Το πιο επίμαχο ίσως πεδίο αντιπαράθεσης της μαρξιστικής και αστικής ιστορικής ανάλυσης της επανάστασης του 1821 αποτελεί το θέμα των εμφυλίων πολέμων, που στιγμάτισαν και έθεσαν σε κίνδυνο την Επανάσταση. Η αστική άποψη, κατά κανόνα, υποτιμά τους εμφυλίους πολέμους ως μία θλιβερή και όχι καθοριστική εξαίρεση, που υπερβαίνεται απ’ τους αντιμαχόμενους χάριν της εθνικής ενότητας και της κοινής βούλησης για τη νίκη της Επανάστασης. Η αλήθεια είναι όμως ότι η λήξη των εμφυλίων δεν οφειλόταν στην πρυτάνευση της εθνικής ενότητας στη συνείδηση των αντιμαχομένων, αλλά στη συντριβή της μιας παράταξης και στη νίκη της άλλης, με εξαιρετικά μάλιστα τιμωρητική αντιμετώπιση των ηττημένων. Έτσι, ταχυδακτυλουργικά καθαρμένο το ιδεολόγημα της εθνικής ομοψυχίας, προβάλλεται ως διαχρονική αξία του ελληνισμού, ιδιαίτερα αναγκαία επομένως και στις σύγχρονες συνθήκες. Η μαρξιστική αντίληψη, χωρίς να υποτιμά βέβαια τον ηρωισμό και την αξία της επανάστασης του 1821, μελετά τους εμφυλίους πολέμους με γνώμονα τις κοινωνικο- ταξικές αντιθέσεις, που σε συνδυασμό με την αποφασιστική αντεπίθεση των τουρκοαιγυπτιακών δυνάμεων οδηγούσαν την Επανάσταση στα λοίσθιά της.

Αντιεπιστημονικές ερμηνείες της επανάστασης του 1821

Η επανάσταση του 1821 από την αφετηρία της χαρακτηρίστηκε αναπόφευκτα από αντιπαραθέσεις και αντιθέσεις που εκφράζονται και στις ερμηνείες της. Η αστική, η συντηρητική και η πιο προοδευτική τάση της ερμηνεύουν αντιεπιστημονικά αυτές τις αντιθέσεις. Απ’ την άκρως ιδεαλιστική αντίληψη ενός δήθεν βιοψυχολογικού συνδρόμου, της διχόνοιας, που διέπει και καταδυναστεύει τον Έλληνα στην ιστορική του διαδρομή ως την ασύνδετη, αναιτιολόγητη και ανιεράρχητη παράθεση ποικίλων παραγόντων: οι προσωπικοί ανταγωνισμοί, οι τοπικισμοί και οι συγκρούσεις τους (Ρουμελιώτες, Πελοποννήσιοι), οι φιλοδοξίες, τα ιδιοτελή συμφέροντα, οι διχοστασίες για τον τρόπο διεξαγωγής και σχεδιασμού του Αγώνα, όπως συνέβη στην αντιμετώπιση της εκστρατείας του Δράμαλη.

Από μια αστική ιστορική αντίληψη γίνεται επίκληση της θεωρίας των παραγόντων με συμπερίληψη και της ταξικής παραμέτρου: συγκρούσεις-αντιθέσεις στρατιωτικών, κοτζαμπάσηδων, πλοιοκτητών, Φαναριωτών, πολιτικών, Φιλικών, αγροτών, ναυτών και οπαδών των κομμάτων που συνδέονταν και εξαρτιόνταν από τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής. Η ταξική όμως παράμετρος, σύμφωνα με τη λογική της θεωρίας των παραγόντων, δεν ιεραρχείται ως ο κυρίαρχος μοχλός των ταξικών αντιθέσεων και της κορύφωσής τους, με τους δύο εμφυλίους πολέμους. Αναφέρει ενδεικτικά ο Στέφ. Παπαγεωργίου: «Αναμφίβολα στις [«εμφύλιες»] συγκρούσεις υπήρχε και μια ταξική παράμετρος. Δεν ήταν όμως η σημαντικότερη…».111. Στέφανος Παπαγεωργίου, Από το Γένος στο Έθνος, Αθήνα, 2004, εκδ. Παπαζήσης, σ. 159-160. Αυτές οι αντιθέσεις, παρά το ότι κορυφώθηκαν με δύο εξοντωτικούς εμφύλιους πολέμους, ενώ η επανάσταση έπνεε τα λοίσθια από την αντεπίθεση των τουρκοαιγυπτιακών δυνάμεων, από τους συστημικούς αναλυτές υποβαθμίζονται ως δευτερεύουσα εξαίρεση μιας

Αυτές οι αντιθέσεις, παρά το ότι κορυφώθηκαν με δύο εξοντωτικούς εμφύλιους πολέμους, ενώ η επανάσταση έπνεε τα λοίσθια από την αντεπίθεση των τουρκοαιγυπτιακών δυνάμεων, από τους συστημικούς αναλυτές υποβαθμίζονται ως δευτερεύουσα εξαίρεση μιας φαντασιακής εθνικής ενότητας και κοινής προσπάθειας όλων των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων για την απελευθέρωση του έθνους. Η αστική ιστοριογραφία από την αντιεπιστημονική πολυπαραγοντική, χωρίς ιεράρχηση και ταξική αναγωγή-ερμηνεία των οξύτατων αντιθέσεων των επαναστατικών δυνάμεων φτάνει να απολυτοποιεί ως κυρίαρχη και επίσημη θέση την κοινή εθνική προσπάθεια, υποτιμώντας ή και αποσιωπώντας τις διχοστασίες και τις ένοπλες συγκρούσεις των επαναστατικών δυνάμεων: «Aν ο στρατηγικός του Κολοκοτρώνη νους και η ατρόμητος σπάθη του Μπότσαρη, αν η αδάμαστος του Μιαούλη καρτερία και ο πυρφόρος του Κανάρη δαυλός εκλέισαν τον αγώνα, διωργάνωσαν όμως, διεμόρφωσαν και παρέστησαν αυτόν εθνικόν… διά μεν της παιδείας, της εμπειρίας και τη συνέσεως ο Μαυροκορδάτος, ο Τρικούπης, ο Νέγρης, ο Κανέλλος, ο Ζωγράφος… διά δε του ονόματος και της υπέρ αυτών υπολήψεως ο Κουντουριώτης, ο Ζαΐμης, ο Λόντος, ο Κανακάρης και έτεροι πρόκριτοι».222. Νικόλαος Δραγούμης, Ιστορικαί Αναμνήσεις, Αθήνα 1874, σ. 29-30. Στο απόσπασμα εξαίρεται η κοινή προσπάθεια αγωνιστών του ́21, χωρίς έστω μια φευγαλέα αναφορά στις αντιθέσεις τους.

Δύο αιώνες μετά την επανάσταση του 1821 μία τάση της επίσημης ιστοριογραφίας καταλήγει σε έναν σχετικό αγνωστικισμό. Παραδέχονται ότι στην Επανάσταση υπάρχουν ορισμένα ιστοριογραφικά κενά, φαινόμενα δυσερμήνευτα ή μη ερμηνεύσιμα, ορισμένες «σιωπές»: «Κάποιες τέτοιες σιωπές σχετίζονται με τις εμφύλιες διαμάχες της Επανάστασης όχι μόνο της περιόδου 1823-1825, αλλά και με εκείνες που οδήγησαν και ακολούθησαν τη δολοφονία του πρώτου κυβερνήτη, του Ιωάννη Καποδίστρια».333. Ιάκωβος Μιχαηλίδης, Εσωτερικές έριδες και διένέξεις στα χρόνια του αγώνα, Αθήνα 2021, εκδ. Μεταίχμιο, σ. 27.

Έργο βέβαια της ιστοριοδίφησης είναι να φωτίζει διαρκώς και εναργέστερα τα ιστορικά γεγονότα. Στην προκειμένη όμως περίπτωση των εμφυλίων πολέμων του 1821 τα υπάρχοντα στοιχεία, οι μαρτυρίες και οι ερμηνείες και από αντιπαρατιθέμενες πλευρές αφθονούν και επαρκούν για τη βασική επιστημονική εκτίμησή τους. Η αστική ιδεολογική χρήση τους είναι εκείνη που εμποδίζει την επαρκή επιστημονική ερμηνεία τους, αποκόπτοντάς την απ’ τις συνθήκες της βασικής πηγής τους, δηλαδή, των ταξικών αντιθέσεων και της πάλης τους.

