Το κείμενο διαπραγματεύεται πλευρές των λειτουργιών χειραγώγησης της εργατικής τάξης από το αστικό κράτος, αλλά και όψεις ενσωμάτωσης συχνά στο ρόλο του ίδιου του συνδικαλιστικού κινήματος. Η διαρκής ταλάντευση του εργατικού κινήματος στη σχέση του με το κράτος και τη γενική πολιτική, εδράζεται σε ισχυρά αντικειμενικά στοιχεία «μυστικοποίησης» των σχέσεων οικονομίας και πολιτικής. Η αστική τάξη, υπερβαίνει τον επιφαινόμενο διαχωρισμό οικονομίας και πολιτικής και επενεργεί ενιαία στην οικονομική και πολιτική σφαίρα στη διαπάλη κεφαλαίου-εργασίας, μέσα και από πολλαπλές νομοθετικές και άλλες παρεμβάσεις. Το πώς το εργατικό κίνημα θα προσεγγίσει τη δική του ενότητα οικονομικής και πολιτικής πάλης και θα αναιρέσει την ηγεμονία αντιλήψεων περί «κοινωνίας των ελεύθερων πολιτών» ή «οικονομίας των ισότιμων εταίρων» αποτελεί κρίσιμο ζήτημα της αντικαπιταλιστικής δράσης του, αλλά και της χειραφητικής κομμουνιστικής στρατηγικής.

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Ο ‘Ενγκελς στο κλασικό έργο του Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους διατυπώνει την παρακάτω θέση: «Το κράτος δεν είναι μια δύναμη που επεβλήθη στην κοινωνία εκ των έξω. Ούτε είναι το κράτος‚ “η ενσάρκωση της ηθικής ιδέας”, η μορφή και η πραγματοποίηση του ορθού Λόγου, όπως βεβαιώνει ο Χέγκελ. Το κράτος είναι προϊόν της κοινωνίας σε ένα ορισμένο στάδιο της εξελίξεώς της. Το κράτος για κάθε κοινωνία είναι επίσημη απόδειξη ότι έπεσε σε μια τρομερή αντίθεση με τον εαυτό της, ότι έφτασε σε ένα σημείο αδιαλλάκτου ανταγωνισμού, από τον οποίο είναι ανίκανη να γλιτώσει. Και για να μη αλληλοεξολοθρευτούν αυτές οι τάξεις με τα αντίθετα οικονομικά συμφέροντα και να μη καταστρέψουν την κοινωνία μέσα στον άκαρπο αγώνα τους, μια δύναμη κυριαρχούσα φαινομενικώς επί της κοινωνίας γίνεται αναγκαία για να μετριάσει την ορμή των συγκρούσεών των και για να τις κρατήσει μέσα στα όρια της τάξεως. Και η δύναμη αυτή που γεννιέται από την ίδια κοινωνία αλλά επιβάλλεται επάνω της, που σιγά-σιγά ξεχωρίζεται τελείως απ αυτήν, η δύναμη αυτή είναι το κράτος» (Ένγκελς, 2013).

Ήδη από αυτή την προγραμματική διατύπωση προκύπτει με σαφήνεια ότι οι κλασικοί του μαρξισμού έβλεπαν το κράτος όχι μόνο ως μια δύναμη επιβολής του ισχυρού (της κάθε φορά κυρίαρχης τάξης) επί του αδύνατου (της εκμεταλλευόμενης τάξης) αλλά και ως θεσμό εξομάλυνσης των ταξικών αντιθέσεων. Ως φορέα συναίνεσης και διατήρησης της «κανονικότητας», της απρόσκοπτης λειτουργίας των οικονομικών «νόμων» της εκμετάλλευσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι το κράτος είναι διαιτητής και «αντικειμενικός» κριτής ή εγγυητής του κοινωνικού δίκαιου. Στις ταξικές κοινωνίες τέτοιο δίκαιο δεν υπάρχει «γενικά». Αυτές συναρθρώνονται μόνιμα και σταθερά με βάση το δίκαιο (δηλαδή τη νομική έκφραση των οικονομικών συμφερόντων) της τάξης ιδιοκτήτριας των μέσων παραγωγής.

Το σύγχρονο αστικό κράτος, στο πλαίσιο αυτού του «δίκαιου», οργανώνει συνδυαστικά την πολιτική του μαστίγιου και του καρότου απέναντι στο λαό και την εργατική τάξη με πληθώρα θεσμών, μηχανισμών και μέτρων.

Αν κάποιος δει το κράτος μόνο ως «μαστίγιο» και καταστολή, θα υποτιμήσει την πολύ κρίσιμη πλευρά της συναινετικής του επιδίωξης για ενσωμάτωση, χειραγώγηση, απόσβεση των ταξικών κραδασμών ή ακόμα και της συνειδητής στρατολόγησης τμημάτων των υποτελών τάξεων υπέρ των ισχυρών, για να εξοντώσουν τις τάσεις ανατροπής (βλέπε φασισμός, αλλά όχι μόνο). Αν, από την άλλη, το αστικό κράτος αντιμετωπιστεί μόνο ως δύναμη συμφιλίωσης και ταξικής συνύπαρξης, είναι πολύ εύκολο να ταυτιστεί η όποια επιδίωξη μεταρρυθμίσεων και ανατροπών με τη συμμετοχή εντός και διαμέσου των θεσμών του ή/και να αποσυνδεθεί ο ταξικός οικονομικός αγώνας για τη λύση των εκμεταλλευτικών σχέσεων (άρα και των σχέσεων ιδιοκτησίας) από την πολιτική πάλη για την εξουσία, από την πάλη ενάντια στο αστικό κράτος και την κυριαρχία του.

Και οι δύο πλευρές αντιμετώπισης του κράτους, είτε ως πεδίου ταξικής παρέμβασης (και διεκδίκησης ηγεμονίας), είτε ως πεδίου αποκλειστικά αντιαυταρχικής δράσης, και όχι ως μηχανισμού που πρέπει να συντριβεί, έχουν οδηγήσει σε τραγικές επιλογές και αυταπάτες την Αριστερά, τα κομμουνιστικά κόμματα και τα εργατικά κινήματα σε ολόκληρη την ως τώρα ιστορία του καπιταλισμού (απολυτοποίηση κοινοβουλευτικής δράσης, αριστερός «κυβερνητισμός», τακτικές λαϊκών μετώπων, θεώρηση «λαϊκής δημοκρατίας» ως ενδιάμεσης μορφής μεταξύ αστικής και εργατικής εξουσίας και πολλά άλλα).

Η διαρκής ταλάντευση του εργατικού κινήματος στη σχέση του με το κράτος και τη γενική πολιτική εδράζεται σε ισχυρά αντικειμενικά στοιχεία «μυστικοποίησης» των σχέσεων οικονομίας και πολιτικής, που μόνο η επαναστατική ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας μπορεί να αποκαλύπτει, με σκοπό να ανασυγκροτηθεί η συνολική δράση του επαναστατικού υποκειμένου.

Στη σφαίρα της παραγωγής, την καθαρά οικονομική σφαίρα, οι εργάτες παραγωγοί αυτονομούνται από τα προϊόντα της εργασίας τους. Τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της δουλειάς τους αναπαρίστανται σε αυτούς ως σχέσεις μεταξύ πραγμάτων με εγγενείς φυσικές ιδιότητες, ως σχέσεις αντικειμένων έξω από αυτούς (φετιχισμός). Αιτία γι’ αυτό είναι η αποκοπή των παραγωγών από τα μέσα παραγωγής.

Από την άλλη μεριά, στη σφαίρα της πολιτικής και των σχέσεων εξουσίας, «υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα πάνω στο σύνολο των παραγωγικών σχέσεων που αποτελεί την οικονομική δομή (βάση) της κοινωνίας και στην οποία αντιστοιχούν καθορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης» (Μαρξ, 2009α). Το πρόβλημα είναι ότι στο αστικό κράτος (εποικοδόμημα ή υπερδομή του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής [ΚΤΠ]) επισυμβαίνει μια δεύτερη αλλοτρίωση, επιπρόσθετη στον φετιχισμό του εμπορεύματος-προϊόντος. Τα υποκείμενα-άτομα σε αυτό το κράτος, δεν λογίζονται ως εργάτες ή παραγωγοί αλλά ως «πολίτες». Το κεφαλαιοκρατικό, κοινοβουλευτικό κράτος εμφανίζεται ως θεσμός «γενικής θέλησης», αντλεί τη νομιμότητα του από την τυπική ελευθερία και ισότητα όλων των «πολιτών», εργατών και κεφαλαιούχων. Σύμφωνα με τον Πουλαντζά (Πουλαντζάς, 1985), «ο αποχωρισμός του άμεσου παραγωγού από τα μέσα παραγωγής αντανακλάται εδώ με τον θεσμοποιημένο προσδιορισμό των δρώντων παραγόντων της παραγωγής ως νομικών υποκειμένων δηλ. πολιτικών ατόμων-προσώπων».

Επομένως, η εργατική τάξη εμφανίζεται στον ΚΤΠ με διχασμένο εαυτό. Οι εργάτες είναι «οικονομικοί παράγοντες», «δείκτες ανάπτυξης», «μισθολογικό κόστος»; Ή είναι «πολίτες», «ψηφοφόροι», «φορολογούμενοι» (σύμφωνα με μια σύγχρονη λέξη του συρμού); Με άλλα λόγια, έρχεται αντιμέτωπη με δύο αντιλήψεις εξίσου απατηλές:

Ψευδής αντίληψη πρώτη: Ο πλούτος δεν εξαρτάται από τον άμεσο παραγωγό αλλά έχει σχέση με την τεχνολογία γενικά, το επιχειρηματικό ρίσκο, την επενδυτική ικανότητα και δυνατότητα, την καινοτομία και τα έξυπνα μυαλά, τον αποδοτικό εργάτη και τον άριστο επιστήμονα. Και οι παραγωγικές σχέσεις με τη σειρά τους είναι συμβάσεις ισότιμης ανταλλαγής εργοδότη-εργάτη.

