Editorial
Η πρόσφατη αντικομμουνιστική συνάντηση στο Ταλίν, οργανωμένη από την εσθονική προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκάλεσε μια ευρεία πολιτική και θεωρητική αντιπαράθεση γύρω από τον κομμουνισμό και την ιστορική του διαδρομή. Η αναζωπύρωση της σχετικής συζήτησης δεν έχει μόνο ιστορικό βάθος, αλλά σχετίζεται καθοριστικά με τη σημερινή φάση του καπιταλισμού και της συζήτησης των προοπτικών του. Οι μέρες της αισιοδοξίας και της υπερφίαλης διακήρυξης περί του «τέλους της ιστορίας», με την προβολή του κεφαλαιοκρατικού συστήματος ως κορυφαίας εξέλιξης του ανθρώπινου πολιτισμού, έχουν, αν μη τι άλλο, ξεθωριάσει. Αυτή η διαπίστωση περί χρεοκοπίας του ιδεολογήματος του «τέλους της ιστορίας», αν και εκκινεί από τις πανταχού παρούσες συνέπειες της μεγάλης δομικής καπιταλιστικής κρίσης και της εύθραυστης αναιμικής ανάπτυξης που ενδεχομένως να τη διαδεχτεί, προκύπτει και από την καταφανή έλλειψη ενός οράματος για τον σύγχρονο καπιταλισμό που να υπόσχεται κάποια συνεκτική απάντηση στα προβλήματα της ανθρωπότητας.
Η καταφυγή στην ΤΙΝΑ («there is no alternative») εκπέμπει δύο μηνύματα. Από τη μια, ο καπιταλισμός αυτοπαρουσιάζεται πλέον όχι τόσο ως η δυναμική και δίκαιη απάντηση, αλλά απλά ως η μόνη δυνατή για την ανθρωπότητα. Από την άλλη, με το δόγμα αυτό εγκαινιάζεται μια θεωρητική και πολιτική εκστρατεία κατασυκοφάντησης κάθε εναλλακτικής, απέναντι στην καπιταλιστική βαρβαρότητα, προοπτικής και πριν από όλα εκείνης του κομμουνισμού.
H Ευρωπαϊκή Ένωση κινητήρας της αντικομμουνιστικής εκστρατείας
Στη σταυροφορία αυτή η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως ένα από τα ισχυρότερα, αλλά ταυτόχρονα και πιο ασταθή και υπό δοκιμασία, κέντρα του παγκόσμιου καπιταλισμού διαδραματίζει έναν κεντρικό ρόλο.
Τον Φεβρουάριο του 2004 το 16ο Συνέδριο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) ενέκρινε για πρώτη φορά ψήφισμα με το οποίο ζητούσε από την ΕΕ «να υιοθετήσει επίσημη δήλωση για τη διεθνή καταδίκη του ολοκληρωτικού κομμουνισμού» και καλούσε στη θέσπιση μιας «ημέρας των θυμάτων» των καθεστώτων αυτών.
Τον Οκτώβριο του 2006, με αφορμή τα 50 χρόνια από τα γεγονότα της Βουδαπέστης, το Ευρωκοινοβούλιο υιοθέτησε ψήφισμα σύμφωνα με το οποίο «η δημοκρατική κοινότητα πρέπει να απορρίψει κατηγορηματικά την καταπιεστική και αντιδημοκρατική κομμουνιστική ιδεολογία».
Στις 19 Απριλίου του 2007, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για τη Δικαιοσύνη και τις Εσωτερικές Υποθέσεις, με πρόεδρο τον τότε υπουργό Εσωτερικών της Γερμανίας, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αποφάσισε να αναθέσει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να διοργανώσει «μια δημόσια ακρόαση σχετικά με εγκλήματα γενοκτονίας, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν από ολοκληρωτικά καθεστώτα». Η ακρόαση αυτή διοργανώθηκε ένα χρόνο μετά, το 2008, από τη σλοβενική προεδρία με την παρουσία του τότε προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, και τη συμμετοχή αξιωματούχων από την Εσθονία, τη Λιθουανία, τη Ρουμανία, την Πολωνία και την Ισπανία.
