Στο σύντομο σχόλιο που ακολουθεί, επιχειρούμε να αναδείξουμε μια κρίσιμη, κατά τη γνώμη μας, διάσταση της συζήτησης για τον καθορισμό αποκλειστικών οικονομικών ζωνών (ΑΟΖ) και τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό, η οποία βρίσκεται πέραν της αντιπαράθεσης ανάμεσα στη «μαξιμαλιστική» και τη «ρεαλιστική» εθνική γραμμή. Πρόκειται για την κριτική προσέγγιση της ίδιας της διαδικασίας κατατεμαχισμού του θαλάσσιου χώρου σε αποκλειστικές οικονομικές ζώνες και θαλάσσια οικόπεδα, ως επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής σε βάρος των εργαζόμενων και των δύο χωρών αλλά και του φυσικού περιβάλλοντος. Η προσέγγιση αυτή εκκινεί από τη θεωρητική έννοια της γαιοπροσόδου και τη σύγχρονη εφαρμογή της στον θαλάσσιο χώρο.

Για τον Μαρξ η αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται από την ποσότητα της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή του. Η αξία χρήσης του εμπορεύματος αποτελεί την προϋπόθεση αλλά όχι το μέτρο της αξίας του. Η ανταλλακτική αξία του εμπορεύματος αποτελεί την έκφραση της αξίας του στη σφαίρα της ανταλλαγής, όπου συμβαίνει η απορρόφηση του συνολικού κοινωνικού προϊόντος της εργασίας ή αλλιώς η πραγματοποίηση της αξίας. Η τιμή του εμπορεύματος είναι η χρηματική έκφραση της ανταλλακτικής του αξίας και μπορεί να κυμαίνεται με βάση τον συσχετισμό της προσφοράς και της ζήτησης, αλλά με κέντρο βάρους αυτής της διακύμανσης σε τελική ανάλυση την αξία.

Η γη δεν είναι προϊόν της εργασίας, επομένως, υπό την μαρξιστική έννοια του όρου δεν είναι εμπόρευμα και δεν έχει αξία. Όπως όμως πολύ καλά γνωρίζουμε έχει τιμή και, επομένως, και ανταλλακτική αξία και πωλείται και αγοράζεται όπως κάθε άλλο εμπόρευμα. Πηγή της ανταλλακτικής αξίας της γης είναι για τον Μαρξ η γαιοπρόσοδος, αιτία ύπαρξης της οποίας είναι η ατομική ιδιοκτησία στη γη. Ο τίτλος ιδιοκτησίας πάνω σε ένα διακεκριμένο τμήμα γης δίνει τη δυνατότητα στον ιδιοκτήτη να απαιτεί να πληρωθεί για να παραχωρήσει την εκμετάλλευση ή τη χρήση της και αυτό αποτελεί την πρόσοδο, η οποία προκύπτει από το γεγονός ότι ο ιδιοκτήτης μονοπωλεί ουσιαστικά το συγκεκριμένο κομμάτι γης. Αυτό που εμφανίζεται σαν τιμή της γης αποτελεί πιο συγκεκριμένα την κεφαλαιοποίηση αυτής της προσόδου.

