Καθόλου τυχαία, στην Ελλάδα η εκπόνηση του «Προγράμματος Αποκρατικοποιήσεων» και η «αξιοποίηση» της δημόσιας περιουσίας παράλληλα με την ίδρυση του ΤΑΙΠΕΔ αποτέλεσαν βασικά προαπαιτούμενα για τις νέες δανειακές συμβάσεις που επέφερε το «Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα» το 2011. Βασικό στόχο του ΤΑΙΠΕΔ αποτελεί η υλοποίηση του Προγράμματος Αποκρατικοποιήσεων του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015, ενώ «το προϊόν αξιοποίησης χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την αποπληρωμή του δημοσίου χρέους της χώρας».

Ακόμα περισσότερο, σε συνέχεια του 3ου Μνημονίου, η σύσταση της «Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας ΑΕ» (Ν. 4389/2016, άρθρα 184-214), του «Υπερταμείου» των ιδιωτικοποιήσεων, αναδεικνύει ξεκάθαρα τη στενή σύνδεση των εσόδων που θα προκύψουν με την αποπληρωμή του χρέους και την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, καθώς «η ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων θα αποτελέσει μια πηγή για την πραγματοποίηση της προγραμματισμένης εξόφλησης του νέου δανείου του ΕΜΣ και θα αποφέρει κατά τη διάρκεια του νέου δανείου επιδιωκόμενο συνολικό ποσό 50 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 25 δισ. ευρώ θα χρησιμοποιηθούν για την επιστροφή της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και άλλων περιουσιακών στοιχείων και το 50% κάθε εναπομένοντος ευρώ (τουτέστιν, 50% των 25 δισ. ευρώ) θα χρησιμοποιηθεί για τη μείωση της αναλογίας χρέους/ΑΕΠ»11Απόσπασμα από το κείμενο συμφωνίας της «Συνόδου για το Ευρώ», Βρυξέλλες, 12-7-2015..

Για να αντιληφθούμε το βάθος και την έκταση που έχει λάβει σήμερα το «Πρόγραμμα Ιδιωτικοποιήσεων» και το ότι αποτελεί ζήτημα άμεσης προτεραιότητας για την υλοποίηση της πολιτικής των Μνημονίων, αρκεί να αναφερθεί ότι σε σχέση με την επικείμενη εκταμίευση της επόμενης δόσης των 2,8 δισ. ευρώ, 9 από τα 13 προαπαιτούμενα αφορούν άμεσα ή έμμεσα την υλοποίηση του Προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων.

Γενικά, η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων αποτελεί μια νέα σχετικά στρατηγική του κεφαλαίου για να αντιμετωπίσει την κρίση υπερσυσσώρευσης που ξεδιπλώθηκε μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973. Κύριοι πολιτικοί εκπρόσωποι αυτού του νέου οικονομικού «νεοφιλελευθερισμού» υπήρξαν ο Ρέιγκαν (Reagan) και η Θάτσερ (Thatcher) στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Στόχος ήταν η αύξηση των ποσοστών κέρδους του κεφαλαίου μέσα, πρώτον, από την περιστολή των δημοσιονομικών δαπανών στα πεδία της κοινωνικής αναπαραγωγής της εργατικής τάξης (περιστολή του κράτους δικαίου κ.ο.κ.) και, δεύτερον, η απόδοση στη σφαίρα κερδοφορίας του κεφαλαίου τόσο πεδίων της κοινωνικής αναπαραγωγής (άμεση και έμμεση ιδιωτικοποίηση δημόσιας εκπαίδευσης, συστήματος υγείας, πλευρών της τοπικής αυτοδιοίκησης, συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα), όσο και μεγάλων κρατικών επιχειρήσεων, φυσικών διαθεσίμων κ.λπ.

