Στη μνήμη των θυμάτων της πυρκαγιάς στο Γκρένφελ (14.06.2017)

Μοιάζει να έχουν περάσει αιώνες από τότε που ο αποτυχημένος πρωθυπουργός Κάμερον, εν μέρει απηχώντας τα πολιτικά αδιέξοδα/αντιθέσεις του κόμματος των Τόρηδων, αλλά και τη διαχρονική αμφιθυμία απέναντι στην ευρωπαϊκή ενοποίηση τμημάτων του βρετανικού κεφαλαίου προκήρυξε το δημοψήφισμα για την παραμονή της Μ. Βρετανίας στην ΕΕ. Η ταχύτητα του ιστορικού χρόνου και η αλληλοδιαδοχή των γεγονότων κάνουν να φαίνεται εξίσου μακρινός και ο Ιούνης του 2016 όπου αποφασίστηκε(;) τελικά η έξοδος της Βρετανίας από την ΕΕ.

Πολλοί βιάστηκαν να προβάλουν τις επιθυμίες τους στην πραγματικότητα και να αναπαράγουν μηχανιστικά σχήματα παντός καιρού˙ ωστόσο, η διαδικασία που πυροδότησε το Brexit δεν αντανακλά ούτε τη λαϊκή απόρριψη της ΕΕ ούτε κάποια αντισυστημική κίνηση των μαζών.

Η πολιτική κρίση που εγκαινιάστηκε με την παραίτηση Κάμερον είχε μια σειρά από σταθμούς που, πέρα από τις παλινωδίες και τα κωμικοτραγικά πισωγυρίσματα, εκφράζουν την προσπάθεια ανασυγκρότησης του πολιτικού συστήματος ως μέσο επίλυσης της κρίσης εκπροσώπησης και κυρίως τη βαθιά στρατηγική κρίση προσανατολισμού του βρετανικού κεφαλαίου.

Ο διορισμός και στη συνέχεια η εκλογή της Τερέζα Μέι στο πρωθυπουργικό αξίωμα, η επαναλαμβανόμενη αποτυχία του κοινοβουλίου να συμφωνήσει σε ένα σχέδιο οργανωμένης εξόδου που οδήγησε στην παραίτηση Μέι, ο διχασμός των Τόρηδων και οι παλινωδίες των Εργατικών, ο διορισμός του τάχα αντισυστημικού Τζόνσον ως υβρίδιου Βοναπάρτη και Τραμπ και τελικά η αποδοχή ενός σχεδίου εξόδου και η προκήρυξη νέων εκλογών για τις 12 Δεκεμβρίου καταδεικνύουν περίτρανα ότι η υπόθεση Brexit (και η διαχείρισή της) κατέληξαν να είναι μια ενδοαστική σύγκρουση στο φόντο μιας ταυτοτικής κρίσης του βρετανικού καπιταλισμού, ένας τελικά εσωτερικός μονόλογος της αστικής τάξης. Κανένα άλλο πολιτικό ή κοινωνικό υποκείμενο, καμία, μειοψηφική έστω, φωνή εργατικής-κομμουνιστικής κριτικής δεν μπόρεσε να ακουστεί ως αντίλογος στο αστικό δράμα του Brexit.

Πέρα από το θέαμα

Η αστική σκέψη, και όχι μόνο, εγκαλεί συνήθως το μαρξισμό για μονοδιάστατη προσέγγιση της πραγματικότητας και μηχανιστική αναγωγή των κοινωνικών και πολιτικών γεγονότων στην οικονομία. Ακολούθως, σύμφωνα πάντα με την αστική σκέψη, ο μαρξισμός αγνοεί το ρόλο των προσωπικοτήτων στην ιστορία, θεωρώντας τα απλές προσωποποιήσεις/ενσαρκώσεις κάποιας αμείλικτης κοινωνικής δυναμικής.

Η σύγχρονη κριτική σκέψη, όσο και αν οριοθετείται σαφώς από έναν μηχανιστικό οικονομισμό, όσο και αν δεν υποτιμά το ρόλο των συνειδητών δυνάμεων, δεν πρέπει να υποκύπτει στην τρέχουσα συνείδηση που μιλά μόνο με όρους θεάματος για τα γεγονότα, αλλά να αναζητά επίμονα την υλική-κοινωνική βάση της πραγματικότητας ως συνάρθρωσης αντικρουόμενων στρατηγικών και ταξικών συμφερόντων σε ένα δοσμένο ιστορικό πλαίσιο.

