Ας ξεκινήσουμε με μια παραδοχή που αποτελεί αναντίρρητη αλήθεια: για την αστική σκέψη και τις παραλλαγές της, πάντοτε η καπιταλιστική πραγματικότητα, αυτός ο αντεστραμμένος κόσμος του κεφαλαίου, αποτελούσε τον καλύτερο δυνατό κόσμο. Είναι δεδομένο, λοιπόν, ότι κάθε ριζοσπαστική κριτική του υπάρχοντος διαχρονικά απορρίπτεται, χλευάζεται και συκοφαντείται από την αστική σκέψη ως υπερβολικά ιδεολογική, παρωχημένη και άσχετη με την πραγματικότητα ή/και ως θεωρητική εκδοχή ενός αντιδημοκρατικού ολοκληρωτισμού.
Ωστόσο, ο τρόπος απόρριψης της κριτικής στον «όμορφο» αστικό κόσμο, αλλάζει ανάλογα με την εποχή, τους κοινωνικούς συσχετισμούς και τη στιγμή της κοινωνικής αναπαραγωγής.
Τις «παλιές καλές» εποχές της μεταπολεμικής ανάπτυξης και ενός δεδομένου κοινωνικού συμβολαίου (τουλάχιστον στον λεγόμενο Πρώτο Κόσμο), η αστική σκέψη, αντανακλώντας ένα αγοραίο πνεύμα ευμάρειας και κοινωνικής συναίνεσης, έμοιαζε πρόθυμη να αποδεχτεί μια «καλόπιστη» κριτική σε κάποιες επιμέρους πτυχές του καπιταλιστικού πολιτισμού. Ίσως γιατί μεθυσμένη από το όπιο της ανάπτυξης, θεωρούσε ότι κάθε κριτική μπορεί να αφομοιωθεί εύκολα. Η «μεγαλοψυχία» αυτή της αστικής σκέψης,, παρά την υποκρισία της επέτρεπε μια διεξαγωγή, στην επίσημη δημόσια σφαίρα, ιδεολογικής αντιπαράθεσης, εφόσον βεβαίως και οι αντίπαλες απόψεις αποδέχονταν το στάτους κβο.
Την εποχή της ανάπτυξης, οι καπιταλιστικές σχέσεις αναπαράγονται ομαλά, σχεδόν σαν «φυσική κατάσταση», οπότε η μαρξιστική σκέψη πρέπει να εισχωρήσει σε βάθος για να αναδείξει τις υπαρκτές αντιθέσεις και αντιφάσεις, παραμένοντας καταδικασμένη στο να μη βρίσκει ποτέ ευρύτερα ακροατήρια εφόσον η τρέχουσα συνείδηση δεν αντιλαμβάνεται ποτέ την κρίση πριν αυτή επηρεάσει άμεσα την κοινωνική ζωή.
Σε εποχές δομικής κρίσης όμως, όταν δηλαδή δεν χρειάζεται το νυστέρι της κριτικής να αποκαλύψει τη βαρβαρότητα και την παρακμή της αστικής κοινωνίας γιατί αυτές αποτελούν αυτούσια την κοινωνική πραγματικότητα, όταν καταρρέουν οι αστικές βεβαιότητες και η καπιταλιστική αναπαραγωγή γίνεται αβάστακτη για εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους, η αστική σκέψη χάνει τη «δημοκρατική μεγαλοψυχία» της. Απορρίπτει οποιαδήποτε αντιπαράθεση στο πεδίο της θεωρίας και είτε σχετικοποιεί στη βάση της ισχύος την πραγματικότητα (υπάρχουν μόνο αφηγήσεις και όχι αλήθεια), είτε καταδικάζει μετά βδελυγμίας κάθε υπόνοια κριτικής ως παράλογη επιβάλλοντας το μονοπώλιο της ιδεολογικής κυριαρχίας της.
Από τα στόματα της οκνηρής αστικής διανόησης επαναλαμβάνεται μονότονα η ίδια φράση/ύμνος στον καπιταλιστικό πολιτισμό: «αυτός ο κόσμος είναι ο καλύτερος δυνατός κόσμος, εδώ ολοκληρώνεται η ιστορία», ύμνος που συμπυκνώνεται στην προσταγή: επιτέλους σκασμός οι ρήτορες πολύ μιλήσανε11aaa.