Αυτή η «νέα χρηματοοικονομική αρχιτεκτονική για έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο» άρχισε να ξεδιπλώνεται από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 με τα μακροοικονομικά προγράμματα παρέμβασης του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας αρχικά για την «ανάπτυξη» ή την «ανοικοδόμηση» χωρών της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής μέσω του δανεισμού. «Προαπαιτούμενα» για το δανεισμό αποτέλεσαν, βαθμιαία, η «δημοσιονομική σταθερότητα» με μέτρα όπως η αύξηση των φοροαπαλλαγών για επιχειρήσεις, η ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος, οι ιδιωτικοποιήσεις, το άνοιγμα του εμπορίου και η αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης στην κατεύθυνση της κεφαλαιακής αναδιάρθρωσης.

Οι αναδιαρθρώσεις αυτές, οι οποίες αποτελούσαν ένα πακέτο ακανθωδών μέτρων και μονεταριστικών μεταρρυθμίσεων, των οποίων η εφαρμογή ανατίθεντο στις δανειολήπτριες χώρες, δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν απλώς «εκ των άνω», από τους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς, αλλά απαιτούσαν τη συναίνεση και τη στήριξη των εθνικών κυβερνήσεων, οι οποίες καλούνταν μέσω της «καλής διακυβέρνησης» να τις προωθήσουν. Και εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι η προσαρμογή της κρατικής διοίκησης και πολιτικής στα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής των δανειοδοτικών οργανισμών δεν αποτελεί επιβεβλημένη εκ των άνω πολιτική, αλλά κυρίως έναν τρόπο για τις εθνικές κυβερνήσεις να προωθήσουν μέτρα που δεν θα ήταν εφικτό να ληφθούν χωρίς τη στήριξη των οργανισμών αυτών και τη λειτουργία τους εντός της κοινωνίας ως εξωτερικών επιτηρητών.

Σε αυτή την κατεύθυνση ξεδιπλώθηκε και η πρακτική της ΕΕ ακόμα και την περίοδο πριν από το ξέσπασμα της κρίσης. Μέσα από τη «σταυροφορία» για το άνοιγμα των αγορών και την κατάργηση των μονοπωλίων κοινής ωφέλειας, προς όφελος πάντα του «ανταγωνισμού» και της «ανάπτυξης», διαπιστώσαμε τα προηγούμενα χρόνια την τυπική απένταξη από τον στενό πυρήνα του κράτους του συνόλου των ΔΕΚΟ της χώρας, με τη συγκρότηση δημόσιων μονομετοχικών ή πολυμετοχικών εταιρειών, που αποτελούν προάγγελο της ουσιαστικής ιδωτικοποίησης με ή χωρίς τη συμμετοχή του Δημοσίου στις τελικές εταιρικές μορφές. Η διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων λάμβανε «σάρκα και οστά» όλο το προηγούμενο διάστημα κυρίως στον τομέα των τηλεπικοινωνιών και της ενέργειας. Στον πρώτο μέσα από το άνοιγμα της αγοράς και τη διαμόρφωση επωφελούς ολιγομονοπωλιακού καθεστώτος για τα ιδιωτικά κεφάλαια, παράλληλα με τη σταδιακή διαμόρφωση ενός καθεστώτος σκληρής ιδιωτικοοινομικής λειτουργίας στη μητρική δημόσια εταιρεία (ΟΤΕ)· στον δεύτερο μέσα από τη συγκρότηση «Ανεξάρτητων Διαχειριστών Μεταφοράς», οι οποίοι αποτελούν τον προπομπό της ουσιαστικής ιδιωτικοποίησης. Σε ό,τι αφορά τη ΔΕΗ, αυτό υλοποιήθηκε με τη συγκρότηση του ΑΔΜΗΕ (2011) και του ΔΕΔΔΗΕ (2012), ενώ σε σχέση με τη ΔΕΠΑ (φυσικό αέριο) με τη συγκρότηση του ΔΕΣΦΑ (2011).

Το ξέσπασμα της κρίσης στο εσωτερικό του ενιαίου οικονομικά ευρωπαϊκού χώρου όχι απλώς επιτάχυνε τις προαναφερθείσες εξελίξεις, αλλά άπλωσε και βάθυνε, με τη μορφή του «Προγράμματος Ιδιωτικοποιήσεων», την αστική στρατηγική, με τις αλλεπάλληλες μνημονιακές συμβάσεις υπό τη σκέπη της τροϊκανής «επιτροπείας».

