1. Ο καπιταλισμός τα τελευταία 30-40 χρόνια διαπερνάται ολοένα και συχνότερα από επιδημικά κύματα, όταν προηγουμένως επικρατούσε η πεποίθηση ότι οι πρόοδοι της ιατρικής και η δημιουργία καθολικών και αναπτυγμένων συστημάτων υγείας είχαν θέσει τέρμα σε τέτοια φαινόμενα. Ιδιαίτερα μετά το 1975 έχουμε την εμφάνιση των «αναδυομένων επιδημιών», δηλαδή δεκάδων νέων ασθενειών, οφειλόμενων κυρίως σε ιούς, με μια συχνότητα που δεν έχει ανάλογο στην ιστορία. Οι νέες αυτές επιδημίες προέρχονται κυρίως από ζωοανθρωπονόσους, δηλαδή από τη μεταφορά ζωικών ιών στον άνθρωπο.

2. Η γενική απάντηση στο φαινόμενο αυτό βρίσκεται στη μαρξιστική θέση περί «μεταβολικού χάσματος», δηλαδή στο ρεαλιστικό επιχείρημα ότι ο καπιταλισμός επιδεινώνει δραστικά τις σχέσεις ανθρώπου-φύσης καθώς προωθεί τυφλά την εμπορευματοποίηση και εκμετάλλευση της τελευταίας, παραγνωρίζοντας φυσικούς περιορισμούς και κοινωνικές επιπτώσεις. Η θέση αυτή δεν σημαίνει αποδοχή διάφορων έξαλλων οικολογικών απόψεων περί επιστροφής στη φύση και απο-ανάπτυξης, που παραγνωρίζουν ότι: (α) όλα τα ανθρώπινα κοινωνικο-οικονομικά συστήματα επεμβαίνουν και μεταβολίζουν την φύση˙ (β) αυτός ο μεταβολισμός είναι αναγκαίος για την εξασφάλιση ακόμη και της απλής επιβίωσης μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού. Όμως, σημαίνει ότι ο καπιταλισμός επεκτείνει ανεξέλεγκτα αυτό τον μεταβολισμό καθώς το κεντρικό του κίνητρο είναι η κερδοφορία του κεφαλαίου, η οποία λειτουργεί με λουδοβίκεια λογική («μετά από εμένα ο κατακλυσμός»).

3. Όμως, αυτή η γενική μακροπρόθεσμη απάντηση δεν αρκεί για να ερμηνεύσει αυτή την αύξηση των επιδημιών τα τελευταία 30-40 χρόνια και χρειάζεται συμπλήρωση με μεσοπρόθεσμους ιστορικούς προσδιορισμούς. Μπορούμε βάσιμα να αναγνωρίσουμε τους ακόλουθους: Πρώτον, η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη της (αναγκαίας κατά τα άλλα) βιομηχανικής γεωργίας έχει οδηγήσει στη χρήση προβληματικών υγειονομικά μεθόδων που όμως ενισχύουν την καπιταλιστική κερδοφορία και έχει προκαλέσει ήδη σημαντικά προβλήματα (π.χ. σαλμονέλα). Δεύτερον, λόγω της διεθνοποίησης του κεφαλαίου (της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης») η αύξηση του ανταγωνισμού επιβάλλει διεθνώς την υιοθέτηση αυτών των μεθόδων παραγωγής καθώς συνεπάγονται χαμηλότερα κόστη. Τρίτον, η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη του καπιταλιστικού αγροτο-βιομηχανικού συμπλέγματος περιορίζει δραματικά τις παρθένες περιοχές και φέρνει σε επαφή την ανθρωπότητα με ασθένειες και ιούς που μέχρι πρότινος ήταν περιορισμένοι εκεί και αφορούσαν μικρές ιθαγενείς κοινότητες. Οι τελευταίες είτε είχαν αποκτήσει σχετική ανοσία σ’ αυτούς είτε οι επιδημίες περιορίζονταν μόνο στις κοινότητες αυτές και δεν εξαπλώνονταν σημαντικά. Τέταρτον, η διεθνοποίηση του κεφαλαίου με τον πολλαπλασιασμό των μεταφορών και των δρόμων επικοινωνίας μεταξύ των απομακρυσμένων περιοχών του κόσμου διευκολύνει την ταχύτατη μετάδοση των επιδημιών σε όλη την υφήλιο, ενώ παλιότερα ήταν πιο περιορισμένες και συνεπώς πιο ελεγχόμενες. Πέμπτον, η εμπορευματοποίηση της χρήσης και κατανάλωσης εξωτικών ειδών ενισχύει τις ζωοανθρωπονόσους.