Ψευδής αντίληψη δεύτερη: Η πολιτική πάλη δεν είναι ταξική πάλη και τα πολιτικά υποκείμενα-άτομα αποκτούν έναν δεύτερο εαυτό, αυτονομούνται από την οικονομία. Κατά συνέπεια, η κατεύθυνση αυτής της πάλης αποκτά μια αυτοκινούμενη ιδιότητα στο πλαίσιο ενός ελεύθερου και δημοκρατικού κράτους, δεν εξαρτάται από τα ταξικά, οικονομικά συμφέροντα. Στο όνομα της πολιτικής ανεξαρτησίας (από τον ζόφο της οικονομικής καθημερινότητας) η εργατική τάξη γεύεται σαν τη Σταχτοπούτα του παραμυθιού περιορισμένες σταγόνες πολιτικής ελευθερίας, ικανές για να την κάνουν κομπάρσο της αστικής πολιτικής σκηνής· σε καμιά όμως περίπτωση, τάξη-ηγεμόνα της επαναστατικής λύσης των ανειρήνευτων αντιθέσεων του ΚΤΠ.

Η διάσπαση του ενιαίου χαρακτήρα της εργατικής τάξης στον καπιταλισμό, η οποία αποτελεί ταυτόχρονα αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης από τα αφεντικά της και (γι’ αυτό κυρίως το λόγο) δυνητικό, συλλογικό πολιτικό υποκείμενο ανατροπής, είναι που τελικά οδηγεί στη διάσταση πολιτικού και οικονομικού αγώνα, αλλά και σε απόσπαση της στρατηγικής από την τακτική.

Στη μεταπολεμική μαρξιστική σκέψη της Δύσης προστέθηκε μια τρίτη πλευρά θεώρησης της αστικής, κρατικής οργάνωσης που εν πολλοίς έχει τις ρίζες της στη γκραμσιανή παρακαταθήκη. Ο Αλτουσέρ –ο πιο εμβληματικός ίσως εκπρόσωπος εκείνης της περιόδου– προσπαθώντας να ανιχνεύσει σε βάθος το χαρακτήρα του κράτους στον αναπτυγμένο καπιταλισμό θέτει ζήτημα δομικής διάκρισης καταπιεστικών και ιδεολογικών μηχανισμών του. Διατυπώνει μια βαρύνουσα επιστημονικά θέση, σύμφωνα με την οποία «ενώ υπάρχει ένας σχετικά ενιαίος κατασταλτικός κρατικός μηχανισμός, υπάρχει παράλληλα πλειάδα ιδεολογικών μηχανισμών, οι οποίοι είναι διάσπαρτοι (εκπαιδευτικοί, θρησκευτικοί, οικογενειακοί, συνδικαλιστικοί, πολιτιστικοί, νομικοί, ΜΜΕ)». Οι τελευταίοι «συνεπικουρούν στη βασική λειτουργία του κράτους, που είναι η αναπαραγωγική λειτουργία, δηλαδή η διαφύλαξη της ομαλότητας σε ενδεχόμενο κρίσης» και «σε αντίθεση με τον καταπιεστικό μηχανισμό που επενεργεί βασικά με βία, οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους λειτουργούν με ιδεολογία που είναι η ιδεολογία των κυρίαρχων τάξεων». Και καταλήγει σε μια θεμελιώδη διαπίστωση: «Καμία κοινωνική τάξη δεν είναι σε θέση να διατηρηθεί στην πολιτική εξουσία αν δεν ασκεί συγχρόνως την ηγεμονία της μέσα στους ΙΜΚ» (Αλτουσέρ, 1999). Επισημαίνει τη σχετική διάκριση «κατασταλτικού» και «ιδεολογικού», ρόλου του κράτους, διατηρώντας όμως παράλληλα την κλασική μαρξιστική θεώρηση της διαλεκτικής σχέσης (οικονομικής) βάσης-εποικοδομήματος. Αυτονομεί σχετικά το πεδίο διαμόρφωσης των εργατικών συνειδήσεων και τους κρατικούς μηχανισμούς που το υποστηρίζουν, επομένως αυτονομεί και την ταξική πάλη σε αυτό το επίπεδο σε σχέση με την οικονομική και πολιτική διαπάλη. Παρ’ ότι στέκεται στο έδαφος του μαρξισμού, αναπτύχθηκαν στη δημόσια συζήτηση ερμηνείες της προσέγγισής του και επιχειρήματα περί «τμηματικής» κατάληψης του κράτους, ταύτισης της κρατικής βίας μόνο με την καταστολή, υποτίμησης της συγκέντρωσης των «πυρών» απέναντι στον αστικό κρατικό μηχανισμό εν συνόλω.

Ο μεταμαρξισμός έρχεται να επιδεινώσει το πρόβλημα (χαρακτηριστικά είναι τα δοκίμια των Hindess-Hirst, 1978) αφού αρνείται κάθε αναγκαία σχέση μεταξύ της κοινωνικοοικονομικής θέσης του ατόμου και των πολιτικοϊδεολογικών τοποθετήσεων ή συμφερόντων του. Εισάγει τη φιλοσοφία της ταυτότητας και όχι της αναπαράστασης («το σημαίνον συγκροτεί πλέον πλήρως αυτό που σημαίνει»). Επομένως, δεν υπάρχει καμιά ανάγνωση της πολιτικής και της ιδεολογίας ως υποστηρικτικών των ταξικών συμφερόντων. Οι πολιτικοί και ιδεολογικοί αγώνες δεν μπορούν να νοηθούν ως αγώνες οικονομικών τάξεων αλλά ως διαμάχες θέσεων, απόψεων, θεματικών ενοτήτων οριζόντια, παρατακτικά (και προπαντός διαταξικά) τοποθετημένων στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Καταφεύγει στην «υπερπολιτικοποίηση» ως απάντηση στον «οικονομισμό», για να φτάσει στον καθαρό ιδεαλισμό. Η πολιτική και η ιδεολογία μετατρέπονται έτσι σε καθαρά αυτοσυγκροτούμενες ταυτολογικές πρακτικές (Eagleton, 2018).

Κρατικές παρεμβάσεις στο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα

Με βάση αυτό το θεωρητικό υπόβαθρο αναπτύσσεται και εξελίσσεται με συνεχή updates η αστικορεφορμιστική αντίληψη, που αντιμετωπίζει τον εργαζόμενο ως «πολίτη», εκπροσωπούμενο στο αστικό κράτος με τη μορφή του «κοινωνικού εταίρου». Με αυτό τον τρόπο η ταξική πάλη γίνεται κορπορατισμός εντός πλαισίου και η εργατική τάξη αδιάσπαστο μέρος του συνόλου. Η διαδικασία όμως αυτή δεν συμβαίνει αυτόματα. Απαιτεί πολυσύνθετους ιδεολογικούς μηχανισμούς παρέμβασης, ένα ελάχιστο όριο υλικών δεσμεύσεων και παροχών, αλλά κυρίως την παραχώρηση (από την ίδια την αστικοποιημένη εργατική πολιτική) τους δικαιώματος στο κράτος να ενσωματώνει και να διευθετεί την οικονομική πάλη, να ελέγχει τα συνδικάτα, να στρατολογεί πρόθυμους συνδικαλιστές στη διαχειριστική, διοικητική του λειτουργία κ.λπ.

Η αστική τάξη, πιο έμπειρη και αποφασιστική, υπερβαίνει τον επιφαινόμενο διαχωρισμό οικονομίας και πολιτικής, και τη «νομική φιγούρα» του πολίτη και στην πράξη αντιλαμβάνεται και επενεργεί ενιαία στην οικονομική διαπραγμάτευση/διαπάλη κεφαλαίου-εργασίας με την πολιτική σφαίρα. Καθιστά έτσι την οικονομική πάλη της εργατικής τάξης πεδίο παρέμβασης του κράτους επιδιώκοντας να ελέγξει κατά το δυνατόν τη συνδικαλιστική δράση και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις/συμβάσεις με την εργοδοσία.

Υπάρχουν απειράριθμες νομοθετικές και άλλες παρεμβάσεις του αστικού κράτους, που έχουν εφαρμοστεί διεθνώς στο εργατικό κίνημα σε όλη τη μακρόχρονη διαδρομή. Οφείλουμε, ωστόσο, να εντοπίσουμε συγκεκριμένα τους τρόπους και τις μεθόδους με τις οποίες το κράτος, τα υπερεθνικά όργανα, οι εργοδοτικές οργανώσεις και εν γένει η αστική πολιτική παρεμβαίνουν ειδικά στο εργατικό, συνδικαλιστικό κίνημα με στόχο να το συμφιλιώσουν με το καθεστώς εκμετάλλευσης. Οφείλουμε να διακρίνουμε τις βασικές ρυθμίσεις που θεμελιώνουν την αντίληψη ότι το αστικό κράτος αποτελεί ηγεμονικό παράγοντα συνοχής και ενότητας της οικονομικής διαπάλης προς όφελος των ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής. Και μάλιστα εξ ονόματος όλου του έθνους ή της κοινωνίας.

