Η Μέση Ανατολή, ο Καύκασος, η Κασπία, τα Βαλκάνια και η Ανατολική Μεσόγειος αποτελούν κορυφαίες «περιοχές αστάθειας» όπου παίχτηκαν και παίζονται τα σενάρια ανελέητων ανταγωνισμών και πολεμικών συγκρούσεων, με θύματα τους λαούς και έπαθλο τα κέρδη, τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών και δρόμων, των αγορών και των ζωνών επιρροής.

Η τούρκικη ολιγαρχία σε αυτή την περιοχή παίζει πλέον δεσπόζοντα ρόλο. Η περίοδος που η Τουρκία αντιμετώπιζε οξυμένα και αλλεπάλληλα εσωτερικά πολιτικά προβλήματα που την οδηγούσαν σε συνεχείς αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό και παρεμβάσεις του στρατού (τέσσερα πραξικοπήματα σε 37 χρόνια 1960, το 1971, το 1980 και το 1997) τέλειωσε ήδη με το τέλος του 20ού αιώνα. Η περίοδος άλλαξε. Αλλά η ιδιότυπη συνύπαρξη και ανταγωνισμός ανάμεσα στον κεμαλικό «εκσυγχρονισμό» και τον ανερχόμενο ισλαμικό εθνικισμό συνεχίζεται με ισχυρότερη πλέον τη νεοανερχόμενη ισλαμική τουρκική αστική τάξη. Η αναπτυσσόμενη τουρκική οικονομία αναδεικνύεται πλέον σε μια από τις 20 μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο. Το ΑΕΠ της το 2017 ήταν σε τρέχουσες τιμές 850,7 δισ., το 16ο στο κόσμο, τέσσερις και κάτι φορές πάνω από το ελληνικό. Ο πληθυσμός της ανέρχεται στα 80 εκατομμύρια με πρόβλεψη τα 110 εκατομμύρια ώς το 2030.

Η Τουρκία αναρριχάται στην όγδοη θέση από πλευράς στρατιωτικής ισχύος, μετά τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, την Κίνα, την Ινδία, τη Γαλλία, τη Μ. Βρετανία και την Ιαπωνία. Αλλά ο δείκτης στρατιωτικής ισχύος (Power Index), σύμφωνα με τα διεθνή στάνταρ, ορίζεται με το συνυπολογισμό των πλουτοπαραγωγικών πηγών, της βιομηχανίας, του μεγέθους του στρατού, του γεωγραφικού παράγοντα, καθώς και του μεγέθους του πληθυσμού.

Έχει ανεπτυγμένη αυτοκινητοβιομηχανία, πολεμική βιομηχανία και βιομηχανία γενικότερα, υπηρεσίες, ισχυρό τουρισμό, υπολογίσιμο ορυκτό πλούτο. Ο όγκος εξωτερικού εμπορίου κατά την τελευταία δεκαπενταετία αυξάνεται από τα 82 στα 400 δισεκατομμύρια δολάρια, με στόχο τα 500 δισεκατομμύρια ώς το 2023, την 100η επέτειο ίδρυσης της. Είναι μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, του ΝΑΤΟ , του ΟΟΣΑ, του ΟΑ ΣΕ και του G20. Η θέση και η ισχύς της την καθιστούν σημαντικό ενδιάμεσο σταθμό στο σύγχρονο κινέζικο δρόμο του μεταξιού από το Πεκίνο στην καρδιά της Ευρώπης, γεγονός που την ωθεί αντικειμενικά σε ειδικές σχέσεις με την Κίνα.

Η ανάπτυξη, που συντελέσθηκε τα τελευταία 20 χρόνια, την καθιστά ανεπτυγμένη καπιταλιστική χώρα ανώτερου πλέον επιπέδου που προωθεί τη δική της μεγάλη οικονομική και γεωπολιτική ιδέα. Γι’ αυτό και αναπτύσσει ειδικές σχέσεις με όλες τις τουρκόφωνες χώρες γύρω από την πετρελαιοφόρα περιοχή της Κασπίας (Αζερμπαϊτζάν, Καζαχστάν. Τουρκμενιστάν, Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν) και συμμετέχει πρωταγωνιστικά στο Συμβούλιο Συνεργασίας Τουρκόφωνων Κρατών. Στην ουσία αναβαθμίζει διαρκώς τον γεωπολιτικό ρόλο της στις παραπάνω περιοχές επιχειρώντας την ανάδειξή της σε μεγάλη περιφερειακή δύναμη, ισότιμη σχεδόν συνομιλήτρια των ηγεμονικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Το ΑΚΡ και ο Ερντογάν εκφράζουν αυτήν ακριβώς την τάση επέκτασης και ανάπτυξης του τούρκικου καπιταλισμού. Εξού και το άνοιγμα προς την Αφρική την περίοδο 2003-2017 κατά την οποία ο Ερντογάν επισκέφθηκε 28 αφρικάνικες χώρες, εξαπλασίασε τις τούρκικες επενδύσεις, άνοιξε επιπλέον 29 πρεσβείες.