Οι αναταράξεις στην παγκόσμια οικονομία, κυρίως από τις αρχές του 201612Στίχος του Κώστα Τριπολίτη και μετά, αποτελούν τους σπασμούς, τις ωδίνες και προεικονίζουν, ως το πιθανότερο ενδεχόμενο, την υποτροπή της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης.
Σε εποχές κρίσης, η αστική σκέψη διεκδικεί με κάθε μέσο την επιβολή ενός διαρκούς μονολόγου, μιας επίπλαστης πραγματικότητας, συμπιέζοντας ασφυκτικά το όριο της πολιτικής και θεωρητικής κριτικής.
Η κρίση/πανδημία του κορονοϊού ως κατεξοχήν έκφραση νοσηρότητας του καπιταλιστικού συστήματος και του σύγχρονου πολιτισμού/τρόπου ζωής, ως καταλύτης ριζικών μετασχηματισμών/αναδιάρθρωσεων αποτελεί μια τέτοια ενδιαφέρουσα και επώδυνη εποχή: θέτει επί τάπητος την αναγκαιότητα τεκμηριωμένης, σαρωτικής και ολιστικής κριτικής που εκκινώντας από μαρξιστικές επιστημολογικές παραδοχές δεν φοβάται να αναμετρηθεί με τις καινούργιες θύελλες του καιρού μας.
Ως Τετράδια Μαρξισμού αντιλαμβανόμαστε την πολυπλοκότητα των διαδικασιών που συμπυκνώνει η πανδημία και την αναγκαιότητα του σύγχρονου μαρξισμού να συναρθρώσει τις επιμέρους πτυχές της (οικονομική-υγειονομική κρίση, αναδιαρθρώσεις, νέα μοντέλα ελέγχου και πειθάρχησης) σε ένα συνεκτικό πλαίσιο, πέρα από ανορθολογικές προσεγγίσεις, αναγωγισμούς αλλά και μεταμοντέρνες θεωρήσεις.
Κρίνουμε ότι στα ταραγμένα αχαρτογράφητα νερά του παρόντος, η επίμονη αναζήτηση της υλικότητας της πανδημίας ως φαινομένου με σαφή κοινωνικά αίτια και η ανάδειξη των υλικών συμφερόντων ενάντια σε κάθε αφηρημένη υπερταξική ερμηνεία της αποτελούν την πυξίδα που θα μας επιτρέψει να διακρίνουμε (ή έστω να προσπαθήσουμε να διακρίνουμε) το δομικό από το συγκυριακό, το αληθές από το κατασκευασμένο, το πραγματικό από τη θεαματική αναπαράστασή του.
Σε συνθήκες καταιγιστικής εναλλαγής πληροφοριών, φόβου και αποκοινωνικοποίησης όσες δυσκολίες και αν συναντά το εγχείρημα μιας συγκροτημένης και ουσιαστικής κατανόησης της μεταβαλλόμενης πραγματικότητας αποτελεί τον μόνο τρόπο να υπερβούμε τη μερικότητα και την προχειρότητα των κυρίαρχων αναλύσεων, ώστε να ενισχύσουμε το όπλο της κριτικής, που είναι πιο αναγκαίο από ποτέ. Σε αυτή τη λογική εντάσσεται το παρόν τεύχος.
Η υλικότητα της πανδημίας ή ο κορονοϊός ως νόσος του καπιταλιστικού πολιτισμού
Ο σύγχρονος μαρξισμός δεν λησμονεί το καθήκον του: οφείλει να αναζητά την υλικότητα των κοινωνικών φαινομένων/σχέσεων, να αναστοχάζεται για τα μεθοδολογικά εργαλεία του και να επεκτείνει ακούραστα την κριτική του σε κάθε πτυχή του υπάρχοντος. Η συσχέτιση της υλικής/ταξικής βάσης της πραγματικότητας με τη θεωρητική ανάλυσή της δεν αποτελεί απλώς μια επιστημολογική παραδοχή που οριοθετεί τον μαρξισμό από άλλες, ακόμα και αντικαπιταλιστικές, προσεγγίσεις. Η ανάδειξη της υλικότητας των κοινωνικών εξελίξεων επιτρέπει μια συνολική πρόσληψη των τάσεων της πραγματικότητας, αποτελώντας το υπόβαθρο για τη χάραξη κάθε επαναστατικής στρατηγικής που δεν εκφυλίζεται σε άσφαιρη ρητορική.