1. Το συμβόλαιο εργασίας (σύμβαση) και η τυπική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής εντάσσονται και θεσμοποιούνται στις νομικές σχέσεις και τα συντάγματα και όχι στην οικονομία (παραγωγικές σχέσεις) με την αυστηρή έννοια. Χαρακτηριστικά στις ΗΠΑ, στις δεκαετίες ’20 και ’30, με την πολιτική του New Deal, επιταχύνθηκε, σε συνθήκες κοινωνικής αναταραχής, η ενσωμάτωση των συνδικαλιστικών ηγεσιών με την αποδοχή του εθνικού νόμου περί εργασιακών σχέσεων. Όλες οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και οι ΣΣΕ εντάχθηκαν σε ενιαίο νομοθετικό πλαίσιο. Με αυτό οριζόταν η ένωση των βιομηχάνων του κλάδου ως εταίρος της διαπραγμάτευσης και όχι η κάθε εταιρεία χωριστά, ενώ καθορίστηκε σε κάθε κλάδο ποιο συνδικάτο νομιμοποιείται να κάνει τη διαπραγμάτευση, θεσμοθετώντας την έννοια του κρατικά (και νομικά) αποδεκτού ή όχι συνδικάτου. Σε αντάλλαγμα προβλέφτηκε –και έγινε αποδεκτό από το εργατικό κίνημα– ότι τα συνδικάτα αναλαμβάνουν ευθύνη με βάση τη σύμβαση για την οικονομική υγεία όλου του κλάδου!

Τα προηγούμενα έκαναν τον πρόεδρο Ρούσβελτ να πανηγυρίζει επειδή «τα συνδικάτα είχαν τακτοποιηθεί μέσα στο διαρθρωτικό πλαίσιο του κράτους» και τον υπουργό Εργασίας Βάγκνερ να ομολογεί με ανακούφιση την επίτευξη εργασιακής ειρήνης. Η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας έγινε πλέον «νομικό κείμενο» και πεδίο εταιρισμού υπό κρατική εποπτεία (προέβλεπε μέχρι και έγκριση τεχνολογικών αλλαγών και αναδιάρθρωση της επιχείρησης). Το αποτέλεσμα ήταν ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’50 και με τις τροπολογίες Ταφτ-Χέρτλι, το 97% των ΣΣΕ που υπέγραψαν τα βιομηχανικά συνδικάτα και οι μεταφορές στις ΗΠΑ όριζαν αυστηρές ποινές, αν τα μέλη τους απεργούσαν για οποιονδήποτε λόγο στη διάρκεια ισχύος της σύμβασης! Η διαιτησία μπορούσε να κρατήσει και πέντε χρόνια, ενώ στη ρήτρα της σύμβασης οριζόταν σαφώς ότι εργαζόμενοι και διεύθυνση έχουν αμοιβαίο συμφέρον για τη διατήρηση εργασιακής ειρήνης (Aronowitz, 2017).

2. Στην Ελλάδα η θέσπιση της υποχρεωτικής διαιτησίας το 1935 στις συλλογικές διαπραγματεύσεις είχε εμφανή στόχο να περιορίσει τη «διαπραγμάτευση» του απεργιακού εκβιασμού, της διακοπής της παραγωγής, των διαδηλώσεων και της πολιτικής τους απήχησης. Ενίσχυε την ιδεολογική πλευρά περί κράτους δίκαιου νομοθέτη απέναντι στις ταξικές διαφορές, ενώ, σχεδόν πάντα το ύψος των μισθών από τα διαιτητικά δικαστήρια δεν υπερέβαινε την οικονομική, κυβερνητική πολιτική. Επέβαλλε επίσης εξοντωτικές ποινές (από απολύσεις έως φυλάκιση) σε όσους προχωρούσαν σε απεργίες κατά τη διάρκεια της διαιτησίας (Μπατίκας, 1994).

3. Η κρατική παρέμβαση στις εργασιακές σχέσεις είναι σημαντικός παράγοντας που καθορίζει τους όρους της ταξικής πάλης. Οι οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πολύ χαρακτηριστικές ως προς αυτή την κατεύθυνση, με ιδιαίτερο αλλά όχι μοναδικό παράδειγμα την οδηγία Μπολκενστάιν). Επίσης, στην Ελλάδα με το νόμο 1876/90, επί «οικουμενικής κυβέρνησης», θεσμοθετήθηκαν οι νέες εργασιακές σχέσεις (δυνατότητα σύνδεσης μισθού με παραγωγικότητα, ατομικές συμβάσεις, ελαστικοποίηση χρόνου εργασίας κ.λπ.). Στην ίδια κατεύθυνση αναπτύσσονται σήμερα μια σειρά παρεμβάσεων (εκ περιτροπής εργασία, μερική απασχόληση, εργασία την Κυριακή κ.λπ.) (Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, 2007).

Η παρέμβαση στο μισθό. Το σύγχρονο αστικό κράτος παρενέβαινε (ν. 3239/55) και παρεμβαίνει ανοιχτά στον ορισμό των μισθών βάσης (κατώτερος μισθός) και στη συνολική εισοδηματική πολιτική. Δεν του αρκούν οι ΣΣΕ που αποδέχονται τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ και της προτεραιότητες της αστικής πολιτικής, π.χ. αποπληρωμή χρέους, πολεμικές δαπάνες κλπ, ορίζοντας μηδενικές ή αυξήσεις κοροϊδία στους μισθούς στο όνομα του να «υπάρχει έστω μια σύμβαση». Επεμβαίνει δια νόμων και αποφάσεων των εκάστοτε υπουργών Εργασίας για τον κατώτερο μισθό ή/και περικόπτει μισθούς (βλ. μνημόνια) απεκδυόμενο τη μάσκα του εγγυητή των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Η ταξική συνδιαλλαγή τείνει να αντικατασταθεί από τις μονομερείς, απολυταρχικές αποφάσεις της πολιτικής εξουσίας.

4. Οι πολύμορφες και πολλές φορές ασφυκτικές δικαστικές παρεμβάσεις στα συνδικάτα. Με τις παρεμβάσεις στα καταστατικά των σωματείων, την υποχρεωτικότητα της έγκρισής τους από τα πρωτοδικεία, τον ορισμό του δικαστή (ή, τελευταία, του δικηγόρου) ως εγγυητή των εκλογικών διαδικασιών (με το αζημίωτο). Με τις κηρύξεις παράνομων σχεδόν όλων των απεργιών που αρχίζουν να γίνονται επικίνδυνες για τα κέρδη του ιδιοκτήτη ή την πολιτική αποφασιστικότητα και συνοχή των κυβερνήσεων. Με το φακέλωμα των συνδικαλιστών και των διοικήσεων των σωματείων. Με την χωρίς περιστροφές εισβολή στη λειτουργία των σωματείων με το διορισμό διοικήσεων από τα δικαστήρια, τη διάλυση σωματείων, την ακύρωση αποφάσεων κ.λπ.

5. Η ανοιχτή σύμπραξη νομοθετικής-δικαστικής εξουσίας απέναντι στα συνδικάτα και ειδικά στο απεργιακό δικαίωμα (νόμος 1264, πολιτική επιστράτευση, νομοθετικός καθορισμός του προσωπικού ασφαλείας, ακύρωση του απεργιακού αιφνιδιασμού με τις προβλεπόμενες χρονικών προθεσμιών ανακοίνωσης μιας απεργίας κ.λπ.).

6. Η κυβερνητική παρέμβαση στα συνδικάτα και οι υποχρεωτικές εισφορές υπέρ τρίτων (εποπτεία οργανισμών κοινωνικής πολιτικής π.χ. ΟΑΕΔ, Εργατική Εστία, διαχείριση ΕΣΠΑ, εισφορές αλληλεγγύης επί των μισθών, ΛΑΕΚ, παλιότερα «ταμείο εργατοπατέρων» ή απευθείας παρακράτηση ποσοστού από τις συνδικαλιστικές εισφορές προς τον υπουργό Εργασίας).

7. Πολύ σοβαρή είναι η παραβίαση της οικονομικής αυτοτέλειας των σωματείων και ο ασφυκτικός κρατικός, οικονομικός τους έλεγχος. Πρόσφατα με μια πρωτοφανή αντιδραστική νομοθετική ρύθμιση από την κυβέρνηση της ΝΔ (ν. 4557/18) υποχρεώνονται τα εργατικά σωματεία να αυτοφακελώνονται στο TAXISnet, συνδέοντάς τα έμμεσα με το μαύρο χρήμα από εγκληματικές ή τρομοκρατικές οργανώσεις! Ειδική πλευρά παρέμβασης του κράτους στο εργατικό κίνημα είναι ο υποχρεωτικός συνδικαλισμός (μορφή κορπορατισμού) που ακόμα υπάρχει σε τμήματα του δημόσιου τομέα και των πρώην ΔΕΚΟ.

8. Ιστορική ήταν η αντιπαράθεση του εργατικού κινήματος με το ν. 330 που περιόριζε δραστικά το δικαίωμα της απεργίας, κατοχύρωνε την ανταπεργία (λοκ άουτ), νομιμοποιούσε τη συγκρότηση απεργοσπαστικών μηχανισμών και, κυρίως, απαγόρευε την «πολιτική απεργία». Ακόμη, ο νόμος απαγόρευε τις απεργίες αλληλεγγύης, αλλά και κάθε άλλη απεργιακή κινητοποίηση που δεν στρέφεται κατά του συγκεκριμένου εργοδότη και δεν περιορίζεται σε καθαρά μισθολογικά αιτήματα. Κάτι ήξερε η τότε κυβέρνηση της ΝΔ για τη διαφορά οικονομικού και πολιτικού αγώνα! Ακόμη, χαρακτηρίζονται παράνομες όσες απεργίες δεν κηρύσσονται από τα επίσημα «επαγγελματικά σωματεία».

