Στα τέλη Σεπτέμβρη ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας Μπάμπης Παπαδημητρίου έθιξε στην Υποεπιτροπή Υδατικών Πόρων της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Προστασίας του Περιβάλλοντος της Βουλής το ζήτημα της τιμολόγησης του νερού, λέγοντας πως είναι απαράδεκτα φθηνό και αυτό οδηγεί σε σπατάλη του.

Επειδή ήταν φανερό πως δεν αναφέρονταν σε ιδιόκτητες πισίνες, η ευρωβουλευτής της ΝΔ Μαρία Σπυράκη, αφού τόνισε ότι πρέπει να αποφεύγουνε συμπεριφορές «αλά Μαρία Αντουανέτα», διευκρίνισε ότι η σπατάλη οφείλεται στην κακή συντήρηση των δικτύων, πρόβλημα το οποίο πρέπει να επιλυθεί με «επενδύσεις που μπορούν να προέλθουν και από τον δημόσιο και από τον ιδιωτικό τομέα».

Αν κάποιος έχει παρακολουθήσει το ντοκιμαντέρ του Γιώργου Αυγερόπουλου Μέχρι την τελευταία σταγόνα: Ο μυστικός πόλεμος του νερού στην Ευρώπη ή έχει διαβάσει το λογοτεχνικό βιβλίο Ξένα Νερά του Wolfgang Scorlau, θα υποψιαζόταν ότι η ανακίνηση του ζητήματος της τιμολόγησης του νερού, της συντήρησης των δικτύων διανομής, αλλά και οι έπαινοι προς την ΕΥΔΑΠ και την ΕΥΑΘ, δεν θα μπορούσαν να σημαίνουν τίποτε άλλο παρά την (περαιτέρω) ιδιωτικοποίηση της ύδρευσης. Αποτελούν άλλωστε το μάντρα των πολυεθνικών του νερού. Όντως, ένα περίπου μήνα μετά ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης φέρεται να προανήγγειλε στο 4ο EU-Arab World Summit τη συνέχιση των ιδιωτικοποιήσεων στον τομέα της ύδρευσης.

Τι εννοούμε όμως όταν μιλάμε για ιδιωτικοποίηση;

Στο δημόσιο λόγο, αλλά και στον λόγο ορισμένων διεθνών οργανισμών, ως ιδιωτικοποίηση συχνά εννοείται η πλήρης ή σχεδόν πλήρης εκποίηση δημόσιων υπηρεσιών ή δημόσιων περιουσιακών στοιχείων στον ιδιωτικό τομέα, ακόμα και αν διατηρείται κάποιου είδους κρατική ρύθμιση ή εποπτεία. Ένας τέτοιος ορισμός είναι ωστόσο ένας εξαιρετικά περιοριστικός και μικρής χρησιμότητας, καθώς αδυνατεί να συλλάβει τις βαθύτερες διαδικασίες και τις μεταλλάξεις που συντελούνται. Γι’ αυτό τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούνται πιο διασταλτικοί ορισμοί που περιλαμβάνουν ένα μεγάλο φάσμα ανάμειξης του ιδιωτικού τομέα στην παροχή δημόσιων υπηρεσιών: μέσω της εξαγοράς των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, της χρηματοδότησης, της διαχείρισης κ.ά., όπως συμβαίνει με τα διαφορετικά είδη συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.

Ο ορισμός αυτός συνάδει με το πρώτο κύμα ιδιωτικοποιήσεων στις δεκαετίες το 1970-80, όταν συντελέστηκαν και οι πρώτες ιδιωτικοποιήσεις της ύδρευσης (π.χ. Χιλή, Ηνωμένο Βασίλειο). Ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1980 οι οργανισμοί της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον» (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα κτλ.) ενέταξαν τις ιδιωτικοποιήσεις στον πυρήνα των προγραμμάτων διαρθρωτικής προσαρμογής (μνημόνια) που επέβαλαν στις χώρες της Λατινικής Αμερικής που αντιμετώπισαν την κρίση χρέους, αλλά και αργότερα στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ. Τα αποτελέσματα του πρώτου κύματος ιδιωτικοποιήσεων ήταν καταστροφικά, πέραν πάσης αμφιβολίας. Ιδιαίτερα στην περίπτωση του νερού, τα αποτελέσματα της ιδιωτικοποίησης, όπως αποδεικνύουν πολυάριθμες και εκτενείς έρευνες, είναι κάθε φορά τα ίδια: διαφθορά, υπερτιμολόγηση του νερού, υποβάθμιση των δικτύων διανομής, περιβαλλοντική μόλυνση, τεράστια κέρδη για τις πολυεθνικές, καθώς και ο αποκλεισμός των φτωχότερων από την πρόσβαση στο νερό.

