Απόγευμα. Άνθρωποι σιγά σιγά συρρέουν στην Casa Michoac΄an de los Guindos, το σπίτι του Πάμπλο Νερούδα και της Ντέλια ντελ Καρίλ, στη συνοικία La Reina του Σαντιάγο. Έξω οι δρόμοι έχουν αρπάξει φωτιά, οι σφαίρες σφυρίζουν οι καραμπινέρος και οι στρατιωτικοί επιδίδονται σε δολοφονικό όργιο. Η Χιλή έχει εκραγεί, άξαφνα και βίαια, όπως αρμόζει σε ένα χρόνια ανενεργό ηφαίστειο. Η συζήτηση ανάβει γύρω από το φλέγον: τα επόμενα βήματα. Αυτοί οι πολλοί που συνεχίζουν να γεννιούνται και να γεμίζουν τον κόσμο χαιρετίζουν τον ποιητή τους, που τόσο τους αγάπησε και πίστεψε. Η Χιλή φλέγεται και ο Νερούδα, ανασταίνεται, αναδομείται, υπάρχει πάντα ως μυθολογικός καθρέπτης της Ιστορίας και παραμένει ο βάρδος των κολασμένων και του καιρού μας. «Δεν έρχομαι γω να δώσω καμιά λύση. Ήρθα για να τραγουδήσω. Και για να τραγουδήσεις μαζί μου…».

Αρχή

Για να επιζήσω σ’ έκανα σφυρήλατη σαν όπλο,/σαν βέλος για το τόξο μου, σαν πέτρα στη σφεντόνα. /Μα φτάνει η ώρα της εκδίκησης, και σ’ αγαπώ11Είκοσι ερωτικά ποιήματα και ένα τραγούδι απελπισμένο. Μετάφραση Βασίλης Λαλιώτης. εκδ. Ιδεόγραμμα, Αθήνα 2003.Πάμπλο Νερούδα

έγραφε ο εικοσάχρονος τότε Πάμπλο Νερούδα στην ποιητική του συλλογή Veinte poemas de amor y una canción desesperada (Είκοσι ερωτικά ποιήματα κι ένα τραγούδι απελπισμένο). Μόλις είκοσι χρονών, ένα έργο «πρώιμο», που κυοφορεί όμως το ποιητικό όραμά του. Ένα έργο, που ακριβώς 95 χρόνια μετά, εξακολουθεί να είναι οικουμενικό και σύγχρονο. Συνάμα πανανθρώπινο, αιώνια ασυμβίβαστο, απολύτως στρατευμένο στο πλευρό των «καταφρονημένων» όπου Γης, εκρηκτικά ερωτικό και για το λόγο αυτό άκρως επαναστατικό.

Ο ποιητής Νερούδα «γεννήθηκε» μία μέρα του Οκτώβρη του 1920 στην αιχμή της εφηβείας, στα 16, και αφού ήδη είχε μετακομίσει στην πρωτεύουσα Σαντιάγο, όταν υπέγραψε ως Πάμπλο Νερούδα την πρώτη του ποιητική συλλογή Crepusculario (Ηλιοβασιλέματα).

Το εκδίδει πουλώντας το ρολόι που του είχε κάνει δώρο ο πατέρας του και φυσικά με παντελή άγνοια της οικογένειάς του, που μετά τη βιολογική γέννησή του, στις 12 Ιουλίου 1904 στην πόλη Παράλ, μεταξύ των ποταμών Μάουλε και Μπίο-Μπίο, της Χιλής, τον ενέγραψαν στο ληξιαρχείο της πόλης ως Ρικάρντο Νεφταλί Ελιέθερ Ρέγιες Μπασοάλτο.

Το όνομα «Πάμπλο Νερούδα» είναι μία σύνθεση προς τιμήν του Τσέχου ποιητή Γιαν Νερούντα, και πιθανώς από τον Πωλ Βερλαίν, το Γάλλο ποιητή. Είναι το φιλολογικό ψευδώνυμό του από την ηλικία των 20, όνομα το οποίο αργότερα νομιμοποιεί.

Μέχρι τότε οικογένεια και φίλοι, τον φώναζαν Νεφταλί. Ο Νεφταλί ήταν ένας «άλλος» από τον Πάμπλο Νερούδα, τον παχουλό μποέμ, ακάματο αγωνιστή και κομμουνιστή, τον ποιητή του λαού και όλων των λαών, που γνώρισε κατόπιν η Χιλή και η υφήλιος.

Μέχρι να πάει στο Σαντιάγο, για να εγγραφεί στο πανεπιστήμιο, ήταν ένας λιπόσαρκος και μελαγχολικός έφηβος που φορούσε πάντα μαύρα. Ασθενικός και εύθραυστος, κρινόταν παντελώς ακατάλληλος για σωματική εργασία όπως τα υπόλοιπα αρσενικά παιδιά της ηλικίας του. Οκνηρός και αδιάφορος μαθητής, οι καθηγητές του έκριναν πως δεν μπορούσε να γίνει ούτε γιατρός ούτε δικηγόρος. Ο Νεφταλί αγαπούσε την ύπαιθρο, θαύμαζε το μεγαλείο του φυσικού κόσμου και στέναζε στην παρουσία όμορφων κοριτσιών. Εκτός του πάθους του για τα βιβλία δεν έδειχνε καμία κλίση, κανένα άλλο ενδιαφέρον. Βιβλία και γραφή. Κανείς άλλος, εκτός κάποιων συμμαθητών του που από τότε του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι, μάλλον σκωπτικά, «ο ποιητής», (ήδη είχε εκδώσει κάποια πρωτόλεια ποιήματά του στην σε τοπική εφημερίδα με υπογραφή Νεφταλί Ρέγιες) δεν μπορούσε να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί το ταλέντο του. Ο πατέρας του Χοσέ, αρχικά λιμενεργάτης και κατόπιν εργάτης των σιδηροδρόμων, όταν εγκατέστησε την οικογένεια στο Τεμούκο στο μέσο της ράχης των χιλιάνικων Άνδεων, μετά το θάνατο της μητέρας του, Ρόσα, μερικές εβδομάδες μετά τη γέννησή του, οργισμένος έκαψε βιβλία και χειρόγραφα στην αυλή του σπιτικού τους όταν δημοσιεύτηκαν τα πρώτα του ποιήματα.

Δύο κόσμοι χωριστά, ένα σύμπαν

Ο Χοσέ πάλευε για το χειροκάματο υπό εργασιακά απάνθρωπες και πολλές φορές αντίξοες καιρικές συνθήκες. Πάλευε για να μπορέσουν να ζήσουν. Ο Νεφταλί μεγάλωνε μεσ’ την ενδημική φτώχεια της χιλιανής γης στην κορδιλιέρα, σε μία βάρβαρη και απολύτως ταξικά πολωμένη κοινωνία που σφάδαζε από την κρίση της οικονομίας.