Στο συμπέρασμα ότι αυτό που τιμολογείται στην πραγματικότητα δεν είναι αυτή καθ’ εαυτή η γη αλλά το ιδιοκτησιακό δικαίωμα στην γη, η μαρξιστική προσέγγιση συγκλίνει με τις συμβατικές μη μαρξιστικές οικονομικές προσεγγίσεις, από διαφορετικές αφετηρίες και με τη χρήση διαφορετικών αναλυτικών κατηγοριών. Όμως, ενώ λ.χ. για τον Ρικάρντο η πρόσοδος είναι γενικά το έσοδο που υπερβαίνει το μέσο κέρδος και για τους θεωρητικούς της «οριακής χρησιμότητας» η πρόσοδος προκύπτει από τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που καθιστούν ανελαστική την προσφορά, για τον Μαρξ η πρόσοδος προκύπτει σε τελική ανάλυση από τις περιφράξεις των κοινών. Ιστορικό σημείο αναφοράς είναι οι νόμοι περί περιφράξεων στις απαρχές της Βιομηχανικής Επανάστασης στη Βρετανία, με τους οποίους οι κοινές γαίες που χρησιμοποιούσαν συλλογικά οι χωρικοί για ξυλεία και βοσκή, περιφράσσονται και συνιστούν ατομικές ιδιοκτησίες. Μέσω της διαδικασίας αυτής οι γαιοκτήμονες μετατρέπονται σε επιχειρηματίες και οι εκδιωγμένοι από τις κοινές γαίες χωρικοί συγκροτούν το προλεταριάτο των πόλεων. Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι οι σύγχρονες περιφράξεις δεν έχουν συνήθως τον χαρακτήρα διαχωρισμού του άμεσου παραγωγού από τα μέσα παραγωγής, όπως περιγράφει ο Μαρξ τις διαδικασίες της πρωταρχικής συσσώρευσης, αλλά κατά κανόνα αποτελούν αυτό που περιγράφει ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ ως «συσσώρευση διά της υφαρπαγής».

Ο ίδιος ο Μαρξ μελέτησε το ζήτημα της γαιοπροσόδου στην αγροτική γη. Η έννοια όμως και η θεωρητική επεξεργασία του μηχανισμού απόσπασης προσόδων μέσω της θεμελίωσης ατομικού, μονοπωλιακού υπό μία έννοια, ιδιοκτησιακού δικαιώματος πάνω σε κάτι που προηγουμένως αποτελούσε κοινό πόρο ή και γενικότερα μέσω της αλλαγής του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, επεκτάθηκε πολύ πέρα από τις γεωργικές εκτάσεις. Κατ’ αρχήν στο πεδίο της οικονομικής γεωγραφίας χρησιμοποιήθηκε η έννοια της αστικής γαιοπροσόδου, μεταφέροντας τον μηχανισμό στη γη και τα ακίνητα του αστικού χώρου, ως μορφή κριτικής εξέτασης του μηχανισμού της καπιταλιστικής ανάπτυξης των πόλεων και της κτηματαγοράς. Από εκεί και πέρα η παραπάνω θεωρητική σύλληψη έχει εφαρμογή και πέρα από τον χώρο, σε κάθε διαδικασία μέσω της οποίας το κεφάλαιο αποσπά προσόδους μέσω της ιδιωτικοποίησης κάποιου κοινού πόρου. Ένα παράδειγμα είναι η διαδικασία μέσω της οποίας μία φαρμακευτική εταιρεία κατοχυρώνει αποκλειστικά δικαιώματα στη χρήση του γονιδιώματος ενός εξωτικού φυτού με θεραπευτικές ιδιότητες. Η συζήτηση γύρω από τις προσόδους είναι ιδιαίτερα επίκαιρη σήμερα, καθώς, όπως έχει παρατηρηθεί, το κεφάλαιο τείνει να στρέφεται από τα κέρδη στις προσόδους, σε περιόδους που λόγω της τάσης πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους, δεν εξασφαλίζεται η απρόσκοπτη κερδοφορία μέσω της παραγωγής εμπορευμάτων. Για παράδειγμα, με βάση την κλασική ανάλυση του Χάρβεϊ, η δημιουργία μιας «φούσκας ακινήτων» προοικονομεί τις μείζονες οικονομικές κρίσεις του καπιταλισμού, καθώς το κεφάλαιο στρέφεται από το πρώτο κύκλωμα της παραγωγής προϊόντων στο δεύτερο κύκλωμα της γης και των ακινήτων, εκδοχή η οποία επιβεβαιώνεται και στην πρόσφατη κρίση στην Ελλάδα και διεθνώς.