Οι ταξικές αντιθέσεις των επαναστατικών δυνάμεων αιτίες των εμφυλίων πολέμων

Στις αστικές επαναστάσεις είναι αναπόφευκτες οι εμφύλιες συγκρούσεις μεταξύ των βασικών τάξεων: των αστών και της φεουδαρχίας. Ώστόσο, στις αστικές επαναστάσεις που είναι ταυτόχρονα και εθνικοαπελευθερωτικές (στο προοδευτικό στάδιο της αστικής τάξης), υπάρχει η δυνατότητα συμμαχίας μεταξύ της αστικής τάξης και μερίδας των φεουδαρχών (κυρίως αυτών που αστοποιούνται), χωρίς να αποκλείεται και οι παραδοσιακοί φεουδάρχες να συνταχθούν στον εθνικό αγώνα. Οι αντικειμενικές αντιθέσεις αυτών των δυνάμεων εκδηλώνονται και στη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα, χωρίς, λόγω του κοινού σκοπού, να οδηγούν αναπόφευκτα στον εμφύλιο πόλεμο. Αν όμως οξυνθούν υπέρμετρα, εκδηλώνονται ακόμη και με τη μορφή του εμφυλίου πολέμου διαρκούντος του απελευθερωτικού αγώνα. Αυτό συνέβη στην επανάσταση του 1821 στους δύο εμφύλιους πολέμους, όταν στον πρώτο η αστική τάξη συμμαχώντας με τους αστοποιούμενους φεουδάρχες πολέμησε εναντίον των παραδοσιακών φεουδαρχών της Πελοποννήσου, ενώ στον δεύτερο εμφύλιο η αστική τάξη συγκρούστηκε με τον συνασπισμό παραδοσιακών και αστοποιούμενων φεουδαρχών.

Οι κοτζαμπάσηδες αντιμετώπισαν το εξής δίλημμα: Να μη συμμετάσχουν στην Επανάσταση και αξιοποιώντας την ένταξή τους στο οθωμανικό διοικητικό σύστημα και την εμπιστοσύνη που θα απολάμβαναν από αυτό για τη στάση τους, να εδραιώσουν τη θέση τους και ν’ αυξήσουν τα πλούτη τους. Φοβήθηκαν όμως ότι σε περίπτωση νίκης της Ελληνικής Επανάστασης, εκτός από τον διασυρμό τους, θα καταστρέφονταν οικονομικά και κοινωνικά, αφού οι νικητές θ’ απαλλοτρίωναν τις τεράστιες περιουσίες τους και θα τις διένειμαν στους αγρότες, που τις εποφθαλμιούσαν. Γι’ αυτό, αποφάσισαν στην πλειοψηφία τους με πολλούς δισταγμούς να συμμετάσχουν στην Επανάσταση, επιδιώκοντας την εξασφάλιση της ηγεμονίας τους σε αυτήν, ώστε ν’ αποτρέψουν την επικίνδυνη για την τάξη τους συμμαχία της αστικής τάξης με την αγροτιά και τις άλλες λαϊκές μάζες, όπως συνέβη στη Γαλλική Επανάσταση (αστοί και ξεβράκωτοι), και να κυριαρχήσουν στη μετεπαναστατική Ελλάδα. Οι επιδιώξεις τους αποδείχτηκαν φρούδες, αφού ήταν συνδεδεμένοι με ένα ιστορικά χρεοκοπημένο κοινωνικό σύστημα, σ’ αντιδιαστολή με την αστική τάξη που ήταν εκφραστής ενός νέου ανώτερου τρόπου παραγωγής και που υπερτερούσε σε πλούτο, ώστε να χρηματοδοτεί και να καθοδηγεί τον επαναστατικό αγώνα. Εκτός από τη βασική αντίθεση του απελευθερωτικού αγώνα (αστώνφεουδαρχών) υφίστανται και οι ενδοαστικές αντιθέσεις (αστών-αστοποιούμενων φεουδαρχών)444. Oι φεουδάρχες, μουσουλμάνοι και χριστιανοί, ήταν νομείς μεγάλων εκτάσεων γης ή και ιδιοκτήτες της μεταγενέστερα. Οι φεουδάρχες, όπως και στα ευρωπαϊκά κράτη, μοιράζονταν την παραγωγή με τους καλλιεργητές, προσποριζόμενοι το μεγαλύτερο μέρος. Στο κτήμα εργάζονταν αγρότες προσκολλημένοι σ’ αυτό, που δεν μπορούσαν ν’ αλλάξουν επάγγελμα ή να εγκαταλείψουν το κτήμα. Εργάζονταν και αγρότες με καθεστώς μισθωτής εργασίας. Πηγή δύναμης για τους Έλληνες μεγαλογαιοκτήμονες ήταν και η ένταξή τους στο κατώτερο οθωμανικό διοικητικό σύστημα με κύριο καθήκον την προείσπραξη φόρων απ’ τους ραγιάδες και την προκαταβολή τους στους Οθωμανούς. Ο όρος «αστοποιημένοι» φεουδάρχες χρησιμοποιείται στη βιβλιογραφία, για να ορίσει μια μεταβατική κοινωνική κατηγορία: τους μεγαλογαιοκτήμονες που παράγουν εμπορεύσιμα αγαθά για την αγορά, ακόμα και τη διεθνή, και επενδύουν το εμπορικό τους κεφάλαιο σε επιχειρηματικές δραστηριότητες, στην ενίσχυση της εμπορικής τους δραστηριότητας, αλλά και σε άλλες δραστηριότητες, τραπεζικές, ναυτιλιακές, βιοτεχνικές, κ.ά. Βλ. σχετικά: Αθαν. Φωτόπουλος, Οι κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου κατά τη δεύτερη Τουρκοκρατία, ΕΚΠΑ, Αθήνα 1995. που η όξυνσή τους συνέβαλε σημαντικά στην έκρηξη του δεύτερου εμφυλίου, από κοινού με τη βασική αντίθεση του απελευθερωτικού αγώνα. Αυτή η ενδοαστική αντίθεση αναπτύσσεται, κυρίως, γιατί οι αστοποιούμενοι γαιοκτήμονες κινούνται μεταξύ επανάστασης και συντήρησης. Παρά τη μετάβασή τους στην καπιταλιστική οικονομία, διατηρούν και την ιδιότητα του μεγαλογαιοκτήμονα με τα προσίδια προνόμιά του. Φοβούνταν, επομένως, ότι η υπερβολική ενίσχυση των αστών έναντι των παραδοσιακών φεουδαρχών, η απειλή αναδιανομής της γης στους αγρότες και η υπερβολικά τολμηρή διαχείριση του Αγώνα από τους αστούς, θα μπορούσε να ζημιώσει ριζικά την Επανάσταση και τα δικά τους συμφέροντα.

Η αντίληψη ότι η βασική αντίθεση των εμφυλίων πολέμων δεν ήταν η αντίθεση αστών και φεουδαρχών, λόγω της συμμαχίας στον δεύτερο εμφύλιο των αστοποιούμενων φεουδαρχών με τους παραδοσιακούς φεουδάρχες, δεν ευσταθεί. Στη συμμαχία αυτή οι αστοποιούμενοι γαιοκτήμονες δεν προχώρησαν με γνώμονα την κυρίαρχη ήδη αστική τους ιδιότητα, ώστε συμμαχώντας με την κυρίαρχη αστική τάξη να ενισχυθούν στην ελεύθερη Ελλάδα ως ολοκληρωμένοι ισχυροί καπιταλιστές, αλλά με γνώμονα τον φόβο τους για τη διακύβευση των ισχυρών υπολειμμάτων της γαιοκτησίας τους, και λόγω της ιδιοποίησης της επαναστατικής εξουσίας απ’ τους νησιώτες και του παραμερισμού της δικής τους τάσης, αλλά και λόγω της αντίληψης ότι εξαιτίας των παραδοσιακών και τοπικών δεσμών μπορούσαν καλύτερα να συνεννοηθούν με τους παραδοσιακούς κοτζαμπάσηδες.

Επίσης, η ενεργοποίηση στον απελευθερωτικό αγώνα και λαϊκών δυνάμεων, ιδίως της πλειοψηφικής αγροτιάς, αλλά και των ναυτών και εργατών, οξύνει τις αντιθέσεις αστών-φεουδαρχών, αφού το πάγιο αίτημα των αγροτών ήταν ο αναδασμός της απελευθερούμενης γης και η απαλλαγή τους απ ́την τυραννία των κοτζαμπάσηδων: «Οι ιδρώτες των χωρικών μεμιγμένοι με δάκρυα επότιζον την γην, διά να καλλιεργήσουν τους αγρούς των απλήστων τυράννων των, αλλά και τότε ύβρεις και μαστιγώσεις ήταν των κόπων των αι μόναι αντιμισθίαι».555. Aπό αναφορά αξιωματούχου του ελληνικού κράτους, όπως παρατίθεται στο Τάκης Σταματόπουλος, Ο εσωτερικός αγώνας πριν και κατά την Επανάσταση του 1821, Αθήνα 1978, εκδ. Κάλβος, σ. 102.