Στα χρόνια του Νεφταλί, όλες οι μνήμες εγγράφτηκαν στα κύτταρά του, αφού συχνά πυκνά συνόδευε τον πατέρα του στη δουλειά. Κατέγραφε σαν φωτογραφική μηχανή την άγρια εκμετάλλευση των εργατών (έγινε φίλος με πολλούς συναδέλφους του πατέρα του), την καταπίεση, την καταλήστευση της γης και περιθωριοποίηση των ιθαγένικων πληθυσμών Μαπούτσε στην Αραουκάνια22Neruda. La biografia, Volodia Tetelboim (Eds), Macahy, Madrid 1984.. Ο μελαγχολικός, μόνιμα σιωπηλός Νεφταλί με τα μαύρα, κατέγραφε και ξόρκιζε τους δαίμονες που τον κυνηγούσαν. Δήλωνε πως ήταν μελαγχολικός εξαιτίας των συνεχόμενων βροχοπτώσεων στα «δάση της Χιλής, που εάν κάποιος δεν τα έχει δει, δεν έχει δει τον πλανήτη». Στην πραγματικότητα, αυτό που δεν ήθελε να ομολογήσει, ήταν ο χαμός της μητέρας του και ο κόσμος γύρω του που μάτωνε διαρκώς. Η μελαγχολία θα είναι μόνιμη συνοδός του έως το τέλος…

Πιστεύω ότι αυτοί που έκαναν τόσα πράγματα
πρέπει να είναι ιδιοκτήτες σε όλα τα πράγματα.
Κι αυτοί που φτιάχνουν το ψωμί πρέπει να τρώνε.
Και πρέπει να ’χουν φως εκείνοι του ορυχείου!
Τέρμα πια οι σταχτιοί αλυσόδετοι.
Τέρμα οι χλωμοί εξαφανισθέντες!
Ούτε ένας άνθρωπος που να μην βασιλεύει.
Ούτε μία γυναίκα χωρίς την κορόνα της.
Για όλα τα χέρια γάντια χρυσά.
Οι καρποί του ήλιου για όλους τους σκούρους.

«Ο λαός», μετάφραση Δανάη Στρατηγοπούλου-Χαλκιαδάκη

Στην εποχή του μελαγχολικού ισχνού έφηβου, συναντήθηκε με την Γκαμπριέλα Μιστράλ, που ήταν τότε γυμνασιάρχης στο αντίστοιχο γυμνάσιο θηλέων Liceo de Niñas. H Μιστράλ ήταν η πρώτη που διέγνωσε τις αγωνίες, την εσωτερική υπόσχεση και το ταλέντο. Με την ώθησή της θα δημοσιεύσει τα πρώτα ποιήματα στο περιοδικό La mañana. Η Μιστράλ, που σήμερα θωρείται η μεγαλύτερη χιλιανή ποιήτρια και βραβευμένη με Νόμπελ, ήταν πρωτοπόρα όχι μόνο για το έργο της αλλά και για τον σαφώς «στρατευμένο» λόγο της, για τις γυναίκες, την αδικία και τους ιθαγενείς· «ό,τι η ψυχή κάνει στο σώμα, αυτό πρέπει να κάνει ο καλλιτέχνης για το λαό» ήταν τα λόγια με τα οποία είχε δεσμευτεί στο χιλιάνικο λαό. Εκείνη τον ενθάρρυνε, τον μύησε στους Ρώσους ποιητές και λογοτέχνες και από εκείνη τη χρονιά, το 1918-19, ξεκινά μία σχέση ζωής, ένας διάλογος δύο «στρατευμένων», δύο «οργανικών διανοούμενων» που θα διακοπεί μόνο με το θάνατό της, το 195733Neruda. La biografia, Volodia Tetelboim (Eds), Macahy, Madrid 1984..

Ο Νεφταλί θα φύγει στα 16 του για να βρεθεί στο Σαντιάγκο. «Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, όπου, κάθε Δεκέμβρη με τις εξετάσεις, τα μαθηματικά μού είχανε γίνει εφιάλτης, βρέθηκα εξωτερικά έτοιμος για ν’ αντιμετωπίσω το πανεπιστήμιο στο Σαντιάγο της Χιλής. Και λέω εξωτερικά έτοιμος, γιατί εσωτερικά ήμουνα γεμάτος βιβλία, όνειρα και ποιήματα, που βομβούσαν στο κεφάλι μου σαν μελίσσι έτοιμο να μεταναστεύσει. Εφοδιασμένος με ένα τενεκεδένιο μπαούλο και με το απαραίτητο μαύρο κοστούμι του ποιητή, λιγνός και τροχισμένος σα μαχαίρι, μπήκα στην τρίτη θέση του νυχτερινού τρένου που θα μ’ έφερνε στην πρωτεύουσα. Το ταξίδι διαρκούσε μια μέρα και μια νύχτα. Από τα δάση, τις δρυς και τις αροκάριες και τα σπίτια από χλωρό ξύλο της πατρίδας μου μεταφερόμασταν στις λεύκες και στα χωματένια πλίθινα σπίτια του κέντρου της Χιλής. Παρ’ ότι έκαμα πολλές φορές αυτό το ταξίδι, πάει κ’ έλα, από την επαρχία μου στο Σαντιάγο και αντίστροφα, ωστόσο πάντοτε αισθανόμουν να πνίγομαι, όταν βγαίναμε από τα μεγάλα δάση και αποχωριζόμασταν από τη μητρική αγκαλιά του ξύλου. Τα πλίθινα σπίτια, οι πόλεις με παρελθόν μου φαίνονταν γεμάτα αράχνες και σιωπή. Μέχρι τώρα εξακολουθώ να είμαι ποιητής της κακοκαιρίας του κρύου λόγγου και της βροχής, που έκτοτε τα έχασα.» Με αυτή την οριστική αναχώρηση ο ομφάλιος λώρος κόβεται, όμως, όπως ομολογεί το κουβαλά παντοτινά. «Αυτό το μακρύ τρένο, που τόσες φορές με ταξίδεψε, ασκεί ακόμη στη μνήμη μου μια παράξενη γοητεία. Είχε να διατρέξει ζώνες και κλίματα διαφορετικά, που μου ‘διναν την εντύπωση ότι ταξίδευα σε πολλές χώρες διαδοχικά. Και μέσα στα βαγόνια της τρίτης θέσης μια ολόκληρη ζωή ξετυλιγόταν κάθε φορά μπροστά στα μάτια μου: Χωριάτες με μουσκεμένα πόντσος και καλάθια με πουλερικά και σιωπηλοί μαπούτσοι κατάκλυζαν όλους τους χώρους. Πολλοί ήταν εκείνοι που ταξίδευαν χωρίς να πληρώνουν εισιτήριο, κρυμμένοι κάτου από τα καθίσματα. Και ολόκληρη θεατρική παράσταση δινόταν οσάκις εμφανιζόταν ο ελεγκτής. Ένας αριθμός από δάφτους εξαφανιζόταν. Μερικοί σκεπάζονταν με τα πόντσος τους και πάνου τους αμέσως δυο επιβάτες προφασίζονταν ότι δήθεν παίζουν χαρτιά, χωρίς ποτέ αυτό το αυτοσχέδιο τραπέζι να κινήσει την προσοχή του ελεγκτή»44«Η ζωή μου», στο Απομνημονεύματα Πάμπλο Νερούδα. Μετάφραση Α.Ι. Λιβέρης, εκδόσεις Αλφειός 1975..