4. Οι περισσότερες από τις νέες αυτές επιδημίες (α) δεν έχουν αυστηρούς ταξικούς φραγμούς, αλλά (β) έχουν ταξικά ασύμμετρες επιπτώσεις. Δεν έχουν αυστηρούς ταξικούς φραγμούς γιατί μεταφέρονται μέσω καταναλωτικών ειδών (στη διατροφή) και κοινωνικής συνεύρεσης και συνεπώς δεν μπορούν να εφαρμοστούν εύκολα κλασικές μέθοδοι ταξικού διαχωρισμού (π.χ. «να αφήσουμε τους πληβείους να ψοφήσουν στα γκέτο τους»). Όμως, έχουν ασύμμετρες επιπτώσεις καθώς οι εργαζόμενοι είναι πιο εκτεθειμένοι στις μολύνσεις (π.χ. εργάτες «πρώτης γραμμής»), έχουν πιο ανθυγιεινές συνθήκες εργασίας και διαβίωσης (π.χ. αγορά φθηνότερων και χειρότερης ποιότητας καταναλωτικών προϊόντων) και φυσικά χειρότερη υγειονομική περίθαλψη.

5. Οι νεοσυντηρητικές καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών αδυνάτισαν τα δημόσια καθολικά συστήματα υγείας καθώς ιδιωτικοποίησαν (κυρίως έμμεσα) τμήματα και λειτουργίες τους, μείωσαν τη χρηματοδότησή τους και ενίσχυσαν τον ιδιωτικό τομέα υγείας. Όμως, τα πρώτα είναι τα μόνα που μπορούν να επωμισθούν το μεγάλο κόστος της αντιμετώπισης επιδημικών κυμάτων που δεν αφήνει περιθώρια για κερδοφορία. Γι’ αυτό ο ιδιωτικός τομέας στην υγεία, εμπρός σε τέτοια επιδημικά κύματα, αποσύρεται και παραμένει μόνο σε «φιλέτα» που υπόσχονται σημαντική κερδοφορία (πρόσθετα κέρδη), π.χ. έρευνα σε θεραπείες, φάρμακα και εμβόλια. Σε καμία όμως περίπτωση δεν επωμίζεται το κόστος της περίθαλψης του πληθυσμού συνολικά.

6. Η αντιμετώπιση κάθε νέας επιδημίας –και μέχρι να βρεθούν φάρμακα και εμβόλια– επιβάλλει τον περιορισμό κοινωνικών και ιδιαίτερα οικονομικών δραστηριοτήτων. Οι περιορισμοί αυτοί προκαλούν ύφεση ή και κρίση της οικονομικής δραστηριότητας. Εδώ προκύπτει για το κεφάλαιο το δίλημμα του ποια καμπύλη να εξομαλύνει: της επιδημίας ή της οικονομικής ύφεσης. Επάνω στην αντίφαση αυτή ταλαντεύονται οι πολιτικές των αστικών κρατών.

7. Ταυτόχρονα όμως, το κεφάλαιο αντιμετωπίζει την κατάσταση αυτή όχι μόνο ως κίνδυνο αλλά και ως ευκαιρία. Έτσι, πειραματίζεται πλέον ολοένα και πιο έντονα με τη δημιουργία μίας «νέας νέας» οικονομικής και κοινωνικής κανονικότητας που να ενισχύει την κερδοφορία και την κυριαρχία του.

8. Στο κοινωνικό επίπεδο η «νέα νέα κανονικότητα» σημαίνει την επιβολή της «κοινωνικής αποστασιοποίησης» κυριολεκτικά ως νέο δυστοπικό τρόπο ζωής. Έχει όμως ένα σημαντικό όφελος για το καπιταλιστικό σύστημα καθώς εντείνει τις τάσεις εξατομίκευσης και λειτουργεί απαγορευτικά σε μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις. Οι επιδημίες προκαλούν αντιφατικές μαζικές κοινωνικές ψυχολογίες θυμού και φόβου. Ο πρώτος οδηγεί στην εξέγερση απέναντι στο σύστημα που αφήνει ανοχύρωτη την κοινωνία. Ο δεύτερος οδηγεί στην πειθήνια στοίχιση πίσω από την κρατική εξουσία και στην υποταγή. Για την Αριστερά είναι κρίσιμο να βασιστεί στον πρώτο και να τον μετατρέψει από τυφλό συναίσθημα σε λογική κατανόηση (συνείδηση) και πρόγραμμα πάλης. Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να υποτιμήσει τον δεύτερο, καθώς υπάρχουν αντικειμενικοί υγειονομικοί κίνδυνοι χωρίς όμως να αποδέχεται τη δυστοπία της «κοινωνικής αποστασιοποίησης». Η αντίφαση αυτή έχει και ταξική διάσταση που εκδηλώνεται επίσης διαφορετικά σε χώρες με διαφορετικό επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης. Τα εργαζόμενα στρώματα, υπό την απειλή της ανεργίας και της φτώχειας, συχνά επιλέγουν την επιστροφή στην εργασία (ακόμη και υπό την απειλή της επιδημίας) έναντι της «κοινωνικής αποστασιοποίησης»: το δίλημμα «θα πεθάνω από πείνα ή από τον ιό». Αντίθετα, μεσοαστικά στρώματα με σχετικά αποθέματα πλούτου και εμμονές με τον «ποιοτικό τρόπο ζωής» γίνονται φανατικοί υποστηρικτές των πιο ακραίων μορφών περιορισμού των κοινωνικών και οικονομικών δραστηριοτήτων και ακόμη και θιασώτες κυριολεκτικά φασιστικών μέτρων ελέγχου. Κατ’ αντιστοιχία, σε αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες τα στρώματα αυτά είναι ισχυρότερα και επηρεάζουν έντονα τις εξελίξεις. Αντιθέτως, σε λιγότερο αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες (ή σε καθυστερημένες πολιτικά χώρες όπως στις ΗΠΑ) τα εργατικά και λαϊκά στρώματα πιέζουν για επιστροφή στην εργασία – εφόσον δεν έχουν πολιτική συνείδηση έτσι ώστε να αρθρώσουν πιο ολοκληρωμένα τις διεκδικήσεις τους και να τις κατευθύνουν ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα.