Στρέφονταν όμως και εναντίον της αστικής τάξης, γιατί ορισμένα ιδίως τμήματά της (αστοποιούμενοι γαιοκτήμονες, εφοπλιστές, επιχειρηματίες) καταπίεζαν την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, αλλά και λόγω της συμμαχίας της αστικής τάξης με τους κοτζαμπάσηδες. Για τη συμμαχία αστικής και εργατικής τάξης έγραφε ο Μάρξ: «Η αδερφοσύνη των αντίθετων τάξεων, που η μια τους εκμεταλλεύεται την άλλη… κράτησε ακριβώς τόσο καιρό, όσο τα συμφέροντα της αστικής τάξης ήταν αδελφωμένα με τα συμφέροντα του προλεταριάτου».666. Καρλ Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία 18481850, σ. 65, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2012.

Αντιθέσεις αναφύονταν στις κοινωνικές δυνάμεις της Επανάστασης και για τις διεθνείς συμμαχίες, που ήταν αναγκαίες για τη νίκη της Επανάστασης και τη συγκρότηση εθνικού κράτος. Και στους δύο εμφύλιους πολέμους η αστική τάξη πάλεψε με τον βασικό της αντίπαλο, τους κοτζαμπάσηδες, αν και το ταλαντευόμενο τμήμα της, οι αστοποιούμενοι κοτζαμπάσηδες, στον δεύτερο εμφύλιο συμμάχησε με τους παραδοσιακούς κοτζαμπάσηδες. Οι δύο τάξεις έθεσαν σε κίνδυνο τον απελευθερωτικό αγώνα, επιχειρώντας στη διάρκειά του και όχι μετά τη λήξη του να εξασφαλίσουν την κυρίαρχη θέση στην Επανάσταση, στη μετεπαναστατική χώρα, την οικονομία και το κράτος της.

Άλλες κοινωνικές ομάδες στις εμφύλιες διαμάχες

Γύρω από τις βασικές κοινωνικές δυνάμεις της Επανάστασης παρατάχθηκαν και άλλες σημαντικές κοινωνικές δυνάμεις του εποικοδομήματος: οι στρατιωτικοί, οι Φιλικοί, οι Φαναριώτες και ο κλήρος.

Στρατιωτικοί

Οι Πελοποννήσιοι κλέφτες, με τις νίκες τους στην Επανάσταση, την ανύψωση επομένως του κύρους τους και το γεγονός ότι δεν είχαν ενταχθεί στον οθωμανικό διοικητικό μηχανισμό, όπως οι αρματολοί της Στερεάς Ελλάδας και βέβαια οι κοτζαμπάσηδες, συμμερίζονταν την επιθυμία και τις προσδοκίες της αγροτιάς, που επάνδρωνε εξάλλου τις στρατιωτικές δυνάμεις τους, για αναδιανομή της γης. Δεν μπόρεσαν όμως να αποτελέσουν την ηγετική δύναμη της Επανάστασης που θα έσπαγε τα φεουδαρχικά δεσμά και θα αναδιένεμε τη γη στους αγρότες. Από τη θέση τους στην κοινωνία δεν είχαν ένα σχέδιο συνολικής αλλαγής της. Ούτε στον πολεμικό αγώνα είχαν ηγεμονική θέση, ούτε μπορούσαν να τον χρηματοδοτήσουν, υποχρέωση που ανέλαβαν οι κοτζαμπάσηδες και οι καραβοκυραίοι, ιδίως, οι οποίοι εκτός των ισχυρών περιουσιακών τους στοιχείων χειρίζονταν και τα δάνεια των αγγλικών τραπεζών. Η μη αυτόνομη κοινωνική θέση τους τούς υποχρέωσε να προσδένονται στη μια ή στην άλλη βασική τάξη. Η προοδευτική πλευρά των πρώην κλεφτών υποχώρησε στην κυρίαρχη τελικά συντηρητική τάση πρόσδεσης και συμμαχίας με τους κοτζαμπάσηδες στον επαναστατικό αγώνα, λόγω της οικονομικής και πολιτικής δύναμης των τελευταίων. Χαρακτηριστική έκφραση αυτής της στάσης των κλεφτών είναι η συμμαχία των περισσότερων με τους Πελοποννήσιους προεστούς στον πρώτο εμφύλιο, όπως και η συμμαχία με αυτούς και στον δεύτερο εμφύλιο. Απεναντίας, οι Ρουμελιώτες στρατιωτικοί, στη μεγάλη πλειοψηφία τους, αντικατέστησαν τη θεσμική ένταξή τους στην οθωμανική διοίκηση με την ένταξή τους στη διαμορφούμενη ελληνική διοίκηση υπό την ηγεμονία του εμποροναυτικού κεφαλαίου.

Γι’αυτό, στον δεύτερο, ιδίως, εμφύλιο οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί πολέμησαν μαζικά στην Πελοπόννησο ως μισθοφορικά εχθρικά στρατεύματα μισθωμένα από την κυρίαρχη αστική τάξη, αφού δεν αρκέστηκαν στην εμφύλια πολεμική αναμέτρηση κατά των Πελοποννησίων προυχόντων και κλεφτών, αλλά επιδόθηκαν και σε σφαγές και λεηλασίες εις βάρος του άμαχου πληθυσμού.

Οι Πελοποννήσιοι, και ιδίως ο ηγέτης τους Θ. Κολοκοτρώνης απ’ την πείρα του στον αγγλικό στρατό, αντιλαμβανόταν ότι οι στρατιωτικοί δεν θα είχαν κάποιον αυτόνομο ρόλο, αλλά θα υποτάσσονταν, όπως συνέβαινε στα αστικά κράτη, στην κυβέρνηση. Εξάλλου, ήδη στην Α’ Εθνοσυνέλευση απουσίαζαν σημαντικοί στρατιωτικοί, ενώ στη διάρκειά της η ηγεμονική αστική μερίδα με την απόφαση για δημιουργία τακτικού στρατού, εξέπεμψε σαφές μήνυμα ότι στη διεξαγωγή της Επανάστασης και στο ελεύθερο αστικό κράτος οι στρατιωτικοί δεν θα έχουν κάποιο αυτόνομο ρόλο. Ο Κολοκοτρώνης, θεωρώντας ότι η ελεύθερη Ελλάδα θα περιλαμβάνει κυρίως την Πελοπόννησο, ορισμένα νησιά και ένα τμήμα της Στερεάς, συμμάχησε με την ισχυρότερη δύναμη της Πελοποννήσου, τους κοτζαμπάσηδες, με τους οποίους είχε αντιθέσεις αλλά και παραδοσιακούς δεσμούς.

Αυτή η σύμπραξη επισφραγίστηκε με τους αρραβώνες του 9χρονου γιου του με την 8χρονη κόρη του μεγαλοπροεστού Δεληγιάννη. Αντίθετα, με τους κλέφτες της Πελοποννήσου οι αρματολοί της Ρούμελης, εθισμένοι από την ένταξή τους στην τουρκική διοίκηση ως σώμα αστυνόμευσης, αποδέχονταν ως προάσπιση των κεκτημένων τους την ένταξή τους στον τακτικό στρατό του εθνικού κράτους. Μετά την Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου τον Φλεβάρη του 1822, η Γερουσία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδας αποφάσισε την κατάργηση των αρματολικιών στη Ρούμελη. Οι αρματολοί δεν αντέδρασαν, αφού η αστική κυβέρνηση συμβιβάστηκε με την ύπαρξη των αρματολικιών, υπό την προϋπόθεση ότι οι αρματολοί θα συμμορφώνονται στη γενική πολιτική της.

Φαναριώτες

Σημαντική συμμετοχή στις ενδοεπαναστατικές αντιθέσεις είχαν και οι Φαναριώτες παρά τον περιορισμένο αριθμό τους. Τμήμα των Φαναριωτών παρέμεινε ενταγμένο στο μηχανισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διατηρώντας τα προνόμιά του και επιδιώκοντας τον διοικητικό εκσυγχρονισμό της. Άλλοι όμως εντάχθηκαν στη Φιλική Εταιρεία και στις επαναστατικές δυνάμεις, διαδραματίζοντας σοβαρό ρόλο στη συγκρότηση της επαναστατικής εξουσίας και συμμαχώντας με τις ριζοσπαστικές αστικές δυνάμεις. Γι’ αυτό και οι δύο τοπικές διοικήσεις, που συγκροτήθηκαν στη Ρούμελη (Οργανισμός της Ανατολικής Χέρσου και της Δυτικής Χέρσου Ελλάδας) με πρωτοβουλία των Φαναριωτών Μαυροκορδάτου και Νέγρη, προέβλεπαν την υπαγωγή τους στην εθνική κυβέρνηση. Ο Μαυροκορδάτος, τη σύνταξη τη δική του και του κύκλου των Φαναριωτών που τον ακολουθούσε, με το αστικό ρεύμα της Επανάστασης, κατέστησε σαφή σε επιστολή του στον ηγέτη της αστικής τάξης Γ. Κουντουριώτη, πριν τη σύγκληση των δύο συνελεύσεων για τη συγκρότηση των δύο τοπικών διοικήσεων στη Στερεά, αποσκοπώντας στη δημιουργία δεσμών συμμαχίας με τις κοινωνικές δυνάμεις που θεωρούσε ότι θα πρωταγωνιστούσαν στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα: «Εγώ, αγαπητέ αδελφέ, την ύπαρξη της Ελλάδος την βλέπω κρεμαμένην από την ναυτικήν δύναμιν».777. Αντώνιος Λιγνός, Αρχείο Λαζάρου και Γεωργίου Κουντουριώτου, τομ.1, σελ. 26, εκδ. Π.Δ. Σακελλαρίου, Αθήνα 1920.