Η πλειονότητα των θεματικών ακροάσεων αφορούσε τον κομμουνισμό, ενώ στην έκθεση υπήρχε ολόκληρο κεφάλαιο για την «ανάγκη ίσης αντιμετώπισης των ναζιστικών και σοβιετικών εγκλημάτων».
Στις 2 Απριλίου του 2009, με ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καθιερώθηκε η 23η Αυγούστου ως «Ευρωπαϊκή Ημέρα Μνήμης για τα θύματα όλων των ολοκληρωτικών και αυταρχικών καθεστώτων». Οι διακηρυγμένοι στόχοι της πρωτοβουλίας αυτής αποτελούν ιστορική ύβρη: ταύτιση ναζισμού και κομμουνισμού, αποενοχοποίηση του ναζισμού για το μακελειό του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου (ΒΠΠ), μέσω διάχυσης ευθυνών και τελικώς επίρριψης της ευθύνης στην ΕΣΣΔ.
Επιπλέον, τον Νοέμβριο του 2013 το Ευρωκοινοβούλιο ενέκρινε τον κανονισμό του Συμβουλίου για τη θέσπιση του προγράμματος «Ευρώπη για τους πολίτες», για την περίοδο 2014-2020, που κινούνταν στο πλαίσιο της εξίσωσης του κομμουνισμού με τον ναζισμό.
Η αποενοχοποίηση του ναζισμού στην υπηρεσία του καθαγιασμού της υπερ-αντιδραστικής στροφής του καπιταλισμού
Η επιχείρηση κάθαρσης του ναζισμού και σπίλωσης του κομμουνισμού δεν γίνεται σε τυχαία περίοδο.
Η ακροδεξιά είναι κυβέρνηση στις ΗΠΑ, στη μεγαλύτερη και ισχυρότερη σύγχρονη καπιταλιστική χώρα, ενώ η έξαρση της ημι-φασιστικής και ρατσιστικής δραστηριότητας στην ίδια χώρα έχει συντελέσει στην αφύπνιση των συνειδήσεων και στην εκδήλωση μαχητικών αντιφασιστικών πολιτικών δράσεων στις αμερικανικές μεγαλουπόλεις.
Στην ευρωπαϊκή ήπειρο η Ευρωπαϊκή Ένωση στήριξε και στηρίζει ένα φασιστικό πραξικόπημα φιλοναζιστικών δυνάμεων στην Ουκρανία σε βάρος μιας μετριοπαθούς, συντηρητικής, αλλά εκλεγμένης κυβέρνησης με φιλο-ρωσικό προσανατολισμό. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου τη ρητορική και τις πρακτικές της Ευρώπης-φρούριο, που αφενός ενισχύουν πολιτικά και ιδεολογικά την άκρα Δεξιά, αφετέρου ισοδυναμούν με ένα διαρκή, αιματηρό και μονομερή πόλεμο στα σύνορα της Ευρώπης με θύματα τους σύγχρονους απόκληρους, μετανάστες και πρόσφυγες.
Επιπλέον, ο κοινωνικός κανιβαλισμός που επιβάλλεται από τη δικτατορία του δημοσιονομικού συμφώνου της Ευρωζώνης και της ΕΕ, θεμελιώνεται πάνω στο πλαίσιο της ταχύτατης διαδικασίας περιστολής ακόμη και αυτής της αστικής δημοκρατίας, κυρίως των δημοκρατικών κατακτήσεων που επέβαλε διαχρονικά το εργατικό κίνημα στην Ευρώπη μέσω των ταξικών αγώνων του, με ορόσημο ακριβώς την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο σύγχρονος καπιταλισμός, θέτοντας ως στόχο την υποτίμηση των βιοτικών όρων των εργαζομένων σε όλες τις χώρες, καταφεύγει όλο και πιο συχνά και ανοιχτά σε δικτατορικές μορφές οικονομικής και πολιτικής διακυβέρνησης, που αναιρούν τις –ύστερα από αγώνα κατοχυρωμένες– ουσιαστικές πτυχές της αστικής δημοκρατίας.
Στο πλαίσιο αυτό, η νομιμοποίηση της ακροδεξιάς (σε κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο) πολιτικής προϋποθέτει την απαλλαγή του ναζισμού από την ιστορική και πολιτική απαξίωσή του ως αντιδραστικής, μισανθρωπικής ιδεολογίας.
