Το βιβλίο του Φοίβου Παναγιωτίδη Μίλα μου για γλώσσα: Μικρή εισαγωγή στη γλωσσολογία (2013) αποτελεί μια σύντομη εισαγωγή στη γλωσσολογία. Ο Παναγιωτίδης, αναπληρωτής καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, εκλαϊκεύει πτυχές της γλωσσολογίας, δηλαδή της επιστημονικής μελέτης της γλώσσας, και παρουσιάζει στο ευρύ κοινό όψεις του γλωσσικού φαινομένου με τρόπο απλό, εύληπτο και ενίοτε χιουμοριστικό. Αποφεύγοντας σε μεγάλο βαθμό τη χρήση τεχνικής ορολογίας, που θα καθιστούσε την ανάγνωση του βιβλίου απαιτητική για άτομα που δεν διαθέτουν γνώσεις γλωσσολογίας, ο συγγραφέας ξεναγεί τους/τις αναγνώστες/τριες στον κόσμο της γλώσσας μέσα από εννέα ενότητες (Λέξεις και γραμματική, Γλωσσολογία, Γλωσσική ανάπτυξη, Γλωσσική αλλαγή, Γλωσσική ποικιλία και γλωσσικές ποικιλίες, Γλώσσα και νόηση, Γλωσσικά προβλήματα, Ελληνική γλώσσα και γραφή, Γλώσσα και επικοινωνία) και ένα χρήσιμο γλωσσάρι όρων.

Μεγέθυνση

Μίλα μου για γλώσσα Μικρή εισαγωγή στη γλωσσολογία του Φοίβου Παναγιωτίδη
Μίλα μου για γλώσσα: Μικρή εισαγωγή στη γλωσσολογία του Φοίβου Παναγιωτίδη (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2013)

Από τις θεματικές που αναπτύσσονται στο βιβλίο αξίζει να σταθούμε στις εξής τρεις: Υπάρχουν πλούσιες και φτωχές γλώσσες; Μιλάμε καλύτερα νέα ελληνικά αν γνωρίζουμε αρχαία ελληνικά; Κινδυνεύει η ελληνική γλώσσα;

Η αξιολογική κατάταξη των γλωσσών, δηλαδή το ερώτημα εάν υπάρχουν «ωραιότερες» ή «σωστότερες» γλώσσες, αντιβαίνει στην περιγραφική προσέγγιση της σύγχρονης γλωσσολογίας η οποία έχει σκοπό την περιγραφή και ανάλυση των κανονικοτήτων που διέπουν συγκεκριμένες γλώσσες και όχι τη ρύθμισή τους σύμφωνα με συγκεκριμένα πρότυπα. Όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, τέτοιες αξιολογήσεις για τη γλώσσα αποτελούν γλωσσικές στάσεις, δηλαδή πεποιθήσεις για τη γλώσσα και τους/τις ομιλητές/τριές της που έχουν ιδεολογική βάση. Η άποψη ότι ορισμένες γλώσσες είναι φτωχότερες ή κατώτερες από άλλες αγνοεί δύο σημαντικά ευρήματα της γλωσσολογίας: πρώτον, τα γραμματικά συστήματα των γλωσσών διέπονται από καθολικές κοινές αρχές, δηλαδή δεν υπάρχουν γλώσσες περισσότερο και λιγότερο γραμματικά σύνθετες ή εκφραστικές· δεύτερον, οι γλώσσες αποτελούν επικοινωνιακά εργαλεία που ικανοποιούν τις ανάγκες της κοινωνίας στην οποία μιλούνται. Προσαρμόζονται στις κοινωνικοπολιτισμικές πρακτικές και ανάγκες της γλωσσικής κοινότητας και τις αντανακλούν.

