Στον καπιταλισμό συνυπάρχουν οι τάσεις διεθνοποίησης («παγκοσμιοποίησης») και προστατευτισμού, και ταυτόχρονα ανταγωνίζονται. Ιδιαίτερα, στον σύγχρονο ολοκληρωτικό ανταγωνισμό των έντονων ανακατατάξεων στην κορυφή του συστήματος ενισχύεται η τάση προστατευτισμού-ανταγωνισμού εις βάρος της παγκοσμιοποίησης«συνεργασίας» με κύριο δράστη τις ΗΠΑ, που απειλούνται να εκτοπιστούν απ’ την κορυφαία θέση της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας. Ο οξύς οικονομικός ανταγωνισμός για αναδιανομή της ισχύος και των επιρροών, οξύνει και τον πολιτικό και στρατιωτικό ανταγωνισμό. Προϊόν του προστατευτισμού – ανταγωνισμού είναι ο εμπορικός και στρατιωτικός πόλεμος, που η γενίκευσή του δεν μπορεί πλέον να αποκλειστεί. Μάλιστα, ο ανταγωνισμός οξύνεται όχι μόνο μεταξύ δεδομένων αντιπάλων, αλλά και συμμάχων, όπως συνέβη με χαρακτηριστικό τρόπο στην τελευταία σύνοδο της ομάδας των επτά (G7).
Oι αντιθέσεις συμμάχων δυνάμεων αναδεικνύονται απ’ την αποχώρηση των ΗΠΑ επί διακυβέρνησης Τραμπ απ’ την ολοκλήρωση της ΤPΡ του Ειρηνικού και την προώθηση μεμονωμένων συμφωνιών με τις αντίστοιχες κυβερνήσεις. Στο ίδιο μήκος κύματος δήλωσε ότι θα προχωρήσει στη ριζική αναθεώρηση της ΤPΡ, ενώ θεώρησε ασύμφορη και ετεροβαρή για τις ΗΠΑ και τη ΝΑFTA προωθώντας αναθεώρησή της, προς το παρόν με συμφωνία του Μεξικού, αλλά (όχι ακόμη) του Καναδά.
Αυτή η επιθετικότητα των ΗΠΑ δεν έμεινε αναπάντητη, καθώς δασμούς στα προϊόντα των ΗΠΑ επέβαλαν και η Κίνα και η Γερμανία. Η δεύτερη μάλιστα παρά τους όρκους στην παγκοσμιοποίηση απαγόρευσε ρητά την εξαγορά υπερκερδοφόρων επιχειρήσεων («εθνικών πρωταθλητών») από μονοπώλια άλλων ιμπεριαλισμών.
Απ’ την άλλη, η τάση για αμοιβαία επωφελή οικονομική αλλά και πολιτική συνεργασία αναπτύσσεται και μεταξύ αντιπάλων, που έχουν φτάσει ακόμη και στο χείλος της πυρηνικής αναμέτρησης, όπως συμβαίνει με τις ΗΠΑ και τη Βόρεια Κορέα. Αυτή η «ορθολογική» τάση αποβλέπει στην ικανοποίηση, μέσω της συνεργασίας και σχετικής άμβλυνσης των αντιθέσεων, των συμφερόντων των ηγετικών ιδίως καπιταλισμών.
Η σχετική εξομάλυνση των σχέσεων με τη Β. Κορέα και η αποπυρηνικοποίηση ενισχύει τη δυνατότητα των ΗΠΑ για ενεργητικότερη παρέμβαση στην περιοχή, όπου ενισχύεται η θέση Ρωσίας και Κίνας. Η εξέλιξη αυτή εντάσσεται στη στρατηγική των ΗΠΑ σε διεθνές επίπεδο. Η προσπάθειά τους να μειώσουν τα ελλείμματά τους με τις άλλες ηγετικές καπιταλιστικές οικονομίες οδήγησε στην επιβολή υψηλών δασμών σε επιλεγμένα προϊόντα. Η Κίνα υπήρξε κύριος στόχος αυτών των μέτρων, στα οποία απάντησε με την επιβολή δασμών ύψους 15%-25% σε επιλεγμένα εμπορικά προϊόντα. Η συμφωνία με τη Β. Κορέα προσδοκάται απ’ τις ΗΠΑ ότι θα ενισχύσει την πίεσή τους στην Κίνα με άλλο τρόπο για την ικανοποίηση της απαίτησης να μειώσει το εμπορικό πλεόνασμά της κατά 200 δισ. ευρώ το 2017 και 2018! Ο συνδυασμός της βίας του προστατευτισμού με τη διαφαινόμενη εξομάλυνση των σχέσεων των ΗΠΑ με τη Βόρεια Κορέα και με τις συναινετικές διαδικασίες, που εν μέρει προωθεί η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, εκφράζει τη στρατηγική στόχευση της ηγεσίας των ΗΠΑ να αναβαθμίσουν την οικονομική και στρατιωτικοπολιτική θέση τους έναντι των άλλων ιμπεριαλιστικών κέντρων.