Ιστορική ύβρις
Η σύγκριση του ναζισμού με τον κομμουνισμό, δηλαδή τον στρατηγικό αντίπαλό του –πολύ περισσότερο η ταύτιση–, αποτελεί πρωτοφανή, προκλητική, όσο και γελοία πολιτική ύβρη. Στην ουσία αυτή η αυθαίρετη ταύτιση στοχεύει στην πλήρη αθώωση του ναζισμού από τα εγκλήματά του σε βάρος της ανθρωπότητας και –σε μια πλήρη αντιστροφή της αλήθειας στην ενοχοποίηση του κομμουνισμού. Με τον ίδιο τρόπο που η «καταδίκη της βίας απ’ όπου και αν προέρχεται» αφορά πάντοτε την αντιβία των καταπιεσμένων, νομιμοποιώντας την πρωτογενή βία του κεφαλαίου και του αστικού κράτους.
Οι βάσεις αυτής της προσπάθειας της αντιδραστικής «πρωτοπορίας» του κεφαλαίου και των «διανοουμένων» του τέθηκαν στο πλαίσιο του ρεύματος του «ιστορικού αναθεωρητισμού», στα τέλη της δεκαετίας του 1980 στη Γερμανία από τον Έρνστ Νόλτε και άλλους που επιχείρησαν να δικαιολογήσουν την εμφάνιση του γερμανικού ναζισμού ως «αντίδραση στη βιαιότητα του μπολσεβικισμού», εξομοιώνοντας τα δύο καθεστώτα ως «ολοκληρωτικά».
Το εναρκτήριο λάκτισμα δόθηκε στην ουσία στις 6 Ιουνίου του 1986, όταν στη Frankfurter Allgemeine Zeitung δημοσιεύεται το άρθρο με τίτλο «Παρελθόν, το οποίο δεν θέλει να παρέλθει» και προκάλεσε, ιδιαίτερα στις γερμανόφωνες χώρες, αλλά και ευρύτερα, το ξέσπασμα της περίφημης «διαμάχης των ιστορικών» (Historikerstreit). Η ουσία της διαμάχης έγκειται στην απόπειρα απάντησης στο ερώτημα, εάν ανάμεσα στον κομμουνισμό και το φασισμό (ιδιαίτερα τον εθνικοσοσιαλισμό) είχε υπάρξει μια σχέση πρωτοτύπου και αντιγράφου, και εάν ήταν πιθανή μια «αιτιώδης συνάφεια» ανάμεσα στα μέτρα εξόντωσης των δύο καθεστώτων.
Ο κομμουνισμός έχει πράγματι στενή σχέση με το ναζισμό: αποτελεί το αντίθετό του! Με τον ίδιο τρόπο που η εργασία συνδέεται με το κεφάλαιο, μέσω της διαπάλης τους και του διαρκούς προτάγματος της χειραφέτησης της εργασίας από τα καπιταλιστικά δεσμά.