Έφτασε στην πρωτεύουσα με το μαύρο κοστούμι, μία μαύρη κάπα και ένα πλατύγυρο καπέλο, εμφάνιση ενός «καταραμένου ποιητή», όπως ο Πωλ Βερλαίν κουβαλώντας τη μελαγχολία, η οποία πηγάζει αρχικά από την κυτταρική βίωση, που με το πέρασμα των χρόνων θα εξελιχτεί και σε διανοητική, εννοιών όπως απώλεια, απελπισία, απομόνωση, πολιτισμικές αντιμεταθέσεις, κοινωνική αδικία, εξορία και φυλετική ταυτότητα. Έννοιες που σχημάτισαν την πολύ ιδιαίτερη μελαγχολία του, η οποία τρέφεται από τα «σκοτάδια» του και εκδηλώνεται σε όλες τις φάσεις της ζωής του. «Σκοτάδια» που ποτέ δεν αποφεύγει ούτε υπεκφεύγει, αντίθετα, κυριολεκτικά σπαράσσεται από αυτά και τα αποδομεί ρίχνοντάς τους μέσα φως. Είναι τα σκοτάδια που τρέφουν την πένα του και την μετατρέπουν αργότερα σε όπλο, ενάντια στο φασισμό, την εκμετάλλευση και τον ιμπεριαλισμό.

Το 1921 ξεκινάει σπουδές παιδαγωγικής και γαλλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Χιλής. Κερδίζει το πρώτο βραβείο για το ποίημά του La canción de fiesta που αργότερα δημοσιεύεται. Το Crepusculario αναγνωρίζεται από λογοτέχνες όπως τον Αλόνε, τον Ραούλ Σίλβα Κάστρο και Πέδρο Πράδο. Τον επόμενο χρόνο δημοσιεύεται το έργο του Veinte poemas de amor y una canción desesperada (Είκοσι ερωτικά ποιήματα κι ένα τραγούδι απελπισμένο), από τις εκδόσεις Νασιμιέντο της Χιλής. Ο αρχικός τίτλος ήταν άλλος: Ποιήματα μιας γυναίκας κι ενός άνδρα. Το έργο ακόμη χαρακτηρίζεται από τα καλύτερά του ενώ ο κόσμος μαθαίνει τον Πάμπλο Νερούδα, τον ποιητή του έρωτα..

Η ποίησή του κρίνεται νεωτερική, καθώς η αγάπη όπως την εκφράζει ο ποιητής «θρυμματίζει» το ρομαντισμό της εποχής του. Είναι άγριος ακόμη και σωματικός. Ωστόσο, η μορφή της ποίησής του είναι συντηρητική. Ρυθμός και μέτρο, με ανάλογο αριθμό συλλαβών και διάλογος. Ίσως τελικά αυτός ήταν και ο κύριος λόγος της επιτυχίας του. Οποιοσδήποτε μπορούσε να ταυτιστεί. Πάντως, ο ίδιος δεν επαναπαύεται ενώ παράλληλα ως φοιτητής αναμειγνύεται στα κοινά και συμμετέχει ενεργά στο φοιτητικό κίνημα. Εντούτοις, στηρίζεται αποκλειστικά στην οικονομική αρωγή του πατέρα του για να επιβιώσει, αφού χρήματα από την ποίηση και τη συγγραφή δεν βγαίνουν. Έτσι, το 1927, σε ηλικία 23 ετών ξεκινάει ad honorem η διπλωματική του καριέρα. Ως διπλωματικός σύμβουλος ταξιδεύει σε Άπω Ανατολή. Βιρμανία, Ιάβα και Σρι Λάνκα αλλά και στην Αργεντινή και την Ισπανία. Χρόνια γεμάτα περίπλοκες συγκρούσεις αλλά και επιδράσεις από την επαφή με διαφορετικούς πολιτισμούς κατά τη διάρκεια των οποίων, όπως ο ίδιος περιέγραψε, έπασχε από «ψυχική ερήμωση».

Σαν απουσία τανυσμένη

Στην Ιάβα, τότε ολλανδική αποικία, γνώρισε και παντρεύτηκε την Ολλανδέζα Μαρύκα Αντονιέτα Χάγκενααρ Βόγκελζανγκ, την οποία όμως περιφρονούσε και τελικά μετά από έξι χρόνια την χώρισε. Τα χρόνια όμως αυτά, της «ψυχικής ερήμωσης» παρήγαγαν δύο διαμάντια. Τις δύο συλλογές Residencia en la terra I και ΙΙ. Στα ελληνικά έχουν εκδοθεί σε ένα τόμο και οι τρεις συλλογές, υπό το τίτλο Τα χθόνια δώματα. Το Residencia de la Tierra III. (Το τρίτο δώμα) γράφτηκε στα χρόνια που ο ποιητής βρέθηκε στην Ισπανία, στη Γαλλία, στο Μεξικό και στην πατρίδα του, τη Χιλή, όπου και εξελέγη γερουσιαστής με το Κομμουνιστικό Κόμμα.

Τι ανάπαυση ν αναλάβεις; Ποια φτωχιάν ελπίδα ν’ αγαπήσεις;
Με τι άτονη φλόγα;… με τι φυγαλέα φωτιά;
Ενάντια σε ποιον να σηκώσεις το λιμασμένο πελέκι;
Τι υλικό να δημεύσουν; Από ποιο αστροπελέκι να βγεις;
ν’ αποδράσεις άκρος; Το φως του δεν έχει μάκρος
και ρίγος, και σέρνεται σα θλιμμένος γαμήλιος συρμός,
με όνειρα ντυμένο θνητά, με χλωμάδα.
Γιατί ό,τι ακούμπησε η σκιά και η αταξία εθώπευσε και βαραίνει;
Βαραίνει, υγρό, αιωρούμενο, εκτός καταστάσεως ηρεμίας;
βαραίνει απροστάτευτο στα χάη ανάμεσα
του διαστήματος.
Νικημένο ξίφει και πατημένο θανάτω;55Τα χθόνια δώματα. Μετάφραση Γιώργος Κεντρωτής. Εκδόσεις Ύψιλον. Νοέμβριος 2007.

Τα δύο δώματα είναι ποιήματα σχεδόν μεταφυσικά και αποπνέουν έναν ερμητισμό δηλούμενον τόσο με υπερρεαλιστικό τρόπο όσο και με σπαράγματα λόγου από την καθημερινή κουβέντα. «Εδώ, ως επί το πλείστον, έχουμε να κάνουμε με ποίηση πολιτική, κατά το ήθος του ύστερου γαλλικού υπερρεαλισμού, όπου η τέχνη τίθεται προγραμματικώς στην υπηρεσία της επανάστασης. Και στις τρεις συλλογές κοινό στοιχείο είναι ο θάνατος: στις δύο πρώτες ως παράλογη αναίρεση της ζωής, στη δε τρίτη κυρίως ως ηρωική κατάληξη του βίου των μεγάλων κοινωνικών επαναστατών και των αμέτρητων μαχητών του φωτός ενάντια στο φασιστικό ζόφο και στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Γι’ αυτό και τα Χθόνια δώματα είναι όντως το ενδιαίτημα του θανάτου: «δωμ’ Αΐδαο», όπως το ‘θελαν, άλλωστε όλοι οι μεγάλοι ποιητές από την εποχή του Ομήρου (Οδύσσεια, μ 21) και εντεύθεν», όπως αναφέρεται στο πρόλογο της ελληνικής έκδοσης.

Μετά την Άπω Ανατολή, έρχεται η πρεσβεία στο Μπουένος Άιρες και το 1935 θα βρεθεί ως πολιτιστικός ακόλουθος στην Ισπανία αντικαθιστώντας στο πόστο τη Μιστράλ.

