H ανάγκη θεωρητικής διερεύνησης του σύγχρονου αστικού κράτους νομιμοποιείται απ’ τους μετασχηματισμούς του κράτους που εκκίνησαν απ’ τα μέσα της δεκαετία του 1970 ως απόπειρα υπέρβασης της κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος, και είχαν ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της αστικής δημοκρατίας. Εκτός από την συσχέτιση με την καπιταλιστική κρίση σημαντικός παράγοντας που καθιστά αναγκαία μια επικαιροποιημένη μαρξιστική θεωρία για το κράτος είναι η πτώση των καθεστώτων του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» και η ένταση της ιδεολογικής επίθεσης ιδιαίτερα στη «σοσιαλιστική δημοκρατία», ακόμα και αν αποτελεί κακέκτυπο της μαρξικής θεωρίας της δημοκρατίας. Γιατί παρά την κριτική της αστικής σκέψης κατά της μαρξικής θεωρίας της δημοκρατίας για κρατισμό, σκοπός της μαρξικής θεωρίας της δημοκρατίας, ως μορφής της προλεταριακής εξουσίας, είναι η μετάβαση στην ακρατική αλλά όχι απολιτική κομμουνιστική κοινωνία. Στο παρόν τεύχος γίνονται θεωρητικές διερευνήσεις της σύγχρονης αστικής δημοκρατίας και των μετασχηματισμών της, καθώς αφιέρωμα στη μαρξική θεωρία της δημοκρατίας θα γίνει σε επόμενο τεύχος των Τετραδίων Μαρξισμού.
Ο νεοφιλελευθερισμός αποτέλεσε την εκδοχή της κυρίαρχης ιδεολογίας και τη θεωρητική υπεράσπιση των αναδιαρθρώσεων που είχαν ως στόχο την υπέρβαση της κρίσης του 1970 μέσω της αλλαγής των ταξικών συσχετισμών και της πλήρους αυτονόμησης της οικονομίας (δηλαδή του κεφαλαίου) από κάθε πολιτική διαμεσολάβηση.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα, επομένως, του αστικού κράτους στην περίοδο κυριαρχίας της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης, δηλαδή απ’ τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’70 και έπειτα, είναι η συρρίκνωση της λεγόμενης σχετικής αυτονομίας του αστικού κράτους. Η σχετική αυτονομία στο βαθμό που ισχύει, σκοπεί στον περιορισμό της ασυδοσίας των ηγεμονικών αστικών μερίδων εις βάρος άλλων μερίδων του κεφαλαίου, εθνικών, κρατικών, μικρομεσαίων επιχειρήσεων και κυρίως εις βάρος των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων. Δηλαδή, το αστικό κράτος αναγνωρίζει την ανάγκη περιορισμού της ασυδοσίας του κεφαλαίου υπέρ της «κοινωνικής ειρήνης» με στόχο την απρόσκοπτη και διευρυμένη αναπαραγωγή του.
Η κεϊνσιανή διαχείριση, στηριζόμενη στο μεταπολεμικό μακρύ κύμα ανάπτυξης, στη λεγόμενη «χρυσή τριακονταετία» (1945-1975) προσπαθούσε να περιορίσει σε κάποιο βαθμό την εκμεταλλευτική ορμή του κεφαλαίου. Σ’ αυτό συνίστατο κυρίως η σχετική αυτονομία του αστικού κράτους στη διάρκεια της κεϊνσιανής διαχείρισης. Στο σύγχρονο όμως στάδιο της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης αυτή η σχετική αυτονομία τείνει αντικειμενικά να περιοριστεί, αν όχι να εξαλειφθεί. Σε ιδεολογικό επίπεδο, αυτό εκφράζεται με την ηγεμονία της αντίληψης ότι η απρόσκοπτη και φιλοεπενδυτική κρατική πολιτική υπέρ του κεφαλαίου, η πολιτική δηλαδή εξασφάλιση της ασυδοσίας του, εξασφαλίζει τάχα την «αύξηση της πίτας» και άρα και τα συμφέροντα των υποτελών τάξεων.
