Η ζωή και ο θάνατος των απόκληρων

Ο Δημοσθένης Βουτυράς (1872-1958), αν και παραμένει σε μεγάλο βαθμό άγνωστος στο ευρύ κοινό, είναι ένας κλασικός και συγχρόνως πρωτοπόρος συγγραφέας της νεωτερικής ελληνικής λογοτεχνίας. Το έργο του αποτελείται από εκατοντάδες διηγήματα και δεκάδες νουβέλες που καλύπτουν ευρύ φάσμα θεματικών και τεχνοτροπίας και δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής.

Το έργο του Βουτυρά υπήρξε ιδιαίτερα πρωτοπόρο για την εποχή του, τόσο λόγω του περιεχομένου όσο και της μορφής του, γεγονός που συμπυκνώνεται στην αμηχανία, αν όχι την ανοιχτή εχθρότητα, κάποιων λογοτεχνικών κύκλων της εποχής του απέναντι στην εκδοτική επιτυχία του Βουτυρά και στην επιρροή που άσκησε το έργο του στην «ανήσυχη» νεολαία των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα.

Το λεγόμενο πρόβλημα Βουτυρά11Ο όρος αυτός ανήκει στον Κώστα Παρορίτη (βλ. Δ. Βουτυράς, Άπαντα, τόμ. Ε', Αθήνα, Στάχυ, 2001, σ. 469-515 -στο εξής: Βουτυράς, 2001), που άσκησε πολεμική κριτική από τις σελίδες του λογοτεχνικού περιοδικού Νουμάς (τεύχ. 2 Μάρτιος - Απρίλιος 1924). αναφέρεται ακριβώς στην αμφιθυμία των λογοτεχνών και των κριτικών της εποχής απέναντι στα πρωτοπόρα −αισθητικά και πολιτικά− χαρακτηριστικά του έργου του. Ο Βουτυράς εγκαλούνταν για απουσία πλοκής, για χαώδη γραφή, για διάχυτο πεσιμισμό, για υπερπαραγωγή διηγημάτων σε βάρος της ποιότητας και κυρίως για έλλειψη σεβασμού απέναντι στους βασικούς κανόνες της λογοτεχνικής συγγραφής. Σημαντικοί συγγραφείς και λογοτέχνες της εποχής (Ξενόπουλος, Νιρβάνας, Άγρας, Πολίτης) υπερασπίστηκαν τον Βουτυρά, αν και, σε κάποιο βαθμό, συμμερίζονταν την αμηχανία απέναντι στο πρωτοπόρο ύφος του.

Ο Βουτυράς ήταν πράγματι ένας πρωτοπόρος της νεωτερικής λογοτεχνίας, που κατέγραψε, με συγκλονιστικά ρεαλιστικό τρόπο, τις αλλαγές στην ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας στις αρχές του 20ού αιώνα και την επέλαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής· επέλαση που παρήγαγε την εξαφάνιση των παλαιότερων κοινωνικών στρωμάτων και την εμφάνιση του προλεταριάτου ως βασικής κοινωνικής τάξης.

Ο Βουτυράς υιοθετεί διάφορα στιλ γραφής, κινούμενος με άνεση από το ρεαλισμό και τα ηθογραφικά στοιχεία στην επιστημονική φαντασία, στο διήγημα μυστηρίου, στην ελλειπτική γραφή και στο παράλογο. Είναι πράγματι εντυπωσιακό το ότι ο ίδιος άνθρωπος που έχει γράψει διηγήματα που θυμίζουν έργα του Πόε έχει γράψει και άλλα που «ανταγωνίζονται» τον στρατευμένο ρεαλισμό του Ζολά ή την αναλυτική ψυχογραφία του Ντοστογιέφσκι, δίχως μάλιστα −καθώς φαίνεται− να έχει πλήρη εποπτεία της ξένης λογοτεχνίας. Αξίζει να σημειωθεί πως, παρά τις μεταγενέστερες αναγνώσεις του έργου του Βουτυρά, που μπορούν να ανιχνεύσουν έντονα στοιχεία μοντερνισμού και πολλαπλών σημειολογικών επιπέδων, ο ίδιος δεν ήταν αυτό που σχηματικά αποκαλούμε διανοούμενος. Ήταν πιο πολύ ένας «εργάτης του πνεύματος» που παρήγε διηγήματα, δεν σύχναζε σε λογοτεχνικά σαλόνια, αλλά αντίθετα συναναστρεφόταν καθημερινά στις ταβέρνες με ανέργους, εργάτες και ευρύτερα ανθρώπους του λαού.

