Η «αριστεία» είναι μια έννοια με εύκολη χρήση, πολλαπλούς ορισμούς και στην πράξη μηδαμινή αξία με τον τρόπο με τον οποίο νοηματοδοτείται. Στο παρόν επιχειρώ ένα μικρό σχόλιο αναφορικά με τη χρήση και κατάχρηση της «αριστείας» από τις πολιτικές στην ακαδημαϊκή έρευνα και διδασκαλία. Η υιοθέτηση του όρου και του ιδεολογήματος της «αριστείας» από τους μηχανισμούς που τον αναπαράγουν οδήγησε στην πλήρη απογύμνωση κάθε υγιούς περιεχομένου και δημιουργεί προβλήματα και παραμορφώσεις στην ποιότητα, παραγωγή και διάδοση της γνώσης.
Η εισαγωγή του ιδεολογήματος της «αριστείας» έχει τα χαρακτηριστικά εισβολής στην έρευνα και τη διδασκαλία τις τελευταίες δύο-τρεις δεκαετίες. Η καταβολή της μπορεί να ανιχνευθεί στη συσχέτιση μεταξύ των αλλαγών στην παραγωγή και την κατασκευή ιδεολογίας στον σύγχρονο καπιταλισμό. Η υπερμεγέθυνση της χρηματοπιστωτικής παραγωγής και κερδοφορίας έχει ανάγκη από τη δημιουργία αποτελεσμάτων που να είναι απτά και μετρήσιμα και για να συμβεί αυτό απαιτείται η εμπέδωση και η πίστη στα μέτρα αυτά.
Η δομή και η οργάνωση της σύγχρονης έρευνας και διδασκαλίας σε ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια δεν διέφυγε αυτής της επέλασης των «μετρήσεων παραγωγικότητας» που επιβλήθηκαν σε σειρά άλλων αντικειμένων. Οι παρατηρούμενες αλλαγές στην ίδια την παραγωγή της γνώσης αντανακλούν αυτές στην παραγωγή: αυτοματισμός, απαξίωση της εργασίας και της ανθρώπινης σκέψης και κριτικής, έμφαση στην εικόνα, το «περιτύλιγμα» και την αγοραιοποίηση (μάρκετινγκ). Την ίδια στιγμή η ίδια η εισαγωγή «δεικτών παραγωγικότητας» στην έρευνα δημιουργεί φαινόμενα που εντοπίζονται σε κάθε αντίστοιχο χώρο. Αν ένας επιστήμονας έχει σαν μέτρο ικανότητας τα ερευνητικά κονδύλια, τις δημοσιεύσεις και τις αναφορές, τότε όλο και περισσότεροι επιστήμονες θα επικεντρώνονται σε μελέτες «εφαρμογών» της επιστήμης, αναμασήματος και ανακύκλωσης ήδη υπάρχουσας γνώσης και μελέτες χαμηλού ρίσκου με ήδη «εξασφαλισμένα» αποτελέσματα. Είναι εκτενής η βιβλιογραφία που υποδεικνύει ότι το κυνήγι της βελτίωσης των «μετρήσεων παραγωγικότητας», από μέσο μετασχηματίζεται σε σκοπό, με αποτέλεσμα να χάνεται ο πραγματικός σκοπός που είναι η βελτίωση της ποιότητας,11Muller J. (2018) The Tyranny of Metrics. Princeton University Press. Ανασκόπηση στο http://aeon.co/ideas/against-metrics-how-measuringperformance-by-numbers-backfires για μια σύνοψη.
Η πραγματικότητα στην έρευνα και την ανάπτυξη σε παγκόσμιο επίπεδο δείχνει την ύπαρξη συγκεκριμένων χαρακτηριστικών που επιβεβαιώνουν τους παραπάνω ισχυρισμούς. Όπως διεξοδικά αναλύεται σε σχετικό δοκίμιο22Binswanger M. (2014) Excellence by Nonsense: The Competition for Publications in Modern Science. In: Bartling S., Friesike S. (eds) Opening Science. Springer, Cham, pp 49–72 και εκφράζεται πολύ ρητά, η επιβολή του κυνηγιού της αριστείας, καταλήγει στο να δημοσιεύονται κυριολεκτικά ανοησίες. Η αρχή του «δημοσιεύστε ή χανόσαστε»33Neill US. (2008) Publish or perish, but at what cost?. J Clin Invest. 118(7):2368. doi:10.1172/JCI36371 έχει οδηγήσει στη μείωση της ποιότητας της έρευνας, τη στιγμή που παρουσιάζεται σαν κριτήριο για την αξιολόγηση και διασφάλισή της. Επιγραμματικά αναφέρουμε ορισμένες πρακτικές που καλλιεργήθηκαν από την εισαγωγή «μετρήσιμων κριτηρίων παραγωγικότητας» και της αρχής του «δημοσιεύστε ή χανόσαστε»: Σαλαμοποίηση της έρευνας (κόψιμο σε πολύ λεπτές φέτες κάθε ερευνητικού αντικειμένου προκειμένου να «παραχθούν» περισσότερες δημοσιεύσεις), μηδενικό ρίσκο στη σύνταξη ερευνητικών πλαισίων (ανακύκλωση των ίδιων και των ίδιων θεωριών), επικόλληση στη φόρμα και τη μεθοδολογία και ελάχιστη ή μηδενική αναφορά στο περιεχόμενο και πλαίσιο κάθε μελέτης, υποχρεωτική προσθήκη συγγραφέων –είτε για κύρος, είτε για την «αύξηση» της δικής τους παραγωγικότητας– και τέλος, και πιο σημαντικό, πλαστογραφία, αντιγραφή και ευθεία απάτη.44Binswanger M. (2015) How Nonsense Became Excellence: Forcing Professors to Publish. In: Welpe I., Wollersheim J., Ringelhan S., Osterloh M. (eds) Incentives and Performance. Springer, Cham, pp 19-32.