Η υλικότητα της πανδημίας σημαίνει πρωτίστως ότι αντιλαμβανόμαστε τον κορονοϊό ως εγγενές σύμπτωμα της νοσηρότητας του καπιταλιστικου πολιτισμού. Συνεπώς, παρά την αυτονομία του φαινομένου και τις σημαντικότατες ιατρικές πτυχές του, είτε αποτελεί αιτία ή αφορμή της νέας φάσης της οικονομικής κρίσης, οι ρίζες της πανδημίας οφείλουν να αναζητηθούν στην υλικότητα της κοινωνικής αναπαραγωγής.
Πιο συγκεκριμένα, η συσχέτιση ανάμεσα στην πανδημία και τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του σύγχρονου πολιτισμού της αστικής κοινωνίας πιστοποιεί το κοινωνικό υπόβαθρο των ασθενειών εν γένει, άρα και του κορονοϊού. Η αστικοποίηση, η υπερεκμετάλλευση της φύσης, η επιβολή ενός τρόπου ζωής που εξασθενίζει το ανοσοποιητικό, η αλλοτρίωση της κατανάλωσης και της κατοχής εμπορευμάτων, η απουσία υπαρξιακού νοήματος και ουσιαστικής επικοινωνίας με νοσηρές συνέπειες στον ανθρώπινο ψυχισμό, αποτελούν τις πιο λαμπρές αξίες της αστικής κοινωνίας και σημάδια ότι αυτή νοσεί.
Η πανδημία, εφόσον προσεγγιστεί στο πλαίσιο της διαλεκτικής τυχαίου-αναγκαίου, δεν ισοδυναμεί με τυχαίο γεγονός, ξεκομμένο από τον ίδιο τον τρόπο παραγωγής, που, ας μην ξεχνάμε, είναι πάντα και αναπαραγωγή ενός τρόπου ζωής.
Η πανδημία ξεσπά ως ένα ρήγμα στην κοινωνική υλικότητα της παραγωγής που καταδεικνύει το κοινωνικό και οικολογικό όριό της και θέτει επιτακτικά, άμεσα το ερώτημα της βιωσιμότητας της αστικής κοινωνίας: ο μεταβολισμός της φύσης στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οργάνωσης της παραγωγής παράγει, εκτός από εκμετάλλευση και αλλοτρίωση, νοσηρά φαινόμενα με την πιο κυριολεκτική έννοια του όρου.
Η ανάδειξη των κοινωνικών-υλικών αιτιών της πανδημίας, αλλά και της διαχείρισής της, επιτρέπει να αντιληφθούμε τον κορονοϊό ως σήμα κινδύνου για την πορεία του σύγχρονου καπιταλιστικού πολιτισμού, αλλά και της ανθρωπότητας.
Η πανδημία ως επιταχυντής υπαρκτών κοινωνικών τάσεων και πλαίσιο μετασχηματισμών
Η κριτική της πολιτικής οικονομίας της πανδημίας είναι απαραίτητος όρος για τη συσχέτιση ανάμεσα στις δομικές αντιθέσεις της καπιταλιστικής (ανα)παραγωγής/οικονομίας και την πολιτική διαχείριση/αξιοποίησή της προς όφελος του κεφαλαίου.
Η αναζήτηση της υλικότητας της πανδημίας σημαίνει ότι σε ένα δεύτερο επίπεδο και χωρίς να αμφισβητείται η πανδημία ως πραγματικό γεγονός, οφείλουμε να προσεγγίσουμε κριτικά την κρατική διαχείρισή της για να αναλύσουμε πώς αυτή χρησιμοποιείται ως πρόσχημα από το αστικό κράτος και το κεφάλαιο. Ταυτόχρονα να αναδείξουμε τα υλικά/ταξικά συμφέροντα που ευνοούνται από την πριμοδότηση συγκεκριμένων μέτρων αναδιάρθρωσης της εργασίας, νέων πειθαρχήσεων των κοινωνικών σχέσεων και ευρύτερα της κοινωνικής ζωής· να καταδείξουμε εκείνα τα τμήματα του κεφαλαίου που ωφελούνται από τον τρόπο ανάδειξης, παρουσίασης και διαχείρισης της πανδημίας.