Ναζισμός και καπιταλισμός
Ο ναζισμός είναι συχνά, σε συνθήκες κρίσης, το τελευταίο καταφύγιο της αστικής τάξης. Τα βασικά στοιχεία του είναι η συντριβή του εργατικού κινήματος και των δημοκρατικών ελευθεριών με την αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων προς τα «μέσα» και επιθετικός εθνικισμός, «εθνικό μεγαλείο» προς τα «έξω». Αυτά τα δύο στοιχεία είναι, ως τάσεις, σύμφυτα με τον καπιταλισμό. Η φυλετική ανωτερότητα των Ευρωπαίων σε σχέση με τους λαούς του υπόλοιπου πλανήτη ήταν ο μύθος που δικαίωνε την αποικιοκρατία. Λαθροβιώνει όμως και σήμερα αν σκεφτούμε πόσο «σημαντικός» είναι ένας νεκρός στο Παρίσι ή στο Λονδίνο σε σχέση με 10 νεκρούς Παλαιστίνιους στα κατεχόμενα, 50 νεκρούς από αεροπορικούς βομβαρδισμούς στο Αφγανιστάν ή στη Συρία και 100 νεκρούς από έλλειψη φαρμάκων στην Αφρική. Πόσο διαφέρει το «η Γερμανία πάνω απ’ όλα» από το «ο Θεός ευλογεί την Αμερική»; Πόσο διαφέρει ο «ζωτικός χώρος» του Χίτλερ από τις σημερινές «ζώνες επιρροής»; Πόσες φορές δεν έχουν στιγματιστεί η εργατική τάξη, το κίνημά της και οι επαναστατικές της τάσεις ως ο ύψιστος εσωτερικός εχθρός για τη συντριβή του οποίου δικαιολογείται κάθε παραβίαση του όποιου συντάγματος και νόμων; Μήπως δεν ήταν η Βρετανία και η Γαλλία που άφησαν τη δημοκρατική Ισπανία στο έλεος του Χίτλερ, του Μουσολίνι και του Φράνκο με το σύμφωνο «μη επέμβασης»; Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ δήλωσε στον Μουσολίνι κατά την επίσκεψή του στη φασιστική Ιταλία το 1927: «Αν ήμουν Ιταλός θα ήμουν με όλη την καρδιά μαζί σας, από την αρχή μέχρι το τέλος, στη θριαμβευτική σας μάχη ενάντια στις βάρβαρες ορέξεις και τα πάθη του λενινισμού». Η Βρετανία κι οι ΗΠΑ πολέμησαν τις χώρες του Άξονα όταν απειλήθηκαν οι αποικίες τους, ο δικός τους ζωτικός χώρος κι η παγκόσμια πρωτοκαθεδρία τους και όχι υπερασπιζόμενες τη δημοκρατία.
Ο ναζισμός του 20ού αιώνα αποτέλεσε την αιχμή της αστικής απάντησης στην επαναστατική απειλή και τις προσδοκίες χειραφέτησης των καταπιεσμένων που γέννησε η ρώσικη Οκτωβριανή Επανάσταση. Ταυτόχρονα, ήταν και η «τιμωρία» για τις προλεταριακές επαναστάσεις που δεν έγιναν στη Δύση ή που έμειναν στη μέση του δρόμου. Ήταν το αποτέλεσμα της απελπισίας και της αδυναμίας της εργατικής τάξης και των συμμάχων της να παλέψουν και να νικήσουν για τα δικά τους συμφέροντα. Ο σημερινός φασισμός ως κίβδηλο «αντισυστημικό» ρεύμα έρχεται και εξαιτίας της πολύ αδύναμης παρουσίας ενός αυθεντικού αντικαπιταλιστικού ρεύματος που θα αμφισβητούσε την καπιταλιστική διεθνοποίηση από μια εργατική, διεθνιστική και κομμουνιστική σκοπιά. Ο σημερινός φασισμός καταδεικνύει την πολιτική ατροφία του σημερινού εργατικού κινήματος που δίνει αξιόλογες (και συχνά ηρωικές) μάχες οπισθοφυλακής, αποδεχόμενο όμως ταυτόχρονα το πλαίσιο των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων, της ανταγωνιστικότητας και της εθνικής ανάπτυξης. Η δαιμονοποίηση των προσφύγων και των μεταναστών, των σύγχρονων αποδιοπομπαίων τράγων, είναι το αντιδραστικό κάλεσμα του κεφαλαίου που βρίσκει συχνά ευήκοα ώτα σε λαϊκά στρώματα που δεν τολμούν να αμφισβητήσουν τη σημερινή σιδερένια φτέρνα του, ακολουθώντας δουλικά τον ισχυρότερο.
Ποιον κομμουνισμό φοβούνται;
Η αντικομμουνιστική υστερία δεν στοχεύει το παρόν ηττημένο παραδοσιακό εργατικό κομμουνιστικό κίνημα και τη «θεσμική» Αριστερά που υποκλίνεται στο καπιταλιστικά εφικτό, που θεοποιεί τα κοινοβούλια και τα εκλογικά ποσοστά (χωρίς αρχές και πρόγραμμα) προσβλέποντας σε κυβερνητικές λύσεις στο σημερινό ασφυκτικό αστικό πλαίσιο. Αντίθετα, σημαδεύει και επιτίθεται στην ιδέα της συνένωσης της εργαζόμενης πλειοψηφίας κάτω από τις δικές της σημαίες, στο απειλητικό ενδεχόμενο ενός κομμουνισμού που θα επαναφέρει με σύγχρονους όρους το στόχο της απελευθέρωσης της εργασίας και του ανθρώπου από τα δεσμά του κεφαλαίου, οργανώνοντας δημοκρατικά την παραγωγή και την κοινωνία.