Το γεγονός ότι η συμφωνία ΗΠΑ-Β. Κορέας δεν εκφράζει μια φιλειρηνική πολιτική από θέση αρχών, επιβεβαιώνεται απ’ τη διαμετρικά αντίθετη συμπεριφορά των Αμερικανών, όπως αποδεικνύει η στρατιωτική επέμβασή τους στη Συρία, η άρνηση ανανέωσης της πυρηνικής συμφωνίας με το Ιράν, αλλά και η ψυχροπολεμικού τύπου επιθετική ζώνη με την οποία περιβάλλουν οι αμερικανονατοϊκοί τη Ρωσία, με αποκορύφωμα τα γυμνάσια στα σύνορα Πολωνίας-Ρωσίας με 100.000 στρατιώτες! Βεβαίως, η συμφωνία χαιρετίστηκε απ’ τα ιμπεριαλιστικά κέντρα και ιδίως από δυνάμεις αναφανδόν ταγμένες υπέρ της παγκοσμιοποίησης και της ελευθερίας του εμπορίου, όπως κατεξοχήν η Κίνα, που ιδεολογικοποιεί αυτές τις οικονομικές επιδιώξεις, ομνύοντας υπέρ της ειρήνης. Ο υπουργός Εξωτερικών της Κίνας δήλωσε ότι η Κίνα θα εξακολουθήσει να υποστηρίζει την ειρήνη στην κορεατική χερσόνησο και τον Ειρηνικό Ωκεανό. Παρεμφερής, αν και πιο επιφυλακτική, ήταν η δήλωση του υφυπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας.
Η Κίνα αξιοποιεί την εξομάλυνση των διπλωματικών σχέσεων σε εύφλεκτες περιοχές, όπως στην κορεατική χερσόνησο, για να προωθεί ευρύτατες οικονομικές συμμαχίες-ολοκληρώσεις –όπως η Οργάνωση για τη Συνεργασία της Σαγκάης (SCO), που μετά την προσχώρηση Ινδίας και Πακιστάν αποτελεί σε πληθυσμό και έκταση τη μεγαλύτερη καπιταλιστική ολοκλήρωση– και μεγαλόπνοα σχέδια των κινέζικων μονοπωλίων για τους «σύγχρονους δρόμους του μεταξιού».
Σε όξυνση είναι και ο εμπορικός (και πολιτικός βέβαια) πόλεμος ΗΠΑ και Ρωσίας, στον οποίο εμπλέκεται και η Γερμανία. Είναι γνωστή και διαρκής η επίθεση των ΗΠΑ για την ενεργειακή (και όχι μόνο) εξάρτησή της απ’ τη Ρωσία.
