Η συζήτηση για την παιδεία ήταν πάντα βαθιά πολιτική, έστω και αν διάφοροι εκφραστές του σημερινού κυρίαρχου εκπαιδευτικού λόγου θέλουν να την περιορίσουν σε μια απλή υπόθεση ποσοτικών δεδομένων, μετρήσιμων μαθητικών επιδόσεων και οικονομικών αποδόσεων. Η εκπαίδευση, στην πραγματικότητα, βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο ευρύτερων ιδεολογικοπολιτικών και πολιτισμικών αντιπαραθέσεων γύρω από το νόημα και τις αξίες μιας ιστορικά δεδομένης κοινωνικής πραγματικότητας. Γι’ αυτόν άλλωστε τον λόγο, αναδείχθηκε σε βασική προτεραιότητα της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης που κυριαρχεί εδώ και τουλάχιστον τρεις δεκαετίες στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες.

Δεν υπάρχει αναπτυγμένη καπιταλιστική κοινωνία στην οποία να μην προβλήθηκε από τους συστημικούς διανοουμένους και από τα κυρίαρχα μέσα μαζικής ενημέρωσης η πολιτική αφήγηση για ένα δημόσιο σχολείο που αποτυγχάνει, για ανεπαρκείς εκπαιδευτικούς και για εκπαιδευτικά συστήματα τα οποία αδυνατούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες διασφάλισης της οικονομικής ανταγωνιστικότητας των κοινωνιών τους σε συνθήκες διεθνοποίησης των οικονομικών διαδικασιών. Από τη μακρινή έκθεση Ένα Έθνος σε Κίνδυνο (A Nation at Risk) της προεδρίας Ρήγκαν στις ΗΠΑ το 1983 μέχρι τις εκθέσεις του ΟΟΣΑ και του εγχώριου ΙΟΒΕ για το ελληνικό σχολείο και το πανεπιστήμιο, αναπτύσσεται μια πολύ συγκεκριμένη επιχειρηματολογία: το δημόσιο σχολείο έχει αποτύχει, απειλείται η οικονομική ανταγωνιστικότητα του έθνους, δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου.

Παράλληλα, η νεοφιλελεύθερη και νεοσυντηρητική κριτική για τη δημόσια εκπαίδευση διευρύνεται και σε θέματα ιδεολογίας και κουλτούρας. Το σχολείο υποτίθεται ότι καλλιεργεί μια κουλτούρα χαμηλών προσδοκιών και γίνεται πεδίο ανομίας και ανασφάλειας για τα παιδιά και τη νέα γενιά. Όσο και αν φαινομενικά προβάλλεται ο ουδέτερος τεχνοκρατικός θετικισμός των αποδόσεων και των αποτιμήσεων, εδώ και τρεις δεκαετίες, οι ποικίλοι υπερεθνικοί οργανισμοί, οι άρχουσες αστικές τάξεις και οι διανοούμενοί τους μιλούν με ιδιαίτερα πολιτικούς όρους για το σχολείο, τον οικονομικό προσανατολισμό του και τις ιδεολογικές και αξιακές του στοχεύσεις. Αυτό το γεγονός δεν είναι τυχαίο ή συμπτωματικό.

Η εκπαίδευση στον καπιταλισμό γενικά επιτελεί δύο πολύ σημαντικές λειτουργίες. Την ιδεολογική, η οποία σχετίζεται με τη διατήρηση και εμπέδωση της καπιταλιστικής εξουσίας και την κατανεμητική που αναφέρεται στη διευρυμένη αναπαραγωγή του ιεραρχημένου, καπιταλιστικού καταμερισμού της εργασίας και των αντίστοιχων κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων. Σε μια περίοδο βαθύτατης καπιταλιστικής κρίσης και αντιδραστικής ανασύνθεσης της παραγωγικής διαδικασίας στην κατεύθυνση της ευελιξίας, αλλά και ταυτόχρονα νέων μορφών ιδεολογικής νομιμοποίησης του συστήματος, όπου κυριαρχούν οι έννοιες της ατομικής ευθύνης, του ανταγωνισμού και της απαξίωσης των συλλογικών οραμάτων της χειραφέτησης, οι δύο προαναφερθείσες λειτουργίες είναι κρίσιμες.