Κάθε μικρό ή μεγάλο γεγονός στους ταραγμένους καιρούς μας αντιμετωπίζεται αποκομμένο από το κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιό του, παρουσιάζεται με όρους θεάματος ή κουτσομπολιού, με καμία αναφορά σε ταξικά συμφέροντα και κοινωνικές δυναμικές, αλλά με υπερτονισμό των εκάστοτε πολιτικών προσωπικοτήτων. Αυτό θα πει εξάλλου αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας: καμία λογική ή χρονική σύνδεση των γεγονότων, ένα συνονθύλευμα συμβάντων στο αιώνιο παρόν της αστικής κυριαρχίας.

Η προσπάθεια να συνδεθούν οι παλινωδίες και τα αδιέξοδα του Brexit με τους ταξικούς συσχετισμούς και τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό στο πλαίσιο μιας διαλεκτικής προσώπων-κοινωνικών δομών/τάσεων είναι απαραίτητη· και υπερβαίνει προφανώς γελοίες αναλύσεις για το Brexit που περιορίζονται σε κλισέ σχόλια για τον «αντικομφορμισμό» του Τζόνσον και των μαλλιών του αλλά και «σοβαρές» αναλύσεις που, στην καλύτερη εκδοχή τους, απλώς περιγράφουν τους κοινοβουλευτικούς ελιγμούς.

Το Brexit ως κρίση στρατηγικής και όχι ηγεμονίας

Η βρετανική αστική τάξη είχε εξαρχής μια ιδιαίτερη σχέση με την ΕΕ: επιθυμούσε τα καπιταλιστικά πλεονεκτήματα ενός ενιαίου οικονομικού χώρου με δομικά νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά, αλλά ταυτόχρονα αντιτασσόταν σε οποιοδήποτε πολιτικό σχέδιο περιορισμού της «εθνικής ανεξαρτησίας» της, δηλαδή της δυνατότητάς της να εκμεταλλεύεται τη «δική της» εργατική τάξη.

Η παγκόσμια οικονομική κρίση ως καταλύτης εξελίξεων, που άλλαξε τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς συνέβαλε στην πριμοδότηση του Brexit από μερίδες του κεφαλαίου. Η ενίσχυση της θέσης της Γερμανίας στα χρόνια της κρίσης και η θεσμική αναδιάρθρωση της ευρωζώνης και της ΕΕ άρχισαν να κάνουν ελκτική την αποχώρηση της Βρετανίας ως μέσο αποκατάστασης της πληττόμενης ανταγωνιστικότητας αλλά και του γεωπολιτικού ρόλου της. Ταυτόχρονα, η συνεχιζόμενη μετατόπιση της παραγωγικής βάσης ανατολικά, η ανάδυση της Κίνας ως ανταγωνιστικού γεωπολιτικά πόλου, αλλά και ως πρωτοπόρου της νέας τεχνολογικής επανάστασης και η αναμφίβολη παρακμή του σύμμαχου αμερικανικού ιμπεριαλισμού συνέβαλαν στην ανάγκη αναζήτησης μιας νέας θέσης για τον βρετανικό καπιταλισμό στο ρευστό γεωπολιτικό πεδίο.

Ενδεχομένως, τμήματα της αστικής τάξης, που δεν έχουν άμεσες σχέσεις/εξαρτήσεις με το ευρωπαϊκό οικοδόμημα (εφοπλισμός-χρηματοοικονομικό σύστημα), θεώρησαν ότι τώρα είναι δυνατή μια αλλαγή στρατηγικής και προσανατολισμού. Ηγετικές μερίδες του κεφαλαίου προσδοκούσαν (και προσδοκούν) μια αναβάθμιση της γεωπολιτικής θέσης του βρετανικού καπιταλισμού συνολικά, που θεωρητικά θα στηριζόταν στην προνομιακή συμμαχία και στις διμερείς εμπορικές συμφωνίες με τις ΗΠΑ του Τραμπ, στην ενίσχυση της στρατιωτικής ισχύος, ώστε να δημιουργηθούν οι όροι μιας νέας φάσης καπιταλιστικής συσσώρευσης στα συντρίμμια των όποιων κοινωνικών κατακτήσεων.