Η ισπανική επανάσταση θα τον πιάσει από το μανίκι και θα τον τραντάξει συθέμελα, ενώ μέσα στις φλόγες θα γνωρίσει τη δεύτερη γυναίκα του, την αινιγματική Αργεντίνα εικαστικό και κομμουνίστρια Ντέλια ντελ Καρίλ. Εντάχθηκε σε ομάδα διανοούμενων και καλλιτεχνών, ενώ το σπίτι του έγινε κέντρο συνάντησης. Μάχεται κατά του φασισμού στο πλευρό του ισπανικού λαού και του μέγιστου ποιητή της Ισπανίας και πολυαγαπημένου του φίλου, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Όταν ο Λόρκα τον παρουσίασε στη φιλοσοφική σχολή στη Μαδρίτη έκανε λόγο για «έναν αυθεντικό ποιητή, από εκείνους που έχουν καλλιεργήσει τις αισθήσεις τους σ’ έναν κόσμο που δεν είναι ο δικός μας και που ελάχιστοι τον αντιλαμβάνονται. Έναν ποιητή πιο κοντά στο θάνατο παρά στη φιλοσοφία, πιο κοντά στον πόνο παρά στη διανόηση, πιο κοντά στο αίμα παρά στο μελάνι. Παραμένει απέναντι στον κόσμο γεμάτος ειλικρινή έκπληξη και του λείπουν τα δύο εκείνα στοιχεία με τα οποία έχουν ζήσει τόσοι και τόσοι ψευδοποιητές: το μίσος και η ειρωνεία. Όταν πάει να γίνει τιμωρός και σηκώνει το σπαθί, βρίσκεται ξαφνικά μ’ ένα πληγωμένο περιστέρι ανάμεσα στα δάχτυλά του».

Λόγω της αντιφασιστικής δράσης του, η Χιλή τον παύει από πρέσβη. Πάει στο Παρίσι, απ’ όπου θα διαδραματίσει βασικό ρόλο. Με τον ομότεχνο, φίλο και ομοϊδεάτη του Λουί Αραγκόν, προετοιμάζει το Παγκόσμιο Συνέδριο Αντιφασιστών Συγγραφέων. Η δολοφονία του Λόρκα θα τον συγκλονίσει. Δεν είμαι μόνο η οδύνη και ο τρόμος της απώλειας του φίλου και συντρόφου. Η δολοφονία αντιπροσωπεύει για τον Νερουδα πολλά περισσότερα. Ο Λόρκα ήταν η ενσάρκωση της ποίησης και η εκτέλεσή του από τους φασίστες του Φράνκο αντιπροσωπεύει τη δολοφονία στο εκτελεστικό απόσπασμα της ίδιας της ποίησης αυτής καθεαυτής. Είναι το σημείο χωρίς επιστροφή. Η ποίησή του πλέον απευθύνεται εξωτερικά, στοχεύοντας στη δημιουργία της ανάγκης για πράξη και δράση.

Συμμετέχει στην αντίσταση στην Ισπανία με κάθε δυνατό μέσο και κυρίως μετατρέποντας την ποίησή του σε εργαλείο για την οργάνωση και την εμψύχωση των μαχητών του επαναστατικού Ρεπουμπλικανικού στρατού. Η δίνη του Ισπανικού Εμφυλίου και ο αγώνας από κοινού αναρχικών και κομμουνιστών με στόχο την πραγμάτωση της επανάστασης και την αλλαγή της κοινωνίας, αποτυπώνονται στο ποιητικό του βιβλίο España en el corazon. Ένα ακόμη ιστορικό γεγονός τον σημαδεύει. Χαράζει εγκάρσια τομή εντός του. Ο υλικός κόσμος, κυρίως η φύση, του παρέχει τις εικόνες για να σχηματίσει αυτό το ποιητικό κυκλικό σύμπαν που οδηγεί από τον ψευδή ιδεαλιστικό κόσμο του παρελθόντος, την Ισπανία πριν την επανάσταση στην μελλοντική ουτοπία της προσδοκώμενης κοινωνίας. Είναι μία ωδή για το χαμένο παράδεισο, ένα ποιητικό μανιφέστο ενάντια στη λήθη και τη λησμονιά66«Fragmentos del olvido y la memoria: evocaciones, ausencias y silencios en la escritura de Pablo Neruda. R. M. Grillo y C. Perugini eds., El olvido est΄a lleno de memoria (Actas Congreso AISI), Salerno/Milano, Oèdipus, 2014.. Όμως, ο Νερούδα δεν σταματά στην ποίηση. Ακόμη και μετά την ήττα θα οργανώσει και να καθοδηγήσει την επιχείρηση μεταφοράς πάνω από 2.000 πολιτικών προσφύγων στη Χιλή.

Το 1937 επιστρέφει στη Χιλή. Ο λαός συναρπάζεται με την ποίησή του και ο Νερούδα δίνει ομιλίες παντού κατά του φασισμού. «Όταν μιλάς μπροστά σε 130.000 κόσμο, οφείλεις η ποίησή σου να είναι διαφορετική» θα πει και πλέον ότι έχουν αλλάξει όλα γίνεται απολύτως ευκρινές στο έργο του. Το 1938, θα βρεθεί στο Παρίσι και αργότερα στο Μεξικό.

«Ποίηση και πάλη των τάξεων, οι στίχοι μου»

Οι εμπειρίες από τα ταξίδια του, τα απολυταρχικά καθεστώτα τα οποία βλέπει και τα μαρτύρια των λαών που στενάζουν σε ολόκληρο τον κόσμο, το λουτρό αίματος στην Ισπανία και η δολοφονία του Λόρκα συμβάλλουν στην πλήρη στράτευσή του. «Ποίηση και πάλη των τάξεων οι στίχοι μου», είχε πει ο ίδιος σε συνέδριο για την ειρήνη στο Μεξικό.

Το 1945 εντάσσεται ενεργά στις γραμμές του Κομμουνιστικού Κόμματος Χιλής, ενώ την ίδια χρονιά λαμβάνει το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Τρία χρόνια αργότερα θα βρεθεί στην παρανομία, καθώς ο δικτάτορας Γκαμπριέλ Γκονσάλες Βιδέλα το θέτει εκτός νόμου. Η κληρονομιά του Νερούδα και η στάση του, που διαμορφώθηκαν από τα ιστορικά γεγονότα της εποχής του, και πάλι παρούσες. Ο Νερούδα, που είχε στηρίξει εμμέσως την εκλογή του, όπως και άλλοι διανοούμενοι και καλλιτέχνες της εποχής του, βρίσκονται στο στόχαστρο του δόλιου και απρόβλεπτου Βιδέλα, όπως και τα εργατικά συνδικάτα, αριστερές οργανώσεις αλλά και το ΚΚ Χιλής που το θέτει εκτός νόμου. Ο Νερούδα με άρθρα θα βροντήξει και θα αστράψει. Λίγο αργότερα εκδίδεται ένταλμα σύλληψής του. Ο Πάμπλο Νερούδα κρύβεται επί 13 μήνες στα σπίτια φίλων και συντρόφων του στο Σαντιάγο, μέχρι να μπορέσει να διαφύγει στην Αργεντινή. Έπειτα διασχίζει τις Άνδεις και περνάει τα σύνορα έφιππος, αρχικά μέσα από ένα φαράγγι και στη συνέχεια μέσα από μια λίμνη, όπου λίγο έλειψε να πνιγεί. Σε ένα κρησφύγετο στο Σαν Μαρτίν, στη συνοριακή περιοχή, θα γράψει σε ένα τοίχο: «Αντίο πατρίδα μου. Φεύγω αλλά σε παίρνω μαζί μου».