Έχει σημασία να τονίσουμε ότι, όπως το τανγκό, έτσι και η πολιτική της συναίνεσης-ενσωμάτωσης στο εργατικό κίνημα χρειάζεται πάντα δύο παρτενέρ. Το αστικό κράτος και ο ΣΕΒ, μιλώντας για τα ελληνικά δεδομένα, έχουν βρει συμμάχους γι’ αυτή την πολιτική στο πρόσωπο των ηγεσιών ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ και βασικών ομοσπονδιών, χωρίς να παραβλέπουμε τις μεγάλες ευθύνες των ηγεσιών της Αριστεράς που ανέχονται ή/και υποθάλπουν αυτή την πρακτική και δεν ανοίγουν έναν άλλο δρόμο ταξικής ανασυγκρότησης στο κίνημα. Οι ηγεσίες αυτές έχουν αποδεχθεί καταρχήν το δόγμα ότι για την κρίση της οικονομίας φταίνε οι μισθοί και όχι τα κέρδη. Έχουν υποταχτεί στην αστική γραμμή των θυσιών για να σωθεί η επιχείρηση, των μειώσεων των μισθών στο δημόσιο για να σωθεί η οικονομία, της ασφυκτικής λιτότητας για να πιαστούν οι στόχοι των ματωμένων πλεονασμάτων. Έχουν υιοθετήσει τους «εθνικούς στόχους» για την «παραγωγική ανασυγκρότηση και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας», καθώς και της προσέλκυσης επενδύσεων.

Το 1997, ο Χρ. Πρωτόπαπας, τότε πρόεδρος της ΓΣΕΕ, είχε διατυπώσει τη θέση πως «ο υγιής ανταγωνισμός δεν μπορεί να θεωρείται πλέον απειλή αλλά αναπτυξιακό εργαλείο».

Συμφωνούν για τις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης ως αντιμετώπιση της ανεργίας δηλαδή την επιδότηση των καπιταλιστών με φτηνό εργατικό δυναμικό και την απαλλαγή του δημοσίου από περιττά μισθολογικά έξοδα με τις στρατιές συμβασιούχων, επικουρικών, κοινωφελών, εργολαβικών εργαζομένων μιας χρήσης και διαρκούς ομηρίας.

Αποδέχονται την αξιοκρατία-αξιολόγηση (μιλούν για «καλή» και «κακή»), τις μοριοδοτήσεις του ΑΣΕΠ και την αέναη συλλογή προσόντων σε συμβάσεις ακόμα και ορισμένου χρόνου ως μηχανισμού ανακύκλωσης της ανεργίας.

Δεν έχουν δώσει καμία μάχη απέναντι στο ΤΑΙΠΕΔ και το μπαράζ ιδιωτικοποιήσεων και ΣΔΙΤ, ενώ τα κορυφαία συνδικαλιστικά όργανα έχουν συγκροτήσει και αντίστοιχους οργανισμούς κατάρτισης, έρευνας και αναλύσεων (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, πολυκέντρο ΑΔΕΔΥ κ.λπ.) που χρηματοδοτούνται με ευρωπαϊκά και κρατικά κονδύλια.

Ζητούν μάλιστα να διαχειριστούν, παράλληλα με το κράτος και τους ιδιώτες («κοινωνική οικονομία»), τα λεφτά των ασφαλιστικών ταμείων. Συμμετέχουν σε πληθώρα κρατικών οργανισμών, οργανισμών συμμετοχικής δράσης και αποφάσεων (ΟΚΕ κ.λπ.) και διοικήσεων επ’ αμοιβή. Δεν δίστασαν να οργανώσουν ακόμα και απεργία μαζί με τον ΣΕΒ («κοινωνική συμμαχία») για την προώθηση των παραπάνω στόχων.

Οικονομική και πολιτική λειτουργία στο σύγχρονο αστικό κράτος

Ο Λένιν στο Τι να κάνουμε έκανε μια καίρια επισήμανση: «Το νεότερο αντιπροσωπευτικό κράτος είναι επίσης μέσον για την εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο. Η παντοδυναμία του “πλούτου” είναι πολύ περισσότερο ασφαλής σε μια δημοκρατική πολιτεία, γιατί δεν εξαρτάται από την τυχόν κακή πολιτική μορφή του καπιταλισμού. Η δημοκρατική πολιτεία είναι η καλύτερη πολιτική μορφή για τον καπιταλισμό και έτσι όταν το κεφάλαιο εξασφαλίσει τον έλεγχο (διαμέσου των διαφόρων Παλτσίνσκι, Τσέρνωφ, Τσερετέλι και σια) αυτής της καλύτερης μορφής, επιβάλλει την εξουσία του τόσο ακλόνητα, τόσο στερεά, ώστε καμιά αλλαγή προσώπων, θεσμών ή κομμάτων μέσα στην αστική δημοκρατία δεν μπορεί να το κλονίσει» (Λένιν, 2013).

Τι θα μπορούσε αυτό να σημαίνει για τις μέρες μας;

Στο σύγχρονο κράτος του ολοκληρωτικού καπιταλισμού11Ως «ολοκληρωτικός καπιταλισμός», θεωρείται η σημερινή νέα βαθμίδα ανάπτυξης του καπιταλισμού, στην οποία συμπυκνώνεται η ποιοτική ανάπτυξη ή/και εμφάνιση νέων χαρακτηριστικών σε ό,τι αφορά πλήθος πλευρών του. Ενδεικτικά αναφέρονται: καθολικοποίηση εμπορευματοχρηματικών σχέσεων στο σύνολο των τομέων της κοινωνικής ζωής και σχέσεων με το περιβάλλον, ενισχυμένος ρόλος των πολυεθνικών πολυκλαδικών μονοπωλίων, εντατική εκμετάλλευση των εργαζομένων με νέους συνδυασμούς απόσπασης απόλυτης και σχετικής υπεραξίας, κινητοποίηση υπέρ της παραγωγής καπιταλιστικού κέρδους όλων των διανοητικών-κοινωνικών «δεξιοτήτων» των εργαζομένων (φαντασία, δημιουργικότητα, καινοτόμο πνεύμα, «συναισθηματική νοημοσύνη», ικανότητα συνεργασίας και επικοινωνίας), σύμφυση τραπεζικού-χρηματοπιστωτικού-βιομηχανικού κεφαλαίου με νέα ποιότητα και μορφές, μετατροπή σε ιδιωτική ιδιοκτησία όποιων από τα «κοινά αγαθά» μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την άντληση κέρδους, αναδιαμόρφωση διεθνών σχέσεων σε κρίσιμες πλευρές τους (εθνοκρατικές, υπερεθνικές, οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές), υπάγοντάς τες πραγματικά και καθολικά στο κεφάλαιο, ισχυροποίηση της αστικής εξουσίας, ανασυγκρότηση των μηχανισμών ελέγχου, πειθάρχησης και καταπίεσης συνολικά και ιδιαίτερα του κράτους, η οικοδόμηση ενός καθεστώτος «κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού», κλιμάκωση πολεμικής προετοιμασίας και πολέμων, απειλή των όρων ύπαρξης της ανθρωπότητας με την άνευ προηγουμένου λεηλασία της φύσης. Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός, ως νέα βαθμίδα, εμπεριέχει και αναπτύσσει ποιοτικά στο έπακρο στοιχεία και τάσεις όλων των προηγούμενων σταδίων/βαθμίδων του, συνιστώντας αντιδραστική τομή στην καπιταλιστική συνέχεια. Αναμορφώνει ριζικά τον καπιταλισμό, με σημαίες τον ποιοτικά βαθύτερο χαρακτήρα της εκμετάλλευσης, την ακόρεστη δίψα για κέρδος και την πρωτοφανή αντίδραση και ανελευθερία με την υπεραντιδραστική (ωστόσο παραμένουσα αντιπροσωπευτική, έστω και κολοβά) στροφή του, η εγγύηση του «πλούτου» είναι πιο ασφαλής αλλά και πιο επισφαλής ταυτόχρονα λόγω της μειωμένης δυνατότητας στήριξης των πληβείων του, της συνολικής φθοράς του πολιτικού συστήματος, της πολλαπλής κρίσης των σχέσεων αντιπροσώπευσης και της συνεχούς συσσώρευσης εύφλεκτου κοινωνικού δυναμικού. Υιοθετεί έτσι μια πιο επιθετική στρατηγική σε όλη τη γραμμή του μετώπου. Ας δούμε με ένα πρόσφατο παράδειγμα πως αυτή εκφράζεται στον υπό ψήφιση «αναπτυξιακό» νόμο που κατέθεσε στη Βουλή η κυβέρνηση της ΝΔ.

«Καταστατική αρχή» αποτελεί η ανάγκη ενίσχυσης της καπιταλιστικής κερδοφορίας, ειδικά (αλλά όχι μόνο) στους αδύναμους κρίκους του ελληνικού κεφαλαίου. Στο άρθρο 3 του Ν.1876/1990, προστίθενται ειδικοί όροι «εξαίρεσης» από την εφαρμογή των κλαδικών συμβάσεων σε ειδικής κατηγορίας επιχειρήσεις όπως επιχειρήσεις κοινωνικής οικονομίας, νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού σκοπού και επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Η χώρα μετατρέπεται έτσι σε ατέλειωτη Ειδική Οικονομική Ζώνη με απευθείας κρατική παρέμβαση υπέρ των επιχειρήσεων που κινδυνεύουν να πτωχεύσουν. Υπάρχει μάλιστα ρήτρα για εμπλοκή και του υπουργού Εργασίας στη διαδικασία εξαίρεσης: «Με απόφαση του υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, μετά από γνώμη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας (μετέχουν εκπρόσωποι εργαζομένων και εργοδοτών), εξειδικεύονται τα κριτήρια για τις επιχειρήσεις που εξαιρούνται».

Πρόκειται για κρατική, κυβερνητική παρέμβαση υπέρ του κεφαλαίου με ψήγματα εργατικής συμμετοχής-συνενοχής. Να σημειωθεί ότι, ήδη από το 1990, θεσπίστηκαν στην ΕΕ κανόνες εξαίρεσης συγκεκριμένων κατηγοριών επιχειρήσεων από το σύνολο ή μέρος όρων των κλαδικών συμβάσεων εργασίας σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο (OECD, 2017: chapter 4).