Καθοριστικής σημασίας για το Brexit και τη διαχείρισή του υπήρξε και ένας υποκειμενικός παράγοντας μιας και δεν πρέπει να υποτιμώνται τα λάθη και οι αστοχίες ως στοιχεία της ιστορικής πορείας: η παρακμή και η άρνηση της αστικής τάξης και του πολιτικού προσωπικού της να αντιληφθεί την πραγματική και όχι τη φαντασιακή θέση της στον κόσμο.

Καθώς φάνηκε, η «ελίτ» της χώρας εμφορείται ακόμα από φαντασιώσεις του μεγαλείου και του ένδοξου ιμπεριαλιστικού παρελθόντος της, παρ’ όλο που ο κυρίαρχος ρόλος του «στέμματος» έχει τελειώσει από το 1945. Έτσι, το πολιτικό προσωπικό της Βρετανίας θεώρησε ότι θα μπορούσε να νικήσει εύκολα στις διαπραγματεύσεις με την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία για όλες τις εκκρεμότητες της εξόδου (εμπορικές σχέσεις, δασμοί, Ιρλανδία). Θεώρησε επίσης ότι θα μπορούσε να εξάγει την εσωτερική πολιτική κρίση, χωρίς να μοιάζει να αντιλαμβάνεται ότι η αδυναμία παραγωγής μιας εθνικής συνισταμένης των επιμέρους αστικών συμφερόντων είναι στοιχείο παρακμής και αδυναμίας.

Το ιρλανδικό αγκάθι (και η Σκωτία)

Η ΕΕ κράτησε, όπως ήταν αναμενόμενο, άκαμπτη στάση (take it or leave it) στο σχέδιο συντεταγμένης εξόδου και είναι τουλάχιστον γελοία τα κλαψουρίσματα των αστών Άγγλων πολιτικών για την κακιά Ευρώπη που συνοδεύουν τις κραυγές για το «μεγαλείο του βασιλείου».

Η Τερέζα Μέι είδε τις, ομολογουμένως άοκνες, προσπάθειες για συντεταγμένο Brexit να ηττώνται και να αδυνατεί να συγκρατήσει τις αντιθέσεις στο εσωτερικό του κόμματός της. Η «ευρωσκεπτικιστική» πτέρυγα των συντηρητικών αποσκοπώντας στον επαναπατρισμό των ψηφοφόρων, αλλά και θέλοντας να εμποδίσει την πιθανότητα εκλογής των Εργατικών επένδυσε στον κλασικό εθνικισμό με αιχμή τα σύνορα της Ιρλανδίας. Πρόκειται για κομβικό ζήτημα που ακόμα και τώρα με τη συμφωνία Τζόνσον δεν είναι ξεκάθαρο στις τεχνικές λεπτομέρειές του. Αυτή τη στιγμή το ιρλανδικό κράτος (Έϊρε) και η ιρλανδική περιοχή της Μ. Βρετανίας δεν έχουν κλασικά σύνορα εφόσον και τα δύο κράτη ανήκουν στην ΕΕ. Το βρετανικό κράτος βαρύνεται σε όλο τον 20ό αιώνα με εγκλήματα κατά του ιρλανδικού λαού στην προσπάθεια να τσακίσει ένα δίκαιο εθνικοαπελευθερωτικό/ριζοσπαστικό κίνημα. Η συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, πριν μόλις δυο δεκαετίες, είχε εγγυηθεί σε πείσμα των ακροδεξιών Άγγλων της Ιρλανδίας μια σχετική ειρήνη, στηριγμένη σε εύθραυστους συσχετισμούς, που το Brexit θέτει σε κίνδυνο.

Παρά τις μεγαλοστομίες, η Βρετανία θα αναγκαστεί να αποδεχτεί μια ειδική σύνδεση των δύο Ιρλανδιών (σκληρό σύνορο ισοδυναμεί με παραβίαση της ειρηνευτικής συμφωνίας), γιατί αλλιώς θα πρέπει να μπορέσει να επιβάλει σύνορα με τη βία. Καθώς φαίνεται ακόμα και στην εποχή του ώριμου μεταμοντέρνου, η ισχύς επιβάλλεται τελικά με ένοπλα σώματα βίας, όπως διδάσκει η Καταλονία του 2017-19.