Εδώ πρέπει να προστεθεί μία ακόμη, σχετικά πρόσφατη, τρίτη λειτουργία. Η εκπαίδευση αποτελεί πλέον σημαντικό πεδίο κερδοφορίας του κεφαλαίου. Τα πακέτα μεταπτυχιακών πανεπιστημιακών προγραμμάτων, τα σχολεία ιδιωτικού ελέγχου αλλά δημόσιας χρηματοδότησης, η εμπορική αξιοποίηση των σχολικών εγκαταστάσεων και τα τυποποιημένα εκπαιδευτικά προϊόντα μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, είναι μερικές ενδεικτικές περιπτώσεις που αναδεικνύουν την εκπαίδευση και σε προνομιακό πεδίο επένδυσης και συσσώρευσης του κεφαλαίου. Δεν είναι τυχαίο ότι πολυεθνικοί επιχειρηματικοί όμιλοι όπως η Pearson Group ή το ίδρυμα Melinda & Bill Gates ασχολούνται με τόση θέρμη με το σχολείο.

Για να κατανοήσουμε το νεοφιλελεύθερο σχέδιο για την εκπαίδευση, έτσι όπως αναπτύσσεται τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, πρέπει να απαντήσουμε πρώτα σε κάτι πολύ συγκεκριμένο: με βάση ποιο όραμα για την κοινωνία, την εκπαίδευση και τη νέα γενιά αναπτύσσεται η συγκεκριμένη εκπαιδευτική πολιτική; Το όραμα είναι μια κοινωνία με περιορισμένα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, χαώδεις ταξικές ανισότητες, περιορισμένες δημόσιες δαπάνες για τις λαϊκές ανάγκες, εργασιακή αστάθεια, αριστεία για λίγους, κατάρτιση, δεξιότητες και ευελιξία για όλους. Είναι ένα όραμα ανταγωνισμού ανάμεσα στα πανεπιστήμια, ανάμεσα στα σχολεία, ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς, ανάμεσα στους μαθητές, ένα εκπαιδευτικό όραμα τεχνοκρατικών προγραμμάτων σπουδών, κατακερματισμένων γνώσεων και ικανοτήτων, συντηρητικών παιδαγωγικών πρακτικών, μονοδιάστατης και παθητικής μάθησης.

Μόνο πάνω σ’ αυτόν τον γενικό πολιτικό καμβά μπορούμε να συζητάμε συγκεκριμένα και ρεαλιστικά για τις γενικές κατευθύνσεις της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής από την Ελλάδα μέχρι τη Φινλανδία και τη Χιλή. Ασφαλώς, οι επιμέρους εθνικές διαφοροποιήσεις αντανακλούν τους κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς δύναμης και την ένταση των εκπαιδευτικών αγώνων σε κάθε επιμέρους κοινωνικό σχηματισμό. Η νεοφιλελεύθερη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση συνδέεται, βέβαια, με μια συνολική αναδιάρθρωση του καπιταλιστικού κράτους, της θεσμικής του διάρθρωσης και των ιδεολογικών του λειτουργιών στην κατεύθυνση της ανταπόκρισής του στη διεθνοποίηση του κεφαλαίου και στην ένταση του παγκόσμιου καπιταλιστικού ανταγωνισμού των μεγάλων πολυεθνικών ομίλων και των υπερεθνικών ολοκληρώσεων.

Από αυτή την άποψη, η κεντρική διάσταση της νεοφιλελεύθερης εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης είναι η επιβολή των αρχών της μετρησιμότητας και της αποτελεσματικότητας σε κάθε διάσταση των εκπαιδευτικών πρακτικών, διαμέσου του λεγόμενου νέου δημόσιου μάνατζμεντ. Η συγκεκριμένη εκπαιδευτική στρατηγική συνεπάγεται αφενός τη δραστική μείωση των εκπαιδευτικών δαπανών και αφετέρου την επιβολή των αρχών της αγοράς και της επιχειρηματικότητας στο πεδίο του δημόσιου σχολείου. Αποκέντρωση του διαχειριστικού και οικονομικού ελέγχου του σχολείου στην τοπική αυτοδιοίκηση ή απευθείας στις διοικήσεις των επιμέρους σχολικών μονάδων, οι οποίες θα πρέπει να λειτουργούν, πλέον, με όρους επιχειρήσεων, σχολεία διαφορετικής χρηματοδότησης και θεσμικού καθεστώτος, ανταγωνιστική χρηματοδότηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων κάθε βαθμίδας διαμέσου της αξιολόγησης και ανταγωνισμός με όρους αγοράς ως καταστατική αρχή για τη συνολική οργάνωση της δημόσιας εκπαίδευσης. Αυτές είναι συμπυκνωμένα οι πολιτικές τεχνολογίες που επιδιώκουν να επιβάλουν οι άρχουσες αστικές τάξεις στην εκπαίδευση και σχετίζονται άμεσα με την ευρύτερη αποδόμηση των κοινωνικών λειτουργιών του μεταπολεμικού κράτους.