Η πανδημία αναμφίβολα αλλάζει την πραγματικότητα που ζούμε. Ωστόσο, το αστάθμητο γεγονός του ξεσπάσματος μιας πανδημίας νοηματοδοτείται και εντάσσεται σε μια δοσμένη κοινωνική υλικότητα, σε ένα δεδομένo επίπεδο υλικού και πνευματικού πολιτισμού με τις αντίστοιχες αξίες και προτεραιότητες. Με άλλα λόγια, η πανδημία δεν αναδιαρθρώνει την πραγματικότητα σε ιστορικό και κοινωνικό κενό· λαμβάνει χώρα σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή, σε ένα δεδομένο τεχνολογικό και κοινωνικό επίπεδο ανάπτυξης επιταχύνοντας υπαρκτές τάσεις του σύγχρονου καπιταλισμού.
Η ψηφιακή/μηχανική διαμεσολάβηση των κοινωνικών σχέσεων, η τηλε-εργασία, η μεταβίβαση γνώσεων, δεξιοτήτων, αναμνήσεων, σχέσεων σε μηχανές και αλγορίθμους, όχι μόνο στη σφαίρα της παραγωγής, αλλά σε κάθε πτυχή της ζωής· ο ψηφιακός εικονικός αναδιπλασιασμός της προσωπικότητας, η εξατομικευμένη κοινωνικοποίηση, η ψηφιακή καταγραφή συμπεριφορών, ως πεδία ελέγχου αλλά και κερδοφορίας μέσω της εμπορευματοποίησης των δεδομένων, αποτελούσαν ευδιάκριτες τάσεις του καπιταλισμού του 21ου αιώνα και πριν την πανδημία.
Η τεχνολογία εξάλλου δεν μπορεί ποτέ να αποκοπεί από τις κοινωνικές σχέσεις που την πλαισιώνουν. Κάθε τεχνολογική εφεύρεση (ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων) αναδύεται στο πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και εντέλει και παρά τις αντιφάσεις, σφραγίζεται από αυτές.
Με αυτή την έννοια οι τεχνικές επιτήρησης στο πλαίσιο της διαχείρισης της υγείας έχουν σαφή ιστορικότητα, δεν προκαλούνται αυτομάτως από την πανδημία και δεν θα ήταν εφικτές δίχως την προϋπάρχουσα τεχνολογική βάση αλλά και την εξοικείωση των υποκειμένων με αυτή.
Αντίστοιχα, είναι απλή περιγραφή, αν όχι μυστικοποίηση της πραγματικότητας να γίνεται αφηρημένα λόγος για αναδιαρθρώσεις και αλλαγές που επιφέρει η πανδημία, όταν πρόκειται για καπιταλιστικές αναδιαρθώσεις που στοχεύουν στην ανασυγκρότηση της καπιταλιστικής μηχανής, μετά από δώδεκα χρόνια συστημικής κρίσης.
Η πανδημία υπό το φως της διαλεκτικής παλιού-νέου
Από θεωρητική-επιστημολογική σκοπιά, εκτός από την εμμονή στην υλικότητα και την ιστορικότητα της πανδημίας, χρήσιμη είναι και η διαλεκτική παλιού-νέου ως μεθοδολογία ανάλυσης των τάσεων που συμπυκνώνει η πανδημία.
Μόνο με τη διαλεκτική παλιού-νέου, μορφής-περιεχομένου που αναζητά τη γενεαλογία των κοινωνικών φαινομένων μπορούν να ερμηνευτούν ουσιαστικά και όχι φαινομενολογικά οι μετασχηματισμοί που επιταχύνει η πανδημία.
Ο σύγχρονος μαρξισμός δεν μπορεί να αρκείται στο να επαναλαμβάνει μηχανιστικά αυταπόδεικτες θεωρητικές φόρμουλες παντός καιρού, αγνοώντας τις ραγδαίες αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που αποτέλεσαν σε τελική ανάλυση το πλαίσιο γέννησης και ανάπτυξης της πανδημίας.
Αντίθετα, εκκινώντας από το κεκτημένο της θεωρίας, οι μαρξιστές οφείλουν να αναδείξουν το σύγχρονο περιεχόμενο των καπιταλιστικών σχέσεων που μετασχηματίζουν την πραγματικότητα μπροστά στα μάτια τους.
Την ίδια στιγμή η σύγχρονη κριτική σκέψη πρέπει να παραμένει βαθιά καχύποπτη απέναντι στις θεωρήσεις που υπερτονίζοντας κάποιες καινοτόμες πλευρές των μορφικών αλλαγών του καπιταλισμού, αγνοούν τα ίδια διαχρονικά δομικά στοιχεία του.