Η εναλλαγή τεχνοτροπίας (λόγω της οποίας κατηγορήθηκε ως μη συγγραφέας), που αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό πρωτοπορίας της μορφής του έργου του, δεν καταδεικνύει την εγγενή αδυναμία του Βουτυρά να ολοκληρωθεί ως συγγραφέας. Αντίθετα, αποτελεί τρανή απόδειξη της σύνδεσής του με τη μεταβατικότητα/ρευστότητα της εποχής του. Ο Βουτυράς δεν είχε έναν τρόπο γραφής γιατί ως υποκείμενο διαισθανόταν και εξέφραζε το αντικειμενικό γεγονός τής μη παγιωμένης ακόμα κοινωνικής συγκρότησης. Ο Βουτυράς γράφει σε μια εποχή όπου ακόμα συντελείται η αστικοποίηση του κοινωνικού σχηματισμού, όπου οι καπιταλιστικές σχέσεις και κατ’ επέκταση το πολιτισμικό εποικοδόμημα εμπεδώνονται και συγκροτούν τη νέα κοινωνική πραγματικότητα αποδομώντας προηγούμενες κοινωνικές ισορροπίες, ήθη και καθημερινές συμπεριφορές. Παλιοί κοινωνικοί τύποι, επαγγέλματα και εντέλει ταξικά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου εξαφανίζονται και αντικαθίστανται με νέα, μέσα από την απρόσωπη δυναμική των εκμεταλλευτικών σχέσεων της αστικής κοινωνίας. Αυτή η διαρκής καταστροφή και ανασύνθεση των κοινωνικών σχέσεων και των υποκειμένων σε υλικό και ιδεολογικό επίπεδο, αυτή η ταχύτητα των εξελίξεων, που καθιστά τον άνθρωπο έρμαιο των αλλαγών, ενυπάρχει στο ύφος του Βουτυρά και στο περιεχόμενο του έργου του. Η πολλαπλότητα των μορφών του νέου αδυσώπητου και άκαρδου κόσμου που υπάγει στο κεφάλαιο «τον παλιό τρόπο ζωής» στον Βουτυρά μορφοποιείται ως μετάβαση από τον έναν τρόπο γραφής στον άλλο. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη στιγμή διαλεκτικής συσχέτισης του αντικειμενικού πλαισίου με το υποκείμενο που το καταγράφει και το αναπαριστά.

Ο Βουτυράς δεν είναι, φυσικά, ένας απλός καθρέφτης της αντικειμενικής πραγματικότητας, αλλά η αγχώδης (για τον ανθρώπινο ψυχισμό) μεταβατικότητα της εποχής σφραγίζει το έργο του.

Μέσα από αυτό το πρίσμα γίνονται κατανοητές οι καινοτομίες που χαρακτηρίζουν τον Βουτυρά ως συγγραφέα της νεωτερικότητας: ο εσωτερικός μονόλογος του ήρωα, η μείξη της αντικειμενικής πλοκής με τις συνειδησιακές επεξεργασίες των ηρώων, ο διχασμός του ήρωα που υπερβαίνει τον απλοϊκό μανιχαϊσμό, η κυριαρχία της πόλης ως πλαισίου δράσης. Την ίδια στιγμή ο Βουτυράς πραγματεύεται την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου (φόβος θανάτου − νόημα ζωής), την ευαισθησία για τα ζώα, την κριτική στον πόλεμο και την οδυνηρή πραγματικότητα της φτώχειας και των ταξικών αντιθέσεων.