Το ερώτημα ενός νέου πιο ώριμου εγχειρήματος για τον κομμουνισμό της εποχής μας αναδύεται από την καπιταλιστική παρακμή ως αναγκαιότητα, υπαρκτή τάση, αλλά και ως δυνατότητα. Το φάντασμά του πλανιέται και πάλι πάνω από την Ευρώπη. Ακόμα και αν λείπουν τραγικά, δυστυχώς, οι συγκροτημένες δυνάμεις των κομμουνιστικών πρωτοποριών.
Ας μην ξεχνάμε ωστόσο: και το Κομμουνιστικό Μανιφέστο γράφτηκε ως το πρόγραμμα ενός κομμουνιστικού κόμματος που …δεν υπήρχε. Η κομμουνιστική υπόθεση πέρασε από χίλια μύρια κύματα ώς τη μεγάλη νικηφόρα τομή του Λένιν και άλλων πρωτοπόρων διανοητών μαρξιστών και μαχόμενων κομμουνιστών εργατών.
Η αστική τάξη της εποχής μας, έχοντας ενσωματώσει πείρα αιώνων, κάνει μια σοφή λαθροχειρία: δεν μιλά, πάντοτε, ευθέως κατά του Μαρξ ή του κομμουνισμού, αλλά ταυτίζει σκόπιμα τον κομμουνισμό με το σταλινισμό ή άλλες παραμορφώσεις του ή ακόμα και καρικατούρες του όπως η λεγόμενη ευρωπαϊκή σοσιαλφιλελεύθερη Αριστερά τύπου ΣΥΡΙΖΑ ή άλλων. Αυτή όμως που πραγματικά αποτελεί αντίπαλο της αστικής τάξης είναι η απελευθερωτική επαναστατική ουσία του κομμουνισμού˙ γιατί είναι το όραμα της καθολικής χειραφέτησης που μπορεί και πάλι να συνεγείρει τη σύγχρονη εργατική τάξη και όλους τους κολασμένους και όχι η γραφειοκρατική, κατασταλτική και ιδιότυπη εκμεταλλευτική κοινωνία στην οποία, μέσα από μια αντιφατική πορεία, κατέληξαν τα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης.
Οι επιτελείς της αντικομμουνιστικής σταυροφορίας δεν ενδιαφέρονται, φυσικά, για τις παραμορφώσεις του κομμουνισμού. Γνωρίζουν καλά πως αυτές δεν οφείλονται εγγενώς στη μαρξιστική θεωρία, αλλά είχαν ένα ορισμένο ιστορικό περιεχόμενο, στενά συνδεδεμένο (όχι αποκλειστικά, ωστόσο) με συνθήκες που επιβλήθηκαν από το διεθνή καπιταλισμό και που η μετεπαναστατική κοινωνία της ΕΣΣΔ δεν μπόρεσε να υπερβεί. Αν τους ενοχλούσαν οι «σταλινικές» και άλλες παραμορφώσεις, θα τα έβαζαν με τον σημερινό κινέζικο δήθεν «κομμουνισμό», αλλά περί αυτού δεν γίνεται κουβέντα, μιας και εκεί παίζονται οι ύστερες ελπίδες αναγέννησης του σύγχρονου καπιταλισμού, ακόμα και εις βάρος της πρωτοκαθεδρίας του δυτικού ιμπεριαλισμού.