Το αν η εποχή της πανδημίας αποτελεί την απαρχή μιας διαδικασίας μετάβασης σε ένα νέο μοντέλο κοινωνικής αναπαραγωγής, σε μια «μετάλλαξη» του (μετα)βιομηχανικού καπιταλισμού είναι ένα ερώτημα που δεν μπορεί να απαντάται επιπόλαια.
Ο μαρξισμός οριοθετείται σαφώς από απόψεις που ανάγουν το πολύπλοκο ζήτημα της κοινωνικής αναπαραγωγής σε αμιγώς τεχνολογικό ζήτημα, σπεύδοντας επιπόλαια να ανακηρύξουν μια νέα φάση ή ακόμα και την υπέρβαση του καπιταλισμού χάρις σε κάποια τεχνολογική εφεύρεση.
Με λίγα λόγια, ο σύγχρονος μαρξισμός οφείλει να μελετήσει διεξοδικά τη μορφή του καπιταλισμού της εποχής μας, να αναλύσει τη «συνάντησή» του με την πανδημία, να ερμηνεύσει δηλαδή τον κόσμο στο εδώ και τώρα, ακριβώς για να μπορέσει να τον αλλάξει.
Η διαχείριση της πανδημίας: όρια, ταξική μεροληψία και αντιφάσεις
Σε εποχές σαρωτικών αλλαγών και γενικευμένου φόβου, είναι σύνηθες η σκέψη να παραλύει μπροστά στην αβεβαιότητα και να χρειάζεται χρόνο να αντιληφθεί τι ακριβώς συμβαίνει. Σε αυτή τη χρονική αναντιστοιχία πραγματικότητας-συνειδητοποίησης, και ιδίως όταν αντιμετωπίζουμε ζητήματα ζωής-θανάτου, εδράζεται η υιοθέτηση απλοϊκών ερμηνευτικών σχημάτων που οδηγούν στην άκριτη αποδοχή της γνώμης των «ειδικών» και του κρατικού πατερναλισμού. Τους τελευταίους αυτούς ταραγμένους μήνες η κρατική διαχείριση περιλαμβάνει και απόψεις, που παρά τις διαφορές τους, είτε συλλαμβάνουν αποσπασματικά την πραγματικότητα, είτε συνειδητά ή όχι, μυστικοποιούν αυτό που συμβαίνει πραγματικά.
Η κρατική διαχείριση της πανδημίας, παρά τις όποιες αρχικές διαφορές μεταξύ κρατών, είχε ως βασικά κοινά χαρακτηριστικά: την επιβολή περιοριστικών μέτρων και την αύξηση της καταστολής, την ψηφιακή χαρτογράφηση των κρουσμάτων και κυρίως την προβολή της ατομικής ευθύνης.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να συσκοτιστούν οι κοινωνικές αιτίες της πανδημίας, η κρατική διαχείριση να επιβληθεί ως μονόδρομος και να μη γίνει λόγος για άλλα δομικά μέτρα που θα έπρεπε να παρθούν (μέτρα που θα έπαιρνε μια σύγχρονη εργατική δημοκρατία, όπως στοχευμένη προστασία των πιο ευάλωτων, ενίσχυση πρωτοβάθμιας υγείας, ουσιαστικά μέτρα προστασίας των εργαζομένων σε κάθε χώρο με φυσική παρουσία κτλ.) και να θαφτούν οι διαχρονικές ευθύνες των αφεντικών και του πολιτικού προσωπικού, που υποβάθμισαν συνειδητά το δημόσιο σύστημα υγείας και κάθε έννοια προληπτικής ιατρικής. Ταυτόχρονα, συσκοτίστηκαν και μια σειρά άλλων κομβικών ζητημάτων που, όπως αναφέραμε, προϋπήρχαν της πανδημίας και επικαθορίζουν τη διαχείρισή της.
Η εργαλειακή χρήση της επιστήμης και ο ανορθολογισμός
Οι μετασχηματισμοί της υγείας υπό το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα, η ιδιωτικοποίηση της επιστημονικής έρευνας, η σχεδιοποίηση και η κατεύθυνσή της προς κερδοφόρους τομείς· η αναγωγή του οργανισμού σε ποσοτικοποιημένους βιοχημικούς δείκτες, η ολοένα και πιο στενή σχέση της ιατρικής ως επιστήμης και πρακτικής με συγκεκριμένους κατόχους κεφαλαίων, όπως είναι οι φαρμακευτικές, ασφαλιστικές εταιρείες και το βιοπληροφορικό σύμπλεγμα, η συλλογή δεδομένων υγείας για πάσα- καπιταλιστική-χρήση αποτελούν στοιχεία απαραίτητα σε μια κριτική προσέγγιση της σύγχρονης ιατρικής επιστήμης.
