Ο εχθρός, το αίμα, ο τιμωρός

Αναλύοντας δεκατρείς λόγους του «αρχηγού» της Χρυσής Αυγής
Της Δέσποινας Παρασκευά Βελουδογιάννη

Κάθε βιβλίο που καταπιάνεται με το πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής μας οφείλει να αξιολογείται όχι μόνο στη βάση μιας κάποιας μεθοδολογικής αρτιότητας αλλά και των ρητών ή υπόρρητων στοχεύσεων που το πλαισιώνουν και εντέλει το διαμορφώνουν. Υπό αυτή την έννοια, το πρώτο πράγμα που θα ήθελα να σημειώσω σχετικά με το βιβλίο της Δέσποινας Παρασκευά-Βελουδογιάννη, Ο εχθρός, το αίμα, ο τιμωρός, που αποτελεί και το θέμα της σύντομης αυτής βιβλιοκριτικής, είναι ότι πρόκειται για μια μονογραφία η οποία φιλοδοξεί να συμβάλλει όχι μόνο στη βαθύτερη κατανόηση του φαινομένου Χρυσή Αυγή αλλά και «στον αγώνα για την αντιμετώπισή του» (σελ. 17).

Μεγέθυνση

Ο εχθρός, το αίμα, ο τιμωρός Της Δέσποινας Παρασκευά Βελουδογιάννη
Ο εχθρός, το αίμα, ο τιμωρός Της Δέσποινας Παρασκευά Βελουδογιάννη

Εκδόσεις Νήσος, 2015

Όπως δηλώνει με σαφήνεια ο υπότιτλος, βασικός στόχος της συγγραφέως είναι η εξέταση της ρητορικής και των στρατηγικών λόγου που μεταχειρίστηκε η ηγεσία της νεοναζιστικής οργάνωσης στην πολιτικά κρίσιμη περίοδο μεταξύ της άνοιξης του 2012 και του καλοκαιριού του 2013· την περίοδο δηλαδή κατά την οποία η Χρυσή Αυγή μετετράπη από παρία σε βασικό παίχτη του κομματικού συστήματος. Μεθοδολογικά, η ανάλυση εδράζεται στο τριμερές ερμηνευτικό σχήμα του Νόρμαν Φαίρκλαφ (Norman Fairclough). Αυτό έχει δύο βασικά πλεονεκτήματα: πρώτον, δίνεται έμφαση στη διαλεκτική σχέση που υπάρχει μεταξύ λόγου και κοινωνικών δομών· και δεύτερον, οι υπό εξέταση ομιλίες του Νίκου Μιχαλολιάκου αναλύονται εντός του ευρύτερου πλέγματος πρακτικών λόγων που διαπερνούσαν και επικαθόριζαν τον δημόσιο διάλογο την συγκεκριμένη περίοδο. Υπό αυτή την έννοια, το βιβλίο προσφέρει χρήσιμα συμπεράσματα και αναλυτικά εργαλεία όχι μόνο για την κατανόηση της εκρηκτικής ανόδου της άκρας Δεξιάς αλλά και για την ίδια την φύση του mainstream μνημονιακού λόγου.