Εφοδιασμένος με διαβατήριο Γουατεμάλας, θα φτάσει ακτοπλοϊκώς κρυφά στο Παρίσι την άνοιξη του 1949. Οι παλιοί του φίλοι και σύντροφοι, Πάμπλο Πικάσο, Πωλ Ελυάρ, Λουί Αραγκόν, φροντίζουν να του δοθεί πολιτικό άσυλο και γαλλικό διαβατήριο. Ο γαλλικός Τύπος γράφει ότι ο διωκόμενος Νερούδα βρίσκεται στο Παρίσι, ενώ η χιλιανή κυβέρνηση ωρυόμενη διαρρέει και τελικά επισήμως ανακοινώνει (τα επίσημα fake news της εποχής) πως στο Παρίσι βρίσκεται ένας «σωσίας» του Νερούδα και ότι «ο αληθινός Νερούδα βρίσκεται στη Χιλή και η Αστυνομία είναι επί τα ίχνη του. Η σύλληψή του είναι ζήτημα λίγων ωρών».

Η διεθνής προοδευτική γνώμη μαθαίνει την περιπέτεια του Νερούδα ενώ ο πρέσβης της Χιλής στο Παρίσι ζητά την απέλασή του. Όμως, ο αρχηγός της γαλλικής Αστυνομίας απορρίπτει το αίτημα και δίνει διαβατήριο στον Νερούδα που θα ζήσει εξόριστος στην Ευρώπη έως το 1952.

Το 1948 και ενώ βρισκόταν στην παρανομία τελείωσε το μεγαλύτερο και πιο γνωστό έργο του με τίτλο Canto General (Γενικό Άσμα), ένα έργο επικών διαστάσεων που αποτελείται από 231 ποιήματα και περισσότερους από 15.000 στίχους. Το χρονικό της ιστορίας, της φύσης, της εξέλιξης και της ιδιαιτερότητας ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής, μέσα από τις επιρροές, ντόπιες και ξένες, τις συνήθειες, τους αγώνες, την ίδια τη σύνθετη πραγματικότητα της ηπείρου, εκτυλίσσεται με έναν μοναδικό, υπέροχο αφηγηματικό έμμετρο χείμαρρο λέξεων, εκφράσεων και εικόνων. Το Κάντο Χενεράλ είναι η πατρίδα, το κάλεσμα, η γοητεία μέσα από ένα συνεχές ανατρεπτικό κάλεσμα, ένα πραγματικό αριστούργημα.

Ο Νερούδα ανέβηκε και κατέβηκε τις Άνδεις και από εκεί αγκάλιασε όλη τη Γη, σκορπώντας ένα μήνυμα όχι συμπάθειας, αλλά δύναμης. Δημιούργησε φως και δεν διαπραγματεύτηκε ούτε μια στιγμή την παντοδυναμία του ονείρου. Αντίθετα, πίστεψε σε αυτό, ως κάτι χειροπιαστό, πραγματικό. Κομβικό ρόλο στη συγγραφή του Γενικού Άσματος είναι η παραμονή του, ενόσω διωκόταν και ήταν στην παρανομία, στην μητρόπολη των Ίνκας, στο Μάτσου Πίκτσου του Περού. Κατά διαβολική σύμπτωση, περίπου το ίδιο διάστημα στάθμευσε στο Μάτσου Πίκτσου και ο Ερνέστο «Τσε» Γκεβάρα ντε λα Σέρνα, ο «φουσέρ», στο πρώτο του ταξίδι με τη μοτοσυκλέτα στη Λατινική Αμερική, εμπειρία που τον μετασχημάτισε ολοκληρωτικά και γέννησε κατόπιν τον επαναστάτη. Δεν συνέπεσαν τότε, ως φυσική περιουσία. Μόνο τα βήματά τους. Μία παραξενιά της ιστορίας… Ο «φουσέρ» που λάτρευε τον «Παμπλίτο», όπως τον αποκαλούσε, που απήγγειλε τα ερωτικά ποιήματα του Παμπλίτο, στην Τσιτσίνα, τον πρώτο του έρωτα… Που κουβάλησε τα ποιήματά του, ως την ύστατη στιγμή, στη βολιβιάνικη ζούγκλα, σε ένα πράσινο τετράδιο. Κατάστηθα. Μέχρι που τον εκτέλεσαν…

Πατρίδα, έχεις γεννηθεί από ξυλοκόπους,
από τέκνα αβάφτιστα, από μαραγκούς,
από κείνους που δώσαν σαν παράξενο πουλί
μια σταγόνα αίμα πετούμενο
και σήμερα θα γεννηθείς και πάλι σκληρή,
μες από εκεί που ο προδότης και ο δεσμοφύλακας
σε πιστεύανε παντοτινά θαμμένη.
Σήμερα, όπως και τότε, θα γεννηθείς απ’ το λαό.
Σήμερα θα βγεις μεσ’ απ’ το κάρβουνο και τη δρόσι.
Σήμερα θα καταφέρεις να τραντάξεις τις πόρτες
με χέρια κακοπαθιασμένα, με κομμάτια
ψυχής που περισώθηκε, με δέσμες
από βλέμματα που ο θάνατος δεν έσβησε:
εργαλεία φοβερά
κάτω απ’ τα κουρέλια, έτοιμα για τη μάχη.77«America Insurrecta» (Ξεσηκωμένη Αμερική), από το Γενικό Άσμα, μετάφραση Δανάη Στρατηγοπούλου. Εκδόσεις Τυπωθήτω Δαρδανός.

Αυτός ο διάλογος της φύσης με την πολιτική, το ουτοπικό και οικουμενικό όραμα που εδράζει μεν στην εκμετάλλευση και τον ανθρώπινο πόνο, αλλά μπορεί να φτερουγίσει με κοινωνικούς αγώνες στο μέλλον, σε μία άλλη κοινωνία, δίκαιη και ισότιμη. Και το μέλλον. Ο Νερούδα οραματίζεται το μέλλον. Ένα καλύτερο και ομορφότερο κόσμο, κάνοντας την πένα του το πιο θανατηφόρο όπλο, κυρίως θέτοντας υπό αμφισβήτηση παγιωμένες ή προβληματικές αντιλήψεις88Pablo Neruda and the construction of past and future utopias in the Canto General, Mark Mascia, 2001..