Ωστόσο, εν μέσω πανδημίας, στο κυρίαρχο αφήγημα όλα τα παραπάνω προφανώς θεωρήθηκαν παρωχημένη κριτική: η ιατρική επιστήμη εμφανίστηκε αποκομμένη από το κοινωνικό πλαίσιο και τα καπιταλιστικά συμφέροντα και ο λόγος των ειδικών έγινε αποδεκτός χωρίς ενστάσεις.
Επιμέρους διαφωνίες στο εσωτερικό της ιατρικής κοινότητας, οι εμπεριστατωμένες καταγγελίες των νοσοκομειακών γιατρών για σοβαρές ελλείψεις αποσιωπήθηκαν και ουσιαστικά με την προβολή ορισμένων ειδικών-τεχνοκρατών που δεν διαφωνούσαν με την κυβερνητική πολιτική, πολιτικότατες αποφάσεις φόρεσαν τη μάσκα της αμερόληπτης επιστήμης.
Η εργαλειακή χρήση της επιστήμης, με την απλοϊκή προβολή της συσκότισε ακόμη και υπαρκτά δεοντολογικά και όχι μόνο ζητήματα όπως: το απόρρητο των ιατρικών φακέλων, την αποτελεσματικότητα των τεστ, τη βεβιασμένη παραγωγή εμβολίων, τη χρήση μη δοκιμασμένων τεχνικών (όπως τα εμβόλια mRNA), την ιδιωτικοποίηση της έρευνας κτλ.
Ταυτόχρονα, η υπερπροβολή των «κρατικοποιημένων» επιστημόνων και οι υποκριτικές ευχαριστίες προς τους «ήρωες γιατρούς» συσκότισαν την απαξίωση της πλειοψηφίας των εργαζομένων της υγείας, την υποστελέχωση των νοσοκομείων, την υπολειτουργία τους με την θεαματική-θανατολαγνική προβολή μόνο της αναγκαιότητας για ΜΕΘ, καθώς και τη σκανδαλώδη σπατάλη των διαθέσιμων πόρων προς όφελος των καπιταλιστών της υγείας και όχι μόνο (ενοίκια για τις εντατικές των ιδιωτικών νοσοκομείων, απόσπαση προσωπικού του ΕΣΥ σε ιδιωτικές κλινικές, ακριβά ιδιωτικά τεστ κτλ).
Ας κάνουμε μια αναγκαία επισήμανση: για τον σύγχρονο μαρξισμό η κριτική στην επιστήμη αποσκοπεί στην ανάδειξη της οριοθέτησής της από τις καπιταλιστικές σχέσεις και όχι σε κάποια συνολική απόρριψή της ως αστικό κατασκεύασμα. Το γεγονός ότι η επιστήμη υπάγεται στο κεφάλαιο, όπως εξάλλου όλες οι παραγωγικές δυνάμεις της ανθρωπότητας στον καπιταλισμό, δεν ισοδυναμεί ούτε με τη μηχανιστική αναγωγή της στο κεφάλαιο, ούτε με άρνηση της αυτονομίας της ως διακριτού πεδίου του ανθρώπινου πνεύματος.
Η επιστήμη είναι ταυτόχρονα καθολική δημιουργική εργασία που καταδεικνύει τη σημασία της συνεργασίας, ένα δυνητικό μέσο χειραφέτησης και προόδου της ανθρωπότητας.
Επομένως, κάθε σοβαρή κριτική στη γνώμη των ειδικών κάθε πεδίου, θα πρέπει να εκκινεί από σοβαρή τεκμηρίωση και γνώση του αντικειμένου και να μην αναλώνεται σε συνθηματολογικές κραυγές. Με αυτή την έννοια, ο σύγχρονος μαρξισμός δεν αποδέχεται την ψευδή εικόνα μιας τεχνοκρατικής επιστήμης που δήθεν ανυψώνεται πάνω από τα ταξικά συμφέροντα, αλλά ταυτόχρονα βρίσκεται σε αμείλικτη αντιπαράθεση με τα ανορθολογικά ρεύματα του σύγχρονου σκοταδιστικού αντιεπιστημονισμού.