Οι ΗΠΑ απαιτούν πλήρη ευθυγράμμιση της πολιτικής των συμμάχων τους με τα συμφέροντά τους. Γι’ αυτό, εκτός απ’ το κορυφαίο θέμα της ενεργειακής εξάρτησης, επικρίνουν το ήπιο Brexit – που επιδιώκει η βρετανική κυβέρνηση υπέρ των ισχυρών δεσμών με την ΕΕ–, τη στρατηγικής οικονομικής σημασίας συμφωνία ελεύθερου εμπορίου ΕΕ-Ιαπωνίας, την εμβάθυνση της συνεργασίας τους απ’ την ενέργεια ώς την ασφάλεια. Εκδηλώνουν επίσης την αντίθεσή τους στην 20ή Σύνοδο Κορυφής ΕΕ-Κίνας με στόχο οι επενδύσεις και των δύο πλευρών να ανέλθουν σε ανώτερη φάση, την παραμονή ΕΕ, Γερμανίας, Γαλλίας, Κίνας, Ρωσίας στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, ενώ οι ΗΠΑ αποχώρησαν απ’ τη σχετική συμφωνία προκαλώντας την όξυνση, ενδεχομένως και πολεμική, κατά του Ιράν με πρωταγωνιστή τον συνήθη ταραξία, Ισραήλ.
Πάντως, ειδικά στο θέμα φυσικού αερίου ο πρόεδρος Τραμπ κατέστησε σαφές ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ του αμερικανικού LNG (υγροποιημένου φυσικού αερίου) και των ρωσικών αγωγών θα είναι σκληρός και παραδέχτηκε την έντονη αντίθεσή του για το θέμα αυτό με τη Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ. Εξάλλου, αν και ο πόλεμος στη Συρία τελειώνει, όχι μόνο δεν ανακαλούνται οι αμερικανικές δυνάμεις απ’ την ανατολική Μεσόγειο και τη Συρία, αλλά ενισχύονται. Με την παρουσία τους στην εύφλεκτη περιοχή οι ΗΠΑ όχι μόνο διασφαλίζουν τον ισχυρό τους ρόλο και τα συμφέροντά τους στην περιοχή, αλλά και την υφαρπαγή μεγάλου μέρους των ενεργειακών κοιτασμάτων και τη διοχέτευσή τους προς την Ευρώπη, ώστε να εξασφαλιστεί η απεξάρτησή της απ’ τα ρωσικά ενεργειακά αποθέματα. Στό στόχαστρό τους ακόμα είναι και η παρεμπόδιση της προέκτασης του «δρόμου του μεταξιού».
Σαφές δείγμα των αντιφατικών σχέσεων των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στον σύγχρονο καπιταλισμό αποτελεί η σχέση των ΗΠΑ με τη Ρωσία. Ενώ ο Τραμπ επικρίνει τους Γερμανούς και γενικότερα τους Ευρωπαίους για τις οικονομικές σχέσεις τους με τη Ρωσία, ο ίδιος τόνιζε ήδη απ’ την προεκλογική του εκστρατεία ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να επανεξετάσουν τις οικονομικές, και όχι μόνο, σχέσεις τους με τη Ρωσία.
Στην πρόσφατη συνάντησή τους στο Ελσίνκι, Τραμπ και Πούτιν δήλωσαν ότι έδωσαν ιδιαίτερη προσοχή στην οικονομία, αφού οι επιχειρήσεις και των δύο χωρών συμφωνούν για την ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεών τους. Μάλιστα, συμφωνήθηκε η δημιουργία κοινής επιτροπής επιχειρηματιών των δύο χωρών, που θα καταθέσουν σχετικές προτάσεις. Αυτή η αντιφατικότητα των οικονομικών σχέσεων των δύο χωρών, όπως γενικότερα των καπιταλιστικών χωρών και δη των ιμπεριαλιστικών, δεν εξαρτάται μόνο ή και κύρια απ’ τους κυβερνώντες, αλλά και απ’ την έντονη ενδοαστική διαπάλη στους κόλπους των πολυεθνικών μονοπωλίων.
Κυρίαρχο χαρακτηριστικό του σύγχρονου καπιταλισμού είναι ο λυσσαλέος εμπορικός πόλεμος με την επεκτατική, αλλά και την προστατευτική διάστασή του, οι ανακατατάξεις στις ιμπεριαλιστικές συνεργασίες, η εναλλαγή ή και συνύπαρξη συγκρούσεων αλλά και συνεργασιών μεταξύ των ιμπεριαλιστικών χωρών, η αναβάθμιση των εμπορικών συμφωνιών, αλλά και οι πολεμικές προετοιμασίες ή και συγκρούσεις προς το παρόν δι’ αντιπροσώπων των ηγετικών καπιταλισμών.