Το κυνήγι της «αριστείας» είναι ένας διαγωνισμός τεχνητά στημένος σε μια σκηνή με σκηνικά κατασκευασμένα από χώρους και αρχές που δεν έχουν να κάνουν στο παραμικρό με την ακαδημαϊκή έρευνα και την παραγωγή γνώσης. Είναι ένας διαγωνισμός χειρότερος και από έναν αγώνα δρόμου 100 μέτρων, όχι μόνο γιατί η έρευνα και η παραγωγή γνώσης δεν είναι ένα ζήτημα κατάταξης με βάση ένα μονοδιάστατο κριτήριο (το χρονόμετρο, για έναν αγώνα δρόμου), αλλά γιατί οι κριτές είναι πληρωμένοι και οι διαγωνιζόμενοι ντοπαρισμένοι. Σε αυτό τον στημένο διαγωνισμό παίζουν εθελοντικά το ρόλο των ντοπαρισμένων αθλητών οι ίδιοι οι επιστήμονες που αποδεχόμενοι –και πολλοί αφιλοκερδώς– την κυριαρχία του μοντέλου των «μετρήσεων» και της «παραγωγικότητας» αποτελούν τα ενεργά στελέχη αυτής της φάμπρικας.
Οι επιταγές των «μετρήσεων παραγωγικότητας» και της «αριστείας», συνεπώς, αποτελούν επιταγές της αναπροσαρμογής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής γύρω από το κυνήγι των «δεικτών» των αγορών και την κερδοσκοπία. Κατά συνέπεια, οι «αριστείες» και οι «δείκτες» όχι μόνο αποτελούν ξένα σώματα μέσα στη διαδικασία ανάπτυξης, διάχυσης και κατάκτησης νέας γνώσης, αλλά αποτελούν και ισχυρή τροχοπέδη της.
Η συστηματική επικέντρωση στη μετρησιμότητα αποτελεσμάτων και όχι στην ποιότητα των διαδικασιών δημιουργίας τους έχει ήδη αφήσει σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στην εξέλιξη της έρευνας και της διδασκαλίας. Πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα από φορείς ακαδημαϊκής ελευθερίας και ανεξαρτησίας στην παραγωγή και διάχυση της γνώσης έχουν μεταλλαχθεί σε γραμμές παραγωγής δημοσιεύσεων, κυνηγούς κατατάξεων σε λίστες αμφίβολης ποιότητας (αλλά και μεθοδολογίας) αξιολόγησης και μύλους αλέσματος ερευνητικών προγραμμάτων.
Δεν πάει πολύς καιρός που αν ένας επιστήμονας δεν είχε κάτι σημαντικό να πει, αν τα πειράματά του δεν ήταν πειστικά ή οι θεωρίες του δεν είχαν ολοκληρωθεί ή ωριμάσει, πολύ απλά δεν δημοσίευε. Με την κυριαρχία του συστήματος της αριστείας και των στημένων διαγωνισμών, επιστήμονες με αδιάφορες προσεγγίσεις ή μέτριες ιδέες είναι υποχρεωμένοι να δημοσιεύουν. Μάλιστα, αν είναι καλοί μάνατζερ και χειρίζονται σωστά το σύστημα του peer reviewing μπορούν να δημοσιεύουν και εργασίες με «υψηλό αντίκτυπο» αναφορών. Σχεδόν πάντα είναι οι ίδιοι που αφήνουν σαν τελευταία και παραμελημένη «αγγαρεία» τη διδασκαλία.