Το Γενικό Άσμα, θεωρείται το πιο πολιτικό του έργο, είναι πάντα εκεί γι’ αυτούς που έχουν τα μάτια τους ανοιχτά και είναι διατεθειμένοι να κοιτάξουν. Να σεβαστούν τον ευλαβικό τρόπο με το οποίο ο Νερούδα έσκυψε οργισμένα πάνω στα άψυχα κορμιά των αγωνιστών, και αντί για θρήνο, απλώνει το κατηγορώ στους δολοφόνους. «Για χάρη τούτων των νεκρών/ για χάρη των νεκρών μας ζητάω την τιμωρία/Για εκείνους που ραντίσανε/ με αίματα την πατρίδα/ ζητάω την τιμωρία». Να καταλάβουν ότι η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη, διαφορετική από αυτή που προβάλλουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, η πολιτική και οικονομική εξουσία. Να καταλάβουν και να οραματιστούν ένα καλύτερο μέλλον. Είναι το έργο που έκανε τον πλανήτη να υποκλιθεί στον ποιητή όλων των λαών του κόσμου και την Ακαδημία Νόμπελ να του απονείμει το βραβείο στις 21 Οκτωβρίου του 1971. Μια διάκριση που ήταν μάλλον απρόσμενη, αφού η Ακαδημία απέφευγε να βραβεύει κομμουνιστές. Διηγείται ο ίδιος στα απομνημονεύματά του: «Ο γηραιός μονάρχης έμεινε περισσότερο χρόνο μαζί μου από ό,τι με τους υπόλοιπους, σφίγγοντας το χέρι μου με προφανή συμπάθεια. Ίσως θυμήθηκε τη στάση των παλαιών ευγενών της Αυλής προς τους γελωτοποιούς».

Το Γενικό Άσμα είναι το έργο που τον κατέταξε πλάι στον Οβίδιο και το Δάντη, για κάποιους κριτικούς λογοτεχνίας μάλιστα, είναι συγκρίσιμο μόνο με τη Βίβλο. Ένα έργο που αναδύεται μέσα από τα εικαστικά έργα των μεγάλων Μεξικανών τοιχογράφων Νταβίντ Αλφάρο Σικέιρος και Ντιέγκο Ριβέρα, που επίσης είχαν μετατρέψει την τέχνη σε όπλο, συντριπτικό και άκρως αποτελεσματικό, που μπορεί να εισχωρήσει από τα μάτια και κυρίως από το νευραλγικό τμήμα της ανθρώπινης ύπαρξης, το νου και το συναίσθημα και με αυτό τον τρόπο να καταστεί πιο θανατηφόρο ακόμη και από αυτά του στρατιωτικού πολέμου.

Παραδοξολογώντας

Το 1949 επισκέφτηκε τη Σοβιετική Ένωση για τον εορτασμό των 100 χρόνων από τη γέννηση του σπουδαίου λογοτέχνη και ποιητή Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν, όπου γνώρισε τον επίσης Τούρκο κομμουνιστή ποιητή Ναζίμ Χικμέτ. Κατόπιν μετακόμισε στην Ιταλία, όπου και πάλι η χιλιανή κυβέρνηση ασκεί πιέσεις για την απέλασή του, ενώ ο Εντουίν Τσέριο του παρέχει μία βίλα στο Κάπρι για την παραμονή του. Στο πλευρό του η Ματίλντε Ουρούτιε, η Χιλιανή τραγουδίστρια που γνώρισε στην εξορία, θα είναι ο έρωτας της ζωής του και η «μούσα» του έως το τέλος της ζωής του. Εκεί και για την Ματίλντε θα γράψει τη συλλογή οι Στίχοι του Καπετάνιου.

Βλέπεις αυτά τα χέρια; Έχουν μετρήσει
τη γη, έχουν ξεχωρίσει
τα ορυκτά από τα δημητριακά,
έχουν κάνει ειρήνη και πόλεμο,
έχουν καταρρίψει τις αποστάσεις
όλων των θαλασσών και ποταμών,
κι όμως
όταν σε διατρέχουν
εσένα, μικρή
σπειρί από στάρι, κορυδαλλέ,
δεν φτάνουν να σε περικλείσουν,
κουράζονται πλησιάζοντας
τα δίδυμα περιστέρια
που αναπαύονται ή πετάν στο στήθος σου,
διατρέχουν τις αποστάσεις των ποδιών σου,
τυλίγονται στο φως της μέσης σου.
Για μένα είσαι θησαυρός πιο φορτωμένος από απεραντότητα
πιο κι απ΄τη θάλασσα κι απ’ τα τσαμπιά της.
Κι είσαι λευκή και γαλανή κι εκτεταμένη σαν
την γη στον τρύγο.
Σ’ αυτή την περιοχή,
από τα πόδια ως το μέτωπό σου,
προχωρώντας, προχωρώντας προχωρώντας
θα περάσω τη ζωή μου.99«Η απέραντη», από τη συλλογή Στίχοι του Καπετάνιου. Μετάφραση Βασίλης Λαλιώτης. Εκδόσεις Ενδυμίων 2014.

Το 1952 επιστρέφει στη Χιλή μετά την αμνηστία που παρείχε ο νεοεκλεγείς τότε πρόεδρος Κάρλος Ιμπάνιες, ενώ το 1953 του απονέμεται το βραβείο Στάλιν, κατόπιν μετονομάστηκε σε Λένιν. «Το φραστικό σκοτάδι έχει γίνει προνόμιο μιας λογοτεχνικής κάστας, ενώ οι ταξικές προκαταλήψεις είναι αυτές που χαρακτηρίζουν ως λαϊκή την απλότητα ενός άσματος», δηλώνει απερίφραστα.

Παρ’ ότι η Ματίλντε είναι κυρίαρχη στη σκέψη του, οι διαφωνίες και οι προβληματισμοί του ποιητή αποτυπώνονται έκδηλα στη συλλογή του Εxtravagario (Παραδοξολόγιο) του 1958. «Το Εστραβαγάριο είναι λεπταίσθητα λυρικο-χιουμοριστικό, σαν να ‘ρχεται από κλίματα σαν το δικό μας και, όταν το ‘γραφε, σαν να ένιωθε πολύ Έλληνας, όλων των εποχών. Είναι βιβλίο δύσπεπτο για ανθρώπους λιγότερο θρεμμένους με αισθητικές και πνευματικότητες πολύ διυλισμένες, για ανθρώπους που δεν έχουν δημιουργήσει το διάλογο όπως η σωκρατική σκέψη, το πιπέρι όπως ο Αριστοφάνης, τα βέλη και τους εξορκισμούς σαν τον Λασκαράτο ή τον Ροΐδη, τη σύλληψη αποχρώσεων και τη διεισδυτικότητα σαν τον Καβάφη…», όπως αναφέρει η μεταφράστρια του Δανάη Στρατηγοπούλου. Το Εστραβαγκάριο είναι ένα έργο αμφισβήτησης αλλά και έμπλεο λυρισμού, αν και διακριτά πιο προσωπικού. Γεμάτο φως και ελπίδα παρά τις αντιξοότητες και τις διαψεύσεις. Νεωτεριστικό ως προς τη φόρμα, που τον έφερε και σε σύγκρουση με το «ποιητικό σινάφι» και προκάλεσε άπειρες λογοτεχνικές μάχες των πολλών φίλων με τους λίγους λογοτεχνικούς εχθρούς. Παρά τη φόρμα, ο χρόνος, η ύλη, ο έρωτας, τα όνειρα, οι ουτοπίες, οι πολιτικοί προσανατολισμοί και τα ημιτελή και αέναα ερωτήματα/ μαθήματα της ιστορίας όπλισαν για άλλη μια φορά την πένα του Νερούδα. Παραμένει ο μοναδικός μάστορας που κατασκευάζει όνειρα, που καλπάζει στον άνεμο πάνω στο άτι της βροχής κι ύστερα ξεκουράζεται στην καρδιά της φωτιάς. Ο καθηγητής της ζωής και του έρωτα, ένας περιπλανώμενος σπουδαστής του σκληρού χρόνου και του θανάτου.1010Viaje al corazόn de Neruda, Giuseppe Bellini. Bulzoni editore, 2000.