Συνεπώς, δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση εν μέσω πανδημίας η υπερπροβολή ενός νέου ανορθολογικού/συνωμοσιολογικού κύματος ως αντιδραστικού μέσου εκτόνωσης της δυσαρέσκειας κοινωνικών στρωμάτων και ως βολικού αντίπαλου της επιστήμης με σκοπό να επισκιαστούν οι όποιες διαμαρτυρίες για τα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας, αλλά και η όποια σοβαρή κριτική στις αστοχίες, αντιφάσεις ή/και ταξικές εμμονές της κρατικής διαχείρισης της πανδημίας23Ενδεικτικά: ενίσχυση της καταστολής, αύξηση αριθμού μαθητών ανά τάξη, ελλιπή μέτρα προστασίας σε εργασιακούς χώρους, συνωστισμός στα ΜΜΜ, δαιμονοποίηση των νέων και των απόκληρων ως υγειονομικών βομβών..
Ποια περιβόητη επιστροφή και (ποιου;) κράτους
Μια άλλη κυρίαρχη άποψη είναι αυτή που ισχυρίζεται ότι η νέα φάση της οικονομικής κρίσης οφείλεται αποκλειστικά στα αναγκαία μέτρα περιορισμού, αποκρύπτοντας ότι η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 δεν ξεπεράστηκε ποτέ. Με αυτό τον τρόπο, το αστικό κράτος αφενός μοιάζει σαν να πλήττει, με τα μέτρα που εξαγγέλλει, το κεφάλαιο και εμφανίζεται σαν υπερταξική δομή που νοιάζεται πάνω απ’ όλα για την υγεία του πληθυσμού˙ αφετέρου συσκοτίζεται η ταξικότητα των οικονομικών μέτρων «ενίσχυσης» και η συνέχεια της παρούσας οικονομικής κρίσης με το προηγούμενο κύμα του 2008.
Ουσιαστικά, πτυχές της κρατικής διαχείρισης της πανδημίας ισοδυναμούν με μια διαδικασία διαχείρισης του πλεοναζόντος εργατικού δυναμικού και της εκκαθάρισης κεφαλαίων σε μια σειρά από τομείς/κλάδους (τουρισμός, εστίαση, μη ανταγωνιστικές επιχειρήσεις του δευτερογενούς τομέα) με στόχο τη συνολική αναδιάρθωση των καπιταλιστικών σχέσεων. Ας μη λησμονούμε ότι το κεφάλαιο συγκροτείται ως τάξη ανισόμετρα και συνεπώς η πριμοδότηση κάποιων ηγετικών τμημάτων του συνεπάγεται την καταστροφή κάποιων άλλων λιγότερα ανταγωνιστικών κεφαλαίων. Εξάλλου, η καταστροφή κεφαλαίων ακόμα και αν μοιάζει ανήκουστη στους αδαείς, είναι μάλλον στο DNA του καπιταλισμού, ένας κλασικός τρόπος αναπαραγωγής του σε περιόδους κρίσης υπερσυσσώρευσης.
Σε αυτό το πλαίσιο κάθε συζήτηση για «επιστροφή του κράτους» έχει νόημα μόνο αν θέτει ανοικτά τα ερωτήματα: ποιο κράτος επιστρέφει και ποια συμφέροντα εκπροσωπεί; Σε τι συνίσταται αυτή η επιστροφή; Πώς συνδέεται με τον κόσμο πριν την πανδημία;
Εξάλλου ήδη από το 2008 και τις κρατικές διασώσεις της αριστοκρατίας του χρήματος, είχε φανεί ξεκάθαρη μια ανομολόγητη αλήθεια του καπιταλισμού: το αστικό κράτος είναι πάντοτε ο εγγυητής του καπιταλιστικού συμφέροντος και επιστρατεύεται ακριβώς όταν αυτό δεν μπορεί να αναπαραχθεί ομαλά σε συνθήκες κρίσης.
Η ενίσχυση του αστικού κράτους πιστοποιεί απλώς την αποτυχία του αντιδραστικού ιδεολογήματος της αυτορρύθμισης των πάντων μέσω της αγοράς. Αποτελεί ένα μέσο για την επιβολή νέων πειθαρχήσεων στις υποτελείς τάξεις με πρόσχημα την προστασία της υγείας τους· πειθαρχήσεις που επαναχαράσσουν το όριο ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό. Ο ατομισμός παραμένει η κυρίαρχη αξία· απλώς το Εγώ, αυτή η αγαπημένη αξία του νεοφιλελευθερισμού, οριοθετείται από το «εμείς», που εκφράζεται όμως αποκλειστικά από το καπιταλιστικό κράτος που αποκτά όλο και πιο μόνιμα χαρακτηριστικά ενός κράτους έκτακτης ανάγκης.