Φιλικοί

Συνιστώσα των αντιθέσεων των επαναστατικών δυνάμεων αποτέλεσε και η Φιλική Εταιρεία. Η Φιλική Εταιρεία αποτέλεσε την πρωτοπόρα δύναμη στη διάδοση και οργάνωση της επαναστατικής ανατροπής. Οι ριζοσπαστικές αντιλήψεις των Φιλικών εδραιώνονταν και από το γεγονός ότι δεν ήταν ενταγμένοι στον οθωμανικό κρατικό μηχανισμό, όπως οι κοτζαμπάσηδες, οι αρματολοί και οι Φαναριώτες. Καθοριστική συμβολή της Φιλικής Εταιρείας ήταν η ιδέα μιας επανάστασης, που δεν θα στηριζόταν στις Μεγάλες Δυνάμεις, αλλά στις δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας που είχαν συμφέρον, ταξικό και εθνικό, από την ανατροπή του οθωμανικού ζυγού. Στην προκήρυξή του ο Αλέξανδρος Υψηλάντης το 1820 προς τους κατοίκους της Στερεάς Ελλάδας και των νησιών προειδοποιούσε ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις ενδιαφέρονται μόνο για τη βοήθεια και όχι για την αποτίναξη του ζυγού των υπόδουλων εθνών. Και ο Φαναριώτης και σημαίνον στέλεχος της Φιλικής Εταιρείας, Γ. Καντακουζηνός, χαρακτηριστικά έγραφε: «Ποτέ οι Γραικοί δεν πρέπει να ελπίσουν ελευθερίαν από ξένους, διά τούτο αναγκαίως έπεται, απορρίπτοντες πάσαν ελπίδα, να ελπίσουν… εις μόνην την ιδίαν ανδρείαν και δύναμιν. Αγωνισθήτε λοιπόν».888. Εμμανουήλ Ξάνθος, Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας, σελ. 163, εκδ. Α. Γαρμπολά, Αθήνα 1845.

Η Φιλική Εταιρεία ιδρύθηκε από μεσαίους κυρίως εμπόρους, αλλά στη συνέχεια διευρύνθηκε ο κοινωνικός χαρακτήρας της με την ένταξη πλούσιων εμπόρων, εφοπλιστών, τραπεζιτών, κοτζαμπάσηδων, Φαναριωτών και ανώτερων κληρικών. Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης υπήρξαν οι διαμάχες για τον χαρακτήρα της Επανάστασης, τον χρόνο και τον χώρο εκδήλωσής της, τις διεθνείς συμμαχίες της, αλλά και για την ηγεσία της Επανάστασης. Οι αστικοεπαναστατικές τάσεις πάντως κυριαρχούσαν στη Φιλική Εταιρεία και εκφράστηκαν στην επαναστατημένη Ελλάδα, ιδίως, από τον Δ. Υψηλάντη. Όταν ο Δ. Υψηλάντης έφτασε στην Πελοπόννησο το καλοκαίρι του 1821 με εντολή από τη Φιλική Εταιρεία να αναλάβει την αρχιστρατηγία του αγώνα απαίτησε να διαλυθεί η Πελοποννησιακή Γερουσία, την οποίαν έλεγχαν οι κοτζαμπάσηδες, επειδή ερχόταν σε σύγκρουση με την ιδέα του ισχυρού εθνικού κράτους, την οποίαν πρέσβευαν οι Φιλικοί. Στην άρνηση των προεστών να διαλύσουν την Πελοποννησιακή Γερουσία, μερίδα των Φιλικών πρότεινε λύση του ζητήματος με τα όπλα. Η σύγκρουση αποφεύχθηκε με τη συμβιβαστική παρέμβαση του Θ. Κολοκοτρώνη, που αν και εκπροσωπούσε κυρίως τα συμφέροντα των στρατιωτικών, δεν μπορούσε να διακόψει τους δεσμούς και την εξάρτησή του από τους κοτζαμπάσηδες.

Ο Δ. Υψηλάντης και οι Φιλικοί τάχθηκαν εναντίον και των δύο τοπικών διοικήσεων που ίδρυσαν στη Στερεά ο Μαυροκορδάτος και ο Νέγρης, αφού υπονόμευαν τη συγκρότηση αστικού συγκεντρωτικού κράτους, που η Φιλική Εταιρεία θεωρούσε αναγκαίο.

Οι προεστοί της Πελοποννήσου και της Ρούμελης επιχείρησαν να υποβαθμίσουν τον Υψηλάντη και τους στρατιωτικούς. Αυτό όμως είχε ως αποτέλεσμα να ενισχυθεί το μέτωπο των καραβοκυραίων, των Φιλικών και των Φαναριωτών διανοουμένων που, εκτός των άλλων, απαιτούσε την κατάργηση των τοπικών διοικήσεων προς όφελος της συγκεντρωτικής αστικής εξουσίας, που προωθούσε το αστικό μπλοκ. Παράλληλα, το μπλοκ αυτό αποδυνάμωσε τους στρατιωτικούς, καταργώντας τον θεσμό της αρχιστρατηγίας που κατείχε ο Κολοκοτρώνης στην Πελοπόννησο και ο Ανδρούτσος στη Στερεά, αναθέτοντας τη διεύθυνση του Αγώνα στο Εκτελεστικό και αποφασίζοντας τη δημιουργία τακτικών στρατιωτικών σωμάτων.

Κληρικοί

Η Ορθόδοξη χριστιανική ανώτερη τάξη ήταν ενταγμένη στο οθωμανικό διοικητικό εποικοδόμημα και από αυτή τη θέση υποστήριζε την αναπαραγωγή των φεουδαρχικών σχέσεων παραγωγής και την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ μετείχε στην καταπίεση των Ορθοδόξων χριστιανών. Ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε’, παρά τον αφορισμό της Επανάστασης, απαγχονίστηκε γιατί απέτυχε ως υψηλός αξιωματούχος της Πύλης να την αποτρέψει.

Ώστόσο, απ ́τις επαναστατικές αντιλήψεις και μάχες δεν έμεινε ανεπηρέαστος και ο κλήρος, ακόμη και ο ανώτερος. Αυτή η τάση ενισχύθηκε από την αλλαγή της στάσης των Φιλικών, που, ενώ στην αρχή απέρριπταν τη μύηση ιεραρχών, στη συνέχεια τους δέχονταν, γιατί με την επιρροή τους θα διεύρυναν την κοινωνική βάση της Επανάστασης. Ένας αριθμός ανώτερων ιεραρχών, όπως ο Ησαΐας Σαλώνων, ο Θεοδώρητος Βρεσθένης, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, παρά την αρχική αντίθεσή τους με την Επανάσταση, την υποστήριξαν, κυρίως μετά την έναρξή της. Καθοριστικό ρόλο στην έκρηξη της Επανάστασης διαδραμάτισε ο αρχιμανδρίτης Παπαφλέσσας, που για να υπερβεί τους δισταγμούς καραβοκυραίων, κοτζαμπάσηδων, ιεραρχών για την άμεση έναρξη της Επανάστασης τούς απείλησε ότι η Επανάσταση είναι ήδη δρομολογημένη, ότι θα αρχίσει και χωρίς αυτούς και «όποιον πιάσουν οι Τούρκοι χωρίς άρματα, ας τον σκοτώσουν». Σε αντίθεση με την ιεραρχία, πολύ μεγαλύτερο τμήμα του κατώτερου κλήρου προσχώρησε στην Επανάσταση. Οι απλοί κληρικοί ζούσαν στις ίδιες συνθήκες με τα λαϊκά στρώματα, καταπιέζονταν πολύπλευρα από τον τουρκικό ζυγό και, επομένως, συμμετείχαν και αυτοί ενεργά στην Επανάσταση για τη βελτίωση της ζωής τους. Στις εμφύλιες διαμάχες ο ανώτερος κλήρος πολλές φορές τάχθηκε είτε με τους κοτζαμπάσηδες είτε με τους καραβοκυραίους, ενώ ο κατώτερος κλήρος σύμφωνα με την ταξική θέση του, συνταυτιζόταν με τις λαϊκές διεκδικήσεις και προσδοκίες.