Σε άλλο επίπεδο, η Σκωτία απειλεί με δημοψήφισμα απόσχισης (το 2014 είχε ηττηθεί σε δημοψήφισμα η πρόταση ανεξαρτησίας) μιας και επιθυμεί την παραμονή στην ΕΕ. Συνεπώς, από εκεί που στις φαντασιώσεις της αγγλικής αστικής τάξης (και όχι μόνο δυστυχώς) το Brexit θα ήταν η αρχή του τέλους για την ΕΕ, αυτή τη στιγμή η άτιμη πραγματικότητα μάλλον θέτει την εδαφική ακεραιότητα του βασιλείου σε κίνδυνο.

Το Brexit ως μορφή εθνικής ενότητας και πλαίσιο πολιτικής αναδιάταξης

Αν η εθνικιστική στάση του αγγλικού πολιτικού προσωπικού σκοντάφτει στους πραγματικούς συσχετισμούς δεν σημαίνει ότι δεν προσφέρει άλλες κρίσιμες για την αστική τάξη υπηρεσίες. Αξίζει να προσπαθήσει να θυμηθεί κανείς την ατμόσφαιρα διεξαγωγής του Brexit γιατί έτσι θα μπορέσει να κατανοήσει και όσα ακολούθησαν και κυρίως την πρακτική διάσπαση των Τόρηδων (σε ένα βαθμό και των Εργατικών).

Ο τυχάρπαστος Τζόνσον συντροφιά με τον ακροδεξιό Φάρατζ ως μπαλαντέρ είχαν εξαρχής την (ακροδεξιά) ηγεμονία στο στρατόπεδο του Brexit. Η καμπάνια για ένα αριστερό Brexit (Lexit), πέρα από μειοψηφική, ήταν πιο πολύ μια νοσταλγία για το χαμένο κράτος πρόνοιας (του οποίου το τσάκισμα δεν επιβλήθηκε μονομερώς από την ΕΕ αλλά ήταν και επιλογή του αγγλικού κεφαλαίου) που δεν αντιμετώπιζε τον διάχυτο εθνικισμό.

Σε κάθε περίπτωση το να θεωρεί κανείς ότι σε έναν ανεπτυγμένο καπιταλισμό όπως η Μ. Βρετανία, το άμεσο καθήκον είναι η απλή, χωρίς πολιτικό πρόσημο, αποδέσμευση από την ΕΕ συνιστά πριμοδότηση στον εθνικισμό, ειδικά όταν σε αυτή την προοπτική επενδύουν τα πιο επιθετικά τμήματα του κεφαλαίου. Γιατί όσο ανόητη είναι η πίστη ότι η ΕΕ μεταρρυθμίζεται και είναι εφικτή «η ένωση των λαών» εξίσου ανόητο ειναι να πιστεύει κανείς ότι μια συμμαχία με ακροδεξιούς και αστούς θα γεννήσει κάτι ριζοσπαστικό.

Ο αφηρημένος αντιευρωπαϊσμός, δεδομένων των συνθηκών/συσχετισμών, αποτελεί μάλλον ένα υποσύνολο της κυρίαρχης ιδεολογίας, μια μορφή παθητικής επανάστασης των υποτελών τάξεων. Αυτή η νέα εκδοχή κυρίαρχης ιδεολογίας εσωτερικεύει την πολιτική δυσαρέσκειαριζοσπαστισμό των «αποκλεισμένων» μετατοπίζοντας τη δυσαρέσκεια τους και τον αντίπαλο στο νεφελώδες «έξω» της ΕΕ οικοδομώντας μια νέα αντιδραστική εκδοχή εθνικής ενότητας.

Ο Τζόνσον συμπυκνώνει ακριβώς έναν τέτοιο αντισυστημικό συστημισμό, σαν αυτόν του Τραμπ, της Λεπέν κτλ. που ενσαρκώνει τη νέα κυρίαρχη ιδεολογία: εθνικός αγώνας κατά της ΕΕ, μετατόπιση των κοινωνικών συσχετισμών προς τα δεξιά και άγριος καπιταλισμός στο εσωτερικό. Το σχέδιο Τζόνσον, δηλαδή ο μετασχηματισμός των Τόρηδων, αποσκοπεί στην επίλυση της κρίσης εκπροσώπησης, έτσι ώστε αφενός να απορροφηθεί ο γραφικός Φάρατζ από το κατεξοχήν κόμμα του κεφαλαίου, αφετέρου ο «αριστερός» Κόρμπιν των Εργατικών να μην κυβερνήσει ποτέ (στο βαθμό που δεν είναι χρήσιμο στο κεφάλαιο σε αυτές τις συνθήκες κανένα σοσιαλδημοκρατικό κοινωνικό συμβόλαιο).

Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται οι αντιδημοκρατικές πρακτικές του Τζόνσον (απόπειρα κλεισίματος της βουλής, αλλεπάλληλες ψηφοφορίες και βοναπαρτίστικη συμπεριφορά) αλλά και η επαναστατική του παρωδία (επιστολές στην Κομισιόν ότι δεν συμφωνεί με την ψηφισμένη συντεταγμένη έξοδο, αγοραίο στυλ). Ο Τζόνσον, καθαρό προϊόν του συστήματος, εκφράζοντας το λαϊκισμό των ελίτ, παρουσιάζεται σαν μοναχικός πατριώτης που τα βάζει με θεούς και δαίμονες. Η κραυγαλέα απουσία εναλλακτικής λύσης επιτρέπει δυστυχώς τέτοιους θεατρικούς μονολόγους των «κακών παιδιών» της αστικής τάξης.

Στην ίδια μας τη χώρα δεν είναι ο εχθρός;

Οι εκλογές που έχουν προκηρυχτεί δε θα σηματοδοτήσουν το τέλος της ιλαροτραγωδίας του Brexit, ούτε θα σημάνουν την υπέρβαση της κρίσης προσανατολισμού του βρετανικού κεφαλαίου. Ο Τζόνσον, αυτός ο σοβαρός κλόουν-κλώνος του Τραμπ, έχει ως βασικό καθήκον να διασώσει το συντηρητικό κόμμα (που καταποντίστηκε στη φάρσα των ευρωεκλογών του Μαΐου), να συσπειρώσει υπό την αιγίδα του κεφαλαίου τους τρομαγμένους μικροαστούς που νοσταλγούν «περασμένα εθνικά μεγαλεία και τις παλιές καλές εποχές» εντάσσοντάς τους σε ένα σχέδιο επανεκκίνησης του βρετανικού καπιταλισμού. Οι Εργατικοί, αν και φαίνεται να έχουν συσπειρώσει τμήματα της εργατικής τάξης και της νεολαίας, προσέφεραν σπουδαία υπηρεσία στον Τζόνσον και στο σχέδιο αναδιάταξης του πολιτικού συστήματος μέσω των αντιθέσεων και της μεσοβέζικης στάσης τους.

Πέρα από ωραιοποιήσεις και με ψύχραιμη ματιά, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η πόλωση ευρωπαϊστών-αντιευρωπαϊστών στη Βρετανία και όχι μόνο, συσκοτίζει εντέλει τις πραγματικές ταξικές και ιδεολογικές αντιθέσεις. Καθώς ο αντιευρωπαϊσμός ηγεμονεύεται τώρα από ακροδεξιές και συντηρητικές δυνάμεις, υπάρχουν τμήματα της κοινωνίας που θεωρούν ότι το σχέδιο Ευρώπη είναι προτιμότερο από την εθνικιστική αναδίπλωση, χωρίς να ταυτίζονται ιδεολογικά με την ΕΕ.

Από την άλλη μεριά, προφανώς η αδυναμία άρθρωσης ενός ριζοσπαστικού λόγου κατά της ΕΕ σε μαζικότερα ακροατήρια, όσο και αν πηγάζει από αντικειμενικές συνθήκες, δεν παύει να οδηγεί τμήματα των υποτελών τάξεων στην «αντισυστημική» αγκαλιά του συστήματος. Δίχως να υποτάσσεται στην τρέχουσα συνείδηση αλλά και δίχως να κατοικεί πέραν του κόσμου τούτου· και χωρίς να αγνοεί τον υπερεθνικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής εξουσίας σήμερα, η κριτική σκέψη οφείλει ακούραστα να υπενθυμίζει ότι ο εχθρός είναι πάντα και πρωτίστως εντός των τειχών αντιπαραβάλλοντας στα υπνωτιστικά τραγούδια κάθε εθνικής ενότητας, την επώδυνη αφύπνιση της πάλης των τάξεων.