Η αύξηση της κοινωνικής ανισότητας επιβάλλει την ενίσχυση της κατασταλτικής πολιτικής και της ιδεολογικής χειραγώγησης για την αποτροπή επικίνδυνων, για την ευστάθεια του συστήματος, κοινωνικών αντιδράσεων. Το σύγχρονο αστικό κράτος της έκτακτης ανάγκης, της εντατικής καταστολής και ιδεολογικής χειραγώγησης έχει προς το παρόν αποτρέψει τους ακραίους κινδύνους για το σύστημα. Ωστόσο, περιοδικά εκδηλώνονται έντονοι κινηματικοί τριγμοί εν δυνάμει απειλητικοί για το σύστημα. Όπως το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης στις αρχές της νέας χιλιετίας, το κίνημα των πλατειών και η Αραβική Άνοιξη, ειδικά σε Τυνησία-Αίγυπτο και αρχικά στη Συρία, αλλά και οι σύγχρονες απειλητικές εξεγέρσεις εξεγέρσεις σε Χιλή, Ισημερινό, Λίβανο, Ιράκ, η αντίσταση απέναντι στο πραξικόπημα στη Βολιβία.
Η σχετική αυτονομία του κράτους
Η συρρίκνωση της σχετικής αυτονομίας του πολιτικού (κυρίως του κράτους) έναντι του ενισχυμένου αδιαμεσολάβητου πολιτικού ρόλου της οικονομίας στον σύγχρονο καπιταλισμό της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης, θέτει υπό αμφισβήτηση την αντίληψη του Πουλαντζά και της σχεσιακής προσέγγισης του αστικού κράτους, που ως και σήμερα διατηρεί,τροποποιημένη, την επιρροή της. Η αντίληψη αυτή θεωρεί ότι το κράτος είναι πρωτίστως η συμπύκνωση ενός συσχετισμού ταξικών δυνάμεων. Σ’ αυτόν τον συσχετισμό περιλαμβάνονται, με ασύμμετρο τρόπο, και οι κυριαρχούμενες τάξεις. Οι υποτελείς τάξεις δεν είναι εξωτερικές στο κράτος αλλά εσωτερικές και σταδιακά, και υπό ιδιαίτερες συνθήκες, μπορούν από κυριαρχούμενες να γίνουν κυρίαρχες. Η σχεσιακή αντίληψη του κράτους, προσφέρει μια μεθοδολογία ανάλυσης του τρόπου εγγραφής της πάλης των τάξεων στις δομές του κράτους. Ωστόσο οι ρεφορμιστικές (παρ)ερμηνείες της θεώρησαν την κοινωνική αλλαγή σαν μια ενδοκρατική μεταρρυθμιστική υπόθεση που δεν προϋποθέτει κατάκτηση και καταστροφή του αστικού κράτους, αγνοώντας ότι η αποτύπωση της ταξικής πάλης στο κράτος δεν αναιρεί ότι αυτό παραμένει πάντοτε το κράτος της κυρίαρχης τάξης. Η θέση αυτή στηρίχτηκε εμπειρικά στις ευνοϊκές υπέρ της εργατικής τάξης διατάξεις στο Δίκαιο την εποχή της μεταπολεμικής ανάπτυξης, που σχεδόν αναιρέθηκαν επί νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και στην συγκυριακή εκπροσώπηση ακόμη και αντισυστημικών/αριστερών κομμάτων στην αστική βουλή ή στην κυβέρνηση Η ρεφορμιστική θέωρηση του αστικού κράτους επικαλείται και μιαν άλλη αναπόδεικτη, ωστόσο, και αυθαίρετη θεωρητική βεβαιότητα. Ότι αυτές οι κατακτήσεις διαρκώς συσσωρευόμενες θα καταστούν πλειοψηφικές στο κράτος, οπότε οι κυριαρχούμενες τάξεις θα μετατραπούν σε κυρίαρχες. Αυτή η θεωρητική αντίληψη του σοσιαλρεφορμισμού, σ’ όλες τις εκδοχές, είναι επιστημονικά προβληματική, αφού προϋποθέτει ότι η αστική τάξη θα παρακολουθεί παθητικά την άνοδο στην εξουσία της εργατικής τάξης και των πολιτικών εκπροσώπων της. Εξάλλου, αναιρείται από την εμπειρική πραγματικότητα της αυταρχικής σύγχρονης αστικής δημοκρατίας, που όχι μόνον δεν ανέχεται τη διεύρυνση του ορίζοντα των εργατικών και λαϊκών δικαιωμάτων, όπως διατείνεται ο σοσιαλρεφορμισμός, αλλά τα αποψιλώνει, εγκαθιστώντας ένα συνταγματικό καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Επιπλέον, εκτός από τον αυταρχικό κρατισμό της αστικής δημοκρατίας, δεν αποκλείεται και η στρατιωτική αστική δικτατορία, όπως το 1973 στη Χιλή με την ανατροπή της κυβέρνησης Αλιέντε.