Τώρα να μ’ αφήνατε ήσυχον
τώρα συνηθίστε χωρίς εμένα.
Τώρα θα κλείσω τα μάτια μου.
Και μόνο θέλω πέντε πράγματα
πέντε ρίζες που ξεχωρίζω.
H μια είναι ο έρωτας δίχως τέλος.
Τo δεύτερο είναι να κοιτάζω το φθινόπωρο.
Δεν μπορώ αν δεν πετάνε
και δεν ξαναγυρνάνε τα φύλλα στη γη.
Το τρίτο είναι ο βαρύς χειμώνας
η βροχή που αγάπησα, το χάδι
της φωτιάς μέσ’ τ άγριο κρύο.
Τέταρτο έρχεται το καλοκαίρι
στρογγυλό σαν καρπούζι.
Το πέμπτο πράμα είναι τα μάτια σου,
Ματίλντε μου, πολυαγαπημένη.
Δε θέλω να κοιμάμαι χωρίς τα μάτια σου,
δε θέλω να είμαι, αν εσύ δε με βλέπεις:
εγώ αλλάζω άνοιξη
μόνο γιατί με κοιτάς εσύ.
Φίλοι, αυτά είναι τα όσα θέλω.
σχεδόν τίποτα και σχεδόν όλα.
Τώρα, αν θέλετε, πηγαίνετε.
Έχω ζήσει τόσο που κάποια μέρα
θα πρέπει αναγκαστικά να με ξεχάσετε,
σβήνοντάς με από τον πίνακα:
η καρδιά μου υπήρξε ατέρμονη.
Όμως, επειδή ζητάω σιωπή,
μη νομίσετε πως θα πεθάνω:
μου συμβαίνει εντελώς το αντίθετο:
συμβαίνει πως πρόκειται να βιωθώ.
Συμβαίνει πως είμαι και ότι συνεχίζω.
Όχι για τίποτα άλλο, αλλά γιατί μέσα μου
θα βλαστήσουν δημητριακά,
πρώτα οι σπόροι που σκίζουνε
το χώμα για να δούνε το φως.
Όμως η μάνα γη είναι σκοτεινή:
κι’ από μέσα μου είμαι σκοτεινός:
είμαι σαν πηγάδι που μέσα στα νερά του
αφήνει τ’ αστέρια της η νύχτα
και συνεχίζει στον κάμπο μοναχή.
Και επειδή έζησα τόσο,
θέλω να ζήσω άλλο τόσο.
Ποτέ δεν ένιωσα έτσι ηχηρός,
ποτέ δεν είχα τόσα φιλιά.
Τώρα, όπως πάντα, είναι νωρίς.
Πετάει το φως με τις μέλισσές του.
Αφήστε με μόνο μου με την ημέρα.
Ζητάω την άδεια να γεννηθώ
.1111Εστραβαγάριο. Μετάφραση Δανάη Στρατηγοπούλου. Εκδόσεις Καστανιώτη. Μάρτιος 2017

Τώρα να μ’ αφήνατε ήσυχον τώρα συνηθίστε χωρίς εμένα. Τώρα θα κλείσω τα μάτια μου. Και μόνο θέλω πέντε πράγματα πέντε ρίζες που ξεχωρίζω. H μια είναι ο έρωτας δίχως τέλος. Τo δεύτερο είναι να κοιτάζω το φθινόπωρο. Δεν μπορώ αν δεν πετάνε και δεν ξαναγυρνάνε τα φύλλα στη γη. Το τρίτο είναι ο βαρύς χειμώνας η βροχή που αγάπησα, το χάδι της φωτιάς μέσ’ τ άγριο κρύο. Τέταρτο έρχεται το καλοκαίρι στρογγυλό σαν καρπούζι. Το πέμπτο πράμα είναι τα μάτια σου, Ματίλντε μου, πολυαγαπημένη. Δε θέλω να κοιμάμαι χωρίς τα μάτια σου, δε θέλω να είμαι, αν εσύ δε με βλέπεις: εγώ αλλάζω άνοιξη μόνο γιατί με κοιτάς εσύ. Φίλοι, αυτά είναι τα όσα θέλω. σχεδόν τίποτα και σχεδόν όλα. Τώρα, αν θέλετε, πηγαίνετε. Έχω ζήσει τόσο που κάποια μέρα θα πρέπει αναγκαστικά να με ξεχάσετε, σβήνοντάς με από τον πίνακα: η καρδιά μου υπήρξε ατέρμονη. Όμως, επειδή ζητάω σιωπή, μη νομίσετε πως θα πεθάνω: μου συμβαίνει εντελώς το αντίθετο: συμβαίνει πως πρόκειται να βιωθώ. Συμβαίνει πως είμαι και ότι συνεχίζω. Όχι για τίποτα άλλο, αλλά γιατί μέσα μου θα βλαστήσουν δημητριακά, πρώτα οι σπόροι που σκίζουνε το χώμα για να δούνε το φως. Όμως η μάνα γη είναι σκοτεινή: κι’ από μέσα μου είμαι σκοτεινός: είμαι σαν πηγάδι που μέσα στα νερά του αφήνει τ’ αστέρια της η νύχτα και συνεχίζει στον κάμπο μοναχή. Και επειδή έζησα τόσο, θέλω να ζήσω άλλο τόσο. Ποτέ δεν ένιωσα έτσι ηχηρός, ποτέ δεν είχα τόσα φιλιά. Τώρα, όπως πάντα, είναι νωρίς. Πετάει το φως με τις μέλισσές του. Αφήστε με μόνο μου με την ημέρα. Ζητάω την άδεια να γεννηθώ.

Με τη επιστροφή του στη Χιλή, πάντα μαζί με τη Ματίλντε, εγκαθίστανται μόνιμα στην Ίσλα Νέγρα αλλά συνεχίζουν τα ταξίδια σε ολόκληρο τον κόσμο. Το 1970 το ΚΚ Χιλής τον προτείνει για υποψήφιο πρόεδρο. Η υποψηφιότητά του αποσύρεται προκειμένου να στηριχτεί η υποψηφιότητά του Σαλβαδόρ Αλιέντε. Με την εκλογή του ως πρόεδρο της κυβέρνησης Λαϊκής Ενότητας, ο Νερούδα διορίζεται πρέσβης στο Παρίσι (19701972). Ο Νερούδα πάσχει ήδη από καρκίνο του προστάτη. Η χιλιανή κυβέρνηση τού ζητά να γυρίσει από το Παρίσι, για να βοηθήσει στις εκλογές της 4ης Μάρτη 1973. Άρρωστος, ήδη, το Γενάρη του 1973, ο Νερούδα επιστρέφει κι αρχίζει τον αγώνα κατά των εχθρών της λαϊκής κυβέρνησης. Τότε γράφει το έργο Παρακίνηση σε νιξοκτονία και εγκώμιο στη χιλιανή επανάσταση (κυκλοφόρησε το 1973, σε μετάφραση Δανάης Στρατηγοπούλου).