Αστικό κράτος και επιχειρήσεις θέλουν κυρίως επιχειρησιακές ΣΣΕ και μια ανίσχυρη ΕΓΣΣΕ, πράγμα που δικαιολογούν με την ανισομετρία των κλάδων παραγωγής και υπηρεσιών. Καλλιεργούν την αντίληψη «όλοι μαζί μια οικογένεια για να πάει καλά η επιχείρηση», αναζητούν συναίνεση μέσω ανίσχυρων ή ανύπαρκτων ή εργοδοτικών πρωτοβάθμιων σωματείων (τι επιχειρησιακή σύμβαση να υπογράψουν;), κατακερματισμένων εργασιακών σχέσεων, χτύπημα δυνατότητας απεργίας πρωτοβάθμιων σωματείων, δηλαδή «εργατικού εκβιασμού» για απόσπαση κατακτήσεων.

Ο νέος νόμος βάζει τέλος στην αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης, καταργεί την υποχρεωτικότητα και τη μετενέργεια και σαφώς πριμοδοτεί τις ατομικές συμβάσεις εργασίας με ελαστικούς μάλιστα όρους: «Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκεια της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν κάθε μορφή απασχόλησης εκ περιτροπής. Εκ περιτροπής απασχόληση θεωρείται η απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμός αυτών κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας. Αν περιοριστούν οι δραστηριότητές του ο εργοδότης μπορεί, αντί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να επιβάλλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στην επιχείρησή του, η διάρκεια της οποίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους εννέα (9) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος, μόνο εφόσον προηγουμένως προβεί σε ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ. 260/ 2006 και του ν. 1767/1988». Επιπλέον: «Αν παραστεί ανάγκη για πρόσθετη εργασία πέρα από τη συμφωνηθείσα, ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να την παράσχει, αν είναι σε θέση να το κάνει και η άρνησή του θα ήταν αντίθετη με την καλή πίστη. Ο μερικώς απασχολούμενος, επί προσφοράς εργασίας με ίσους όρους από μισθωτούς της ίδιας κατηγορίας, έχει δικαίωμα προτεραιότητας για πρόσληψη σε θέση εργασίας πλήρους απασχόλησης στην ίδια επιχείρηση».

Το νέο νομικό πλαίσιο θέτει νέα εμπόδια στη συνδικαλιστική δράση, στην απεργία με τον έλεγχο των συνδικάτων, με λογική μάλιστα Μεσοπολέμου: «Όλες οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων και οι οργανώσεις των εργοδοτών και ειδικά αυτές που συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή και ορίζουν εκπροσώπους τους στις διοικήσεις των φορέων που εποπτεύονται από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων καθώς και στα συλλογικά όργανα αυτού έχουν υποχρέωση να εγγράφονται στο Μητρώο Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων και Οργανώσεων Εργοδοτών του Υπουργείου, που τηρείται στο ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων. Στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων δημιουργείται Γενικό Μητρώο Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων (ΓΕ.ΜΗ.Σ.Ο.Ε.), στο οποίο τηρούνται τα ακόλουθα στοιχεία: α) το καταστατικό της συνδικαλιστικής οργάνωσης και οι τυχόν τροποποιήσεις αυτού, καθώς και η τυχόν πράξη διάλυσή της, β) ο αριθμός των μελών της συνδικαλιστικής οργάνωσης που έλαβαν μέρος στις εκλογές για ανάδειξη διοίκησης, γ) η σύνθεση των οργάνων διοίκησης αυτής, δ) η έδρα της συνδικαλιστικής οργάνωσης και στοιχεία επικοινωνίας και ε) οι οικονομικές της καταστάσεις, εφόσον υφίστανται κρατικές ή συγχρηματοδοτούμενες πηγές χρηματοδότησης στην ίδια την οργάνωση ή στις συνδεδεμένες με αυτή οντότητες. Οι αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων και λοιπών οργάνων διοίκησης Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων και Οργανώσεων Εργοδοτών, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων κήρυξης απεργίας, σύμφωνα με τους όρους του νόμου 1264/1982, όπως ισχύει, λαμβάνονται με ψηφοφορία, η οποία μπορεί να διεξάγεται και με ηλεκτρονική ψήφο και με όρους που διασφαλίζουν τη διαφάνεια και τη μυστικότητα, όπως θα ορίζεται από το καταστατικό αυτής ή το αρμόδιο όργανο διοίκησης. Με απόφαση του υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων είναι δυνατόν να ορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις και κάθε λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσης διάταξης».

Εξαλείφεται κάθε σχεδόν εμπόδιο για την επένδυση και την αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Προβλέπονται μάλιστα και ποινές σε δημόσιους υπαλλήλους για «αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην έγκριση των επενδυτικών σχεδίων», σε συνδυασμό με την παράδοση στρατηγικών δημόσιων λειτουργιών στους ιδιώτες (απορρίμματα, υγεία, ενέργεια, μεταφορές).

Η διαλεκτική σχέση οικονομικού και πολιτικού αγώνα της εργατικής τάξης στις σύγχρονες κεφαλαιοκρατικές κοινωνίες

Το εργατικό κίνημα, και με μια ευρύτερη έννοια η εργατική τάξη ως σύνολο, διασχίζονται από ένα θεμελιακό ερώτημα ήδη από τα πρώτα βήματα συγκρότησής τους: Να διεξάγουν οικονομικό αγώνα απέναντι στον εργοδότη-αφεντικό για το μετριασμό του βαθμού εκμετάλλευσης και τη βελτίωση των συνθηκών ζωής τους ή να παλέψουν με ανώτερο ορίζοντα διεκδικώντας την κατάργηση της ιδιοκτησίας του αφεντικού, την εθνικοποίησή της, ως αντιστοιχία της κοινωνικοποιημένης παραγωγής, με στόχο μια κοινωνία των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών;

Το ερώτημα έχει αντικειμενική υλική βάση, καθώς η πρώτη επιλογή ενώ φαντάζει ευκολότερη, αυθόρμητη και πιο κοντά στα καθημερινά συμφέροντα του εργάτη, αποκτά πρόσθετους βαθμούς δυσκολίας στις σύγχρονες συνθήκες όπου το αστικό κράτος επεμβαίνει πανίσχυρα στην οικονομική πολιτική (και προβάλλει π.χ. πιο εφικτή η πτώση ή αντικατάσταση μιας κυβέρνησης παρά η απόσπαση αυξήσεων στους μισθούς πάνω από το επίπεδο ανόδου της παραγωγικότητας) και αναγκαστικά ανεβάζει τον πήχη πολιτικοποίησης της οικονομικής διεκδίκησης.

Στην περίπτωση της δεύτερης επιλογής, είναι δυνατόν αυτή να ευοδωθεί μόνο με τον οικονομικό αγώνα στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης επιχείρησης ή κλάδου παραγωγής; Ή χρειάζεται ο γενικός πολιτικός αγώνας απέναντι στο σύνολο της αστικής τάξης και του κράτους για ριζοσπαστικές κατακτήσεις στο δρόμο της συνολικής ανατροπής της αστικής εξουσίας;

Και τελικά, μήπως αυτοί οι αγώνες (οικονομικοί και πολιτικοί) συνιστούν ένα a priori διχασμένο σώμα της εργατικής τάξης όπου μοιραία θα αναπτύσσονται παράλληλα, συμπληρωματικά ή/και αντιθετικά; Μπορούν να ενοποιηθούν αυθόρμητα σε κάποια «επαναστατική στιγμή» της ταξικής πάλης ή από την αρχή πρέπει μια εργατική πρωτοπορία να επιλέγει ένα δρόμο ανώτερης πολιτικής ενοποίησης;

Για τον Λένιν «η πάλη των τάξεων γίνεται πάλη εντελώς αναπτυγμένη για το σύνολο του έθνους, μονάχα τη μέρα όπου όχι μόνο αγκαλιάζει την πολιτική, αλλά συνδέεται με την περιοχή αυτή στο ουσιώδες: τη δομή της κρατικής εξουσίας». Ενώ σε άλλο σημείο τονίζει: «Η σοσιαλδημοκρατία κατευθύνει την πάλη της εργατικής τάξης στις σχέσεις της όχι μόνο με μια ομάδα εργοδοτών αλλά επίσης με το κράτος σαν οργανωμένη πολιτική δύναμη. Δεν μπορεί να περιοριστεί στην οικονομική πάλη» (Λένιν, 2013).

Ο Verret συμπεραίνει ότι «η πολιτική πάλη είναι ανώτερος μετασχηματισμός της οικονομικής πάλης γιατί πολιτική είναι η διεύθυνση της πάλης των τάξεων για το κράτος και μέσα στο κράτος» (Verret, 1967).

Ο Μαρξ με πολύ γλαφυρό τρόπο κριτικάρει την απομόνωση της οικονομικής πάλης από την καθαυτό πολιτική χρησιμοποιώντας τον όρο «ιδιωτικός» για την πρώτη και «δημόσιος» για τη δεύτερη. Στο συνέδριο για το καταστατικό της Α’ Διεθνούς και στο κεφάλαιο που αφορούσε τα συνδικάτα τονίζει: «Όπως και να ‘χει το πράγμα δεν θα ήταν δυνατό να επιτευχθούν οι σκοποί μας, π.χ. ο περιορισμός της εργάσιμης μέρας, με μια ιδιωτική διευθέτηση ανάμεσα σε εργάτες και κεφαλαιοκράτες. Η ίδια η ανάγκη μιας γενικής πολιτικής δράσης προκύπτει από το γεγονός ότι στην καθαρά οικονομική του δράση το κεφάλαιο είναι το ισχυρότερο» (Μαρξ-Ένγκελς, 1980β). Ενώ σε απόσπασμα από τη 18η Μπρυμαίρ αναφέρει: «Αυτή η ήττα (του 1848) έριξε το προλεταριάτο στο πίσω πλάνο της επαναστατικής σκηνής. Ρίχνεται σε ένα κίνημα όπου αρνείται να μετασχηματίσει τον παλιό κόσμο με τη βοήθεια των μεγάλων μέσων που του αρμόζουν, αλλά επιδιώκει αντίθετα, να πραγματοποιήσει την απελευθέρωσή του με τρόπο ιδιωτικό, μέσα στα περιορισμένα όρια των οικονομικών όρων ύπαρξής του και κατά συνέπεια αποτυχαίνει αναγκαστικά» (Μαρξ, 1980).

