Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μαζί με την ΕΕ πανηγύρισε τον Αύγουστο 2018 την έστω και καθυστερημένη έξοδο από τα Μνημόνια. Βέβαια, τα κίνητρα του καθενός διαφέρουν. Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να διασωθεί εκλογικά προβάλλοντας ότι είναι καλύτερος και πιο φιλολαϊκός διαχειριστής του αντιλαϊκού προγράμματος προσαρμογής. Η ΕΕ θέλει να δείξει ότι η κρίση της έχει ξεπεραστεί. Και από δίπλα οι ΗΠΑ, μέσω του ΔΝΤ, υποστηρίζουν μεν εξόφθαλμα την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αφετέρου θέλουν να διατηρήσουν την πίεση στην ΕΕ και γι’ αυτό ενώ δεν αμφισβητούν φωναχτά την έξοδο, ταυτόχρονα δηλώνουν ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο.

Πίσω από αυτό το θέατρο των συστημικών κέντρων κρύβεται μία πολύ πιο ζοφερή πραγματικότητα. Κατ’ αρχήν, τα μνημόνια είναι τμήμα των Προγραμμάτων Οικονομικής Προσαρμογής (ΠΟΠ) της τρόικα για την Ελλάδα. Ο ρητός στόχος τους –γιατί υπάρχουν και υπόρρητοι– είναι η εξασφάλιση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το ελληνικό κράτος θα μπορεί να δανείζεται από τις διεθνείς ιδιωτικές αγορές. Η στοχοθεσία αυτή προκύπτει από μία εσφαλμένη και υποκριτική ταυτόχρονα ορθόδοξη ερμηνεία της ελληνικής κρίσης. Τα ΠΟΠ παρέχουν κρατικά δάνεια (της ΕΕ και του ΔΝΤ) έναντι δεσμεύσεων της Ελλάδας (μνημόνια) για δημοσιονομικές περικοπές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Τα δάνεια δίνονται για την αποτροπή της χρεοκοπίας, ενώ οι δεσμεύσεις υποτίθεται ότι στοχεύουν στη δημοσιονομική εξυγίανση και στη διασφάλιση τόσο της αποπληρωμής των δανείων όσο και της επιστροφής στη φυσιολογική χρηματοδότηση από τις διεθνείς αγορές (βιωσιμότητα του χρέους). Τα δάνεια δίνονται τμηματικά (για να εκβιαστεί η εφαρμογή των μνημονιακών δεσμεύσεων) και για ένα χρονικό διάστημα που θεωρείται ότι έχει εξασφαλιστεί η δημοσιονομική ισορροπία και το δημόσιο χρέος μπαίνει σε τροχιά μείωσης. Αυτό θεωρείται και το αναγκαίο και ικανό σήμα προς τις ιδιωτικές διεθνείς αγορές, έτσι ώστε να εμπιστευτούν ξανά την Ελλάδα.

Η λογική των ΠΟΠ, που απηχεί τα κυρίαρχα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, έχει θεμελιώδη προβλήματα. Όπως εύστοχα υποδεικνύουν οι μαρξιστικές αναλύσεις, δεν αντιμετωπίζουν ουσιαστικά το θεμελιακό αίτιο της ελληνικής κρίσης δηλαδή το αποτυχημένο παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Όπως έχει διεξοδικά αναλυθεί, το τελευταίο οικοδομήθηκε μέσω της ένταξης της χώρας στην ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική ενοποίηση και, φυσικά, τα ΠΟΠ δεν σκοπεύουν να το αλλάξουν, αλλά απλά να τροποποιήσουν δευτερεύουσες πλευρές του.