Η εργαλειακή αντίληψη για το κράτος
Ωστόσο, και η υιοθέτηση μιας ακραίας εργαλειακής αντίληψης του κράτους παραμένει προβληματική, γιατί απολυτοποιεί το διαχωρισμό του αστικού κράτους από την πάλη των τάξεων, αδυνατώντας έτσι να αναλύσει ικανοποιητικά τον τρόπο εγγραφής της πάλης των τάξεων στο εσωτερικό του κράτους. Επιπλέον, η εργαλειακή αντίληψη, δεν αντιλαμβάνεται τη χρησιμότητα της σχετικής αυτονομίας του κράτους, ως προϋπόθεσης του συνολικού συμφέροντος της αστικής τάξης. Τέλος, στο πλαίσιο μιας αντιδιαλεκτικής εργαλειακής αντίληψης, που έχει υϊοθετηθεί κατά καιρούς τόσο από την επαναστατική όσο και από τη ρεφορμιστική πτέρυγα του εργατικού κινήματος, οι ταξικοί αγώνες και οι όποιες κατακτήσεις θεωρούνται ματαιοπονία και φενάκη.
Οι κατακτήσεις όμως, των υποτελών τάξεων, ακόμα και στα πιο αντιδραστικά καθεστώτα δεν αποκλείονται. Για παράδειγμα, ο πολυεκατομμυριούχος ακροδεξιός πρόεδρος της Χιλής, Πινιέρα, εκτός απ’ το μαστίγιο της καταστολής προσέφυγε και στο καρότο των παραχωρήσεων, προτείνοντας μια σειρά ευνοϊκών μεταρρυθμίσεων, για να αντιμετωπίσει τους εξεγερμένους.Προφανώς η αστική τάξη θα επιθυμούσε ιδανικά την πλήρη απογύμνωση των υποτελών τάξεων από δικαιώματα. Το αστικό κράτος όμως, ως επιτροπή διαχείρισης των υποθέσεων της αστικής τάξης και ως συλλογικός καπιταλιστής έχει μια πιο ολοκληρωμένη και ισορροπημένη αντίληψη των συμφερόντων της αστικής τάξης. Το κράτος λειτουργεί ως συλλογικός εκπρόσωπος της αστικής τάξης, ως η ένυλη ταξική της συνείδηση, ακριβώς στο βαθμό που διατηρεί μια σχετική αυτονομία απέναντι στις επιμέρους μερίδες της. Γι’αυτό, μπορεί να προβαίνει σ’ ορισμένες παραχωρήσεις, υπό την πίεση των ταξικών αγώνων, ακόμα και αν η κυρίαρχη τάξη ή τμήμα της διαφωνεί.
Άρα, ακόμη και υπό ακροδεξιά διακυβέρνηση, η σχετική αυτονομία του κράτους σε κάποιο βαθμό διατηρείται χάριν της σταθερότητας και αναπαραγωγής του συστήματος. Παράγοντες που συντελούν στη διατήρηση μιας στοιχειώδους αυτονομίας του κράτους είναι: η αποκλειστική δυνατότητα του αστικού κράτους να προσδιορίζει λογικά και συνολικά το γενικό συμφέρον της αστικής τάξης, οι διαφορές, παρά τη σύγκλισή τους στα βασικά, στη διακυβέρνηση των κομμάτων εξουσίας, οι ταξικοί αγώνες των κυριαρχούμενων τάξεων και οι λεγόμενες αποκεντρωμένες «μικροεξουσίες».