Επομένως, οι κλασικοί αλλά και αρκετοί νεότεροι μαρξιστές αντιμετωπίζουν με ενιαία θεώρηση το κράτος, την πολιτική και την ταξική πάλη. Παίρνουν σαφή θέση υπέρ του πολιτικού αγώνα για την οικονομική και κοινωνική απελευθέρωση της εργατικής τάξης, ανοίγοντας σκληρό μέτωπο στον οικονομισμό, παλιάς και νέας μορφής, που βλέπει την αντίθεση εργατών-αφεντικών μόνο στο οικονομικό πεδίο απομονώνοντάς την από τις σχέσεις εξουσίας. Αλλά και στον αφηρημένο ιδεολογισμό που βλέπει μόνο την «καθαρή πολιτική» ή έναν ιδεολογικό πόλεμο θέσεων με το κράτος έξω από τις οικονομικές σχέσεις εκμετάλλευσης και την εργατική πάλη στους χώρους δουλειάς (ουτοπισμός).

Το εργατικό κίνημα οφείλει να ξαναενώσει το διασπασμένο σώμα του και ταυτόχρονα, να το απελευθερώσει από την ψευδεπίγραφη «κοινωνία των ελεύθερων πολιτών» και την «οικονομία των ισότιμων εταίρων». Η διαλεκτική σχέση οικονομικού και πολιτικού αγώνα της εργατικής τάξης στις σύγχρονες κεφαλαιοκρατικές κοινωνίες έχει αποκτήσει άλλη δυναμική. Το σύγχρονο κράτος του ολοκληρωτικού καπιταλισμού είναι ένα αρκετά προχωρημένο ιστορικό προϊόν της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, που όχι απλά έχει αυτονομηθεί από την κοινωνία και στέκει από πάνω της σαν άγρυπνος φρουρός-εγγυητής της ομαλότητας, αλλά επεμβαίνει δραστικά, πλήρως ενεργητικά και στην οικονομία και σε κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής. Δεν θέλει απλά, όπως και ο ΣΕΒ, να εξασφαλίσει εργασιακή ειρήνη, αλλά κηρύσσει διαρκή πόλεμο στην εργατική τάξη για να την υποτάξει ιστορικά. Δεν νοιάζεται καν για τον προσποιητό ρόλο της «ουδετερότητας», αντίθετα παίρνει ανοιχτή ταξική θέση για να παραλύσει, να κάνει ουδέτερα και άβουλα όντα τους εργάτες. Η επίθεση της αστικής τάξης σήμερα είναι αυτή που αντικειμενικά τείνει να «ξαναενώσει» την ταξική πάλη σε ανώτερα πολιτικά καθήκοντα.

Η εργατική πολιτική απέναντι στην κρατική παρέμβαση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού

Ο σύγχρονος καπιταλισμός ισχυροποιεί την αστική εξουσία, ανασυγκροτεί τους μηχανισμούς ελέγχου, πειθάρχησης και καταπίεσης συνολικά και ιδιαίτερα το κράτος. Το κράτος, μαζί με τους άλλους εγχώριους και διεθνείς μηχανισμούς του κεφαλαίου, παρεμβαίνει στην ταξική πάλη ως «πρώτο κόμμα» της αστικής τάξης, επενεργεί στη σχέση κεφαλαίου-εργασίας υπέρ του κεφαλαίου, λειτουργεί ως εκφραστής και «τοποτηρητής» των αστικών συμφερόντων. Η αναδιάρθρωσή του ενισχύει τον επιτελικό ρόλο του ως κέντρου-«στρατηγείου» της αστικής πολιτικής εξουσίας, το συνδέει ασφυκτικά και απροκάλυπτα με τις μεταβαλλόμενες ανάγκες του κεφαλαίου.

Η οικονομική-κοινωνική λειτουργία του αστικού κράτους και οι μορφές συνύφανσής του με το κεφάλαιο αναπροσαρμόζονται. Σε προηγούμενες περιόδους –ιδιαίτερα μεταπολεμικά– το κράτος προβαλλόταν ως «ουδέτερος» μηχανισμός ο οποίος έθετε στην αγορά ρυθμιστικούς κανόνες ορθολογικής λειτουργίας και μεριμνούσε για την κοινωνική αναπαραγωγή. Τώρα υιοθετεί στη λειτουργία του τους κανόνες της αγοράς: απολύει δημόσιους υπαλλήλους, ενσωματώνει σε κοινωνικές υπηρεσίες ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια (κόστος-ωφέλεια), οργανώνει τη φορολεηλασία, διαχειρίζεται τα χρέη των εργαζομένων υπέρ των τραπεζών. Σε προηγούμενες εποχές εμφανιζόταν να προστατεύει και τα δικαιώματα της εργασίας· τώρα, με τους νόμους περί εργασιακών σχέσεων και τη γενίκευση της ελαστικής εργασίας εντός του, στρώνει ξεκάθαρα τον δρόμο στα εργοδοτικά συμφέροντα. Στο προηγούμενο στάδιο λειτουργούσε και ως παραγωγός αγαθών και υπηρεσιών ή ως φορέας συλλογικών υποδομών, τώρα εκχωρεί στο κεφάλαιο ή ιδιωτικοποιεί ακόμα και λειτουργίες που ανήκουν στον «στενό» πυρήνα του.

Το δίδυμο επιτήρησης-ελέγχου-χειραγώγησης, από τη μια, και καταστολής, από την άλλη, ανασυγκροτείται στο κράτος του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και στους ευρύτερους μηχανισμούς της αστικής εξουσίας. Αυτό προωθείται με την ταυτόχρονη ενίσχυση και των δύο πλευρών του, την αναβάθμιση των (κλασικών και κυρίως ψηφιακών) μηχανισμών ελέγχου-επιτήρησης, προληπτικής ανίχνευσης και καταστολής, την ισχυροποίηση των μηχανισμών χειραγώγησης-ποδηγέτησης (ΜΜΕ κ.λπ.), την ανάδειξη του παράγοντα «ασφάλεια» σε απόλυτη προτεραιότητα (με πρόσχημα την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας ή την «άκρων»), καθώς και με τη γενίκευση της άγριας καταστολής, τη διαπλοκή αστυνομίας-στρατού-μυστικών υπηρεσιών, τη στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας και την αστυνομοποίηση του στρατού, τους ιδιωτικούς-μισθοφορικούς στρατούς και τις ιδιωτικές εταιρείες security.

Το κράτος στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό ενσωματώνει μια νέα αρχιτεκτονική ανάμεσα στους κεντρικούς, τους περιφερειακούς-τοπικούς και τους υπερεθνικούς θεσμούς της αστικής εξουσίας. Περιφέρειες και δήμοι ευθυγραμμίζονται πλήρως με την αντιλαϊκή πολιτική και τις μνημονιακές κατευθύνσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: το πώς ενιαία εφαρμόζουν τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις, υλοποιούν την πολιτική ενεργητικής παρέμβασης για την ανεργία (ομηρία ΟΑΕΔιτών και συμβασιούχων ορισμένου χρόνου), υπακούουν στην κεντρική δημοσιονομική πολιτική και τις ΣΔΙΤ. «Σημαντικές λειτουργίες του κεντρικού κράτους περνούν στο τοπικό επίπεδό του χωρίς τις απαραίτητες ή με απολύτως κατευθυνόμενες χρηματοδοτήσεις. Ταυτόχρονα, με τις ολοκληρώσεις τύπου ΕΕ, τα μνημόνια και την επιτροπεία, με την αναβαθμισμένη σημασία των υπερεθνικών θεσμών και των διακρατικών συμφωνιών, κρίσιμα στοιχεία της λειτουργίας του εθνικού κράτους δεσμεύονται από τις επιλογές τους, τις εσωτερικεύουν, τις διαχέουν στους κατώτερους κρίκους του». (ΝΑΡ, 2017)

Οι λαοί πλέον είναι αντιμέτωποι με τον κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό, ο οποίος καταπνίγει τις δυνατότητες για άνθηση των ελευθεριών και των δημοκρατικών δικαιωμάτων που γεννά η εποχή. Υπονομεύει ακόμα και τις τυπικές αστικές ελευθερίες και αρκετά δικαιώματα που κατοχυρώθηκαν σε προηγούμενες φάσεις του, αναγορεύοντας κάποια άξια να προστατευτούν έναντι άλλων που μπαίνουν σε «δεύτερη μοίρα». Επιτίθεται στο δικαίωμα στην απεργία, στην αντίσταση, στη διαδήλωση, στην απειθαρχία – συχνά με πρόσχημα τη «διατήρηση της ομαλότητας» και την «αντιμετώπιση της τρομοκρατίας». Ενισχύει τα όπλα της εργοδοτικής βίας εντός της παραγωγής. Αναμορφώνει επί το αντιδραστικότερο το «περί δικαίου αίσθημα», καθώς και το νομικό πλαίσιο σε κρίσιμα ζητήματα (πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας, απεργία κ.ά.), προσδένει πιο αποφασιστικά τη δικαιοσύνη στις προτεραιότητές του (καταρρακώνοντας το ιδεολόγημα περί διάκρισης των εξουσιών – νομοθετικής, εκτελεστικής, δικαστικής), προχωρά σε καταφανώς άδικες καταδίκες, που όμως διαχέουν μηνύματα πειθάρχησης και υποταγής σε κάθε αγωνιζόμενο.