Πέραν όμως της προβληματικής λογικής τους, τα ΠΟΠ αποτυγχάνουν συστηματικά και σε σχέση με τους ίδιους τους στόχους του, όπως αποδεικνύουν οι πολλαπλοί εκτροχιασμοί τους μέχρι σήμερα και οι συνακόλουθες τροποποιήσεις και επεκτάσεις τους τόσο χρονικά όσο και σε δανειακά κεφάλαια και δημοσιονομικά και διαρθρωτικά μέτρα. Αυτό που πανηγυρίζεται σήμερα από το σύνολο σχεδόν των συστημικών κέντρων είναι ότι μετά από πολλαπλές αποτυχίες δεν χρειάζεται άλλο ένα ΠΟΠ σήμερα και συνεπώς η εφαρμογή των προηγούμενων προχωρά απρόσκοπτα. Βέβαια, πίσω από τις θριαμβολογίες κρύβεται πάντα ο φόβος ότι για άλλη μια φορά θα πέσουν έξω. Έτσι, αρχικά συζητήθηκε η προληπτική πιστωτική γραμμή (ECCL) και στη συνέχεια επιλέχθηκε η δημιουργία ενός «μαξιλαριού» ρευστότητας (από ευρωπαϊκά δάνεια και περιστασιακές και «τεχνητές» εκδόσεις ελληνικών χρεογράφων) που υποτίθεται ότι εξασφαλίζει τη χρηματοδότηση της Ελλάδας μέχρι το 2020. Φυσικά πρόκειται για καθαρή υποκρισία καθώς στην περίοδο αυτή η εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους είναι σχετικά εύκολη. Όμως, δεν προβλέπεται τίποτα για τη μετέπειτα περίοδο που το κόστος της εξυπηρέτησης εκτινάσσεται στα ύψη. Γι’ αυτό και οι έξοδοι του ελληνικού δημοσίου σε διεθνή δανεισμό (ξεκινώντας από την κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και συνεχίζοντας με τους ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛΛ) –που είναι εν πολλοίς «στημένες» από την ΕΕ– είναι μεμονωμένες, με ακριβά επιτόκια και χωρίς να ξεπερνούν τον προαναφερθέντα χρονικό ορίζοντα. Συνεπώς, ούτε καν η εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους δεν είναι απολύτως εξασφαλισμένη.

Αλλά και η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους δεν έχει εξασφαλιστεί. Στο σημείο αυτό το ΔΝΤ και η ΕΕ κάνουν ένα κουτοπόνηρο κόλπο. Έχουν τροποποιήσει τον κλασικό ορισμό της βιωσιμότητας του χρέους (που προβλέπει την αποπληρωμή τουλάχιστον αυτού που θεωρείται το υπερβολικό τμήμα του) και χρησιμοποιούν παράλληλα έναν δεύτερο ορισμό που θεωρεί βιώσιμο το χρέος που η εξυπηρέτησή του μπορεί να προχωρά ομαλά για μια περίοδο. Με βάση την υποκρισία αυτή το μεν ΔΝΤ (ακολουθώντας μία πιο αυστηρή μεθοδολογία) δηλώνει ότι το ελληνικό χρέος είναι μεσοπρόθεσμα βιώσιμο (εξυπηρετήσιμο) αλλά εντέλει μη βιώσιμο. Η δε ΕΕ, με την ως συνήθως ακόμη πιο διάτρητη μεθοδολογία της, εξαγγέλλει την πλήρη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Η δε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τρέχει σαν καταϊδρωμένος σκύλος πίσω από τα αφεντικά του ολολύζοντας προπαγανδιστικές ασυναρτησίες. Στην πράξη, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ αντί να έχει μειωθεί στα οκτώ χρόνια των ΠΟΠ έχει εκτιναχθεί στα ύψη (από περίπου 129% το 2009 σε περίπου 180% σήμερα) και οι προσδοκίες για αποκλιμάκωση του βασίζονται σε εξαιρετικά εξωπραγματικές υποθέσεις (παράλογα παρατεταμένοι και υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης, πρωτογενών πλεονασμάτων κ.λπ.).