Κράτος και θεωρίες διάχυσης της εξουσίας στην κοινωνία
Εκτός από τη σχεσιακή και την εργαλειακή θεωρία για το κράτος, πολλές σύγχρονες προσεγγίσεις υποστηρίζουν τη διάχυση της εξουσίας σε όλα το φάσμα της κοινωνικής πραγματικότητας. Οι αντιλήψεις περί αποκέντρωσης της εξουσίας, διαπιστώνουν ότι στη νεότερη κοινωνία δεν ισχύει ο κρατοκεντρισμός, αφού η εξουσία διαχέεται στο σύνολο του κοινωνικού σχηματισμού. Η αντίληψη αυτή περί βιοεξουσίας αναζητεί τη βάση νομιμοποίησής της σε θεωρήσεις, που, σε μαρξιστικό πλαίσιο, διατύπωσε πρώτος ο Αντόνιο Γκράμσι και όπου δίνεται πράγματι έμφαση στη διάχυση της εξουσίας στο κοινωνικό σώμα. Σ’αυτή τη βάση επισημαίνεται η σημασία του πολέμου θέσεων και η κατάκτηση της ηγεμονίας στην κοινωνία των πολιτών σε αστικές κοινωνίες με αναπτυγμένους αστικοδημοκρατικούς θεσμούς. Θα πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι ο Γκράμσι παρέμεινε εντός του μαρξιστικού υποδείγματος, εφόσον αναγνώριζε την αναγκαιότητα του πολέμου κινήσεων, ενταγμένου στο πλαίσιο ενός πολέμου θέσεων για τη συντριβή του σκληρού πυρήνα του κράτους που μπορεί να πάρει και τη μορφή ένοπλης/στρατιωτικής αντιπαράθεσης.
Η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων των επιμέρους κοινωνικών θεσμών στον 20ο αιώνα, αν και παράλληλα ενισχυόταν και ο σκληρός πυρήνας του αστικού κράτους, πριμοδότησε καθοριστικά την αντίληψη της διάχυσης της εξουσίας στην κοινωνία και την υποτίμηση του κράτους ως βασικού φορέα εξουσίας. Με την αντίληψη αυτή συνομιλεί ο Μισέλ Φουκώ, στοχεύοντας στη ριζοσπαστική ανασυγκρότησή της. Ο Φουκώ θεωρεί ότι η εξουσία δεν συγκεντρώνεται στο κράτος, αλλά είναι διάχυτη στην κοινωνία, «εγγράφεται» σε θεσμούς, όπως ο στρατός, το σχολείο,οι φυλακές, η εκκλησία, τα νοσοκομεία, η οικογένεια. Αυτοί οι θεσμοί επιβάλλουν στα άτομα σχέσεις εξουσίας άμεσες, βιωματικές, αντίθετα με την έμμεση και εξωτερική σχέση των ατόμων με το κράτος.
Οι συνέπειες της αντίληψης του Φουκώ για τη διάχυση της εξουσίας είναι καταλυτικές. Αφού η εξουσία δεν συγκεντρώνεται στο κράτος, αλλά διαχέεται στην κοινωνία, απορρίπτεται η στρατηγική της κατάκτησης της κρατικής εξουσίας ως κορύφωση της πάλης των τάξεων. Η έννοια της κορύφωσης αντικαθίσταται από μια αντίληψη διαρκούς αγώνα για την αλλαγή της πολιτικής και ιδεολογίας των επιμέρους κοινωνικών δομών/φορέων της εξουσίας. Την άρνηση του κεντρικού ρόλου του κράτους ως φορέα εξουσίας, άρα και της επανάστασης, υιοθετούν και τα κινήματα ταυτότητας, τα οποία απηχώντας εν μέρει και την ήττα μετά το 1970 των επαναστατικών κινημάτων, απορρίπτουν την κατάληψη της εξουσίας και την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής ως ρητών προϋποθέσεων του κοινωνικού μετασχηματισμού, προκρίνοντας την απελευθέρωση του ανθρώπου απ’ την αλλοτρίωση, τον καθορισμό του από αντιδραστικές και αυταρχικές ιδέες στην καθημερινή ζωή, στην οικογένεια, στις σεξουαλικές σχέσεις και εν γένει στις κοινωνικές σχέσεις.