Μεγέθυνση

dimosthenis-voutyras
Δημοσθένης Βουτυράς

Οι Αλανιάρηδες

Οι Αλανιάρηδες22Το εν λόγω έργο ολοκληρώθηκε το 1912 και πρωτοδημοσιεύτηκε στο αλεξανδρινό περιοδικό Νέα Ζωή (βλ. Δ. Βουτυράς, 2001). αποτελούν μια ολοκληρωμένη νουβέλα με θέμα τους βιοτικούς όρους των διάφορων προλεταριακών ή μισοπρολεταριακών κοινωνικών στρωμάτων των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα. Ο κύριος ήρωας, ο Αλίμπης, ένας μορφωμένος νέος άνεργος που αδυνατεί να βρει δουλειά ως υπάλληλος και παλεύει για την επιβίωση, τη δική του και της μάνας του, με τη σκιά του εκτελεσμένου-κατάδικου πατέρα να ορίζει τη ζωή του. Ο γερο-Ψαθούλας, που συναναστρέφεται και συμπονά τη φτωχή νεολαία, ο εργάτης που αναλαμβάνει μικροεργολαβίες, οι φτωχοί μποέμ, φίλοι του Αλίμπη, που μέσα από τη φιλία αναζητούν τρόπους για να ξορκίσουν τη φτώχεια, την αλλοτρίωση και τη δυστυχία και που προβληματίζονται για το ενδεχόμενο της μετανάστευσης ως μορφής φυγής από το υπαρκτό κοινωνικό αδιέξοδο.

Το έργο ανήκει θεματικά στην κατηγορία της «ταβερνογραφίας-αλητογραφίας», αν και, όπως σωστά επισημαίνει ο Βάσιας Τσοκόπουλος:

Το πλαίσιο του έργου δεν είναι τα περιθωριακά στρώματα, αλλά ολόκληρο το ελληνικό προλεταριάτοΒάσιας Τσοκόπουλος, (Βουτυράς, 2001: 7)

Οι Αλανιάρηδες αποτελούν υπόδειγμα της πρωτοπόρας ματιάς του Βουτυρά, που δεν έγκειται στο ότι εισήγαγε το αστικό μυθιστόρημα στην ελληνική λογοτεχνία (αυτό μάλλον πιστώνεται στον Ξενόπουλο), αλλά στο ότι καθιέρωσε ως λογοτεχνικούς ήρωες τους απόκληρους και τους καταπιεσμένους της πόλης, δηλαδή τους ανέργους, τους φτωχούς και πιο γενικά το προλεταριάτο. Ο Βουτυράς μπόρεσε, υπερβαίνοντας τον στενό-απλοϊκό ορίζοντα της ηθογραφικής αφήγησης, να καταδείξει την πολυπλοκότητα του ανθρώπινου ψυχισμού και να εντάξει αρμονικά στο κοινωνικό πλαίσιο το υπαρξιακό και προσωπικό αδιέξοδο των ηρώων του.

Στους Αλανιάρηδες υπάρχουν συγκεντρωμένα όλα τα στοιχεία της γραφής του Βουτυρά: η σκληρή κριτική στην κοινωνική αδικία συνυπάρχει με την τρυφερή συμπόνια προς τους απόκληρους, η φρίκη της φτώχειας και της εξαθλίωσης με την ωδή στην αλληλεγγύη και τη φιλία, η αγάπη του γιου προς τη μάνα με το ρητό ταξικό μίσος προς όλους όσοι απολαμβάνουν την άνεση και την ασφάλεια μιας κανονικής ζωής.

Η ευαισθησία για τα ζώα και ο διχασμός του ήρωα αποτυπώνονται στις πρώτες σελίδες της νουβέλας, όταν ο Αλίμπης αποφασίζει να σφάξει τις κότες που συντηρεί με τη μάνα στο οικόσιτο κοτέτσι για να μπορέσουν να φάνε κρέας:

 […] Είδε τα μάτια της όρνιθας να τον κοιτάζουνε με μια έκφραση ματιών ανθρώπου και κάτι νόμισε ότι του λέγανε… Θύμωσε όμως, το έδιωξε, και το μαχαίρι γρήγορα και δυνατά κινήθηκε στο λαιμό της. Το αίμα του πιτσίλησε τα χέρια. Αισθάνθηκε την όρνιθα να ταράζεται. Αυτός με σφιγμένα μάτια, άγριος, την κρατούσε. Όλα είχανε χαθεί, η λύπη, η σκέψη είχαν κρυφτεί. Και έπιασε τον εαυτό του σκληρά, άγρια να κοιτάζει το αίμα. Σα να του είχε ξυπνήσει η θέα του κάτι αιμοβόρο, που κοιμισμένο βρισκότανε μέσα του.Βουτυράς, 2001: 15

Οι εναλλαγές στην ψυχική διάθεση και η τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης διαπερνούν συνεχώς την αφήγηση, που ενοποιεί την εξωτερική δράση με την εσωτερική ψυχική κατάσταση του ήρωα:

Κρασί! φώναξε ζαλισμένος, που σκέφθηκε αυτά, και σα να αισθάνθηκε, ή να είδε, το βάθος των χρόνων που όλα θα πέφτανε, το θηρίο, το χρόνο τον παμφάγο, με τη μεγάλη και άμετρη δύναμη […]. Ο Αλίμπης μελαγχόλησε ξαφνικά, αισθάνθηκε όλη αυτή τη χαρά σαν κάτι πολύ, πολύ πρόσκαιρο, σα μια ομίχλη που φεύγει και αφήνει να φανούνε τα πράγματα τα στερεά […]. Μέσα στη γη θα τους κλείσουν, τα κόκαλά τους έπειτα θα πεταχτούνε και ίχνος δε θα τους μείνει, ούτε καμιά ανάμνηση, σα χάραγμα όλα αυτά πάνω σε νερό! Υπήρξαν ή δεν υπήρξαν; Και όμως γελούνε αντί να κλαίνε.Βουτυράς, 2001: 26-28 & 42

Το έργο ξεχωρίζει για τον μεστό τρόπο με τον οποίο περιγράφονται οι ταξικές αντιθέσεις, ενώ η αβάσταχτη πραγματικότητα της καθημερινής βιοπάλης προβάλλεται χωρίς καμία διάθεση αισθητικοποίησης ως η υλική βάση που ναρκοθετεί κάθε προοπτική ευτυχίας και παράγει, ως λογική συνέπειά της, το ταξικό μίσος:

Χωρίς να θέλει, έπεσε σε μια πλατεία που ήτανε γεμάτη από ανθρώπους καλοφορεμένους […]. Και μέσα σε κείνο το πλήθος των ευτυχισμένων του φάνηκε αυτός να είναι σα σημάδι σκοτεινό μέσα στη χαρά, στον πλούτο, σαν ένα κομμάτι της φτώχειας, που το κύλησε ίσαμε κει ο άνεμος. […] Θεέ! έκανε και αισθάνθηκε ταραχή, θυμό, μανία σαν πάθη που κοιμόντανε να ξυπνήσαν ζητώντας το δίκιο τους. […] Έβλεπε τους ανθρώπους που πήγαιναν στα σπίτια τους βιαστικοί και τους έβλεπε, όταν του φαινόντουσαν ευτυχείς, με βλέμμα κακό.Βουτυράς, 2001: 56-57 & 65

Ο Βουτυράς περιγράφει με ζοφερό τρόπο το τι σημαίνει σε προσωπικό επίπεδο να είσαι προλετάριος, το πώς δηλαδή οι κοινωνικές σχέσεις εκμετάλλευσης εισβάλλουν στην προσωπική ζωή και επικαθορίζουν, συνθλίβοντας, τις μεμονωμένες ανθρώπινες υπάρξεις. Η υποτίμηση της εργασιακής δύναμης και η εκκαθάριση του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού στους Αλανιάρηδες μετατρέπονται από θεωρητικές διαπιστώσεις σε απτή πραγματικότητα που αφορά συγκεκριμένους ανθρώπους. Το προλεταριάτο ξοδεύει τη ζωή του για να μπορέσει να ζήσει, δεν υπάρχει μεγαλύτερη κόπωση από εκείνη των φτωχών:

Πάλι δουλειά. Άρχισε ο ιδρώτας να τον λούζει, μ’ όλο το κρύο. Κατέβαινε στα μάτια του, στο στόμα του και τον βρήκε αλμυρό. Και δούλευε, δούλευε σκυθρωπός, άγριος. Κάποτε έλεγε με το νου του: και γιατί όλα αυτά; Για να ζει κανείς, για να ζει.Βουτυράς, 2001: 49

Ο Βουτυράς εξατομικεύει την οδύνη και την τραγωδία της ανθρώπινης ύπαρξης που ζει και πεθαίνει μέσα σε συνθήκες κοινωνικής εκμετάλλευσης. Ο Βουτυράς αφηγείται τις προσωπικές ιστορίες αυτών που θυσιάζονται στο βωμό της καπιταλιστικής αναπαραγωγής, αποτελώντας εντέλει τα πιο γνήσια προϊόντά της. Όταν λόγω χειμώνα παύει η δυνατότητα για εργατικά μεροκάματα, ο Αλίμπης συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί ούτε ως χειρώνακτας να ψευτοζήσει και κατακλύζεται από την απελπισία της φτώχειας. Σιγά σιγά τα περιθώρια στενεύουν και η απλή αναπαραγωγή των όρων της ζωής του καθίσταται αδύνατη:

Τώρα; Τώρα; Και αν δεν παρουσιαστεί [δουλειά]; Είδε τις ελπίδες που είχε, ότι μπορούσε να ψευτοζήσει ως εργάτης, να χάνονται […]. Αν δε μαλάκωνε ο καιρός, δουλειές δε θα ανοίγανε! Τα λεπτά είχανε σωθεί και πίστωση δεν υπήρχε πια! Ο σπιτονοικοκύρης φοβέριζε! Τι να έκανε; […] αισθάνθηκε την απελπισία να τον χτυπά δυνατά, να τον πνίγει.Βουτυράς, 2001: 65-67

Πλάι στη ζοφερή πραγματικότητα που συνθλίβει τους απόκληρους και καθιστά απάνθρωπους τους όρους της ζωής τους, ανθίζει όμως η φιλία και η αλληλεγγύη. Ο Βουτυράς αφήνει σε αυτό το σημείο, άρρητα ίσως, να διαφανεί πως η φτώχεια δεν οδηγεί στην αποκτήνωση, αλλά πως αντίθετα η μόνη εναλλακτική απέναντι στην εξαθλίωση και τη μιζέρια είναι η συλλογικότητα, πως απέναντι στην αλλοτρίωση της καθημερινής βιοπάλης υπάρχει ο πλούτος των ουσιαστικών κοινωνικών σχέσεων. Οι φίλοι του Αλίμπη, ο Λέωπας και ο Μίρλας, αν και φτωχοί και οι ίδιοι, θα του δανείσουν από το υστέρημά τους για να μπορέσει να αγοράσει κάρβουνα και φαγητό για τον ίδιο και τη μάνα του. Ο Βουτυράς καταδεικνύει, δίχως να ωραιοποιεί, πως στο βυθό της κοινωνίας, ανθίζουν η αυταπάρνηση, η ανιδιοτέλεια και η ευγένεια στην πιο καθαρή μορφή τους. Σπάνια συναντάμε μια τόσο τρυφερή και αληθινή, πέρα από διδακτισμούς και ηρωοποιήσεις, αποτύπωση του πλούτου που υπάρχει στις ψυχές των απόκληρων. Ο Βουτυράς, αναδεικνύοντας το μεγαλείο των ταπεινών, θρηνεί για την ποιότητα του χαρακτήρα τους, που συνθλίβεται μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία.