Όπως πολύ σωστά σημειώνει άλλωστε η συγγραφέας, ήταν η ίδια η νεοφιλελεύθερη κυβερνολογική που διαμόρφωσε γόνιμες συνθήκες για τη νομιμοποίηση της ακροδεξιάς ρητορικής και την εκρηκτική άνοδο της Χρυσής Αυγής. Τον Μάρτη του 2012, προτού αναδειχθεί σε κεντρικό σύνθημα των νεοναζί το περιβόητο «Χρυσή Αυγή για να ξεβρωμίσει ο τόπος», ο Αντώνης Σαμαράς υπογράμμιζε την ανάγκη «να ανακαταλάβουμε τις πόλεις μας» (σελ. 240) από τους λαθρομετανάστες, ενώ πολιτικοί του λεγόμενου φιλελεύθερου κέντρου όπως ο Ανδρέας Λοβέρδος στιγμάτιζαν τους μετανάστες και τις οροθετικές εκδιδόμενες γυναίκες ως «υγειονομική βόμβα» που απειλούν την ζωή και την ασφάλεια της ελληνικής οικογένειας (σελ. 240). Το πιο σημαντικό όμως στοιχείο για την εδραίωση του αντιδραστικού και ανοιχτά αντιδημοκρατικού πολιτικού ρεύματος του οποίου ηγείται σήμερα η Χρυσή Αυγή ήταν η συστηματική επίθεση των μνημονιακών δυνάμεων σε αυτό που αντιλαμβάνονταν ως ιδεολογική παρακαταθήκη και κοινωνικό συμβόλαιο της μεταπολίτευσης. Όπως το είχε θέσει το 2013, ο τότε υπουργός Δημοσίας Τάξεως, Νίκος Δένδιας «ήρθε η ώρα, η χώρα να κλείσει τους λογαριασμούς που μένουν ανοιχτοί από το 1974».11Δημοσίευμα στην ιστοσελίδα tvxs (31.01.2013) «Ξεκαθάρισμα των ανοιχτών λογαριασμών από το ‘74 θέλει ο Δένδιας» - https://tvxs.gr/news/ellada/ksekatharisma-ton-anoixton-logariasmon-apo1974-proaniggeile-o-dendias.

Η ρητορική περί τέλους της μεταπολίτευσης αποτέλεσε συστατικό στοιχείο και παράλληλα την κύρια αντανάκλαση στο ιδεολογικό πεδίο της διαδικασίας αυταρχικής θωράκισης του κρατικού μηχανισμού από το 2010 και έπειτα. Όπως εύστοχα σημειώνεται στο πρώτο κεφάλαιο, η κατάρρευση του εκσυγχρονιστικού αφηγήματος και το βάθος της οικονομικής κρίσης δεν επέτρεψαν την άρθρωση ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου ικανού να αποσπάσει τη συναίνεση των λαϊκών στρωμάτων υπέρ των προωθούμενων μεταρρυθμίσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, το μπλοκ εξουσίας μπορούσε να διατηρήσει την κυριαρχία του μόνο διαμέσου του φόβου και της συντριβής των δυνάμεων της εργασίας. Η αναίρεση εδραιωμένων κοινωνικών κατακτήσεων, η ποινικοποίηση της κοινωνικής διαμαρτυρίας και η περιθωριοποίηση εναλλακτικών στρατηγικών διαχείρισης της κρίσης προϋπέθετε όμως την υπονόμευση και εν μέρει την απονομιμοποίηση των μηχανισμών αντιπροσώπευσης που διαμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης.

Σε αυτό ακριβώς το νήμα εδράζεται η ολομέτωπη επίθεση που εξαπέλυσε η Χρυσή Αυγή ενάντια στο «σάπιο μεταπολιτευτικό πολιτικό κατεστημένο». Εάν όμως για το πολιτικό προσωπικό του μνημονιακού μπλοκ το αίτημα ρήξης με τη μεταπολίτευση λειτουργούσε ως μετωνυμία απέναντι στο «υπερτροφικό κράτος», τις κοινωνικές παροχές και την υποτιθέμενη συνδικαλιστική ασυδοσία, για το Νίκο Μιχαλολιάκο και την ηγεσία της Χρυσής Αυγής αποτέλεσε συνώνυμο της ρήξης με την ίδια τη δημοκρατία. Σχόλιο που μας φέρνει σε ένα από τα βασικά εξαγόμενα του βιβλίου. Η Χρυσή Αυγή μπορεί να είναι απότοκη του αυταρχικού κρατισμού που ανέδειξε και επέτεινε το μνημονιακό καθεστώς, αλλά δεν εγγράφεται πλήρως στον ιδεολογικό και πολιτικό ορίζοντα των μνημονιακών δυνάμεων. Με άλλα λόγια ο λόγος της βασίζεται στη νεοφιλελεύθερη κυβερνολογική αλλά ταυτόχρονα τη μετασχηματίζει. Η ενδελεχής ανάλυση που αναπτύσσεται στο δεύτερο μέρος του βιβλίου είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική ως προς αυτό.