Καθώς βαθαίνει η τάση αντιδραστικής μετάλλαξης της αστικής δημοκρατίας, το αστικό κράτος ολοένα και περισσότερο αποξενώνεται και αυτονομείται από την κοινωνία. Ταυτίζει δημόσια και απροκάλυπτα το «κοινό καλό» με τις απαιτήσεις των αγορών και των επενδυτών, αναδεικνύοντας ξεδιάντροπα τον ταξικό/αστικό του χαρακτήρα. Περισσότερο από ποτέ στην εποχή μας, το αστικό κράτος είναι ανέφικτο να μεταρρυθμιστεί, να «κυριευτεί» με κοινοβουλευτικά μέσα, να διευκολύνει φιλολαϊκές αλλαγές, όποια κυβέρνηση κι αν το διαχειριστεί.

Σε αυτές τις συνθήκες, ο οικονομικός αγώνας είναι ένας πρωτόλειος αγώνας περιορισμένου βεληνεκούς και αποτελεσματικότητας, ειδικά στη σημερινή εποχή υπερανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας και ισχυρού κράτους «συναίνεσης και θωρακισμένου καταναγκασμού», κατά Γκράμσι (2005). Από τη σκοπιά του εργατικού κινήματος ταξικής ανασυγκρότησης και χειραφέτησης χρειάζεται μέτωπο στις αντιλήψεις που καθηλώνουν την εργατική τάξη στο επίπεδο του οικονομισμού και του συνδικαλισμού «χωρίς πολιτική».

Προβληματική είναι επίσης η θεωρία των «Σινικών Τειχών» ανάμεσα στις διαφορετικές μορφές οργάνωσης της εργατικής τάξης. Σύμφωνα με αυτή, τα συνδικάτα είναι για τον οικονομικό αγώνα (γι’ αυτό ποτέ δεν μπορούν να διακρίνουν την υποταγή των ανώτερων συνδικαλιστικών οργάνων ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ κ.λπ. στις αστικές επιδιώξεις, την ΕΕ και το κράτος και άρα να διαχωριστούν από αυτά), τα εργατικά κόμματα για την πολιτική και οι συνδικαλιστικές παρατάξεις-κινήσεις ο δρόμος περάσματος της κομματικής γραμμής στους εργασιακούς χώρους. Αυτός ο τεμαχισμός της πολιτικής και της εργατικής δράσης μέσα από μηχανιστικά σχήματα και δομές είναι μια από τις αιτίες της ιστορικής καθυστέρησης του εργατικού κινήματος να παρακολουθήσει και να αντιμετωπίσει τις γιγαντιαίες καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που με ενιαίο τρόπο επιβάλλουν το κεφάλαιο και το αστικό πολιτικό σύστημα μέσα από πολύμορφους δρόμους. Για το εργατικό κίνημα χειραφέτησης, η εργατική πολιτική περνάει και μέσα από τα συνδικάτα με την τέχνη της σύνδεσης των άμεσων διεκδικήσεων με τους προγραμματικούς στόχους και μέσα από τα κόμματα και πολιτικά μέτωπα, αφού και οι άμεσες υλικές διεκδικήσεις των εργατών πρέπει να καθρεφτίζονται, να συνολικοποιούνται, να εκλαϊκεύονται στο πολιτικό πλαίσιο πάλης και την επαναστατική τακτική της αντικαπιταλιστικής, κομμουνιστικής Αριστεράς. Φυσικά όχι με τις ίδιες μορφές.

Σήμερα απαιτείται περισσότερο από όσο ποτέ, ο συνολικός πολιτικός αγώνας για την εργατική χειραφέτηση. Η πάλη των εργαζομένων όχι για τους όρους υποτίμησης της αξίας της εργατικής τους δύναμης, όχι για τη διαπραγμάτευση των ρυθμών εξαθλίωσης, αλλά για να ανατρέψουν την επίθεση, να πάρουν από τα κέρδη, να μειώσουν το βαθμό εκμετάλλευσης και τον εργάσιμο χρόνο με στόχο την οριστική κατάργηση των σχέσεων εκμετάλλευσης και ιδιοκτησίας.

Απαιτείται η ισχυρή ενίσχυση της έννοιας της συλλογικότητας σε αντιδιαστολή με την ατομικότητα. Η συλλογική από την ατομική σύμβαση εργασίας. Με αυτό τον τρόπο ορίζεται η έννοια της τάξης ως σύνολο σε μια αντικειμενικά καθορισμένη δομή και όχι ο κατακερματισμός σε ατομικούς παραγωγούς. Είναι ένα σημαντικό βήμα συγκρότησης της τάξης. «Συλλογικότητα» επίσης με την πλατιά εργατική έννοια του όρου, με το σύνολο των εκμεταλλευομένων από το κεφάλαιο. Σε διάκριση και αντιδιαστολή από τη «συντεχνία» ή τον ομοιοεπαγγελματισμό. Στη συλλογικότητα εντάσσεται όλη η εργατική τάξη, νέοι και παλιοί, χειρώνακτες ή διανοούμενοι και «μεικτοί», άνδρες και γυναίκες, Έλληνες και ξένοι, χωρίς διακρίσεις. Αυτό δεν σημαίνει ισοπέδωση, αλλά ισότητα και ενιαία δικαιώματα στα βασικά, σε αυτά που επιτρέπουν στον εργάτη να ζει στοιχειωδώς σαν άνθρωπος.

Η Συλλογική Σύμβαση δεν ανατρέπει το κεφάλαιο. Είναι μια σύμβαση, μια συμφωνία μαζί του που οι όροι της βασίζονται και εξαρτώνται από τον συσχετισμό δύναμης μεταξύ των δύο τάξεων. Είναι μια αποτύπωση διαπραγμάτευσης των όρων εκμετάλλευσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι «γίνονται σε ένα τραπέζι, με δικηγόρους και επιχειρήματα, νόμοι και οικονομικές αναλύσεις της βιωσιμότητας των κλάδων». Είναι προϊόν αγώνα, πάλης και κινήματος, μεθόδων και όρων επιβολής των διεκδικήσεων της μιας ή της άλλης πλευράς. Με αυτή την έννοια, οι ΣΣΕ έχουν ιστορικότητα. Αλλιώς αποτυπώνονταν όταν οι εργάτες ζητούσαν οκτάωρο με αιματηρές απεργίες, αλλιώς την εποχή του «κοινωνικού συμβολαίου», αλλιώς σήμερα που το κεφάλαιο επιτίθεται μετωπικά σε όλο το πεδίο των κατακτήσεων.

Οι εργατικές διεκδικήσεις δεν πρέπει να εξαρτώνται από το τι επιτρέπει το αστικό κράτος, τις «αντοχές της οικονομίας», την «ανταγωνιστικότητά» της, το «καλό της επιχείρησης». Βασικό κριτήριο είναι οι ανάγκες. Αυτές φυσικά δεν καθορίζονται αυθαίρετα. Μέτρο είναι ο παραγόμενος πλούτος και το πώς κατανέμεται αυτός ο πλούτος.

Με τις ΣΣΕ (και γενικά όλες τις διεκδικήσεις) η πάλη στοχεύει στη μείωση του βαθμού εκμετάλλευσης. Με αυτή την έννοια και εκ των πραγμάτων, η πάλη για ΣΣΕ έρχεται σε κόντρα με τα κέρδη. Για να αυξηθούν οι μισθοί πρέπει να μειωθούν τα κέρδη ή έστω η σχετική αύξηση των μισθών να υπερβαίνει τη σχετική αύξηση των κερδών, αλλιώς αυξάνεται και δεν μειώνεται ο βαθμός εκμετάλλευσης, όπως στην περίπτωση πρόσφατης σύμβασης στον κλάδο τουρισμού (50% αύξηση κερδών, 1% αύξηση μισθών!). Παράλληλα, οι σύγχρονες εργατικές διεκδικήσεις αφορούν μείωση του χρόνου εργασίας, εργατικό βέτο στις απολύσεις, κατάργηση των ελαστικών σχέσεων εργασίας, μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλους.

Με τις ΣΣΕ η πάλη εκ των πραγμάτων πρέπει να στρέφεται και ενάντια στην κυρίαρχη πολιτική και την κυβέρνηση. Δεν είναι μόνο σχέση εργατώναφεντικών σε έναν «καθαρό» οικονομικό αγώνα έξω από την πολιτική διαπάλη. Ποτέ δεν συνέβαινε αυτό. Το κράτος είναι ο συλλογικός καπιταλιστής και παρεμβαίνει πολυποίκιλα υπέρ των εργοδοτών: με την αστική νομοθεσία και το δίκαιο, με την ποινικοποίηση των αγώνων και των απεργιών, με την αστική δικαιοσύνη, με την ιδεολογική κατεργασία («θυσίες», κατηγορίες για συντεχνίες, υπερβολικές διεκδικήσεις, κοινωνικό αυτοματισμό κ.λπ.). Με τους υπερεθνικούς μηχανισμούς και «υποχρεώσεις»: ευρωσύμφωνο, δημοσιονομικοί κανόνες ΕΕ, χρέος, μνημόνια, πολεμικές δαπάνες κ.λπ.

Στις διεκδικήσεις των ΣΣΕ λαμβάνεται βεβαίως υπόψη ο συσχετισμός δύναμης. Όχι όμως για να αναπαραχθεί η υποταγή, η άποψη ότι «αφού δεν κουνιέται φύλλο, ας πάρουμε ένα (1) ευρώ αύξηση κι είμαστε ευχαριστημένοι». Αλλά για να τον αλλάξει ο συσχετισμός, να σπάσει το όριο της δημοσιονομικής πολιτικής, των ματωμένων πλεονασμάτων, των ρητρών ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας. Διαφορετικά, παγιώνεται η προσαρμογή σε «πρόγραμμα και ΣΣΕ ανακούφισης και χαμηλών προσδοκιών».