Χρησιμοποιεί με μαεστρία το χειμώνα −και το χιόνι− ως πραγματική και συμβολική αντιξοότητα που σκεπάζει, ορίζοντας, τις ζωές των ανθρώπων για να οδηγήσει την ιστορία του στο αποκορύφωμά της. Ο Αλίμπης, δίχως δουλειά, μπροστά στο φάσμα της πείνας, βιώνει την πιθανότητα όχι μόνο του κοινωνικού, αλλά και του βιολογικού θανάτου. Η ζωή του πια μπορεί να υπάρξει μόνο ως προοπτική θανάτου! Η τρυφερότητα και η ευθύνη απέναντι στη μάνα του εναλλάσσονται με τον κυνισμό και τη σκληρότητα, τέκνα και τα δύο της απελπισίας, που, πέρα από ψυχική κατάσταση, είναι η μόνη υλική πραγματικότητα:

Σηκώθηκε και πατώντας σιγά πήγε κοντά στη μάνα του. Στάθηκε και την είδε που κοιμότανε. Ψυχρά, ψυχρά σα να σταμάτησε, να χάθηκε η συγκίνηση, είδε τη μορφή της την αδύνατη, που τόσα και τόσα του θύμιζε, αλλά γρήγορα συνήλθε. − Μανούλα μου! είπε σιγά. Μα τι να της κάνω;Βουτυράς, 2001: 71

Ο Αλίμπης, σαν ήρωας σύγχρονης τραγωδίας, συνειδητοποιεί πως μπορεί να προσφέρει στη μάνα του μόνο τη λύτρωσή της από τα βάσανα αυτής της ζωής. Ο Βουτυράς δηλώνει με ωμό τρόπο πως, αν η ζωή καταντά ένα ατέρμονο βάσανο, τότε ο θάνατος είναι δυστυχώς η λύτρωση των αδικημένων από τα βάσανά τους· πως η αναπαραγωγή του καπιταλιστικού τρόπου ζωής πραγματώνεται μόνο μέσα από την κοινωνική και φυσική εξόντωση των πιο αδύναμων. Ο Αλίμπης προσφέρει το τελευταίο γεύμα στη μάνα του, μια ύστατη λυσσασμένη αναλαμπή ζωής σε ένα αρρωστημένο μεθύσι.

Πιε μάνα! έκανε αυτός βάζοντας κι άλλο κρασί στο ποτήρι της. − Πω πω! Πάει, μέθυσα! Και να το πιω αυτό; Γεια! Έκανε να σηκωθεί και δε μπόρεσε. Έβαλε τα γέλια.Βουτυράς, 2001: 75

Ο Αλίμπης υπερνικά την αγάπη για τη μάνα του και το ταμπού της μητροκτονίας και τη δολοφονεί, θέλοντας να της προσφέρει τη γαλήνη που η κοινωνική πραγματικότητα της στέρησε. Η ίδια η μητέρα του Αλίμπη, ασυνείδητα33Υποστηρίζω πως στο έργο του Βουτυρά είναι παρούσα μια άρρητη ψυχαναλυτική προσέγγιση του ανθρώπινου ψυχισμού. Η ασυνείδητη επιθυμία της μάνας, τα όνειρα ως αληθινή παράλληλη κατάσταση με σημαίνουσα βαρύτητα για την ψυχική συγκρότηση, η παιδική ανάμνηση που επιστρέφει ως απώθηση πιστοποιούν πως ο Βουτυράς, αν και πιθανότατα δεν γνωρίζει τις θεωρητικές προσεγγίσεις του Φρόιντ, αντιλαμβάνεται πως το συνειδητό είναι ένα επιμέρους τμήμα της ανθρώπινης ύπαρξης που εδράζεται στη σκοτεινή, άδηλη επικράτεια του ασυνείδητου. , εκφράζει αυτή την επιθυμία απενοχοποιώντας το γιο της:

− Αχ, πως ήθελα να κοιμόμουνα, παιδί μου, και να μην ξυπνούσα ποτέ! Δεν ξέρεις πόσο, πόσο το θέλω! Ήθελα να πήγαινα να έβρισκα τον Πάνο! Και θα ησύχαζα πια και από αυτή τη ζωή. […] Έχω βασανιστεί πολύ, παιδάκι μου, πολύ και θα ήθελα να ησυχάσω!Βουτυράς, 2001: 76

Η ζεστασιά του μαγκαλιού θα μετατραπεί σε μέσο εξόντωσης και ο Αλίμπης με σπαρακτικό τρόπο θα δολοφονήσει σε μια στιγμή δύναμης-αδυναμίας τη μάνα του:

Βγήκε έξω σιγά, πατώντας στα νύχια, και σε όχι πολύ ήρθε μέσα κρατώντας ένα μαγκάλι μεγάλο γεμάτο κάρβουνα μαύρα μαύρα, που μέσα τους, στο βάθος τους, η φωτιά κρυφόβλεπε σαν κρυμμένο τέρας.Βουτυράς, 2001: 76

Η κραυγή του Αλίμπη όταν συνειδηποιεί το θάνατο της μητέρας του «Μάνα μου, μάνα μου, έκανε κλαίγοντας με λυγμούς» (Βουτυράς, 2001: 77) υπενθυμίζει με τραγικό τρόπο πως πίσω από την απατηλή λάμψη της αυτή η κοινωνία θρέφεται με το αίμα των πιο αδύναμων και ευαίσθητων ψυχών. Ο Αλίμπης είναι πλέον ορφανός, κατ’ επίφαση θύτης και ουσιαστικά θύμα της αδυσώπητης κοινωνικής αδικίας.

Το χιόνι, αν και φυσικό φαινόμενο, δεν παύει να είναι ταξικό, μιας και καθετί στην κοινωνία, μας λέει ο Βουτυράς, έχει δύο αντιθετικές όψεις:

Και έξω το χιόνι γέμιζε τους δρόμους, τα κεραμίδια, άλλαζε την όψη της πόλης, ετοιμάζοντας έτσι ένα ωραίο θέαμα για τους πλουσίους, τους ευτυχισμένους, και ένα σάβανο απέραντο για τους άστεγους, τους δυστυχείς.Βουτυράς, 2001: 77

Ο Βουτυράς στους Αλανιάρηδες θρηνεί για όλους τους ηττημένους της καπιταλιστικής κοινωνίας, για τα υπαρκτά φαντάσματα που η ίδια αρνείται πως φέρει στους κόλπους της, αλλά που αποτελούν, πέρα από τη ναρκισσιστική εικόνα της, την επώδυνη και άβολη αλήθεια της. Ο Αλίμπης, ένας ευαίσθητος νέος, βλέπει σταδιακά να του αφαιρούν κάθε δικαίωμα στη ζωή, στον έρωτα και στην ευτυχία και συνθλίβεται −σχεδόν νομοτελειακά− μέσα στη ζοφερή πραγματικότητα που, σαν χιόνι, σκεπάζει σιωπηλά και εκμηδενίζει εκείνους που πλέον δεν είναι χρήσιμοι για την αναπαραγωγή της.

Notes:
  1. Ο όρος αυτός ανήκει στον Κώστα Παρορίτη (βλ. Δ. Βουτυράς, Άπαντα, τόμ. Ε', Αθήνα, Στάχυ, 2001, σ. 469-515 -στο εξής: Βουτυράς, 2001), που άσκησε πολεμική κριτική από τις σελίδες του λογοτεχνικού περιοδικού Νουμάς (τεύχ. 2 Μάρτιος - Απρίλιος 1924).
  2. Το εν λόγω έργο ολοκληρώθηκε το 1912 και πρωτοδημοσιεύτηκε στο αλεξανδρινό περιοδικό Νέα Ζωή (βλ. Δ. Βουτυράς, 2001).
  3. Υποστηρίζω πως στο έργο του Βουτυρά είναι παρούσα μια άρρητη ψυχαναλυτική προσέγγιση του ανθρώπινου ψυχισμού. Η ασυνείδητη επιθυμία της μάνας, τα όνειρα ως αληθινή παράλληλη κατάσταση με σημαίνουσα βαρύτητα για την ψυχική συγκρότηση, η παιδική ανάμνηση που επιστρέφει ως απώθηση πιστοποιούν πως ο Βουτυράς, αν και πιθανότατα δεν γνωρίζει τις θεωρητικές προσεγγίσεις του Φρόιντ, αντιλαμβάνεται πως το συνειδητό είναι ένα επιμέρους τμήμα της ανθρώπινης ύπαρξης που εδράζεται στη σκοτεινή, άδηλη επικράτεια του ασυνείδητου.