Το μοντέλο αυτό έρευνας και εκπαίδευσης είναι παράδειγμα κακέκτυπης απομίμησης του μοντέλου των μεγάλων αγγλοσαξονικών πανεπιστημίων (Ivy League και τρία-τέσσερα ακόμα στη δυτική ακτή των ΗΠΑ) μέσα στις ίδιες τις ΗΠΑ αλλά και σε όλο τον υπόλοιπο πλανήτη. Όπως κάθε μικρό παιδάκι θέλει να γίνει μεγάλο και τρανό, έτσι και κάθε πανεπιστήμιο αντέγραψε αυτή τη συμπεριφορά αμερικάνικου επαρχιωτισμού και θέλει να γίνει μεγάλο και τρανό, καθένας προσπαθεί να γίνει περισσότερο «άριστος» μέσα σε μια θάλασσα «άριστων» χωρίς τίποτα να κουνιέται. Στην Ευρώπη ήρθε με τη συνθήκη της Λισσαβόνας το 2000 έπειτα από την οποία η συσσωρευμένη γνώση, εκπαιδευτική κουλτούρα και εμπειρία σχεδόν 1000 χρόνων, κυριολεκτικά πετάχτηκε στο καλάθι προς όφελος των θέσεων κατάταξης σε λίστες, λες και ιδρύματα με τεράστια ιστορία και επιτεύγματα είναι άλογα στον ιππόδρομο.
Η υιοθέτηση από εκπαιδευτικούς οργανισμούς με ιστορία, πείρα και προσφορά στην κοινωνία, του ιδεολογήματος της «ακαδημαϊκής αριστείας» αποτελεί πραγματικά αναδίπλωση και πισωγύρισμα για την ανώτατη εκπαίδευση και την έρευνα σε όλο τον πλανήτη. Κύρια λειτουργία του όρου «αριστεία» δεν είναι καμιά άλλη παρά να αποκρούσει την όποια ασκούμενη κριτική, να αποκρύψει την πραγματικότητα και την ενημέρωση προς τους εμπλεκόμενους φορείς (εδώ και την κοινωνία ολόκληρη) και να αποφύγει τη σκληρή δουλειά και τον χρόνο που απαιτείται για τη βελτίωση των ακαδημαϊκών και ερευνητικών πρακτικών στα πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα. Η αριστεία, λοιπόν, υφίσταται σαν ένας επιπλέον μηχανισμός αναπαραγωγής του κυρίαρχου στάτους κβο και αποθάρρυνσης στην πράξη της οποιασδήποτε κριτικής και πρακτικής που θα επιχειρούσε να το αλλάξει.
Στο πλαίσιο μιας άλλης κοινωνίας η αριστεία νοηματοδοτείται διαφορετικά: Είναι υπαρκτή έννοια, ατομικής φύσης, που πηγάζει από ένα σύνολο επιτευγμάτων, σε έναν μακρύ ορίζοντα χρόνου που περιλαμβάνει τόσο ατομικές επιτυχίες όσο και κοινωνική προσφορά και επικοινωνία. Δεν είναι μια ταμπέλα για ένα «κέντρο ερευνών» ή μια μεμονωμένη ομάδα. Δεν είναι ένα προϊόν πιστοποίησης από μια αρχή αξιολόγησης, μια άλλη ταμπέλα δηλαδή. Δεν είναι ένα αυτοκόλλητο που μπορείς να το κολλάς στα προϊόντα της εργασίας σου, όπως τα αυτοκόλλητα στα προϊόντα πιστοποίησης βιολογικής γεωργίας, που σήμερα το έχεις και αύριο σου αφαιρείται. Είναι η αναγνώριση της σκληρής δουλειάς, πρώτα και κύρια από όλα, της συνεισφοράς σε πέραν του ενός επιπέδων γνώσης, παραγωγή, διάχυση, εφαρμογή, εκλαΐκευση, διδασκαλία κ.ο.κ., επί μακράς σειράς ετών. Κερδίζεται και χρίζεται από το σύνολο της παρουσίας και του έργου κάθε εργαζόμενου στην παραγωγή επιστημονικής γνώσης. Είναι κάτι που πηγάζει από την ίδια τη φύση της ακαδημαϊκής εργασίας και όχι κάτι που εξαναγκάζεται λόγω εξωτερικών ορισμών και πιέσεων από κυβερνήσεις και πολιτικές. Είναι κάτι που μπορεί να κατακτηθεί μόνο αν διαρραγούν και ανατραπούν οι όροι που τις παράγουν.
Notes:
- Muller J. (2018) The Tyranny of Metrics. Princeton University Press. Ανασκόπηση στο http://aeon.co/ideas/against-metrics-how-measuringperformance-by-numbers-backfires
- Binswanger M. (2014) Excellence by Nonsense: The Competition for Publications in Modern Science. In: Bartling S., Friesike S. (eds) Opening Science. Springer, Cham, pp 49–72
- Neill US. (2008) Publish or perish, but at what cost?. J Clin Invest. 118(7):2368. doi:10.1172/JCI36371
- Binswanger M. (2015) How Nonsense Became Excellence: Forcing Professors to Publish. In: Welpe I., Wollersheim J., Ringelhan S., Osterloh M. (eds) Incentives and Performance. Springer, Cham, pp 19-32.