Γι’ αυτό ήδη από τη δεκαετία του 1990 αρχίζουν να υιοθετούνται παράλληλα κι άλλες μορφές ιδιωτικοποίησης όπως οι πρωτοβουλίες ιδιωτικής χρηματοδότησης δημόσιων υπηρεσιών, ενώ οι «σκληρές» ιδιωτικοποιήσεις προορίζονται για τις χώρες που εντάσσονται σε προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής (στη Λατινική Αμερική, την Ασία και την Αφρική).

Από την αυγή της νέας χιλιετίας, η αποτυχία των πολιτικών ιδιωτικοποίησης (ιδιαίτερα του νερού) είχε γίνει πασιφανής. Ο «Πόλεμος του Νερού» όμως στην Κοτσαμπάμπα της Βολιβίας και το κύμα κινημάτων για την υπεράσπιση του νερού ως δημόσιο αγαθό –το οποίο ενέπνευσε– κατέστησαν σαφές ότι η υλοποίηση των ιδιωτικοποιήσεων μπορεί να αποδειχτεί ιδιαίτερα δύσκολη και ότι έχουν σημαντικό επιχειρηματικό ρίσκο.

Συνεπώς, προκειμένου να κάμπτονται οι αντιστάσεις και να μειώνεται το επιχειρηματικό ρίσκο εμφανίζονται και επικρατούν νέες, πιο «μερικές» μορφές ιδιωτικοποίησης. Από αυτές η πιο διαδεδομένη είναι οι συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ), οι οποίες είναι μεικτής χρηματοδότησης. Στις ΣΔΙΤ ο ρόλος του δημοσίου είναι να παρέχει προστασία από το επιχειρηματικό ρίσκο, ώστε να προσελκύσει επενδυτές στη χώρα και τα συγκεκριμένα έργα.

Κοινώς, οι δημόσιες επενδύσεις μειώνουν το επιχειρηματικό ρίσκο σε αναπτυξιακά έργα, ώστε να προσελκυστεί ιδιωτικό κεφάλαιο (κυρίως από άμεσες ξένες επενδύσεις). Οι ιδιώτες καρπώνονται μόνο κέρδη και το δημόσιο τις όποιες ζημίες. Βέβαια, υπάρχουν πολλά είδη ΣΔΙΤ με διαφορετικούς βαθμούς εμπλοκής του ιδιωτικού τομέα από μικρή εμπλοκή έως τις συμβάσεις παραχώρησης. Πολλές μελέτες έχουν γραφτεί σχετικά με την αναποτελεσματικότητα των ΣΔΙΤ και τη σπατάλη του δημόσιου χρήματος που συνεπάγονται, αλλά το παράδειγμα της παραχώρησης των αεροδρομίων στην Fraport (το οποίο δεν είναι δυνατόν να αναπτυχθεί εδώ) είναι αρκετό για να πειστεί κανείς.

Ενώ φαινομενικά οι δηλώσεις Παπαδημητρίου, μας φέρνουν στο μυαλό συμπεριφορές «αλά Μαρία Αντουανέτα», στην πραγματικότητα και σε συνδυασμό με τις δηλώσεις Σπυράκη αποτελούν κομμάτι μιας χιλιοχρησιμοποιημένης επικοινωνιακής τακτικής για την προετοιμασία των ιδιωτικοποιήσεων.

Γι’ αυτό από την πρώτη στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ έσπευσε να καταδικάσει τις δηλώσεις και εξαπέλυσε μύδρους κατά των ιδιωτικοποιήσεων φροντίζοντας να επισημάνει πολλάκις ότι η κυβέρνησή του είχε καταφέρει να διασφαλίσει τον δημόσιο χαρακτήρα της ύδρευσης.

Είναι όμως αυτή η πραγματικότητα; Καταρχάς, είναι σαφές ότι η ιδιωτικοποίηση του νερού έχει ουσιαστικά ξεκινήσει έμμεσα από τις αρχές της νέας χιλιετίας όταν δημιουργήθηκαν –από τη συγχώνευση επιμέρους δημοτικών επιχειρήσεων– η ΕΥΔΑΠ στην περιοχή της πρωτεύουσας και η ΕΥΑΘ στην Θεσσαλονίκη και εισήχθησαν στο χρηματιστήριο. Η συγκυρία αυτή δεν είναι τυχαία καθώς συμπίπτει με την έκδοση της κοινοτικής οδηγίας της ΕΕ για το νερό, η οποία προωθούσε την ιδιωτικοποίησή του.