Η ανάπτυξη των τεχνολογικών δυνατοτήτων και η στροφή του κεφαλαίου από τα κέρδη στις προσόδους, σε συνδυασμό και με άλλες κοινωνικοπολιτικές παραμέτρους, μεταφέρει τους μηχανισμούς απόσπασης γαιοπροσόδου και στον θαλάσσιο χώρο, καθώς ο τελευταίος υπάγεται όλο και πιο άμεσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Οι τεχνικές δυνατότητες εξόρυξης υδρογονανθράκων επεκτείνονται σε όλο και μεγαλύτερα βάθη, τα αιολικά πάρκα εγκαθίστανται πλέον και στη θάλασσα, η εξάντληση των αλιευτικών αποθεμάτων αυξάνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των αλιευτικών στόλων και καθιστά όλο και πιο σημαντικές τις ιχθυοκαλλιέργειες, ενώ και οι σύγχρονες τουριστικές δραστηριότητες στις οποίες κυριαρχεί η πώληση όλο και πιο πρωτότυπων και εξειδικευμένων τουριστικών εμπειριών, επεκτείνονται στην επιφάνεια και τον βυθό των θαλασσών, όπως στην περίπτωση του καταδυτικού τουρισμού. Οι παραπάνω δραστηριότητες έχουν και ανταγωνιστικές χωρικές σχέσεις ή, με άλλα λόγια, οι κλασικές συγκρούσεις μεταξύ χρήσεων γης που ρυθμίζει η πολεοδομία και η χωροταξία, επεκτείνονται στη θάλασσα. Έτσι, δεν είναι τυχαίο ότι το 2014 η Ευρωπαϊκή Ένωση εκδίδει οδηγία για τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό, η οποία ενσωματώνεται στην ελληνική νομοθεσία το 2018.

Οι εξορύξεις υδρογονανθράκων είναι ένα τυπικό παράδειγμα εφαρμογής ενός σύγχρονου ανάλογου των νόμων περί περιφράξεων στον θαλάσσιο χώρο. Η συγκρότηση της έννοιας της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ), η οποία περιλαμβάνει το αποκλειστικό δικαίωμα εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων της θάλασσας, του βυθού και του υπεδάφους μιας θαλάσσιας ζώνης που επεκτείνεται εντός των διεθνών υδάτων στα 200 ναυτικά μίλια από την ακτογραμμή, και η εισαγωγή της στο «Δίκαιο των Θαλασσών» αποτελούν προϋπόθεση για την επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στη θάλασσα πολύ πέραν του παράκτιου χώρου. Η κατοχύρωση αυτού του αποκλειστικού οικονομικού δικαιώματος από το παράκτιο κράτος επιτρέπει στην συνέχεια τον κατατεμαχισμό του χώρου σε θαλάσσια οικόπεδα και την παραχώρηση αυτού του νέου μονοπωλιακού δικαιώματος ιδιοκτησίας και ελέγχου με τα σχετικά οικονομικά ανταλλάγματα, στις μεγάλες εταιρείες έρευνας, εξόρυξης και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων.

Η διάσταση αυτή διαφεύγει τελείως από την οπτική όσων βλέπουν τον κόσμο υπό το αταξικό πρίσμα της υποτιθέμενης μεγάλης διαμάχης ανάμεσα στις «δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης» και τις «δυνάμεις της εθνικής κυριαρχίας». Το έθνος-κράτος αναδύεται μαζί με τον καπιταλισμό, αποτελεί ειδοποιό γνώρισμά του από τις απαρχές του μέχρι τις μέρες μας, συμπεριλαμβανομένου και του ορατού μέλλοντος, και αποτελεί πολύ περισσότερο προϋπόθεση παρά ανάχωμα στην ανάπτυξή του. Οι σχέσεις τοπικού, εθνικού και διεθνικού, πόλης, έθνους-κράτους και υπερεθνικών ολοκληρώσεων, εθνικής βάσης και εκτεταμένων διεθνών αλυσίδων παραγωγής, είναι περισσότερο συνεργατικές παρά ανταγωνιστικές υπό την οπτική γωνία του κεφαλαίου, το οποίο εκμεταλλεύεται πλήρως τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί όλα τα επίπεδα για τις ανάγκες της συσσώρευσής του και επιπλέον μεταφέρει την ταξική αντιπαράθεση στο ευνοϊκότερο πεδίο κάθε φορά για το ίδιο.