Η συγκεκριμένη στρατηγική, αν και φαινομενικά επικαλείται την απογραφειοκρατικοποίηση των εκπαιδευτικών συστημάτων και τη σχολική και παιδαγωγική αυτονομία, στην πράξη οδηγεί στην ένταση του κρατικού ελέγχου πάνω στις παιδαγωγικές πρακτικές. Γι’ αυτόν τον λόγο, η αξιολόγηση μαθητών, σχολείων και εκπαιδευτικών, τα μετρήσιμα δεδομένα και οι ποσοτικές επιδόσεις στους διαγωνισμούς PISA, αποτελούν κεντρικές διαστάσεις της νεοφιλελεύθερης και νεοσυντηρητικής αναδιάρθρωσης των εκπαιδευτικών συστημάτων. Το καπιταλιστικό κράτος και οι υπερεθνικοί οργανισμοί διαμορφώνουν ένα αυστηρό πλαίσιο πειθαρχικού/ επιθεωρητικού ελέγχου, την ίδια στιγμή που αποποιούνται διαμέσου της λεγόμενης «αυτονομίας» τις όποιες κοινωνικές και πολιτικές τους ευθύνες για τη δημόσια εκπαίδευση. Πρόκειται για ένα πολιτικό σχέδιο, βαθιά ταξικό, το οποίο υπονομεύει τα μορφωτικά δικαιώματα των παιδιών της εργατικής τάξης, των μεταναστών και των προσφύγων, γενικότερα των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων.

Καθόλου τυχαία, σε μια εποχή εκρηκτικής τεχνολογικής και επιστημονικής ανάπτυξης, σε μια κοινωνία την οποία οι ίδιοι οι κυρίαρχοι χαρακτηρίζουν ως «κοινωνία της γνώσης», εκατομμύρια παιδιά περιορίζονται στην απλή κατάρτιση σε εργασιακές δεξιότητες, φοιτούν σε απαξιωμένα και υποχρηματοδοτούμενα δημόσια σχολεία, βιώνουν τη φτώχεια των αστικών γκέτο ή στη χειρότερη περίπτωση «καταρτίζονται» στα ποικίλα στρατόπεδα συγκέντρωσης, από τη Μόρια της Λέσβου μέχρι τα σύνορα των ΗΠΑ με το Μεξικό. Ποτέ μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν ζούσαν τόσα πολλά παιδιά σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Οι πολλαπλοί εκπαιδευτικοί διαχωρισμοί και οι κοινωνικά διακριτές εκπαιδευτικές πορείες των μαθητών και των σπουδαστών σε όλες τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες δεν είναι παρά επιμέρους εκπαιδευτικές ενδείξεις της αντίφασης ανάμεσα στην ανάπτυξη των καπιταλιστικών παραγωγικών δυνάμεων και στην ανάγκη αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Στον 21ο αιώνα, η δημοσιονομική πειθαρχία, η φτώχεια, οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, οι εκρηκτικές κοινωνικές ανισότητες και η εμμονή στην καταρτισιμότητα/ απασχολησιμότητα ουσιαστικά καταστρέφουν τις τεράστιες δυνατότητες της ανθρωπότητας για ισότιμη συμμετοχή όλων των παιδιών και των νέων στην ολόπλευρη μόρφωση και στις επιστημονικές κατακτήσεις.

Το σύστημα των δεδομένων και κριτηρίων του ΟΟΣΑ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και της ευρωπαϊκής Κομισιόν είναι πολιτικά γυμνό και η σημερινή υγειονομική και οικονομική κρίση αποκάλυψε σε ακόμη μεγαλύτερη έκταση τον αποκρουστικό χαρακτήρα του σύγχρονου καπιταλισμού και τον νεκρόφιλο χαρακτήρα των εκπαιδευτικών του προτάσεων που προωθούνται και εφαρμόζονται αδίστακτα εν μέσω πανδημίας. Εκατομμύρια παιδιά βρέθηκαν εκτός οποιασδήποτε εκπαιδευτικής διαδικασίας, με ανεπαρκή σίτιση, όπως εκατομμύρια εργαζόμενοι ανακάλυψαν ότι δεν υπάρχουν πλέον επαρκή δημόσια συστήματα υγείας, παρά τις προσπάθειες των νοσοκομειακών γιατρών και την ανάπτυξη της ιατρικής επιστήμης, από την Ελλάδα των μνημονίων μέχρι τις ΗΠΑ του Τραμπ.