Ανάλογη είναι και η πολιτική στην ανατολική Μεσόγειο. Σύμφωνα με δημόσια δήλωση του Ερντογάν στις 12 του τρέχοντος Σεπτέμβρη, «η Τουρκία κάνει τις δικές της αξιολογήσεις» και για την περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Έκανε λόγο για ενεργειακά αποθέματα 2-3 τρισ. δολαρίων διεκδικώντας μερτικό και αποκαλύπτοντας πώς «ΗΠΑ, Ισραήλ και Γαλλία παίζουν τα παιχνίδια τους στην περιοχή». «Γνωρίζετε, υπογράμμισε στην ίδια συνέντευξη, ότι η Ρωσία έχει πέντε βάσεις στη Συρία στη δυτική πλευρά. Επιπλέον έχει πλοία στη Μεσόγειο. Η άσκηση που θα κάνουν με τη Κίνα είναι πολύ μεγάλη», ανέφερε. Οι αντιθέσεις λοιπόν ενισχύονται και γιγαντώνονται.

Φυσικά, οι ΗΠΑ είναι πολύ μακριά για να είναι κυρίαρχες σε αυτή την περιοχή αλλά είναι πολύ ισχυρές για να μην εμπλακούν ηγεμονικά. Εξάλλου οι βλέψεις της στην ευρύτερη περιοχή διατυπώθηκαν από το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Σταθερά επιδιώκουν να περιορίζουν την Τουρκία (και το Ιράν) σε ρόλο περιφερειακής δύναμης περιορισμένης ισχύος σε μια περιοχή που δεν περικλείει μόνο τα μεγαλύτερα κοιτάσματα πετρελαίου και αερίου στον κόσμο αλλά είναι δίπλα –με ό,τι αυτό δυνητικά συνεπάγεται– στους μεγαλύτερους παγκόσμιους «παίκτες», την Κίνα, τη Ρωσία και την Ινδία. Η επεκτατική αναζήτηση ζωτικού χώρου από την Τουρκία, με ισχυρό το οικονομικο-κοινωνικό υπόβαθρο και ισχυρά τα γεωστρατηγικά ερείσματα, βρίσκει τις ΗΠΑ απέναντι.

Με αναμφισβήτητη τη στρατιωτική τους ηγεμονία, διά της κυβέρνησης Τραμπ, αλλάζουν το δόγμα Ομπάμα περί μείωσης του στρατού και κάνουν ρελάνς με αύξηση των στρατιωτικών δαπανών και δυνάμεων, ενίσχυση της στρατιωτικής και διπλωματικής επιθετικότητας. Επιβάλλουν διά του Ιράν (410 δισ. δολ. ΑΕΠ, τέταρτη μεγαλύτερη πετρελαιοπαραγωγός χώρα παγκοσμίως) παγκόσμιες κυρώσεις, τις «πιο σκληρές κυρώσεις που έχουν επιβληθεί ποτέ» στο πλαίσιο της νεοδεξιάς διπλωματικής αρχής της «διπλωματίας κυρίαρχων σύμμαχων κρατών».

«Όποιος κάνει μπίζνες με το Ιράν δεν θα κάνει μπίζνες με τις Ηνωμένες Πολιτείες», αυτό είναι το αμερικάνικο δόγμα. Όπως όμως προκύπτει από επίσημα στοιχεία του τουρκικού υπουργείου Οικονομικών, οι εμπορικές συναλλαγές Τουρκίας-Ιράν, μετά την πτωτική τάση που είχαν από το 2012 ώς το 2017 –όταν από τα 22 δισ. έπεσαν στα 10,7 δισ. δολάρια– αναμένεται να εκτοξευτούν στα 30 δισ. δολάρια ετησίως, 300% πάνω από τα ισχύοντα! Εκτόξευση που σχεδιάστηκε κατά την τελευταία επίσκεψη Ερντογάν.

Η πολιτική Τράμπ στρέφεται, επομένως, ευθέως ενάντια στα άμεσα συμφέροντα της τούρκικης ολιγαρχίας. Πολύ περισσότερο μάλιστα που οι κυρώσεις στο χάλυβα και στο αλουμίνιο πλήττουν καίρια τις τούρκικες εξαγωγές, τις πέμπτες στην παγκόσμια κατάταξη των εξαγωγέων στις ΗΠΑ.