Όσον αφορά την πραγματική διάσταση και τα θεμελιώδη αίτια της ελληνικής κρίσης – όπως έχει δειχθεί και προηγουμένως– τίποτα ουσιαστικό δεν έχει αλλάξει. Παρά τη βάρβαρη αφαίμαξη της εργατικής τάξης η καπιταλιστική κερδοφορία δεν επανακάμπτει σοβαρά καθώς το σύστημα φοβάται να «εξοντώσει» τμήματά του (δηλαδή να χρεοκοπήσει μη κερδοφόρες επιχειρήσεις). Ένδειξη αυτής της αδυναμίας αποτελεί η υστέρηση των επενδύσεων. Χαρακτηριστικά, ενώ το μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής στρατηγικής προβλέπει αύξηση 11,1% για το 2018, για δύο συνεχόμενα τρίμηνα υπάρχει εντυπωσιακή υποχώρηση (Ιανουάριος-Μάρτιος -10,3%, Απρίλιος-Ιούνιος -5,4%). Οι μόνες επενδύσεις που γίνονται είναι είτε σκανδαλώδεις ιδιωτικοποιήσεις (σε κραυγαλέα χαριστικές αποτιμήσεις) είτε επενδύσεις στον τουρισμό (που εξελίσσεται προοπτικά σε νέο «δράκο» της οικονομίας με άθλιες επιδόσεις στην απασχόληση, πρόκληση υψηλών εισαγωγών και επικίνδυνες περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις).

Επιπρόσθετα, οι επαγγελλόμενοι «από μηχανής θεοί» της αύξησης των ξένων επενδύσεων και των εξαγωγών εξακολουθούν να μην λειτουργούν. Οι ξένες επενδύσεις είναι περιορισμένες, αφορούν κυρίως σκανδαλώδεις ιδιωτικοποιήσεις και χρηματοδοτούνται εν πολλοίς με ελληνικό τραπεζικό δανεισμό (βλέπε επένδυση Fraport, εξαγορά Hilton κ.λπ.). Δηλαδή οι ξένοι επενδυτές έμαθαν να κάνουν δουλειές όπως και τα ελληνικά τρωκτικά, δηλαδή με ελάχιστα ίδια κεφάλαια και με θαλασσοδάνεια. Αντίστοιχα, οι εξαγωγές παρά την τεράστια μείωση των μισθών καρκινοβατούν επίσης καθώς, παρά τις ορθόδοξες υποκριτικές σοφιστείες, δεν εξαρτώνται κυρίως από το μισθολογικό κόστος και επιπλέον οι Έλληνες καπιταλιστές απλά αύξησαν το περιθώριο κέρδους τους (τσεπώνοντας τη μισθολογική μείωση).

Συνεπώς, το ελληνικό ηφαίστειο παραμένει πάντα ενεργό. Τα ΠΟΠ δεν έχουν επιτύχει αλλά ούτε καν ολοκληρωθεί αφού ο στόχος τους παραμένει ανεκπλήρωτος. Η ΕΕ απλά σπρώχνει τα προβλήματα παρακάτω ελπίζοντας σε κάποιες ευνοϊκές μελλοντικές συγκυρίες. Οι δε ΗΠΑ επωφελούνται να ενισχύσουν τις οικονομικές και πολιτικές θέσεις τους στην Ελλάδα και ταυτόχρονα πιέζουν σε επιμέρους ζητήματα την ΕΕ. Η ελληνική αστική τάξη, ανήμπορη για οποιαδήποτε αυτόνομη κίνηση, απλά επιδιώκει να διασώσει το τομάρι της μεταφέροντας τα βάρη στην πλάτη των εργαζόμενων και των μεσαίων στρωμάτων. Οι πολιτικοί διαχειριστές της –ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ– κοκκορομαχούν για τριτεύοντα ζητήματα επιδιώκοντας την πολιτική επιβίωση και την κυβερνητική εξουσία. Στην ουσία, όμως, είναι απλά διαχειριστές των επιταγών των ΠΟΠ με ελάχιστους βαθμούς ελευθερίας. Χαρακτηριστικά, οι θριαμβολογίες του ΣΥΡΙΖΑ περί εξόδου από την επιτροπεία και «δημοσιονομικού χώρου» διαψεύστηκαν άμεσα και σκαιά από τους ξένους πάτρωνες. Το ιστορικό ζητούμενο είναι τι θα κάνει η Αριστερά και ο κόσμος της εργασίας σ’ αυτή τη δίσεκτη ιστορική περίοδο.