Αντιθέσεις για τις διεθνείς συμμαχίες

Οι αντιθέσεις στους κόλπους της επαναστατικών δυνάμεων αλληλοτροφοδοτούνταν απ’ τις αντιθέσεις τους για τις διεθνείς συμμαχίες. Οι νησιώτες, οι Φαναριώτες με πρωταγωνιστή τον Μαυροκορδάτο, γενικότερα η αστική παράταξη τάσσονταν υπέρ της συμμαχίας με τη θαλασσοκράτειρα Αγγλία, που θα προστάτευε τα συμφέροντα της κυρίαρχης εμπορικής ναυτιλίας. Τον Μάρτη του 1823 η Βρετανική Αυτοκρατορία αναγνώρισε την ελληνική κυβέρνηση ως κυβέρνηση ανεξάρτητου εμπόλεμου έθνους. Παράλληλα, τον Γενάρη του 1823 αποφάσισε να δώσει δάνειο στους επαναστατημένους Έλληνες, αποκτώντας προβάδισμα έναντι των άλλων δυνάμεων στην επιρροή της επ’ αυτών. Τον ίδιο χρόνο αντέδρασε και η ρωσική διπλωματία προτείνοντας στην Ιερά Συμμαχία δημιουργία ελληνικού κρατικού μορφώματος με τρεις ημιαυτόνομες ηγεμονίες, αφήνοντας εκτός τα εφοπλιστικά νησιά, με καταβολή φόρου στην Τουρκία και επικυριαρχία του σουλτάνου.999. Νικ. Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα 1821-1843, τόμ. Α’, σελ. 523, εκδ. Γραμματεία Επικρατείας, 1972. Το σχέδιο αυτό συνυπέγραψαν η Γαλλία, η Αυστροουγγαρία και η Πρωσία. Το σχέδιο, αντίθετα με την αγγλική πρόταση, δεν ικανοποιούσε τους πόθους των Ελλήνων για εθνική ανεξαρτησία. Ώστόσο, βρήκε ανταπόκριση από κοτζαμπάσηδες και οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου και της Ρούμελης, που εκτιμούσαν ότι με τη στήριξη της Αγγλίας ήταν βέβαιη η δυναμική επικράτηση της αστικής τάξης. Αντιμετώπιζαν το σχέδιο της Ρωσίας και των άλλων δυνάμεων ως αντίβαρο έναντι των αστών αντιπάλων τους, που θα αποδυναμώνονταν χωρίς την προστασία της Αγγλίας. Ώστόσο, η επιρροή της Αγγλίας ενισχύθηκε απ’ το δάνειο που εξασφάλισε η κυβέρνηση από την Αγγλία. Το δάνειο αυτό δεν χρησιμοποιήθηκε κυρίως για τις ανάγκες του Αγώνα, αλλά για την επικράτηση της αστικής μερίδας έναντι των αντιπάλων παρατάξεων. Ο ανταγωνισμός των τριών Μεγάλων Δυνάμεων, για να εντάξουν την ελεύθερη Ελλάδα στη σφαίρα επιρροής τους κορυφώθηκε με τη ναυμαχία του Ναυαρίνου.

Η πολιτική επιρροή τους εκφράστηκε με τη συγκρότηση των τριών κομμάτων, Aγγλικoύ, Ρωσικού, Γαλλικού, που ήταν μάλλον φορείς επιρροής αυτών των δυνάμεων παρά εξυπηρέτησης των ελληνικών συμφερόντων.

Πρώτος εμφύλιος πόλεμος

Οι πολιτικές και ιδεολογικές αντιθέσεις σύντομα εκδηλώθηκαν και στα όργανα εξουσίας, στο Εκτελεστικό και στο Βουλευτικό, οδηγώντας στον πρώτο εμφύλιο. Το Εκτελεστικό ελεγχόταν από ισχυρή μερίδα των κοτζαμπάσηδων και των οπλαρχηγών της Πελοποννήσου υπό την ηγεσία των Κολοκοτρώνη – Μαυρομιχάλη. Το Βουλευτικό ελεγχόταν απ’ τους καραβοκυραίους, ορισμένους από τους αστοποιημένους κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου, όπως οι Ανδρέας Λόντος, Ανδρέας Ζαΐμης και Ιωάννης Νοταράς,101010. Ελένη Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, 1821, Η γέννηση ενός έθνους-κράτους, τόμ. Α’, σ. 43, εκδ. ΣΚΑÏ Βιβλίο, Αθήνα, 2010. αλλά και μεγαλέμπορους από τις παροικίες, απ’ την πλειοψηφία των Ρουμελιωτών οπλαρχηγών και μικρό αριθμό Πελοποννησίων οπλαρχηγών, όπως οι Πετιμεζαίοι απ’ την Αχαΐα. Στην προσχώρηση των οπλαρχηγών αποφασιστικό ρόλο είχε και η προοπτική και τελικά η λήψη του δανείου από την Αγγλία, που μόνον η αγγλόφιλη μερίδα του εφοπλιστικού κεφαλαίου θα μπορούσε να εξασφαλίσει. Με την αστική παράταξη συμπαρατάχθηκαν οι περισσότεροι Φιλικοί και Φαναριώτες και όσοι αγωνιστές υιοθετούσαν τη φιλοσοφία των αστικών επαναστάσεων, όπως ο Παπαφλέσσας, ο Παν. Γιατράκος, ο Παν. Κεφαλάς και άλλοι αγωνιστές λιγότερο επιφανείς. Αφορμή για την πολεμική σύρραξη αποτέλεσε η απόφαση του Βουλευτικού στις 19 Δεκέμβρη 1823 να καθαιρέσει από το Εκτελεστικό τους Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και Σωτήρη Χαραλάμπη, ενώ παραιτήθηκε και ο Κολοκοτρώνης. Αντ’ αυτών το Βουλευτικό αποφάσισε να εκλέξει στο Εκτελεστικό τον Γεώργιο Κουντουριώτη ως πρόεδρο, ως αντιπρόεδρο τον Παν. Μπόταση και τον Νικ. Λόντο ως μέλος. Απ’ το παλιό Εκτελεστικό παρέμειναν ο Ιωάννης Κωλέττης και ο Ανδρέας Ζαΐμης, φίλα προσκείμενοι στο Βουλευτικό και στη συμμαχία των εφοπλιστών. Επειδή το προηγούμενο Εκτελεστικό δεν παραιτήθηκε, συγκροτήθηκαν δύο κυβερνήσεις. Η νέα κυβέρνηση ελεγχόμενη από τους νησιώτες, με έδρα το Κρανίδι και η παλιά κυβέρνηση, με έδρα την Τρίπολη. Το παλιό Εκτελεστικό συγκρότησε νέο Βουλευτικό. Έτσι, στην επαναστατημένη Ελλάδα, συνυπήρχαν δύο κυβερνήσεις και δύο κοινοβούλια, με αντίθετο πολιτικό προσανατολισμό.

Η πολιτική και στρατιωτική σύγκρουση, εκτός από την ταξική βάση (αστική τάξη εναντίον παραδοσιακών μεγαλογαιοκτημόνων), συνδεόταν και με τις αντιθέσεις για τις διεθνείς συμμαχίες της Επανάστασης. Η αστική τάξη τασσόταν αναφανδόν με τον φιλοβρετανικό προσανατολισμό, ενώ, απ’ τη μεριά της η Μ.Βρετανία ευνοούσε τη δημιουργία ενός κράτους υπό την επιρροή της στη νευραλγική περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και στο δρόμο για τις Ινδίες. Απεναντίας, οι κοτζαμπάσηδες και οι οπλαρχηγοί της αντίθετης παράταξης είχαν οι περισσότεροι φιλορωσικό προσανατολισμό, λόγω του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος της Ρωσίας για την περιοχή των Βαλκανίων, αλλά και λόγω της κοινής Ορθόδοξης χριστιανικής πίστης.