Στην περίπτωση της Ελλάδας, ειδική σημασία για την πολιτική του αστικού κράτους, έχουν οι δημοσιονομικοί κανόνες και γενικά το πλαίσιο της ΕΕ. Από τη μια, δείχνουν την υπερεθνική –ενισχυτική της κρατικής– πολιτική παρέμβαση της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης υπέρ της οικονομίας του κεφαλαίου και από την άλλη φανερώνουν την ανάγκη πολιτικού αγώνα για τα εργατικά δικαιώματα ενάντια στη δημοσιονομική φυλακή.

Το Δημοσιονομικό Σύμφωνο θεσπίστηκε με στόχο την ενίσχυση του οικονομικού πυλώνα της νομισματικής ένωσης, τη βελτίωση της ποιότητας όσον αφορά το συντονισμό των οικονομικών πολιτικών στη Ζώνη του ευρώ και την τόνωση της ανταγωνιστικότητας, ώστε να επιτευχθεί υψηλότερος βαθμός σύγκλισης.

Οι νέες αυτές δεσμεύσεις ενσωματώνονται στα εθνικά «προγράμματα μεταρρυθμίσεων» και «σταθερότητας» και υπάγονται στο πλαίσιο εποπτείας, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην παρακολούθηση της εφαρμογής των δεσμεύσεων και με τη συμμετοχή όλων των σχετικών συνθέσεων του Συμβουλίου και της Ευρωομάδας. Οι «κοινωνικοί εταίροι» συμμετέχουν πλήρως σε επίπεδο ΕΕ μέσω της τριμερούς κοινωνικής συνόδου κορυφής.

Κάθε χρόνο αναλαμβάνονται συγκεκριμένες εθνικές δεσμεύσεις από κάθε αρχηγό κράτους ή κυβέρνησης. Στο πλαίσιο αυτό τα κράτη-μέλη λαμβάνουν υπόψη τους τις «βέλτιστες πρακτικές» και αυτοσυγκρίνονται με τα κράτη με τις καλύτερες επιδόσεις, εντός της Ευρώπης και μεταξύ άλλων στρατηγικών εταίρων. Επιπλέον τα κράτη-μέλη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να διαβουλεύονται με τους εταίρους τους πριν εφαρμόσουν οποιαδήποτε σημαντική οικονομική «μεταρρύθμιση» με ενδεχόμενες δευτερογενείς επιπτώσεις.

Η πρόοδος αξιολογείται βάσει της εξέλιξης των μισθών και της παραγωγικότητας και των αναγκών προσαρμογής της ανταγωνιστικότητας. Σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα των απαιτήσεων του Δημοσιονομικού Συμφώνου, «μεγάλες και διαρκείς αυξήσεις μπορούν να οδηγήσουν στη διάβρωση της ανταγωνιστικότητας». Για τον λόγο αυτό απαιτείται τα κράτη να μεριμνούν ώστε «οι μισθολογικές συμφωνίες στον δημόσιο τομέα να στηρίζουν τις προσπάθειες που καταβάλλονται στον ιδιωτικό τομέα ως προς την ανταγωνιστικότητα».

Κεντρικό στοιχείο μιας σύγχρονης εργατικής πολιτικής απέναντι στη χειραγώγηση του αστικού κράτους αποτελεί ο στόχος για συνδικάτα ελεύθερα και ακηδεμόνευτα από κράτος και εργοδοσία. Με κατάργηση όλων των νημάτων που συνδέουν (και υποτάσσουν) τα εργατικά συνδικάτα με το κράτος, την εργοδοσία, την ΕΕ, τους κάθε λογής καθεστωτικούς μηχανισμούς. Με κατοχύρωση της οικονομικής αυτοτέλειας των συνδικάτων και την «απεξάρτηση» από το «θανάσιμο εναγκαλισμό» των εργοδοτικών ή κρατικών παροχών. Με κατάργηση της δικαστικής διαμεσολάβησης και παρέμβασης στην εσωτερική ζωή και τη δράση των συνδικάτων (δικαστικοί στις εκλογές, πρωτοδικεία κ.ά.). Το συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να είναι ανεξάρτητο από τον ταξικό αντίπαλο, τις κυβερνήσεις, τους μηχανισμούς της εξουσίας. Με απόρριψη του λεγκαλισμού που αντικαθιστά τον συλλογικό αγώνα με τις δικαστικές προσφυγές και την υποταγή στα μεγαλοδικηγορικά κυκλώματα και τα όρια της κρατικής πολιτικής. Η απεργία πρέπει να υποστηριχθεί ως πλήρες και καθολικό δικαίωμα όλων των συνδικάτων και των εργαζομένων, μαζί και με άλλες μορφές εργατικής αντίστασης και πάλης.

Βιβλιογραφία

Ένγκελς, Φ. (2013), Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή.

Μαρξ, Κ. (2009), Πρόλογος στην κριτική της πολιτικής οικονομίας, Αθήνα, Εργατική Πάλη.

Πουλαντζάς, Ν. (1985), Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις, Αθήνα, Θεμέλιο.

Hindess, B., Hirst, P. (1978), «A Critical Review», Λονδίνο, Socialist Register, vol. 15.

Μαρξ, Κ., Ένγκελς, Φ. (1980), Διαλεχτά έργα, Αθήνα, Γνώσεις.

Μαρξ, Κ. (2012), Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή.

Λένιν, Β.(2013), Τι να κάνουμε, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή.

Aronowitz, S. (2017), Ταξικές υποθέσεις, Αθήνα, Αλεξάνδρεια.

Αλτουσέρ, Λουί (1999), Ιδεολογία και ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους, Θεμέλιο.

Συλλογικό (2007), Εργασία και πολιτική – Συνδικαλισμός και οργάνωση συμφερόντων στην Ελλάδα 1974-2004, Αθήνα, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα.

Μαρξ, Κ., Ένγκελς, Φ. (1997), Η γερμανική ιδεολογία, Αθήνα, Gutenberg.

Eagleton, Τ. (2018), Ιδεολογία: μια εισαγωγή, Αθήνα, Πεδίο.

Μπατίκας, Κ. (1994), Συνδικάτα και πολιτική. Ζητήματα θεωρητικής θεμελίωσης του συνδικαλισμού στο έργο των Μαρξ-Ενγκελς Ταξική πάλη και πολιτική, Αθήνα, Εργοεκδοτική.

Verret, M. (1967 – sel. 1944), Theorie et politique, Paris, Ed. Sociales.

Γκράμσι, Α. (2005), Για τον Μακιαβέλι, για την πολιτική και για το σύγχρονο κράτος, Αθήνα, Ηριδανός.

ΝΑΡ (2018), Προγραμματική Διακήρυξη (Δεκέμβριος).

OECD (2017), Employment Outlook, Paris.

Notes:
  1. Ως «ολοκληρωτικός καπιταλισμός», θεωρείται η σημερινή νέα βαθμίδα ανάπτυξης του καπιταλισμού, στην οποία συμπυκνώνεται η ποιοτική ανάπτυξη ή/και εμφάνιση νέων χαρακτηριστικών σε ό,τι αφορά πλήθος πλευρών του. Ενδεικτικά αναφέρονται: καθολικοποίηση εμπορευματοχρηματικών σχέσεων στο σύνολο των τομέων της κοινωνικής ζωής και σχέσεων με το περιβάλλον, ενισχυμένος ρόλος των πολυεθνικών πολυκλαδικών μονοπωλίων, εντατική εκμετάλλευση των εργαζομένων με νέους συνδυασμούς απόσπασης απόλυτης και σχετικής υπεραξίας, κινητοποίηση υπέρ της παραγωγής καπιταλιστικού κέρδους όλων των διανοητικών-κοινωνικών «δεξιοτήτων» των εργαζομένων (φαντασία, δημιουργικότητα, καινοτόμο πνεύμα, «συναισθηματική νοημοσύνη», ικανότητα συνεργασίας και επικοινωνίας), σύμφυση τραπεζικού-χρηματοπιστωτικού-βιομηχανικού κεφαλαίου με νέα ποιότητα και μορφές, μετατροπή σε ιδιωτική ιδιοκτησία όποιων από τα «κοινά αγαθά» μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την άντληση κέρδους, αναδιαμόρφωση διεθνών σχέσεων σε κρίσιμες πλευρές τους (εθνοκρατικές, υπερεθνικές, οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές), υπάγοντάς τες πραγματικά και καθολικά στο κεφάλαιο, ισχυροποίηση της αστικής εξουσίας, ανασυγκρότηση των μηχανισμών ελέγχου, πειθάρχησης και καταπίεσης συνολικά και ιδιαίτερα του κράτους, η οικοδόμηση ενός καθεστώτος «κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού», κλιμάκωση πολεμικής προετοιμασίας και πολέμων, απειλή των όρων ύπαρξης της ανθρωπότητας με την άνευ προηγουμένου λεηλασία της φύσης. Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός, ως νέα βαθμίδα, εμπεριέχει και αναπτύσσει ποιοτικά στο έπακρο στοιχεία και τάσεις όλων των προηγούμενων σταδίων/βαθμίδων του, συνιστώντας αντιδραστική τομή στην καπιταλιστική συνέχεια. Αναμορφώνει ριζικά τον καπιταλισμό, με σημαίες τον ποιοτικά βαθύτερο χαρακτήρα της εκμετάλλευσης, την ακόρεστη δίψα για κέρδος και την πρωτοφανή αντίδραση και ανελευθερία