Τα παραπάνω επιδρούν ασφαλώς και στο περιεχόμενο της δημόσιας εκπαίδευσης. Αναχρονιστικές αντιλήψεις για τη διδασκαλία της ιστορίας, αυστηρός έλεγχος σωμάτων και συμπεριφορών και καταγραφές μαθητικών διαγωγών, συνυπάρχουν αντιφατικά με τα «εργαστήρια ήπιων δεξιοτήτων» και τις μεταμοντέρνες αφηγήσεις για βιωματικές μορφές μάθησης. Σε κάθε περίπτωση, ένα πιο αυταρχικό συντηρητικό σχολείο και σε επίπεδο περιεχομένου είναι η κυρίαρχη κατεύθυνση. Η ριζική στροφή στις δεξιότητες που διευκολύνουν την εργασιακή ευελιξία, η εμμονή στα λεγόμενα βασικά 3R (δηλαδή ανάγνωση, γραφή, αρίθμηση) και η αντίστοιχη ταξική ταξινόμηση/ διαφοροποίηση μαθητών και σχολείων, μαζί με κάποια μεταμοντέρνα «παιδαγωγικά καρυκεύματα» περί καινοτομιών που βασίζονται, ωστόσο, πάντα σε συγκεκριμένες ιδεολογικές επιλογές, αποτελούν το παιδαγωγικό όραμα του νέου καπιταλιστικού σχολείου της αγοράς. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η σημερινή συζήτηση για την τηλεκπαίδευση απλά αναπαράγει τον κυρίαρχο τεχνοκρατισμό των μετρήσιμων δεξιοτήτων και των προβλέψιμων συμπεριφορών, αλλά και ανομολόγητα την κατεύθυνση προς ακόμη μεγαλύτερες περικοπές χρηματοδοτήσεων για προσλήψεις εκπαιδευτικών και υποβάθμιση του ρόλου τους, πλήρη μετατροπή τους σε εκτελεστικά όργανα και ενοχοποίησή τους για κάθε δυσλειτουργία της εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων.

Για να απαντήσουμε στους παραπάνω σχεδιασμούς και σε εμπεδωμένες εκπαιδευτικές πρακτικές δεν αρκεί απλώς να αποδομήσουμε τα εκπαιδευτικά αδιέξοδα του αγοραίου νεοφιλελεύθερου τεχνοκρατισμού και του ιδεολογικού εκπαιδευτικού νεοσυντηρητισμού. Ένας γενικόλογος εκπαιδευτικός αντινεοφιλελευθερισμός, με λίγο κρατικό Φρενέ και έναν ιδεαλιστικό παιδαγωγισμό, μαζί με σποραδικές ρητορικές επικλήσεις μεταμοντερνίζουσας «κριτικής παιδαγωγικής», δεν αποτελούν επαρκή απάντηση, αφού θεωρούν φυσική και δεδομένη την υπάρχουσα καπιταλιστική πραγματικότητα. Αφενός, οι μεταμοντέρνες θεωρίες που επηρέασαν την κριτική παιδαγωγική θεωρία στη δεκαετία του 1990 διακηρύσσοντας ως τετελεσμένο γεγονός τη διαμόρφωση μιας νέας κοινωνικής πραγματικότητας η οποία, ωστόσο, σύντομα αποδείχτηκε εντελώς καπιταλιστική, αρνούνται τις μεγάλες αφηγήσεις, την επιστημονική κατανόηση του κόσμου και τη δυνατότητα για κοινωνική απελευθέρωση. Αφετέρου, οι θεωρίες που μιλούν αφηρημένα στο όνομα των συμφερόντων και των ενδιαφερόντων του παιδιού δεν έχουν κοινωνικοπολιτική θεωρία, προσανατολισμό και ξεκάθαρους σκοπούς, χρησιμοποιούν τον αγνωστικισμό για να αποφύγουν τα σημαντικά ερωτήματα, υιοθετούν τον ρόλο του παρατηρητή στις κοινωνικές διαμάχες και προωθούν τον ατομικισμό. Στην εποχή μας, αυτές οι θεωρίες παίζουν συμπληρωματικό ρόλο στην ιδεολογική και παιδαγωγική νομιμοποίηση της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης.