Η αντίληψη για τον περιορισμό της κρατικής εξουσίας ενισχύεται από θεσμούς συμμετοχικής και «αυτοδιαχειριστικής» λογικής που υποτίθεται μειώνουν την εξουσία του κράτους και του κεφαλαίου, στο πλαίσιο μιας «σοσιαλκαπιταλιστικής» προοπτικής διαμοιρασμού της εξουσίας και ταξικής συμφιλίωσης των ανταγωνιστικών τάξεων. Μια καρικατούρα αυτής της πολιτικής εφαρμόστηκε στην πρώτη τετραετία διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (1981-85), χωρίς επιτυχία.
Οι θεσμοί αυτοί, επειδή συνδέονται με την κεϊνσιανή διαχείριση, θεωρούνται μάλλον παρωχημένοι. Απεναντίας, επί νεοφιλελευθερισμού αναπτύσσονται θεσμοί που υποτίθεται ότι αποφλοιώνουν το κεντρικό κράτος από σημαντικές σε έκταση και βαρύτητα αρμοδιότητες. Τέτοιοι θεσμοί είναι οι Ανεξάρτητες Αρχές, οι ΜΚΟ, οι ενισχυμένες με αρμοδιότητες περιφέρειες, η δημοψηφισματική πρακτική, η «συμμετοχή» στα κέρδη των επιχειρήσεων κ.ά.
Προς μια σύγχρονη μαρξιστική θεωρία για το κράτος
Η μαρξιστική θεωρία του κράτους δεν αγνοεί ότι η εξουσία δεν συγκεντρώνεται αποκλειστικά στο κράτος, αλλά σε κάποιο βαθμό διαχέεται στην κοινωνία. Η ειδοποιός διαφορά έγκειται στο ότι στη μαρξιστική προσέγγιση, το κράτος θεωρείται η πρωτογενής πηγή παραγωγής εξουσίας και δικαίου, διατηρώντας το μονοπώλιο της νόμιμης βίας.
Επομένως, η μαρξιστική κριτική στις αριστερές και αριστερόστροφες αντιλήψεις περί διάχυσης της εξουσίας εστιάζει στον έκκεντρο και μεταμοντέρνο χαρακτήρα τους και στη συνακόλουθη υποτίμηση του ρόλου του αστικού κράτους. Οι αντιλήψεις περί βιοεξουσίας γειτνιάζουν, χωρίς να ταυτίζονται, με το ευρύτερο νεοφιλελεύθερο ιδεολογικό/πολιτικό ρεύμα της εποχής, που απαιτεί, φαινομενικά, τον περιορισμό του ρόλου του αστικού κράτους και της κρατικής γραφειοκρατίας στο όνομα της ευλεξίας και της ελευθερίας του επιχειρείν. Στην πραγματικότητα, όπως αποδείχτηκε περίτρανα στη δομική κρίση του 2008, το σύγχρονο αστικό κράτος, για να αντιμετωπίσει μακρόχρονα κρισιακά φαινόμενα, ενισχύει την παρέμβαση και τη θεσμική του διεύρυνση. Ακόμα και η παραχώρηση πεδίων της κοινωνικής αναπαραγωγής στο κεφάλαιο και σε αδιαμεσολάβητους μηχανισμούς του, ακόμα και η «απελευθέρωση» του εμπορίου και των χρηματαγορών έγιναν με πολιτικές αποφάσεις των κρατών. Το κράτος δεν αποδυναμώνεται, αφού οι βασικές του λειτουργίες παραμένουν σε ισχύ, απλά αναπροσαρμόζεται στο νέο πλαίσιο κοινωνικής αναπαραγωγής.
