New Political Economy, 17, no. 5 (2012): 6334.
  87. Ο Bonefeld θεωρεί ότι η ερμηνεία του Foucault είναι εσφαλμένη διότι «στηρίζεται σε δύο ξεχωριστές, αν και αλληλένδετες λογικές, στη λογική της αγοράς και στη λογική ενάντια στην αγορά». Εξαιτίας αυτής της δυαδικότητας ο απολογισμός του Foucault για τον ορντοφιλελευθερισμό δεν αναπτύσσεται πλήρως. Ο Foucault αναγνωρίζει τη λογική της αγοράς ως ανταγωνιστική οικονομία της αγοράς που διέπεται από τους νόμους της πλήρους ελευθερίας ελεύθερου ανταγωνισμού, της επιδίωξης οικονομικής αξίας και της ρύθμισης των επιχειρηματικών προτιμήσεων και της καινοτομίας από τον μηχανισμό των ελεύθερων τιμών. Αντιλαμβάνεται τη λογική ενάντια στην αγορά, που περιλαμβάνει την αρχή της ορντοφιλελεύθερης κοινωνικής πολιτικής, δηλαδή της Vitalpolitik, η οποία για τον Foucault αντισταθμίζει κάπως την άκαρπη λογική της οικονομικής αξίας. Ωστόσο, για τους oρντοφιλελεύθερους, το Vitalpolitik δεν είναι πολιτική εναντίον της αγοράς. Πρόκειται για μια πολιτική διευκόλυνσης της αγοράς, η οποία πρέπει να ακολουθηθεί αμείλικτα για τη συντήρηση και διατήρηση των ηθικών συναισθημάτων της οικονομικής ελευθερίας ενόψει των καταστρεπτικών κοινωνιολογικών και ηθικών επιπτώσεων της ελεύθερης οικονομίας. Werner Bonefeld “Human Economy and Social Policy: On Ordoliberalism and Political Authority,” History of the Human Sciences, 26, no. 2 (2013): 119.
  88. Bonefeld, “Freedom and the Strong State,” 635.
  89. Bonefeld, “Freedom and the Strong State,” 647.
  90. Sotiropoulos, Milios, and Lapatsioras, Political Economy of Contemporary Capitalism, 2.
  91. Sotiropoulos, Milios, and Lapatsioras, Political Economy of Contemporary Capitalism, 57.
  92. Σε αυτό το δοκίμιο με απασχολεί ο τρόπος με τον οποίο ο Μηλιός κ.ά. αντιλαμβάνονται τη χρηματιστικοποίηση σε σχέση με το κράτος. Το ερώτημα αν η χρηματιστικοποίηση μπορεί να είναι παραγωγός υπεραξίας, είναι όπως αναφέρουν, εκτός του πεδίου έρευνάς τους.
  93. Στο ίδιο, 2.
  94. Στο ίδιο, 2.
  95. Όπως σημειώνουν οι συγγραφείς, «αυτό που λείπει ηχηρά από την ανάλυση -της κυβερνητικότητας- του Φουκώ (Foucault) είναι μια σωστή υλιστική θεωρία (...) του καπιταλιστικού κράτους. (...) Γι ‘αυτό η ανάλυση του Φουκώ για την κανονιστική κανονικοποίηση φωτίζει αλλά δεν μπορεί εύκολα να επεκταθεί για να καταγράψει ακριβώς τι συμβαίνει στην πραγματικότητα στην οργάνωση και την αναπαραγωγή των σχέσεων εξουσίας σε συλλογική βάση». Στο ίδιο, 166-7.
  96. Στο ίδιο, 169.
  97. Στο ίδιο, 57.
  98. Το γεγονός ότι καμία από τις συνεισφορές στη συζήτηση για την παγκόσμια αγορά δεν έχει μεταφραστεί επιπρόσθετα στα μεγάλα έργα του Ανιόλι, Χιρς ή στο πρόσφατο έργο του Ίνγκο Στούτσλε (Ingo Stutzle) υποδεικνύει επίσης ότι η μετάφραση τέτοιων έργων παίζει καθοριστικό ρόλο στην περαιτέρω ανάπτυξη αυτών των σημαντικών θεωρητικών προσεγγίσεων.
  99. Το εμπειρικό έργο των Σιμόν Κλάρκε, του Μπόνεφελντ και άλλων μελών του CSE θα μπορούσε να αποτελέσει έναν πολύτιμο πόρο.