Οι υμνολόγοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν μιλούν για καταδίκη της «βίας» των «αυταρχικών καθεστώτων», δεν ενδιαφέρονται διόλου για τον εκφυλισμό του «ανύπαρκτου σοσιαλισμού» στην Ανατολική Ευρώπη, για την περιστολή των δημοκρατικών ελευθεριών και την υποτίμηση του πολιτικού ρόλου των εργαζομένων στην οικονομική και κοινωνική ζωή εκείνων των χωρών. Αυτό που τους στοιχειώνει και τρέμουν την επανάληψή του, είναι ακριβώς η κατάργηση της δικής τους άδικης και εκμεταλλευτικής βίας που επέβαλε, δικαιωματικά και δημοκρατικά, το ξίφος της επαναστατικής λαϊκής βίας με την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Μετασχηματίζουν το παρελθόν για να σώσουν το μέλλον των αστικών συμφερόντων
Ο Εσθονός υπουργός Δικαιοσύνης, μέλος μιας κυβέρνησης που τιμά τους επιζώντες των εσθονικών SS που πολέμησαν με τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής δήλωσε, ενθυμούμενος τα παιδικά του χρόνια: «Ίσως αποτελέσει έκπληξη για εσάς το ότι εκείνη την περίοδο η ιδιωτική ιδιοκτησία απαγορευόταν στη Σοβιετική Ένωση. Επίσης το ελεύθερο εμπόριο θεωρούνταν έγκλημα». Αυτά είναι τα μόνα δικαιώματα που τους απασχολούν. Είναι έτοιμοι να συγχωρήσουν οποιοδήποτε αντιδημοκρατικό καθεστώς αρκεί να προστατεύει τις δύο αυτές «ελευθερίες»: της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και της ελεύθερης αγοράς, δηλαδή τα κυριαρχικά δικαιώματα του κεφαλαίου.
Όταν ξεκίνησε ο κύκλος της αστικής μνημονιακής βαρβαρότητας στην Ελλάδα, όλοι οι εγχώριοι επιτετραμμένοι του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και της ελληνικής αστικής ολιγαρχίας, σύσσωμη δηλαδή η αστική-καθεστωτική διανόηση, υποστήριζαν την εκθεμελίωση όλων των εργασιακών και κοινωνικών καταχκτήσεων, χαρακτηρίζοντάς τα ως τα υπολείμματα της τελευταίας …σοβιετικής δημοκρατίας που δήθεν αποτελούσε η Ελλάδα. Μέσα στον οίστρο της ψευδολογίας τους, αποκάλυπταν κάτι ουσιαστικό: Η Οκτωβριανή Επανάσταση και το εργατικό κομμουνιστικό κίνημα επέβαλαν σημαντικές κοινωνικές κατακτήσεις σε Ανατολή και Δύση. Έχει μάλιστα υποστηριχθεί από πολλούς πως οι εργαζόμενοι στη Δυτική Ευρώπη επωφελήθηκαν με κατακτήσεις περισσότερο και από αυτούς στην Ανατολή, χάρις ακριβώς στην επαναστατική απειλή που αποτελούσε ο κόκκινος Οκτώβρης. Ούτε είναι τυχαία η νοσταλγία, όπως τουλάχιστον εκφράζεται σε δημοσκοπήσεις, για τις κατακτήσεις που υπήρχαν στις ανατολικές χώρες και χάθηκαν στην πορεία της μετάβασης στην οικονομία της αγοράς.
Δεν είμαστε αντιμέτωποι μόνο ή κυρίως με ένα πόλεμο προπαγάνδας και διαπάλης αφηρημένων αξιών. Ούτε πρόκειται απλά για κάποια ιστορική εκδικητικότητα των ηττημένων (και των επιγόνων τους) του φασιστικού άξονα από τον Κόκκινο Στρατό και το αντιφασιστικό κίνημα. Η σημερινή αντικομμουνιστική εκστρατεία, οργανωμένη από το επιτελείο του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, την ΕΕ και ειδικά τις ηγεμονικές της χώρες όπως η Γερμανία, αντανακλά όψεις μιας σύγχρονης σφοδρής ταξικής αντιπαράθεσης που εκκινεί από το παρελθόν, αλλά αφορά το παρόν και το μέλλον.
Η εικόνα της κόκκινης σημαίας στην καρδιά της χιτλερικής Γερμανίας και γενικά η νίκη του Κόκκινου Στρατού της ΕΣΣΔ στοιχειώνει τους εκπροσώπους της σύγχρονης αντικομμουνιστικής σταυροφορίας.