Είναι φανερό πως μια τέτοια πολιτική δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από την κυβέρνηση του ΑΚΡ. Η Τουρκία, λοιπόν, ή θα αναπτυχθεί ή θα περιοριστεί.

Η σχεδιαζόμενη από τις ΗΠΑ κυρίως καταδίκη της αιωνίως σε περιφερειακή δύναμη προωθείται από ένα συνδυασμό οικονομικών κυρώσεων και εδαφικών ανακατατάξεων. Η περιοριστική πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στην Τουρκία ασκείται και μέσω του Κουρδικού Ζητήματος (η Ρωσία και η Κίνα την αφήνουν να εξελίσσεται δίχως να την ευνοούν ανοιχτά).

Σε αυτό το φόντο διαμορφώνεται ένα νέο πλαίσιο συνύπαρξης και συγκρούσεων του τουρκικού και αμερικάνικου ανταγωνισμού που έχει στρατηγικό χαρακτήρα, ανεξάρτητα από τις εκάστοτε διακυμάνσεις στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις.

Γι’ αυτό και οι συγκρούσεις αποκτούν γενικευμένο χαρακτήρα, από την αγορά από την Τουρκία πυραύλων S-400 από τη Ρωσία ώς το ζήτημα του Γκιουλέν και το Κουρδικό Ζήτημα. Εκδηλώνονται με σκληρές δηλώσεις που φτάνουν ώς την απειλή πολέμου (Μ. Γιλντιρίμ), καταγγελίες περί ανεφοδιασμού των μαχητικών των πραξικοπηματιών Γκιουλέν από τη βάση του Ιντσιρλίκ και ενεργού ανάμειξης των ΗΠΑ. Εκδηλώνονται επίσης με μια «πολυδιάστατη» εξοπλιστική πολιτική – αγορά ρωσικών αντιπυραυλικών-αντιαεροπορικών συστημάτων S400 και αγνόηση των αμερικανικών προειδοποιήσεων γι’ αυτήν. «Έχουμε συνάψει συμφωνία με τη Ρωσία για τους S-400, και κάποιοι ανησυχούν γι’ αυτό. Λυπάμαι, αλλά δεν πρόκειται να ζητήσουμε από κανέναν την άδεια», δήλωσε ο Ερντογάν στις 2 Σεπτεμβρίου.

Εκδηλώνονται με την αντιμετώπιση οποιασδήποτε προσέγγισης ΗΠΑ-Κούρδων ως αιτία οξύτατης εξέτασης αντιπαράθεσης. Γι’ αυτό και η στενή συνεργασία των ΗΠΑ με τις συριακές, κουρδικές Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG) που δρουν ως παρακλάδι (κατά την Τουρκία) του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK) στην επαρχία Ιντλίμπ, στα συριοτουρκικά σύνορα, έχει προκαλέσει την οργή της Τουρκίας. Εκδηλώνονται, τέλος, με τη μεταφορά στις αρχές του 2018 περίπου 30 τόννων τουρκικού χρυσού από τα θησαυροφυλάκια της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας Federal Reserve στην Τράπεζα της Αγγλίας και στην Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS) και την εκπόνηση μελέτης για την προώθηση ενός νέου οικονομικού μοντέλου κατά τον Τούρκο ΥΠΟΙΚ μετά την πτώση-ρεκόρ της τούρκικης λίρας έως και 20% έναντι του δολαρίου.

Οι ΗΠΑ μπροστά σε αυτή τη γενικευμένη όξυνση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων και συμφερόντων φαίνεται πως σχεδιάζουν την απαγκίστρωσή τους από την Τουρκία σε ό,τι αφορά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Όπως αποκαλύπτει η καλά ενημερωμένη εφημερίδα Wall Street Journal, έχουν ήδη ξεκινήσει οι συζητήσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Ελλάδας για περαιτέρω χρήση από τους Αμερικανούς αεροπορικών και ναυτικών βάσεων. Οι σκληροί αυτοί ανταγωνισμοί απαιτούν την ακόμη πιο βαθιά εκμετάλλευση και ενσωμάτωση του τουρκικού λαού και των λαών της περιοχής. Γεγονός που με τη σειρά του γεννά εσωτερικούς τριγμούς και αντιθέσεις και απαιτήσεις ποιότητας στην άσκηση μιας εργατικής και κατεξοχήν διεθνιστικής πολιτικής από τις δυνάμεις της μαχόμενης Αριστεράς στην ευρύτερη περιοχή.