Η αντίθεση για τον διεθνή προσανατολισμό της Επανάστασης προσέλαβε μεγάλη οξύτητα, σύμφωνα με καταγγελία του Γ. Κουντουριώτη, όταν στις 26 Νοεμβρίου του 1823 ο Π. Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς και ο Τσώκρης με 200 ενόπλους επιτέθηκαν στην έδρα του Βουλευτικού στο Άργος, απειλώντας ότι θα δολοφονήσουν τα μέλη του, επειδή πούλησαν τη χώρα στη Βρετανική Αυτοκρατορία. Αναγνωρίζοντας την επικίνδυνη όξυνση των αντιθέσεων, στην οποία είχε και ο ίδιος και η παράταξή του αποφασιστικά συμβάλει, ο επικεφαλής της νέας κυβέρνησης Γ. Κουντουριώτης τον Ιανουάριο του 1824 έγραφε στον αδελφό του Λάζαρο: «Αδελφέ, βλέπω το πράγμα ανοικονόμητον και προβλέπω κακά αποτελέσματα εκ τούτου ̇ διό είμαι εις άκραν αθυμίαν».111111. Αντώνιος Λιγνός, Αρχείο Λαζάρου και Γεωργίου Κουντουριώτου 1821-1832, τόμ. 2, σ. 49 Σ’ αυτό το κλίμα άκρας όξυνσης υπήρχαν μοναχικές φωνές καταλλαγής και ενότητας, που έφταναν όμως σε ώτα μη ακουόντων. Σε επιστολή του προς τον Γ. Κουντουριώτη ο Δ. Υψηλάντης εξέφρασε την αγωνία του για «τα πάθη και τις φατρίες» που είχαν διχάσει τους Έλληνες, με αποτέλεσμα «να επαπειλείται η πατρίς από έναν μέγαν κίνδυνον καταστροφής».121212. Αντώνιος Λιγνός, Αρχείο Λαζάρου και Γεωργίου Κουντουριώτου 1821-1832, τόμ. 2, σ. 91

Ώστόσο, οι οξύτατες αντιθέσεις των αντίπαλων παρατάξεων είχαν αντικειμενικό χαρακτήρα και οι εκκλήσεις για συνδιαλλαγή και ενότητα ηχούσαν σαν κενός ρομαντισμός. Αποστασιοποιημένη από την εθνική διχόνοια, αλλά επίσης χωρίς αντίκρισμα, υπήρξε και η στάση του Καποδίστρια, που αρνήθηκε ν’ αναλάβει την προεδρία του παλιού Εκτελεστικού, ενώ απέρριψε και αντίστοιχη πρόταση από εκπρόσωπο του νέου Εκτελεστικού.131313. Νικ. Σπηλιάδης, ό.π., τόμ. Α’, σ. 584-586 Η εμφύλια σύγκρουση κλιμακώθηκε μετά τη λήψη του πρώτου δανείου, ύψους 800 χιλ. στερλινών απ’ τις βρετανικές τράπεζες, στις 9 Φλεβάρη 1824. Αν και το ποσό που ενθυλάκωσε η κυβέρνηση των καραβοκυραίων ήταν σημαντικά μικρότερο απ’ την ονομαστική του αξία λόγω των προκαταβλητέων φόρων, αποτέλεσε το αποφασιστικό της πλεονέκτημα για την κλιμάκωση των πολεμικών επιχειρήσεων και τη συντριπτική ήττα του αντίπαλου μπλοκ με τη γενναία χρηματοδότηση των ρουμελιώτικων στρατευμάτων και την ανοχή, αν όχι παρότρυνση, για τη λεηλασία του πλούτου της Πελοποννήσου.

Με χρήματα του δανείου το νέο Εκτελεστικό χρηματοδότησε ακόμη και τους αντιπάλους του, για να παραιτηθούν απ’ την πολεμική αντιπαράθεση. Σύμφωνα με μαρτυρία του Σκοτσέζου φιλέλληνα Τζορτζ Φίνλεϊ, το Εκτελεστικό έδωσε στις 22 Μαΐου 1824 «μερίδα του αγγλικού δανείου» στον Πάνο Κολοκοτρώνη, προκειμένου να παραδώσει την πόλη του Ναυπλίου.141414. Τζορτζ Φίνλεϊ, Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, τόμ. 1, Αθήνα, 2008. Το ποσό ανερχόταν σε 25.000 γρόσια, προκειμένου να καλυφθούν τα έξοδα και να πληρωθούν οι μισθοί του Κολοκοτρώνη, σύμφωνα με υπολογισμούς του ιστορικού Γουσταύου Χέρτσβεργ.151515. Ιστορικόν Αρχείον του στρατηγού Ανδρέα Λόντου, τόμ. 2, σελ. 129, Αθήνα. Λέγεται μάλιστα ότι ο Γ. Κουντουριώτης επέπληξε τον Α. Ζαΐμη, επειδή συμφώνησε να δώσει αυτό το ποσόν στον Π. Κολοκοτρώνη, χωρίς να το έχει εγκρίνει η κυβέρνηση. Με το αγγλικό δάνειο το Εκτελεστικό απέκτησε μεγάλη υπεροχή στον στρατιωτικό τομέα, αφού μπορούσε να χρηματοδοτήσει γενναία τα μισθοφορικά στρατεύματα των εμπειροπόλεμων και διψασμένων για λεία Ρουμελιωτών. Έτσι, άλλαξε αποφασιστικά ο συσχετισμός δυνάμεων και ο ρους του πολέμου εις βάρος των μεγαλογαιοκτημόνων της Πελοποννήσου.

Παράλληλα, η κατάσταση γινόταν ακόμη πιο δύσκολη για τους Μωραΐτες λόγω της απροθυμίας των αγροτών, στις περιοχές που έλεγχαν οι Μωραΐτες προύχοντες, ν’ ακολουθήσουν αυτούς που τους εκμεταλλεύονταν όχι σε μιαν εθνική σύγκρουση εναντίον των Τούρκων, αλλά σ’ έναν εμφύλιο πόλεμο, που υπονόμευε την εθνικοαπελευθερωτική προοπτική και εξανέμιζε τις ελπίδες τους για βελτίωση της οικονομικής και κοινωνικής θέσης τους σ’ ένα ελεύθερο εθνικό κράτος. Επιπλέον, στη συνείδηση των αγροτών είχε αμαυρωθεί το κύρος και η εμπιστοσύνη τους προς τους παλιούς κλέφτες λόγω της συμμαχίας τους με τους κοτζαμπάσηδες. Η κατάσταση απέβαινε περισσότερο δύσκολη για τους κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου, αφού ρουμελιώτικα στρατεύματα που είχαν και αυτοί προσλάβει, επειδή δεν εμπιστεύονταν τους αγρότες, προσχωρούσαν ήδη στο νέο Εκτελεστικό, θαμπωμένα απ’ το άφθονο χρήμα που μοίραζε. Αλλά και παλιοί κλέφτες του Μωριά, όπως ο Πλαπούτας και ο Γ. Κολοκοτρώνης, έδειχναν μεγάλη δυσπιστία για τη συμμαχία κλεφτών-κοτζαμπάσηδων, λόγω της παραδοσιακής έχθρας των κλεφτών προς αυτούς. Γι’ αυτό, διαφοροποιούνταν και «διατηρούσαν διαύλους επικοινωνίας με το νέο Εκτελεστικό»161616. Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, τόμ. 4, σελ. 348-349, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1968. ή και προσχωρούσαν σ’ αυτό.

Σ’ αυτές τις δυσχερείς συνθήκες το παλιό Εκτελεστικό υπέβαλε τον Φλεβάρη του 1824 συμβιβαστική πρόταση στην κυβέρνηση Κουντουριώτη, που προέβλεπε: συγχώνευση των δύο Εκτελεστικών, προκήρυξη εκλογών για νέα Εθνοσυνέλευση και ακύρωση του δανείου απ’ τη Μ. Βρετανία. Ώστόσο, η αστική παράταξη απέρριψε τη συμβιβαστική πρόταση και τάχθηκε υπέρ της συνέχισης του αδελφοκτόνου πολέμου, θεωρώντας ότι υπήρχαν πλέον οι όροι, οικονομικοί και στρατιωτικοί, ώστε να καταφέρει συντριπτικό πλήγμα κατά των αντιπάλων της, να επιβάλει τις στρατηγικές επιλογές της και να εδραιώσει τον φιλοβρετανικό προσανατολισμό της Επανάστασης. Θεωρώντας αναγκαία και εφικτή πλέον την ολοκληρωτική νίκη της, η αστική παράταξη με έντονη στρατιωτική δραστηριότητα τον Μάρτιο του 1824 κατέλαβε το Άργος και το φρούριο της Ακροκορίνθου, ενώ πολιόρκησε το Ναύπλιο και την Τρίπολη.

Η κατάσταση είχε γίνει πλέον αφόρητη για την παράταξη των κοτζαμπάσηδων και των κλεφτών. Γι’ αυτό, πρότειναν στους Πελοποννήσιους Γιατράκο και Ζαΐμη, που συμμετείχαν με ηγετική θέση στην πολιορκία του Ναυπλίου και της Τρίπολης, ν’ αυτοδιαλυθεί το παλιό Εκτελεστικό, υπό τον μοναδικό όρο να επιστρέψουν στις εστίες του με τα όπλα τους. Επιπλέον, ο Κολοκοτρώνης συμφώνησε να παραδοθούν στις 22 Μαΐου 1824 τα κάστρα του Ναυπλίου απ’ τον γιο του Πάνο στους Ζαΐμη και Γιατράκο και όχι στο νέο Εκτελεστικό.