Αντί επιλόγου: η πανδημία ως πεδίο ταξικών αγώνων
Παρά τις φιλοδοξίες της αστικής σκέψης για την εξατομικευμένη αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων και παρά την αναγκαστική αποκοινωνικοποίηση των τελευταίων μηνών, η κοινωνική ζωή παραμένει «ενοχλητικά» ένυλη. Οι καπιταλιστικές σχέσεις δεν μπορούν να λυτρωθούν ολοκληρωτικά από σωματική υλικότητά τους και από τους κινδύνους που απορρέουν από τον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας. Η πανδημία κατέδειξε με κρυστάλλινο τρόπο που καμία εναλλακτική τηλεπραγματικότητα δεν μπορεί να διαψεύσει, ότι τα ταπεινά επαγγέλματα του σύγχρονου προλεταριάτου και η επιστημονική εργασία/έρευνα στην υπηρεσία της κοινωνίας είναι κοινωνικά χρήσιμα, ενάντια στις ιεραρχήσεις του καπιταλιστικού πολιτισμού. Ταυτόχρονα αναδείχτηκε η σημασία του δημόσιου συστήματος υγείας, η υπεροχή του συνειδητού σχεδιασμού πτυχών της κοινωνικής αναπαραγωγής σε σχέση με τον ανορθολογισμό της αγοράς, αλλά και η αξία της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης ενάντια στον ατομισμό και την ιδιώτευση. Ωστόσο, αν και όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν τα όρια και τις αντιφάσεις της αστικής κοινωνίας δεν επαρκούν για την σαρωτική κριτική της στη θεωρία και την πράξη.
Η πολυπαραγοντική προσέγγιση της πανδημίας, η εμφατική ανάδειξη της υλικότητας και της ιστορικότητάς της, η εμπεριστατωμένη κριτική στην κρατική διαχείριση και την τεχνοκρατική εκδοχή της, αλλά και η σαφής οριοθέτηση από ανορθολογικές προσεγγίσεις που αποτελούν βολικό αντίπαλο για τον αστικό ορθολογισμό, συνθέτουν σχηματικά μια μαρξιστική κριτική της νέας εποχής που εγκαινίασε η πανδημία.
Η πανδημία, παρά την αξιοποίησή της από την αστική σκέψη για να κατασκευάσει νέα πειθαρχημένα υποκείμενα στη βάση του φόβου και της τυφλής πίστης στο αστικό κράτος, αποτελεί, όπως κάθε σοβαρή κρίση του καπιταλισμού, ένα πλαίσιο ταξικής σύγκρουσης. Η πανδημία υπενθυμίζει ότι η ιστορία είναι πρωτίστως πεδίο των ταξικών αγώνων, ένα ανοικτό φάσμα δυνατοτήτων.
Η ανάδειξη των κοινωνικών αναγκών κόντρα στις απάνθρωπες και αντικοινωνικές καπιταλιστικές προτεραιότητες, η υπογράμμιση του ταξικού περιεχομένου της πολυδιαφημισμένης Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης· η επανοργάνωση των κοινωνικών αντιστάσεων και της επαναστατικής στρατηγικής στο νέο (μετα)πανδημικό πλαίσιο, προϋποθέτουν την επίπονη και επώδυνη ανάλυση της πραγματικότητας σε πραγματικό χρόνο πέρα από συναισθηματισμούς και εύκολη συνθηματολογία.
Ως Τετράδια Μαρξισμού, θέλουμε να συμβάλουμε στην κατανόηση αυτής της ενδιαφέρουσας/ταραγμένης εποχής που αποτελεί το παρόν μας. Πάντοτε με στόχο την καθολική απελευθέρωση από τη νοσηρότητα του καπιταλιστικού πολιτισμού, για μια υγιή σχέση της συνειδητής ανθρωπότητας με τη φύση.
Notes:
- aaa
- Στίχος του Κώστα Τριπολίτη
- Ενδεικτικά: ενίσχυση της καταστολής, αύξηση αριθμού μαθητών ανά τάξη, ελλιπή μέτρα προστασίας σε εργασιακούς χώρους, συνωστισμός στα ΜΜΜ, δαιμονοποίηση των νέων και των απόκληρων ως υγειονομικών βομβών.