Οι κοινωνικοί θεσμοί και οργανώσεις, μπορούν να ασκούν δικαιώματα, μόνο επειδή νομιμοποιούνται απ’ το αστικό κράτος· μια νομιμοποίηση που το κράτος παραχωρεί για χάρη του γενικού αστικού συμφέροντος και της συστημικής ευστάθειας. Εξάλλου, οι επιμέρους κοινωνικές εξουσίες και οι θεσμικοί φορείς τους είναι, σε πολλές περιπτώσεις, κρατικά ιδρύματα που δεν ταυτίζονται ακριβώς με το κράτος με τη στενή έννοια (σχολεία, νοσοκομεία κά), αλλά ελέγχονται με ποικίλους τρόπους απ’ το κράτος, ενώ συχνά χρηματοδοτούνται απ’ αυτό.
Επομένως, η κρατική εξουσία, όπως συμπυκνώνεται στο μονοπώλιο της βίας, παραμένει η εξουσία της κυρίαρχης τάξης, ακόμα και αν στο κράτος αποτυπώνονται οι ταξικοί συσχετισμοί
Αντιλήψεις που απολυτοποιούν τις επιμέρους εξουσίες και αρνούνται την κεντρικότητα της κρατικής εξουσίας, άρα και την ανάγκη της επαναστατικής κατάληψής της, διαψεύδονται από τον αυταρχικό κρατισμό του σύγχρονου νεοφιλελεύθερου κράτους, ιδίως στη μορφή του κράτους έκτακτης ανάγκης. Ο νεοφιλελεύθερος κρατισμός περιλαμβάνει ένα σύνολο αυταρχικών μετασχηματισμών του κράτους στις προηγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες αρχής γενομένης απ’ τα μέσα της δεκαετίας του 1970, περίοδος που σημαδεύτηκε από την κρίση του κεϊνσιανού καπιταλισμού. Η ανάγκη υπέρβασης της τότε κρίσης, αλλά και η όξυνση των ταξικών αγώνων στα τέλη του 1960 οδήγησε σε μιαν εξαιρετικά αυταρχική κρατική μορφή με στόχο την, εκ νέου, επιβεβαίωση της αστικής κυριαρχίας αλλά και την αναπαραγωγή της αστικής ηγεμονίας. Αν και η αναβάθμιση των κατασταλτικών μηχανισμών αποτελεί θεμελιώδες συγκροτητικό στοιχείο του νεοφιλελεύθερου κράτους, η νεοφιλελεύθερη κρατική μορφή δεν περιορίζεται σε αυτήν την αναβάθμιση, ούτε διολισθαίνει σε μια φασιστική στρατιωτική δικτατορία, ωστόσο ανασυγκροτείται ως ένα σαφώς υποβαθμισμένο κοινοβουλευτικό καθεστώς.
Οι αυταρχικές μετατοπίσεις της κρατικής κυριαρχίας συνδυάζονται επίσης με μια ριζικά μεταλλαγμένη ηγεμονία στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας με κύρια χαρακτηριστικά την απορρόφηση του πολίτη από τον ιδιώτη, την απαξίωση της πολιτικής, την ενοχοποίηση του προτάγματος της ισότητας και την αποθέωση του ατομικισμού. Η σχετική αυτονομία του πολιτικού διατηρείται στοιχειωδώς και σ’ αυτή τη μορφή κράτους. Η κρατική κυριαρχία αποβλέπει στην κυριαρχία του κεφαλαίου με σχετικό έλεγχο των αντικοινωνικών υπερβολών του· η αστικοδημοκρατική ηγεμονία (ακόμη και στην «αριστερή» συστημική εκδοχή της), χωρίς να καταργεί την επίφαση του πλουραλισμού, επιχειρεί να κάνει αποδεκτή απ’ τις μάζες την αντίληψη ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη, με συνοδευτικά χαρακτηριστικά την αντιδραστική πολιτική της λιτότητας και την αναίρεση δικαιωμάτων, είναι μονόδρομος (ΤΙΝΑ) για την κοινωνική ευδαιμονία. Ή, πιο συχνά, επειδή το κεφάλαιο αδυνατεί να προτείνει ένα θετικό όραμα, ο καπιταλιστικός μονόδρομος προβάλλεται ως βάση μιας αρνητικής αστικής συμμαχίας με το πρόσχημα ότι τα «πράγματα τουλάχιστον δε θα χειροτερέψουν».