«Σκληρή η αλήθεια, σαν αλέτρι»

Στις 5 Δεκεμβρίου του 1972 πραγματοποιεί την τελευταία δημόσια εμφάνισή του στο Εθνικό Στάδιο του Σαντιάγο, όπου αποθεώνεται από 70.000 κόσμο που δίνει το παρόν για να τον τιμήσει. Ήδη καταβεβλημένος από τον καρκίνο, παραιτείται από το διπλωματικό του αξίωμα τον Φεβρουάριο του 1973 και αποσύρεται στο σπίτι του, στην Ίσλα Νέγρα.

Εκεί τον βρίσκει το πραξικόπημα της 11ης Σεπτέμβρη και επιδεινώνεται ραγδαία η υγεία του, με αποτέλεσμα να μεταφερθεί εσπευσμένα στο Σαντιάγο, όπου αφήνει την τελευταία του πνοή λίγα 24ωρα αργότερα. Ωστόσο πριν από αυτό είδε από την τηλεόραση τη Λα Μονέδα, το προεδρικό μέγαρο, στις φλόγες, την αυτοκτονία του Αλιέντε με το όπλο στο χέρι και τα τανκς στους δρόμους.

Μόλις γίνεται γνωστός ο θάνατός του, πράκτορες του Πινοτσέτ εισβάλλουν στο σπίτι του και καταστρέφουν όλα τα χειρόγραφα και πολλά προσωπικά αντικείμενα του Νερούδα.

Το φασιστικό καθεστώς Πινοτσέτ απαγορεύει να γίνει η κηδεία του ποιητή δημόσιο γεγονός. Η κηδεία του γίνεται στο Γενικό Κοιμητήριο της πρωτεύουσας και συρρέουν σ’ αυτήν χιλιάδες. Εμφανίζονται πολλοί κομμουνιστές και αριστεροί, διακινδυνεύοντας τη ζωή τους, ενώ το νεκροταφείο είναι κυκλωμένο από οπλισμένους στρατιώτες, ελεύθερους σκοπευτές και χαφιέδες. Ο ουρανός σείεται από συνθήματα υπέρ του Νερούδα και του Αλιέντε και κατά της δικτατορίας, ενώ οι παρευρισκόμενοι τραγουδούν το «Canción del poder popular» (τον ύμνο της Unidad Popular) και τη Διεθνή. Μετά την ολοκλήρωση της ταφής, εκατοντάδες συλλαμβάνονται, για να προστεθούν στην ατελείωτη λίστα των εξαφανισμένων και αγνοούμενων της χούντας του Πινοτσέτ. Ακόμη και με το θάνατό του, μετατρέπεται σε πρόταγμα αγώνα, αφού η κηδεία του ήταν η πρώτη μαζική πράξη αντίστασης κατά της χούντας.

Τα έργα του παρέμειναν απαγορευμένα στη Χιλή μέχρι και το 1990, ενώ 45 χρόνια μετά διεθνής ομάδα 16 ειδικών, στην οποία είχε αναθέσει η δικαιοσύνη της Χιλής να εξακριβώσουν αν ο Νερούδα πέθανε από τον καρκίνο όπως αναφέρει το πιστοποιητικό ή αν δολοφονήθηκε από τη χούντα, κατέληξαν πως αιτία θανάτου δεν ήταν ο καρκίνος αλλά δεν μπορούν να επιβεβαιώσουν ούτε εάν ήταν δολοφονία…

Μας μένει πάντα ο χορός των στίχων του ποιητή στην ιστορία, του «ανθρώπου που έχει ανάγκη μια αγκαλιά τις νύχτες και persona που τα χώνει στην εξουσία ποιητικά και πρακτικά. Άνθρωπος που ζει με τις αδυναμίες του και παράλληλα σταθερός στις ταξικές του υποχρεώσεις. Ο Νερούδα που μέσα από τις περίτεχνες λέξεις του, την κατεργασμένη σουρεαλιστικά και ρεαλιστικά –σε πλήρη σύνθεση– δόμηση του έργου του, κινεί τα νήματα της Ιστορίας, κατασκευάζει και επηρεάζει την πραγματικότητα αλλά και τον μύθο της. […] Ο Νερούδα, που ανασταίνεται, που αναδομείται, που υπάρχει ως μυθολογικός καθρέπτης της Ιστορίας, και παρ’ όλα αυτά δεν είναι Θεός μα άλλος ένας άνθρωπος που του δίνουμε το χέρι, του μιλάμε στα ίσια, τον κρίνουμε, τον αγαπάμε, τον φθονούμε και όπως πάλι δηλώνει ο δημιουργός, “δεν του χτίζουμε μνημεία, κύριε”, γιατί και ο ίδιος απαξιοί». Ο Νερούδα είναι πάντα το αηδόνι που κάθεται στο φύλλωμα του δέντρου των λαών και τραγουδάει για τον πόνο τους. Οι στίχοι του ταξιδεύουν σε χίλιους τόπους και χρόνια μετά το «μεγάλο του ταξίδι» συνεχίζει να πυρώνει το νου και να ανταριάζει την καρδιά μας. Ο Νερούδα παραμένει ο βάρδος των κολασμένων και του καιρού μας. «Δεν είμαι παρά ένας ποιητής, σας αγαπώ όλους. Πηγαίνω γυρνώντας τον κόσμο που αγαπώ… Δεν έρχομαι γω να δώσω καμιά λύση. Ήρθα για να τραγουδήσω. Και για να τραγουδήσεις μαζί μου…».

Notes:
  1. Είκοσι ερωτικά ποιήματα και ένα τραγούδι απελπισμένο. Μετάφραση Βασίλης Λαλιώτης. εκδ. Ιδεόγραμμα, Αθήνα 2003.
  2. Neruda. La biografia, Volodia Tetelboim (Eds), Macahy, Madrid 1984.
  3. Neruda. La biografia, Volodia Tetelboim (Eds), Macahy, Madrid 1984.
  4. «Η ζωή μου», στο Απομνημονεύματα Πάμπλο Νερούδα. Μετάφραση Α.Ι. Λιβέρης, εκδόσεις Αλφειός 1975.
  5. Τα χθόνια δώματα. Μετάφραση Γιώργος Κεντρωτής. Εκδόσεις Ύψιλον. Νοέμβριος 2007.
  6. «Fragmentos del olvido y la memoria: evocaciones, ausencias y silencios en la escritura de Pablo Neruda. R. M. Grillo y C. Perugini eds., El olvido est΄a lleno de memoria (Actas Congreso AISI), Salerno/Milano, Oèdipus, 2014.
  7. «America Insurrecta» (Ξεσηκωμένη Αμερική), από το Γενικό Άσμα, μετάφραση Δανάη Στρατηγοπούλου. Εκδόσεις Τυπωθήτω Δαρδανός.
  8. Pablo Neruda and the construction of past and future utopias in the Canto General, Mark Mascia, 2001.
  9. «Η απέραντη», από τη συλλογή Στίχοι του Καπετάνιου. Μετάφραση Βασίλης Λαλιώτης. Εκδόσεις Ενδυμίων 2014.
  10. Viaje al corazόn de Neruda, Giuseppe Bellini. Bulzoni editore, 2000.
  11. Εστραβαγάριο. Μετάφραση Δανάη Στρατηγοπούλου. Εκδόσεις Καστανιώτη. Μάρτιος 2017