Απέναντι στις κυβερνήσεις ειδικού σκοπού (βλ. Παπαδήμος) και τον ιδιότυπο βοναπαρτισμό του Αντώνη Σαμαρά, ο Νίκος Μιχαλολιάκος θα αντιτάξει την ανάγκη υποκατάστασης του δημοκρατικού πολιτεύματος από ένα «νέο εθνικό καθεστώς» που θα συγκροτείται γύρω από έναν «εθνικό ηγέτη» σωτήρα (σελ. 118). Στο ίδιο πλαίσιο η στρατηγική αρνητικής έγκλησης του εκλογικού σώματος από τις μνημονιακές δυνάμεις θα μετασχηματιστεί από τη Χρυσή Αυγή σε εργαλείο συγκρότησης ταυτοτήτων και ιδεολογικοπολιτικής διείσδυσης. Οι ψηφοφόροι δεν καλούνται εδώ να επιλέξουν ποια πολιτική θέλουν, αλλά τι δεν θέλουν, και κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο τα υποκείμενα εγκαλούνται όχι βάσει του τι είναι αλλά του τι δεν είναι. Όπως πολύ εύστοχα σημειώνει η συγγραφέας, το «εμείς» στον λόγο της Χρυσής Αυγής οικοδομείται «εξ αντανακλάσεως και κατ’ αντιπαράθεση με τη σκιαγράφηση και την παρουσίαση της ομάδας “οι άλλοι” που προηγείται και δεσπόζει» (σελ. 203).

Η ικανότητα της Χρυσής Αυγής να δημιουργεί διά του λόγου και των πρακτικών της την αίσθηση του ανήκειν στα μέλη και τους ψηφοφόρους της αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους ερμηνευτικούς παράγοντες της πολιτικής αποτελεσματικότητας και εδραίωσής της. Στους λόγους του Νίκου Μιχαλολιάκου η έλλειψη πολιτικού προγράμματος είναι κάτι περισσότερο από αισθητή. Ο ομιλητής δεν ενδιαφέρεται να πείσει για την αρτιότητα της πολιτικής του πρότασης. Αυτό που κατά βάση επιδιώκει είναι να κινητοποιήσει το ακροατήριό του μέσω της επίκλησης ενός ιδεατού παρελθόντος, να σχηματοποιήσει σύνθετα κοινωνικά προβλήματα αναδεικνύοντας διάφορους εξωτερικούς ή εσωτερικούς εχθρούς, και μέσω αυτής της διαδικασίας να προσδώσει έναν άξονα αναφοράς και ένα σημείο σταθερότητας σε κοινωνικές ομάδες οι οποίες δυσκολεύονται να προηγηθούν μέσα σε ένα ρευστό και έντονα κρισιακό περιβάλλον.

Τέλος, η προσεκτική αποκωδικοποίηση από τη συγγραφέα της χρήσης εννοιών όπως το «αίμα», η «βία» και η «φυλή» από τον Νίκο Μιχαλολιάκο αναδεικνύει το ναζιστικό υπόβαθρο της ρητορικής της οργάνωσης και τις διαφορές του λόγου της από εκείνον άλλων, πιο παραδοσιακών, ακροδεξιών ρευμάτων. Στοιχείο που είναι όχι μόνο αναλυτικά αλλά και πολιτικά κρίσιμο. Για να επανέλθω και στο σχόλιο με το οποίο ξεκίνησε αυτή η σύντομη επισκόπηση, η ενδελεχής και συστηματική μελέτη της εξέλιξης αλλά και των στρατηγικών αναπλαισίωσης/ ανασημασιοδότησης που ακολουθεί η Χρυσή Αυγή αποτελεί προϋπόθεση για την πολιτική περιθωριοποίηση και την ανάσχεση της δυναμικής της. Σε αυτή την προσπάθεια θεωρώ ότι το βιβλίο της Δέσποινας Παρασκευά-Βελουδογιάννη έχει αρκετά να προσφέρει τόσο σε επίπεδο ανάλυσης όσο και μεθοδολογίας.

Notes:
  1. Δημοσίευμα στην ιστοσελίδα tvxs (31.01.2013) «Ξεκαθάρισμα των ανοιχτών λογαριασμών από το ‘74 θέλει ο Δένδιας» - https://tvxs.gr/news/ellada/ksekatharisma-ton-anoixton-logariasmon-apo1974-proaniggeile-o-dendias.