Ο σύγχρονος αντικομμουνισμός, συσκοτίζοντας την ιστορική πραγματικότητα, προσπαθεί να αποκρύψει ότι η ναζιστική καπιταλιστική Γερμανία επεδίωξε, με την ανοχή των καπιταλιστικών κρατών, τη συντριβή του μπολσεβικισμού, γεγονός που αποτέλεσε την ουσιαστική απαρχή του φονικού πολέμου. Επιπλέον, οι σύγχρονοι αντικομμουνιστές επιθυμούν να ξεχαστεί από τη μνήμη της ανθρωπότητας ότι το τέλος του πολέμου σφραγίστηκε από τη νίκη του Κόκκινου Στρατού και τη θυσία 20 εκατομμυρίων Σοβιετικών πολιτών και στρατιωτών. Εκτός αυτού, σε όλη την Ευρώπη, οι κομμουνιστικές και αντιφασιστικές δυνάμεις σήκωσαν το βάρος της αντίστασης, την ίδια ώρα που ο αστικός κόσμος επέλεγε είτε τη συνεργασία με τους ναζί μέσω δωσιλογικών κυβερνήσεων, είτε το δρόμο της ασφαλούς αυτο-εξορίας στο Λονδίνο.
Η αντιφασιστική νίκη ήταν μια λαϊκή δημοκρατική νίκη όλων των λαών της Ευρώπης, που πρωτίστως πιστώνεται στον σοβιετικό Κόκκινο Στρατό.
Οπωσδήποτε υπήρχε και η εθνική διάσταση σε αυτή τη νίκη, ως συνειδητή μάλιστα επιλογή της σοβιετικής ηγεσίας που βάφτισε αυτόν τον πόλεμο κατά βάση πατριωτικό. Απέχει όμως από την ιστορική αλήθεια το να ισχυριστεί κανείς ότι η νίκη αυτή ανήκει στο «ξανθό γένος» κατά τη γνωστή ρήση του Χίτλερ. Ούτε βέβαια ήταν προσωπική νίκη του «στρατάρχη Στάλιν», όπως ήθελε η σοβιετική αγιογραφία.
Ο Κόκκινος Στρατός ήταν ο στρατός που γέννησε ο Οκτώβρης και η επανάστασή του και οι μαχητές του έδρασαν μέσα στη δυναμική αυτής της επαναστατικής κληρονομιάς.
Το ενδιαφέρον για την ιστορία πηγάζει από αυτά που έρχονται στο μέλλον
Η φραστική καταγγελία της αντικομμουνιστικής υστερίας δεν επαρκεί για να απαντηθούν τα ιστορικά ερωτήματα της εποχής. Ούτε η συσσώρευση ιστορικών στοιχείων, που θα καταρρίπτουν τα ψεύδη, είναι αρκετή. Πολύ περισσότερο δεν συνιστούν απάντηση ούτε η εξιδανίκευση των δήθεν δημοκρατικών σοσιαλφιλελεύθερων πολιτικών διαχείρισης του καπιταλισμού, ούτε η απερίσκεπτη και άκριτη υμνολογία και μίζερη νοσταλγία του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», η οποία παραβλέπει την πραγματικότητα και τις αιτίες της αντίστροφης μετάβασης της ΕΣΣΔ προς τον καπιταλισμό.
Η απάντηση στον αντικομμουνισμό μπορεί να αναζητηθεί, αν συνδυαστούν επιτυχώς ένα επικαιροποιημένο πρόγραμμα που θα ορίζει το περιεχόμενο του απελευθερωτικού κομμουνισμού της εποχής μας και μια αντικαπιταλιστική πολιτική στρατηγική ανάπτυξης των ταξικών συγκρούσεων, που θα έχουν συνειδητό στόχο την επαναστατική υπέρβαση του σύγχρονου καθολικού υπεραντιδραστικού καπιταλισμού.