Επί της ουσίας, ο σύγχρονος νεοφιλελεύθερος κρατικός αυταρχισμός επιβάλλεται με τη μορφή της «διαρκούς κατάστασης εξαίρεσης». Αυτός ο ορισμός μοιάζει αντιφατικός μιας και η «κατάσταση εξαίρεσης» αντιφάσκει με την έννοια της μονιμότητας, ωστόσο η μονιμοποίηση των έκτακτων μέτρων παράγει και τη νομιμοποίησή τους. Η αστική δημοκρατία «ταλαντώνεται» μέχρι το σημείο θραύσης, γεγονός που ωθεί το καθεστώς διαρκούς εξαίρεσης προς την τυπική δικτατορία, αλλά η δημοκρατική κρατική μορφή δε «σπάει» και τελικά η διαδικασία αναίρεσης της αστικής δημοκρατίας δεν ολοκληρώνεται. Η μονιμότητα αυτού του ιδιότυπου αυταρχικού κράτους, όταν εξασφαλίζει τη μόνιμη συναίνεση μιας αλλοτριωμένης κοινωνικής πλειοψηφίας, προσομοιάζει σε δυστοπικό ολοκληρωτικό καθεστώς, το οποίο, προληπτικά θωρακίζεται απέναντι σε κάθε απελευθερωτικό πρόταγμα.
Η αυταρχικότητα του διαρκούς κράτους έκτακτης ανάγκης εδράζεται στην τυπική νομιμοποίηση του, αφού λειτουργεί βάσει νόμων και δεν απαιτεί την τομή της κατάργησης του συντάγματος, τομή που, όμως, ενδημεί στα αστικά συντάγματα, αποτελώντας με μια έννοια την ουσία των συνταγμάτων ως καταστατικών χαρτών της αστικής κυριαρχίας. Ό,τι είναι νόμιμο μπορεί να παραβιαστεί μόνο από τον Κυρίαρχο.
Αυτό το συνταγματικό κράτος έκτακτης ανάγκης επιβάλλει όλο και συχνότερα έκτακτα αστυνομικά μέτρα με αφορμή την ανάπτυξη ισχυρών κινημάτων, ενώ η αστυνομία αποκτά και ιδεολογικό ρόλο, καθώς οι αστυνομικές πρακτικές παράγουν νομιμότητα. Επιπλέον δομικά στοιχεία του σύγχρονου κράτους συνιστούν: η παραχώρηση εξουσιών και κρατικών αρμοδιοτήτων άμεσα στο κεφάλαιο και στις αγορές ως πεδίων αδιαμεσολάβητης επιβολής του κεφαλαίου, η απορρόφηση της κοινοβουλευτικής και, εν μέρει, της δικαστικής εξουσίας, σε μεγάλο βαθμό, απ’ την εκτελεστική εξουσία και η διακυβέρνηση με προεδρικά διατάγματα, κοινές υπουργικές αποφάσεις και πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, συρρικνώνοντας έτσι περαιτέρω το ρόλο του κοινοβουλίου.
Συμπερασματικά: Η νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη της αστικής δημοκρατίας επιβεβαιώνει ότι μόνον η κοινωνική επανάσταση και η σύγχρονη σοσιαλιστική-προλεταριακή δημοκρατία μπορούν να συμβάλλουν σε ένα σχέδιο υπέρβασης αυτής της εφιαλτικής κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας θέτοντας ως στόχο την καθολική χειραφέτηση και τον κομμουνισμό.