Ωστόσο, η κατά μέτωπο επίθεση ξεκινάει το 2012 με το δεύτερο μνημόνιο, αυστηρό προαπαιτούμενο του οποίου ήταν οι εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις. Με τη δημιουργία του ΤΑΙΠΕΔ και την εκχώρηση των εταιρειών ύδρευσης Αθήνας και Θεσσαλονίκης σε αυτό, η τότε συγκυβέρνηση, υλοποιώντας το πρόγραμμα διαθρωτικής προσαρμογής, επιχείρησε να εκποιήσει το πλειοψηφικό πακέτο μετοχών της ΕΥΑΘ («σκληρή» ιδιωτικοποίηση). Μάλιστα, οι εταιρίες Suez (που ήδη είχε το 5% της ΕΥΑΘ), Mekorot και ΕΛΛΑΚΤΩΡ ετοιμάζονται να αναλάβουν τη διοίκηση της εταιρείας.

Για κακή τους τύχη δεν μπήκε το νερό στ’ αυλάκι, καθώς οι αντιδράσεις των εργαζομένων και των κατοίκων ήταν μαζικές και επίμονες. Η υπόθεση κινήθηκε και δικαστικά με προσφυγή στο ΣτΕ, το οποίο υπό το βάρος του κινήματος ενάντια στην ιδιωτικοποίηση, αποφάνθηκε ότι η απώλεια του πλειοψηφικού μετοχικού πακέτου, δηλαδή η απώλεια των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, των εταιρειών ύδρευσης δημιουργεί μια αβεβαιότητα «ως προς τη συνέχεια της παροχής προσιτών υπηρεσιών κοινής ωφελείας» τόσο σημαντικών όσο το νερό, παραβιάζοντας το συνταγματικά κατοχυρωμένο ατομικό δικαίωμα στην υγεία (άρθρο 5 παρ. 5 Σ) και την υποχρέωση του κράτους να μεριμνά για την υγεία των πολιτών (άρθρο 21 παρ. 3 Σ) και ως εκ τούτου είναι αντισυνταγματική.

Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι μια από τις ελάχιστες φορές που το ΣτΕ εκδίδει απόφαση ενάντια στις μνημονιακές υποχρεώσεις. Σημαντικό μάλιστα είναι ότι η απλή κρατική εποπτεία δεν θεωρήθηκε από το δικαστήριο επαρκής για τη διασφάλιση της παροχής του δημόσιου αγαθού του νερού, είναι απαραίτητα και τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Ωστόσο, η ίδια η απόφαση θεωρεί ότι αν δεν απολέσει το κράτος το 50% των μετοχών συν μια, τότε δεν μπορεί να γίνεται λόγος για «ουσιαστική ιδιωτικοποίηση» (στα πρότυπα του 1980).

Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση αυτή προκάλεσε μια κάποια αμηχανία, όπως αποδεικνύει το γεγονός ότι χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν τέσσερα χρόνια για να εφαρμοστεί η απόφαση (τρία εκ των οποίων με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ). Τελικά, η απόφαση εφαρμόστηκε μόλις πέρυσι και οι μετοχές επέστρεψαν στο Δημόσιο, συνοδευόμενες από τυμπανοκρουσίες και μεγαλόστομες ανακοινώσεις.

Εντούτοις, το ίδιο βράδυ ανακοινώθηκε η πρόθεση πώλησης του 23% των μετοχών της ΕΥΑΘ και του 11% της ΕΥΔΑΠ, ενώ ένα μήνα πριν είχε ψηφιστεί ο νόμος για το πέρασμα των δύο εταιρειών στο Υπερταμείο. Η προηγούμενη κυβέρνηση, λοιπόν, δεν εφάρμοσε την απόφαση του ΣτΕ, μέχρι να χρειαστεί να εξυπηρετηθούν και πάλι οι δανειστές…

To Υπερταμείο, που δεν αποτελεί δημόσια επιχείρηση ούτε ανήκει στον δημόσιο ή ευρύτερο δημόσιο τομέα, δημιουργήθηκε για τη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας με βάση τις κατευθύνσεις του ΟΟΣΑ, με στόχο την αύξηση της «αξίας» τους, προκειμένου αυτά να εκποιηθούν σε υψηλότερες τιμές, ώστε να εξυπηρετηθεί το χρέος, να καλυφθούν οι ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και να προσελκυστούν άμεσες ξένες επενδύσεις. Παρ’ όλα αυτά, θεωρείται πως η κυβέρνηση έχει τον έλεγχό του καθώς διορίζει τα δύο από τα πέντε μέλη του εποπτικού συμβουλίου, ενώ τα άλλα δύο διορίζονται από τους δανειστές. Ωστόσο, εκτός από το δικαίωμα veto που έχουν οι εκπρόσωποι των δανειστών, η λήψη κάθε απόφασης απαιτεί διευρυμένη πλειοψηφία τεσσάρων πέμπτων. Πιο απλά, καμία απόφαση δεν μπορεί να ληφθεί χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών.