Αρκετή συζήτηση έχει γίνει πρόσφατα για το αν η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής από το πρωτότυπο στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση συμβάλλει στην καλύτερη απόκτηση, γνώση και χρήση της νέας ελληνικής. Ο Παναγιωτίδης απαντά αρνητικά στο ερώτημα απομυθοποιώντας μια σειρά από πλάνες γύρω από τη διδασκαλία της αρχαίας. Η απόκτηση της πρώτης γλώσσας δεν εξαρτάται από τη διδασκαλία παλαιότερων μορφών της, καθώς η γλωσσική ικανότητα, δηλαδή η υπόρρητη γνώση της νέας ελληνικής, αναπτύσσεται με φυσικό τρόπο στα πρώτα χρόνια της ανθρώπινης ζωής πριν την είσοδο των παιδιών στο σχολείο. Στο πλαίσιο του σχολικού εγγραματισμού οι μαθητές/ τριες αποκτούν συνειδητή επίγνωση της φυσικά και διαισθητικά ανεπτυγμένης γλωσσικής ικανότητας. Με άλλα λόγια, στο σχολείο οι μαθητές/τριες δεν μαθαίνουν τη γλώσσα τους, αλλά μαθαίνουν για τη γλώσσα τους. Επιπλέον, η άποψη ότι η αρχαία ελληνική είναι καλύτερη από τη νέα ελληνική έρχεται σε αντίθεση με τη θέση της σύγχρονης γλωσσολογίας ότι οι γλώσσες αποτελούν ισότιμα επικοινωνιακά εργαλεία και συνιστά «ένα ακατανόητο είδος ενδογλωσσικής ανισοτιμίας η οποία οδηγεί στην αυθαίρετη υπόθεση ότι η νεοελληνική γλώσσα χρειάζεται συνεχώς την υποστήριξη της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, για να καλύπτει τα κάθε λογής κενά της» (Μαρωνίτης, 2003: 21). Η ιδιαίτερη θέση της αρχαίας ελληνικής οφείλεται σε ιστορικούς λόγους και όχι σε εγγενή χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης ποικιλίας.

Ο Παναγιωτίδης προσεγγίζει κριτικά την κινδυνολογία γύρω από τη γλώσσα. Συχνά διατυπώνεται η άποψη ότι η ελληνική γλώσσα κινδυνεύει από την αλλοίωση από ξενόφερτα γλωσσικά στοιχεία, τη λεξιπενία και τα γλωσσικά λάθη. Η άποψη αυτή ανήκει στον χώρο της ψευδογλωσσολογίας, κατά τον συγγραφέα, μολονότι συχνά ακόμα και διάφοροι γλωσσολόγοι τείνουν να υποχωρούν «στην περιοχή της προεπιστημονικής μυθολογίας» (Χριστίδης, 1999: 81).

Η αλλαγή αποτελεί φυσικό χαρακτηριστικό των γλωσσών και δεν συνιστά γλωσσική φθορά. Οι γλώσσες αλλάζουν, μεταξύ άλλων, επειδή προκύπτουν νέες ανάγκες επικοινωνίας και επειδή διαφορετικοί πληθυσμοί και οι γλώσσες που μιλούν έρχονται σε επαφή για οικονομικούς, ιστορικούς και κοινωνικούς λόγους (λόγω μετανάστευσης, για παράδειγμα). Ο δανεισμός στη νέα ελληνική αποτελεί φυσιολογικό φαινόμενο και δεν χρήζει θεραπείας. Επιπλέον, οι γλώσσες κινδυνεύουν όταν χάνουν τους/τις ομιλητές/τριές τους, όπως συνέβη, για παράδειγμα, με τις γλώσσες των Αβορίγινων της Αυστραλίας οι οποίες οδηγήθηκαν στη γλωσσική υποχώρηση και τελικά στον γλωσσικό θάνατο σε συνθήκες αποικιοκρατίας. Η γλώσσα δεν κινδυνεύει ούτε από τη λεξιπενία, δηλαδή τη γνώση και χρήση ενός περιορισμένου λεξιλογίου δεδομένης της ηλικίας και του μορφωτικού επιπέδου των ομιλητών/τριών. Όπως σημειώνει ο Παναγιωτίδης, οι ομιλητές/ τριες μαθαίνουν λέξεις σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Για παράδειγμα, ένας αναλφάβητος ενήλικος γνωρίζει γύρω στις 40.000 λέξεις, ενώ ένας κάτοχος πανεπιστημιακού τίτλου μπορεί να γνωρίζει έως και 120.000 λέξεις. Επομένως, δεν πρόκειται για γλωσσικό ζήτημα, αλλά για ζήτημα παιδείας. Όσον αφορά τα γλωσσικά λάθη, αυτά δεν είναι πάντα τόσο «ένοχα» όσο νομίζουμε. Για παράδειγμα, μπορεί να οφείλονται σε σφάλματα γλωσσικής πραγμάτωσης, σε επανερμηνεία δομών ή τύπων σε συγχρονικό επίπεδο ή να συνιστούν αποκλίσεις από την πρότυπη ποικιλία.