9. Στο οικονομικό επίπεδο η «νέα νέα κανονικότητα» σημαίνει εκτεταμένα πειράματα με την τηλε-εργασία. Η τελευταία δίνει δυνατότητες αλλά εμπεριέχει και προβλήματα για το κεφάλαιο. Οι δυνατότητές της είναι ο περιορισμός και ο εξορθολογισμός του κόστους παραγωγής (τόσο στο μισθολογικό όσο και στο μη μισθολογικό τμήμα του). Στον τομέα του μισθού, η τηλε-εργασία μπορεί να οδηγήσει σε πολλές κατηγορίες εργαζομένων. Ιδιαίτερα στον τομέα των υπηρεσιών και λιγότερο στη μεταποίηση, κάποιες δουλειές μπορούν να γίνουν μέσω τηλε-εργασίας στο σπίτι. Εδώ εμφανίζονται δύο δυνητικές περιπτώσεις. Στην πρώτη οι τηλε-εργαζόμενοι ανήκουν στην επιχείρηση αλλά αμείβονται με μικρότερους μισθούς. Στην δεύτερη οι τηλε-εργαζόμενοι μπορεί να είναι τυπικά ανεξάρτητοι και να αμείβονται «με το κομμάτι» (έναν τρόπο αμοιβής που αυξάνει το ποσοστό υπεραξίας). Και στις δύο περιπτώσεις το κεφάλαιο μειώνει το μισθολογικό κόστος του και επίσης κάνει οικονομία σε κατά κεφαλή πάγια έξοδα. Ένα συνεπακόλουθο όλων αυτών των πειραματισμών είναι η ραγδαία αύξηση της ανεργίας (του εφεδρικού στρατού εργασίας), με αποτέλεσμα την περαιτέρω συμπίεση των μισθών. Τα προβλήματα αφορούν τη δυνατότητα εξάσκησης του διευθυντικού ελέγχου και τη διαρκή πίεση για αύξηση της παραγωγικότητας. Η τηλε-εργασία δημιουργεί προβλήματα και στα δύο αυτά –αλληλοδιαπλεκόμενα άλλωστε– πεδία. Στην περίπτωση του μισθού «με το κομμάτι» η πίεση για αύξηση της παραγωγικότητας μπορεί να γίνει ευκολότερα μέσω της απαίτησης μεγαλύτερης παραγωγής. Όμως, έχει το αρνητικό ότι θα πρέπει να υπάρχει μία έστω και μικρή αύξηση της αμοιβής. Στη περίπτωση της τηλε-εργασίας που αμείβεται με μισθό τότε οι αυξήσεις της παραγωγικότητας περνάνε ευκολότερα στο σύνολό τους σχεδόν στο κεφάλαιο. Όμως, είναι δυσκολότερος ο διευθυντικός έλεγχος. Γι’ αυτό γίνονται εκτεταμένα πειράματα με κάμερες, καταγραφή πράξεων, πολλαπλές τηλε-συσκέψεις κ.λπ. Όμως, όλες αυτές οι διαδικασίες ελέγχου και εντατικοποίησης της εργασίας απαιτούν σημαντικό χάσιμο χρόνου και έχουν επίσης κόστη.

10. Στον αντίποδα αυτών των πειραματισμών του συστήματος, το εργατικό κίνημα και η Αριστερά πρέπει να διεκδικήσουν αξιοποίηση των εργαλείων της πληροφορικής και της τηλε-εργασίας για μείωση του χρόνου εργασίας, έτσι ώστε αντί να αυξηθεί να μειωθεί η ανεργία. Ταυτόχρονα, η αξιοποίηση αυτών των εργαλείων μπορεί να γίνει μόνο βοηθητικά στη ζωντανή ανθρώπινη συνεργασία και αλληλεπίδραση και, φυσικά, να υποβοηθά αλλά να μην υποκαθιστά την ανθρώπινη επαφή και τις συλλογικές διαδικασίες.