Η πλειοψηφία όμως του Βουλευτικού και του νέου Εκτελεστικού διαφώνησε και μ’ αυτόν τον συμβιβασμό και έθεσε υπό διωγμό τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους Μωραΐτες οπλαρχηγούς. Τελικά, στις 24 Ιουνίου 1824 η κυβέρνηση Κουντουριώτη εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο και πρόσφερε αμνηστία στους αντιπάλους της, υπό τον όρο ν’ αναγνωρίσουν τη νομιμότητα του νέου Εκτελεστικού και ν’ αποκλειστούν απ’ τα δημόσια αξιώματα, πρόταση που έγινε αποδεκτή απ’ την παράταξη Κολοκοτρώνη.

Με τη λήξη του πρώτου εμφυλίου πολέμου αναδείχτηκαν οι αντιθέσεις της νικήτριας αστικής παράταξης μεταξύ των καραβοκύρηδων και των αστοποιημένων κοτζαμπάσηδων. Οι Πελοποννήσιοι σύμμαχοι των εφοπλιστών, παρά την αντίθεσή τους με τους συντοπίτες τους παραδοσιακούς κοτζαμπάσηδες, διατηρούσαν την τοπική ταυτότητα αλλά και κάποιους παραδοσιακούς δεσμούς, επομένως, και διαύλους επικοινωνίας και συνεννόησης με κάποιους απ’ αυτούς. Επιπλέον, δεν επιθυμούσαν την οικονομική και πολιτική εξόντωση των συντοπιτών τους κοτζαμπάσηδων, που θα ενίσχυε υπέρμετρα τους νησιώτες συμμάχους τους.171717. Γουσταύος Χέρτσβεργ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. 2, Αθήνα, 1916. Εξάλλου, ήδη παρατηρούσαν ότι οι Πελοποννήσιοι στη συμμαχία τους με τους νησιώτες είχαν πολύ περιορισμένη αντιπροσώπευση στα όργανα της επαναστατικής εξουσίας. Γι’ αυτό, όπως σωστά παρατήρησε ο Σπ. Τρικούπης: «Ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος έρριψεν επί της παύσεώς του τα σπέρματα του δευτέρου εμφυλίου πολέμου».181818. Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. Γ’, σ. 131, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 2007.

Δεύτερος εμφύλιος πόλεμος

Στον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο (Οκτώβριος 1824 – Μάιος 1825) κυριάρχησε η σύγκρουση μεταξύ Πελοποννησίων (κοτζαμπάσηδων και οπλαρχηγών), από τη μια μεριά, και νησιωτών, Στερεοελλαδιτών οπλαρχηγών, απ’ την άλλη. Με τη λήξη του πρώτου εμφυλίου είχαν ήδη αναδειχθεί οι αιτίες σύγκρουσης των νησιωτών και των Μωραϊτών συμμάχων τους, των αστοποιημένων κοτζαμπάσηδων. Βασική αιτία ήταν η περιθωριοποίηση των Πελοποννησίων πολιτικών απ’ τους νησιώτες. Ο αποφασιστικός κρίκος της έκβασης του πολέμου ήταν η ολοκληρωτική προσχώρηση της ρουμελιώτικης στρατιωτικής φατρίας, υπό τον Κωλέττη, στην παράταξη των νησιωτών. Σύμφωνα με τον Φίνλεϊ: «Η ρουμελιώτικη στρατιωτική φατρία κατέστη το ισχυρότατον κόμμα εν Ελλάδι».191919. Τζορτζ Φίνλεϊ, ό.π., σ. 382. Η ριζική αλλαγή της πολιτικής συμμαχιών των νησιωτών υπαγορεύτηκε από μία σειρά παραγόντων: Απ’ τη δυσαρέσκεια των αστοποιημένων κοτζαμπάσηδων για τον παραγκωνισμό τους από τους νησιώτες, που επέτρεψε την κατάληψη όλης της εξουσίας απ’ αυτούς. Η κατηγορία ήταν βάσιμη, αφού στο Εκτελεστικό τοποθετήθηκε επικεφαλής ο Κουντουριώτης, ενώ οι νησιώτες και οι Ρουμελιώτες είχαν τον απόλυτο έλεγχο της κυβερνητικής εξουσίας. Η αστική παράταξη, ενισχυμένη από την επικράτησή της στον πρώτο εμφύλιο και από τα χρήματα του δανείου, αποφάσισε να συντρίψει τους αντιπάλους της και να ομογενοποιήσει τις κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες της, ώστε να παράσχει εχέγγυα σταθερότητας και ασφάλειας στους διεθνείς δανειστές της. Η λήψη των χρημάτων από το πρώτο δάνειο και η διαπραγμάτευση για σχετικά σύντομη λήψη και του δεύτερου δανείου συνέβαλε, ώστε οι νησιώτες να προσεταιριστούν επί χρήμασι τους αρματολούς της Ρούμελης αλλά και οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου.

Έτσι, η συμμαχία με τα «ασταθή» στρώματα των αστοποιημένων κοτζαμπάσηδων δεν ήταν πλέον αναγκαία. Εξάλλου, η νίκη των καραβοκυραίων στον πρώτο εμφύλιο είχε ενισχύσει τη δύναμη και την υπεροχή τους, ενώ είχαν πληγεί οι αντίπαλοί τους κοτζαμπάσηδες και στρατιωτικοί. Επιπλέον, οι καραβοκυραίοι απέβλεπαν πλέον σοβαρά στην εκμετάλλευση του πλούτου της πελοποννησιακής γης. Παράλληλα, ο επικεφαλής του Εκτελεστικού Γ. Κουντουριώτης κυκλοφόρησε προκήρυξη, με την οποία στιγμάτιζε τα προνόμια των Μωραϊτών κοτζαμπάσηδων, επιχειρώντας να προσεταιριστεί και λαϊκές δυνάμεις που η εκμετάλλευσή τους απ’ τους κοτζαμπάσηδες δεν είχε αμβλυνθεί στη διάρκεια του επαναστατικού αγώνα.

Στον δεύτερο εμφύλιο τα κυβερνητικά στρατεύματα εξασφαλίζοντας μεγάλη υπεροχή στον στρατιωτικό τομέα, χάρη στους έμμισθους Ρουμελιώτες, νίκησαν χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία τους Πελοποννήσιους κοτζαμπάσηδες και όσους οπλαρχηγούς τους υποστήριζαν.

Αλγεινή εντύπωση προκαλεί η αγριότητα των κυβερνητικών στρατευμάτων. Τα ρουμελιώτικα στρατεύματα δεν αρκέστηκαν στην ήττα των αντιπάλων τους, αλλά επιδόθηκαν σε μαζικές λεηλασίες και άγριες σφαγές που επέσυραν την αποδοκιμασία ακόμη και από μέλη της κυβέρνησης: «Διά τας καταχρήσεις και δυναστείας, όπου τα σώματα των λοιπών οπλαρχηγών εις τους αθώους και δυστυχείς κάμνουσι κατοίκους».202020. Αθηναϊκόν Αρχείον, σ. 386-387.

Ο καταστροφικός δεύτερος εμφύλιος και ιδιαίτερα ο εγκλεισμός στη φυλακή ηγετικών στελεχών της Πελοποννήσου και ιδιαίτερα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του νικητή της ιστορικής μάχης στα Δερβενάκια, ενώ οι Τουρκοαιγύπτιοι βαθμιαία έσβηναν τις εστίες της Επανάστασης, προκαλούσε πίκρα και αγανάκτηση στον ελληνικό λαό αλλά και στους φιλέλληνες του εξωτερικού.

Η αστική παράταξη με τους Ρουμελιώτες μισθοφόρους νίκησε κατά κράτος τους αντιπάλους της ̇ δεν νίκησε όμως και η Επανάσταση, και απειλήθηκε σοβαρά η επιτυχία του Αγώνα, αφού οι Τουρκοαιγύπτιοι κατόρθωσαν να καταστείλουν τις επαναστατικές εστίες, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Η νίκη της αστικής παράταξης, ωστόσο, ήταν περιορισμένη και για άλλο λόγο. Όχι μόνο γιατί η εδαφική της επικράτεια συρρικνώθηκε, αλλά και γιατί η νίκη τους επί των κοτζαμπάσηδων δεν μπορούσε να οδηγήσει στην καταστροφή τους. Ήταν αποφασιστική η νίκη τους επί των δυνάμεων που ήταν εναντίον του συγκεντρωτικού αστικού κράτους και υποστήριζαν τις τοπικές διοικήσεις, μέσω των οποίων ήλπιζαν ότι θα διατηρούσαν τα προνόμια που απολάμβαναν επί Τουρκοκρατίας. Η νικήτρια όμως αστική παράταξη γνώριζε ότι το ανεξάρτητο κράτος δεν θα μπορούσε να υπάρξει και να ευδοκιμήσει οικονομικά, αν καταστρέφονταν ολοκληρωτικά οι κοτζαμπάσηδες και ερήμωνε η καλλιεργούμενη γη απ’ τους εξαντλητικούς πολέμους, τις καταστροφές και τις απώλειες σ’ ανθρώπινες ζωές. Ζητούμενο για την αστική τάξη δεν ήταν η καταστροφή των κοτζαμπάσηδων με τη στρατιωτική κατάχρηση βίας ούτε η οικονομική εξάλειψή τους με τη διανομή της γης τους στους αγρότες, που πάγιο πόθο τους, στον οποίο δεν ανταποκρίθηκε όμως η αστική τάξη και μετά τη νίκη της Επανάστασης. Άμεσο ζητούμενο για την αστική τάξη δεν ήταν η συντριβή των αντιπάλων της, αλλά η κατοχύρωση των στρατηγικών επιλογών της σε συμμαχία με τους ηττημένους γαιοκτήμονες, σε κατώτερο όμως επίπεδο.

