Η Λαμπεντούζα ομιλεί

Συνήθως τα νησιά ακούνε μόνο
μας βουλώνει το στόμα το χαρτζιλίκι των τουριστών κι εμείς σωπαίνουμε.
Όμως εγώ έπαψα να είμαι νησί
κι έγινα της ντροπής φραγή και της χαράς νηστεία.
Θέλω να μιλήσω, να σας μιλήσω.
Είμαι ο βράχος του ολέθρου στο φαλιμέντο του κόσμου
το «ανοίξαμε και σας περιμένουμε» του θανάτου
εδώ το πρώτων βοηθειών το προλαβαίνει πάντα μια νεκροφόρα.
Είμαι μια ανήμπορη ευχή, η Σπιναλόγκα των μελαμψών
δεν ξέρω πια τι είμαι, δεν θέλω να είμαι.
Εμένα που με όργωσαν των πειρατών οι επιδρομές
που μ’ είδε και με λιμπίστηκε η Μεγάλη Αικατερίνη και η κραταιά Αγγλία
εμένα που οι Αιγινήτες σφουγγαράδες με νοστίμιζαν με τα φιστίκια τους
κι εγώ τους φίλευα από πηγάδι άπατο λαμπηδιανά σφουγγάρια.
Εμένα, τον απροστάτευτο μάρτυρα, μόνον εμένα ακούστε
το υπερήφανο Τζοβάνι ντα Βερρατσάνο, του Ντούτσε το καμάρι,
στον κόρφο μου το βύθισαν οι Βρετανοί.
Πάνω στη ράχη μου οι εξόριστοι σχεδίαζαν οι δόλιοι αποδράσεις
που πιάστηκαν όλες στων νερών μου τη μέγγενη.
Και διαγώνια να διαβάσετε την ιστορία όλο και κάπου θα με βρείτε.
Δεν περιαυτολογώ, ούτε μοχλεύω τα παλιά σαν το γεροξεκούτη
λέω πως αυτό που παίζεται στα μάτια μου μπροστά
δεν το χωράει της θάλασσας η μνήμη.
Το υπογράφω εγώ κι όχι κάποια παρθένα στο έγκλημα κι αθώα περιστέρα
στο λέω και βγάζω τον σκασμό
είναι του ανθρώπου τα ύστερα αν δεν αλλάξει κάτι
αν το κάτω κάτω της γραφής δεν θα γραφτεί από σένα.

Με το τελευταίο γραμματόσημο

Διάβασα με προσοχή την απολογία σου
τα επιχειρήματά σου με άφησαν ασυγκίνητο
όμως με συγκίνησε βαθύτατα η φθορά σου.
Είναι άλλο πράγμα να πεθαίνεις από ακατάσχετη έμπνευση
κι άλλο να ξεψυχάς παπαγαλίζοντας βίους αγίων.
Σου έλειπε το βάθος για να αντιληφθείς πως
δεν υπάρχει εξυπνάδα χωρίς αθωότητα.
Την δυσμενή μετάθεσή σου στην πονηριά
εσύ την παρεξήγησες ως ευμένεια των καιρών.
«Δεν ήθελα να γίνω μνημείο του εαυτού μου», μου γράφεις
«γι’ αυτό και οι μικρές μου παρεκτροπές».
Έγινες όμως μούμια του εαυτού σου εν ζωή
καθ’ ομοίωσιν του αποτρόπαιου φόβου σου.
Εξάντλησες ανόητα τις αντοχές μου, φίλε παλιέ,
τι πίστευες; ότι η αντοχή αρδεύεται από μιαν αστείρευτη καλοσύνη;
Ο Ιώβ στο τέλος γίνεται κακός
κι ας λέει τα δικά της η Παλαιά Διαθήκη.
Ήσουν πολύ αφηρημένος όταν αγαπούσες την ανθρωπότητα
ίσως γι’ αυτό κατάφερα να σου διαφύγω.
Και όλοι εκείνοι οι καυγάδες, οι άυπνες διαφωνίες μας
ήταν για μένα το ακονισμένο κριτήριο της αγάπης
για σένα η προετοιμασία σου για τον τελικό αγώνα δρόμου
σ’ ένα στάδιο αλαλάζον
όπου εγώ θα έπαιζα το ρόλο του λαγού.
Αυτοί που τώρα σε χλευάζουν υπήρξαν το μεγάλο σου ακροατήριο
το άλλοτε λάφυρο της ματαιοδοξίας σου άλλαξε χέρια.
Είναι οριστική η κρίση μου και αμετανόητη η γραφή μου.
Χωρίς τη δυνατότητα κάποιου γλυκαντικού υστερόγραφου
εσωκλείω την αλήθεια μου και
σαλιώνω το τελευταίο γραμματόσημο.