Το βιβλίο του Παναγιωτίδη δίνει απαντήσεις σε επίκαιρα ερωτήματα για τη φύση της γλώσσας και φωτίζει κριτικά πτυχές του εθνοκεντρικού λόγου για τη γλώσσα και την παιδεία από τη σκοπιά της γλωσσολογίας. Για αυτό τον λόγο θεωρώ ότι βρίσκεται σε διάλογο με κείμενα όπως Γλώσσα, πολιτική, πολιτισμός του Α.-Φ. Χριστίδη (1999, εκδόσεις Πόλις) και Δέκα μύθοι για την ελληνική γλώσσα σε επιμέλεια του Γ. Η. Χάρη (2003, εκδόσεις Πατάκη) και αξίζει τον κόπο να διαβαστεί σε συνδυασμό με αυτά.

Μολονότι στο βιβλίο συζητείται ο ρόλος της γλώσσας στην επικοινωνία, η αξιακή διάσταση της γλώσσας και η θέση της πραγματολογίας ότι το νόημα δεν περιορίζεται σε αυτό που δηλώνεται ρητά, δεν γίνεται συστηματική αναφορά στην κοινωνική διάσταση της γλώσσας. Ο συγγραφέας αναπτύσσει τα επιχειρήματά του αντλώντας σε μεγάλο βαθμό ιδέες από τη φορμαλιστική υπολογιστική προσέγγιση στη γλώσσα και ειδικότερα τη γενετική θεωρία του Τσόμσκι (Chomsky) που ηγεμονεύει στη γλωσσολογία στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.

Για παράδειγμα, στο βιβλίο γίνεται αναφορά στα κοινά δομικά χαρακτηριστικά των γλωσσών και στη διάκριση γλώσσας και σκέψης χωρίς να συζητείται διεξοδικά η δομική ποικιλία που παρατηρείται διαγλωσσικά, η σχέση της γλώσσας με το κοινωνικό περιβάλλον και η μεσολάβηση της γλώσσας στην ανθρώπινη σκέψη. Έτσι, η συγκεκριμένη εισαγωγή στη γλωσσολογία δεν ενσωματώνει την προβληματική που έχει αναπτυχθεί σε κοινωνικές, λειτουργικές και νοησιακές προσεγγίσεις της γλώσσας, όπως η εθνογραφία της επικοινωνίας, η ανθρωπολογία της γλώσσας, η κοινωνιογλωσσολογία, η γνωσιακή γλωσσολογία και η κοινωνικοσημειωτική θεωρία.

Βιβλιογραφία

Μαρωνίτης, Δ. (2003), «Αρχαία ελληνική γλώσσα: Μύθοι και μυθοποίηση» στο Γ. Χάρης (επιμ.), Δέκα μύθοι για την ελληνική γλώσσα, Αθήνα, Πατάκη, σ. 15-21.

Χριστίδης, Α.-Φ. (1999), Γλώσσα, πολιτική, πολιτισμός, Αθήνα, Πόλις.