Βιβλιογραφία

Συλλογικό, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εκδ. Εκδοτική Αθηνών

Thomas Gallant, Νεότερη Ελλάδα, εκδ. Πεδίο

Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της Ελλάδας, εκδ. 20ός Αιώνας

George Finlay, Ιστορία της Eλληνικής Επανάστασης, εκδ. Ελληνικά Γράμματα

Δημήτρης Κατσορίδας, Πρώιμη εργατική τάξη κατά την Επανάσταση του 1821, εκδ. ΙΝΕ

Χρήστος Ρέππας, Διαφωτισμός και Επανάσταση, εκδ. ΚΨΜ

Γιάννης Μηλιός, Ιχνηλατώντας το έθνος, το κράτος και τη Μεγάλη Ιδέα, εκδ. Αλεξάνδρεια

E. J. Hobsbawm, Η εποχή των επαναστάσεων, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης

Γρηγόρης Δαφνής, Ιωάννης Καποδίστριας, εκδ. Κάκτος

Ιάκωβος Μιχαηλίδης, Εσωτερικές έριδες και διενέξεις στα χρόνια του αγώνα, εκδ. Μεταίχμιο

Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ, 1821, Η Επανάσταση και οι απαρχές του ελληνικού κράτους, εκδ. Σύγχρονη Εποχή

Βασίλης Κρεμμυδάς, Η Eλληνική Επανάσταση του 1821, εκδ. Gutenberg

Λύσσανδρος Παπανικολάου, Αθέατες πλευρές της νεοελληνικής ιστορίας, εκδ. Διογένης

Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, εκδ. Σφακιανάκης

Τάσος Βουρνάς, Αρματολοί και Κλέφτες, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις

Γιώργος Διζικιρίκης, Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός και το ευρωπαϊκό πνεύμα, εκδ. Φιλιππότης

Γιάννης Ζέβγος, Σύντομη μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας, εκδ. Τα Νέα Βιβλία

Διονύσιος Κόκκινος, Η ελληνική επανάσταση, εκδ. Μέλισσα

Κώστας Κωστής – Σωκράτης Πετμεζάς, Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τον 19ο αιώνα, εκδ. Αλεξάνδρεια

Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, εκδ. Μέλισσα

Εμμανουήλ Ξάνθος, Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας, Τυπογραφείο Α. Γκαρμπολά

Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του ελληνικού έθνους, εκδ. Μπούρας

Νίκος Σβορώνος, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, εκδ. Θεμέλιο

Λεωνίδας Στρίγκος, Η επανάσταση του Εικοσιένα, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις

Παύλος Πετρίδης, Νεοελληνική Πολιτική Ιστορία, εκδ. Παρατηρητής

Παναγιώτης Πιπινέλης, Πολιτική Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, εκδ. Αγών

Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων

Δημήτρης Φωτιάδης, Η επανάσταση του ́21, εκδ. Μέλισσα

Φώτιος Χρυσανθόπουλος, Βίοι Πελοποννησίων ανδρών, εκδ. Σταύρος Ανδρόπουλος

Νίκος Ψυρούκης, Το νεοελληνικό παροικιακό φαινόμενο, εκδ. Επικαιρότητα

Ελένη Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, Η γέννηση ενός έθνους-κράτους, ΣΚΑÏ βιβλίο

Σπύρος Ασδραχάς, Ελληνική κοινωνία και οικονομία τον ΙΗ’ και ΙΘ’ αιώνα, εκδ. Ερμής

Notes:
  1. 1. Στέφανος Παπαγεωργίου, Από το Γένος στο Έθνος, Αθήνα, 2004, εκδ. Παπαζήσης, σ. 159-160.
  2. 2. Νικόλαος Δραγούμης, Ιστορικαί Αναμνήσεις, Αθήνα 1874, σ. 29-30.
  3. 3. Ιάκωβος Μιχαηλίδης, Εσωτερικές έριδες και διένέξεις στα χρόνια του αγώνα, Αθήνα 2021, εκδ. Μεταίχμιο, σ. 27.
  4. 4. Oι φεουδάρχες, μουσουλμάνοι και χριστιανοί, ήταν νομείς μεγάλων εκτάσεων γης ή και ιδιοκτήτες της μεταγενέστερα. Οι φεουδάρχες, όπως και στα ευρωπαϊκά κράτη, μοιράζονταν την παραγωγή με τους καλλιεργητές, προσποριζόμενοι το μεγαλύτερο μέρος. Στο κτήμα εργάζονταν αγρότες προσκολλημένοι σ’ αυτό, που δεν μπορούσαν ν’ αλλάξουν επάγγελμα ή να εγκαταλείψουν το κτήμα. Εργάζονταν και αγρότες με καθεστώς μισθωτής εργασίας. Πηγή δύναμης για τους Έλληνες μεγαλογαιοκτήμονες ήταν και η ένταξή τους στο κατώτερο οθωμανικό διοικητικό σύστημα με κύριο καθήκον την προείσπραξη φόρων απ’ τους ραγιάδες και την προκαταβολή τους στους Οθωμανούς. Ο όρος «αστοποιημένοι» φεουδάρχες χρησιμοποιείται στη βιβλιογραφία, για να ορίσει μια μεταβατική κοινωνική κατηγορία: τους μεγαλογαιοκτήμονες που παράγουν εμπορεύσιμα αγαθά για την αγορά, ακόμα και τη διεθνή, και επενδύουν το εμπορικό τους κεφάλαιο σε επιχειρηματικές δραστηριότητες, στην ενίσχυση της εμπορικής τους δραστηριότητας, αλλά και σε άλλες δραστηριότητες, τραπεζικές, ναυτιλιακές, βιοτεχνικές, κ.ά. Βλ. σχετικά: Αθαν. Φωτόπουλος, Οι κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου κατά τη δεύτερη Τουρκοκρατία, ΕΚΠΑ, Αθήνα 1995.
  5. 5. Aπό αναφορά αξιωματούχου του ελληνικού κράτους, όπως παρατίθεται στο Τάκης Σταματόπουλος, Ο εσωτερικός αγώνας πριν και κατά την Επανάσταση του 1821, Αθήνα 1978, εκδ. Κάλβος, σ. 102.
  6. 6. Καρλ Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία 18481850, σ. 65, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2012.
  7. 7. Αντώνιος Λιγνός, Αρχείο Λαζάρου και Γεωργίου Κουντουριώτου, τομ.1, σελ. 26, εκδ. Π.Δ. Σακελλαρίου, Αθήνα 1920.
  8. 8. Εμμανουήλ Ξάνθος, Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας, σελ. 163, εκδ. Α. Γαρμπολά, Αθήνα 1845.
  9. 9. Νικ. Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα 1821-1843, τόμ. Α’, σελ. 523, εκδ. Γραμματεία Επικρατείας, 1972.
  10. 10. Ελένη Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, 1821, Η γέννηση ενός έθνους-κράτους, τόμ. Α’, σ. 43, εκδ. ΣΚΑÏ Βιβλίο, Αθήνα, 2010.
  11. 11. Αντώνιος Λιγνός, Αρχείο Λαζάρου και Γεωργίου Κουντουριώτου 1821-1832, τόμ. 2, σ. 49
  12. 12. Αντώνιος Λιγνός, Αρχείο Λαζάρου και Γεωργίου Κουντουριώτου 1821-1832, τόμ. 2, σ. 91
  13. 13. Νικ. Σπηλιάδης, ό.π., τόμ. Α’, σ. 584-586
  14. 14. Τζορτζ Φίνλεϊ, Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, τόμ. 1, Αθήνα, 2008.
  15. 15. Ιστορικόν Αρχείον του στρατηγού Ανδρέα Λόντου, τόμ. 2, σελ. 129, Αθήνα.
  16. 16. Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, τόμ. 4, σελ. 348-349, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1968.
  17. 17. Γουσταύος Χέρτσβεργ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. 2, Αθήνα, 1916.
  18. 18. Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. Γ’, σ. 131, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 2007.
  19. 19. Τζορτζ Φίνλεϊ, ό.π., σ. 382.
  20. 20. Αθηναϊκόν Αρχείον, σ. 386-387.