Έχει διασφαλιστεί, λοιπόν, ο δημόσιος χαρακτήρας του νερού; Εφόσον, λοιπόν, το Υπερταμείο δεν πουλήσει το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών δεν θα θεωρείται «ουσιαστική» η ιδιωτικοποίηση των δύο εταιρειών. Και επειδή απ’ ό,τι έδειξε η πρώτη προσπάθεια εκποίησης των εταιρειών ύδρευσης απαιτούνται λεπτοί χειρισμοί, η πιθανότητα αυτή δεν φαίνεται να αποτελεί προτεραιότητα.

Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι διασφαλίστηκε και ο δημόσιος χαρακτήρας του νερού. Παρά τις επικλήσεις για τη διασφάλιση του «δημόσιου συμφέροντος», δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η απόδοση μερισμάτων αποτελεί συχνά προαπαιτούμενο των δανειστών χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των οποίων δεν μπορεί να ληφθεί καμία απόφαση. Το ελάχιστο που μπορούμε να πούμε είναι ότι αυτό δεν διασφαλίζει σε καμία περίπτωση ότι οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται με αποκλειστικό κριτήριο τα κέρδη των μετόχων.

Όντως, τα ετήσια τακτικά μερίσματα π.χ. της ΕΥΔΑΠ γιγαντώθηκαν τα τελευταία χρόνια από τα 4,2 εκατ. το 2011 στα 27 εκατ. ευρώ το 2018. Μάλιστα, τα υψηλά μερίσματα που δίνονται κάθε χρόνο ενδέχεται να ροκανίζουν τα αποθεματικά των ταμείων της εταιρείας. Άλλωστε, η τακτική των υψηλών μερισμάτων μάς θυμίζει, τηρουμένων των αναλογιών, την παταγώδη αποτυχία της ιδιωτικοποίησης των εταιριών ύδρευσης στο ΗΒ. Εκεί οι ιδιώτες διένεμαν υψηλά μερίσματα κάθε χρόνο, για να διατηρούν την τιμή της μετοχής σε υψηλά επίπεδα. Ως αποτέλεσμα οι εταιρείες κατέφευγαν σε δανεισμό, σε αύξηση των τιμολογίων, σε υποβάθμιση των δικτύων ύδρευσης και σε περιβαλλοντική μόλυνση.

Επιπλέον, ο πολλαπλασιασμός των ΣΔΙΤ στις εργασίες συντήρησης του δικτύου (που πέρυσι στοίχισαν εκατοντάδες εκατομμύρια) κάθε άλλο παρά εγκατάλειψη των σχεδίων για ιδιωτικοποίηση υποδηλώνουν. Απ’ ό,τι φαίνεται θα πρέπει να προετοιμαστούμε για έναν τρίτο γύρο στην υπόθεση της ιδιωτικοποίησης του νερού.

Τα κινήματα υπέρ της επαναδημοτικοποίησης της ύδρευσης πέτυχαν κάποιες αδιαμφισβήτητες νίκες. Κατάφεραν να κάνουν ένα μικρό βήμα στην υπεράσπιση του νερού ως δημόσιο αγαθό. Όμως, δεν πρέπει να έχουμε αυταπάτες: η ύδρευση παραμένει ιδιωτικοποιημένη, αν και σε μικρότερο βαθμό, και το κεφάλαιο βρίσκεται σε ισχυρότερη θέση, ώστε να το ξαναρπάρξει για τα καλά, μόλις βρει την ευκαιρία.

Δεν μπορούμε να μένουμε στην επιλογή του διαχειριστή της ίδιας πολιτικής (της πολιτικής της ΕΕ, του ΔΝΤ, του ΟΟΣΑ και γενικότερα του κεφαλαίου). Ο δρόμος ο σωστός είναι συχνά ο δρόμος ο πιο δύσκολος και στην περίπτωση του νερού είναι ο δρόμος προς την κοινωνικοποίησή του και τη διανομή-διαχείρισή του με επιστημονικό τρόπο και κάτω από κοινωνικό έλεγχο. Και η μάχη για το νερό είναι μια μάχη που πρέπει να δοθεί, γιατί το νερό είναι ζωή!