Τα Τετράδια Μαρξισμού θεωρούν ότι το ζήτημα της παιδείας είναι κομβικό για την κοινωνικοπολιτική προοπτική του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και, βέβαια, απαιτεί συστηματική θεωρητική μελέτη και έρευνα, γόνιμη και δημιουργική συζήτηση, ανοιχτούς ορίζοντες, συνδυασμό θεωρίας και πράξης, κινηματική δράση και πολιτική παρέμβαση. Πρέπει να συζητήσουμε για την εκπαίδευση πιο συνολικά και πιο πολιτικά, κάνοντας το πολιτικό πιο παιδαγωγικό και το παιδαγωγικό πιο πολιτικό. Οποιαδήποτε συζήτηση για ένα άλλο σχολείο και πανεπιστήμιο δεν μπορεί παρά να συνδέεται με την πάλη για την εργατική χειραφέτηση. Εν ολίγοις, δεν μπορεί να υπάρξει το σχολείο των οραμάτων μας, χωρίς την κοινωνία των οραμάτων μας.

Αυτή η διαλεκτική σχέση κοινωνικοπολιτικού μετασχηματισμού και εκπαιδευτικής αλλαγής είναι κομβική για τον κόσμο της εργασίας και τους λαϊκούς αγώνες. Το λύγισμα της βέργας από την πλευρά μόνο του κοινωνικοπολιτικού μετασχηματισμού οδηγεί αναπόφευκτα στον οικονομισμό και στη λανθασμένη πεποίθηση ότι η συζήτηση για το σχολείο μπορεί να πραγματοποιηθεί ουσιαστικά μόνο στο επέκεινα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Μ’ αυτόν τον τρόπο, υποτιμάται η ανάγκη των ιδεολογικοπολιτικών συλλογικών αντιστάσεων, αγώνων και συγκρούσεων στο πεδίο της μόρφωσης, του νοήματος και του πολιτισμού. Αναγκαία προϋπόθεση του ίδιου του κοινωνικοπολιτικού μετασχηματισμού είναι η συγκρότηση μιας συνολικής αντι-ηγεμονικής στρατηγικής και τακτικής των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων λαϊκών κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, αντικείμενο της οποίας δεν μπορεί παρά να είναι και το σχολείο, καθώς και οι αγώνες που αναπτύσσονται για αυτό και σε αυτό.

Αντίστοιχα, η αποσύνδεση της συζήτησης για το σχολείο που θέλουμε από τη ριζική αμφισβήτηση της υπαρκτής καπιταλιστικής κυριαρχίας, οδηγεί στην αστική αυταπάτη του παιδαγωγισμού και της «παντοδυναμίας της αγωγής», στην πεποίθηση δηλαδή ότι απελευθερωτικές κριτικές παιδαγωγικές θέσεις μπορούν να εφαρμοστούν σε οποιοδήποτε κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, με οποιονδήποτε συσχετισμό κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων, διότι απλά διασφαλίζουν καλύτερα τη μάθηση των παιδιών ή γιατί διαμορφώνουν πιο φιλικές προς τα παιδιά μαθησιακές εμπειρίες. Πρόκειται για μια πεποίθηση η οποία αγνοεί ότι η εκπαίδευση αποτελεί μέρος του εποικοδομήματος του συνόλου των παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων και συνεπώς δεν μπορεί, ακόμη και αν αλλάξει η ίδια σε κάποιο βαθμό λόγω της σχετικής αυτονομίας της, να μετασχηματίσει τον χαρακτήρα μιας δοσμένης καπιταλιστικής κοινωνίας.

Το 12χρονο ενιαίο, δημόσιο και δωρεάν σχολείο ως στρατηγικός εκπαιδευτικός στόχος στη βάση της ευρύτερης πάλης για την αντικαπιταλιστική ανατροπή, η απελευθερωτική κριτική παιδαγωγική ως παιδαγωγική τακτική που εμπνέει την καθημερινή πρακτική των εκπαιδευτικών στη σχολική τάξη στην κατεύθυνση πάντα της εργατικής χειραφέτησης και της κριτικής συνειδητοποίησης, αποτελούν την καλύτερη απάντηση στην εκπαιδευτική δυστοπία των τεχνοκρατικών αποδόσεων, των δεξιοτήτων και της αξιολόγησης, καθώς και στις νεοσυντηρητικές επιδιώξεις για σωφρονισμό και ιδεολογικό έλεγχο της νέας γενιάς. Επαναφέρουν στο προσκήνιο την ανάγκη της ολόπλευρης μόρφωσης και κυρίως δίνουν τη δυνατότητα στη νέα γενιά, όπως και στους εκπαιδευτικούς ως αναπόσπαστο μέρος των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, να διεκδικήσουν σήμερα τα μορφωτικά, κοινωνικά και εργασιακά τους δικαιώματα ενάντια στην καπιταλιστική βαρβαρότητα, καθώς και να στρέψουν αποφασιστικά το βλέμμα και τον βηματισμό τους στο μέλλον της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής προοπτικής.