Δεν ξεκινάμε ούτε από κάποιο ιστορικό μηδέν, ούτε από κάποια μονοδιάστατη συνθήκη ήττας παρά τις εκκωφαντικές καταρρεύσεις των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και πρωτίστως της ΕΣΣΔ. Ο Οκτώβρης του 1917 άνοιξε μια ιστορική εποχή. Μια προλεταριακή κομμουνιστική επανάσταση σε μια μεγάλη ευρωπαϊκή χώρα, όχι μόνο νίκησε, αλλά και εγκαινίασε μια αντιφατική διαδικασία κοινωνικών μετασχηματισμών και κατακτήσεων ιστορικής σημασίας. Η κατάρρευση του 1989, ως συνδυασμός των εσωτερικών αντιθέσεων των καθεστώτων και της καπιταλιστικής περικύκλωσης ή ως απόρροια τόσο των αντικειμενικών συνθηκών όσο και του υποκειμενικού παράγοντα και των επιλογών του, αποτελεί πισωγύρισμα. Ωστόσο, υπό την προϋπόθεση του κριτικού αναστοχασμού, η ήττα αποτελεί και παράγοντα ωρίμανσης για κάθε νέα επαναστατική απόπειρα που θέτει ως στόχο της την προοπτική του κομμουνισμού.
Ακριβώς επειδή εκκινούμε στοχεύοντας σε μια νέα κομμουνιστική στρατηγική, πιο ώριμη και νικηφόρα, οφείλουμε να σταθούμε κριτικά στον εκφυλισμό των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης που συντέλεσε στην αμαύρωση της κομμουνιστικής προοπτικής.
Πέφτουν στην παγίδα της αστικής προπαγάνδας όσοι ταυτίζουν τον κομμουνισμό με το σταλινισμό! Δεν εμβαθύνουν στα αίτια του εκφυλισμού και τελικά της κατάρρευσης των «σοσιαλιστικών» κρατών, όπως: την αντικατάσταση του μετασχηματισμού των παραγωγικών σχέσεων από το μονόδρομο της «ανάπτυξης» των παραγωγικών δυνάμεων, τη διακοπή κάθε πορείας απονέκρωσης του κράτους και διεύρυνσης της εργατικής δημοκρατίας, την κατάργηση θεσμών εργατικού ελέγχου και την ανάληψη της διεύθυνσης της παραγωγής και της εξουσίας από μια νέα εκμεταλλευτική άρχουσα τάξη, την κατάπνιξη της πολιτικής δημοκρατίας, την αντικατάσταση του διεθνισμού από την «εθνική» πολιτική υπεράσπισης της ΕΣΣΔ, την ανακάλυψη «εσωτερικών εχθρών» και εξόντωση χιλιάδων επαναστατών κατά τη σταλινική περίοδο και πολλά άλλα.
Από τη μεριά μας, τα ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση, σηκώνουμε το γάντι της αντικομμουνιστικής πρόκλησης. Η δική μας συμβολή περνά κυρίως μέσα από την παραγωγή θεωρητικού έργου και εργαλείων κριτικής ανάλυσης για τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου κομμουνιστικού προγράμματος και κόμματος, για την κομμουνιστική απελευθέρωση. Το «δίδυμο» αφιέρωμα του παρόντος τεύχους στον Α. Γκράμσι, ενός εκ των κορυφαίων διανοητών που αναμετρήθηκε με τη δυνατότητα και τους όρους της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Δύση, και στα 150 χρόνιο της έκδοσης του Κεφαλαίου του Μαρξ, έπεται των δύο διαδοχικών αφιερωμάτων για την Οκτωβριανή Επανάσταση στα προηγούμενα τεύχη. Ταυτόχρονα, ο θεωρητικός διάλογος στο τεύχος αυτό προηγείται μιας ελπιδοφόρας επιστημονικής διημερίδας με θέμα «Για τον κομμουνισμό του 21ου αιώνα. 100 χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Η εποχή της και η δική μας», που συνδιοργανώνεται με τις εκδόσεις ΚΨΜ στις 7 και 8 Δεκεμβρίου. Ας σημειωθεί πως πρόκειται για τη δεύτερη σημαντική θεωρητική πρωτοβουλία από τις εκδόσεις ΚΨΜ, μετά το συνέδριο με θέμα «Ο μαρξισμός στον 21ο αιώνα» που διοργανώθηκε πέρυσι. Η συζήτηση για τον κομμουνισμό της εποχής μας έχει μπει στην ημερήσια διάταξη σε πείσμα των παλαιών και (μετα)μοντέρνων αντικομμουνιστικών κραυγών.