Ένα βασικό συμπέρασμα που πρέπει να εξαχθεί εδώ είναι ότι η ερμηνεία της στάσης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ως αποτέλεσμα ρεφορμιστικής ιδεοληψίας δεν απέχει πολύ από μια φιλάνθρωπη κριτική. Στην πραγματικότητα, η δομική πολιτική επιλογή στην κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης τόσο του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ όσο και των πολιτικών του παραφυάδων αποτελεί την κυρίαρχη αιτία της απόλυτης προσαρμογής στην αστική πολιτική σήμερα, αλλά και ανοιχτή οδό για οικοδόμηση νέων αυταπατών αύριο… Διόλου τυχαίο το γεγονός ότι την πρώτη κυβερνητική περίοδο του ΣΥΡΙΖΑ, εκείνη της «σκληρής διαπραγμάτευσης», στο e-mail που απέστειλε στο Eurogroup ο Βαρουφάκης το «Πρόγραμμα Ιδιωτικοποιήσεων» παρέμενε ουσιαστικά απαράλλαχτο.

Το ΤΑΙΠΕΔ, ως ανεξάρτητος φορέας διαχείρισης, αποτέλεσε το πρώτο όχημα υλοποίησης του «Προγράμματος Ιδιωτικοποιήσεων», στο χαρτοφυλάκιο του οποίου περιήλθαν μια σειρά ακινήτων αλλά και εταιρειών του ελληνικού δημοσίου, τα οποία είχαν περιληφθεί στα «προαπαιτούμενα» του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος του 2012, έχοντας ως στόχο την επίτευξη 50 δισ. ευρώ σε διάρκεια περίπου 6 ετών. Αυτή η πρώτη περίοδος υλοποίησης του προγράμματος, που χαρακτηρίστηκε από τις αλλεπάλληλες πολιτικές κρίσεις των προηγούμενων ετών, οδήγησε μεν σε μια σχετική αποτυχία σε σχέση με τους διακηρυγμένους στόχους, καθώς συγκεντρώθηκαν περίπου 5 δισ. ευρώ, αλλά από την άλλη η υποχώρηση των κοινωνικών αντιστάσεων ενόψει της κυβερνησιμότητας του ΣΥΡΙΖΑ και η συνακόλουθη διάψευση των προσδοκιών των λαϊκών στρωμάτων με την υπογραφή του 3ου Μνημονίου επέτρεψαν με το Ν. 4389/2016 τη συγκρότηση του νέου «Υπερταμείου» ιδιωτικοποιήσεων.

Οι αλλαγές που επιφέρει η σύσταση της «Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας ΑΕ» οδηγούν, πρώτον, στην παραχώρηση του απόλυτου ελέγχου των ιδιωτικοποιήσεων στην Τρόικα μέσα από την καθοριστική συμμετοχή των δανειστών στο ΔΣ της εταιρείας, ενώ, δεύτερον, καθιστά πολύ πιο ευέλικτη τη διαδικασία ένταξης σε καθεστώς ιδιωτικοποίησης οποιουδήποτε ιδιοκτησιακού στοιχείου του Δημοσίου, και οποιασδήποτε μορφής, με τον ορισμό ως θυγατρικών της εταιρειών όχι μόνο του ΤΑΙΠΕΔ, αλλά και της Εταιρείας Ακινήτων Δημοσίου ΑΕ (ΕΤΑΔ), του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), που ελέγχει τον τραπεζικό τομέα, και της Εταιρείας Δημοσίων Συμμετοχών ΑΕ (ΕΔΗΣ), που κατέχει τις συμμετοχές του κράτους σε δημόσιες επιχειρήσεις, καθιστώντας την υλοποίηση των ιδιωτικοποιήσεων ακόμα πιο επιθετική.

Αυτή την περίοδο το «Πρόγραμμα Ιδιωτικοποιήσεων» εδράζεται σε τρεις κυρίαρχους άξονες: α) στις μεταφορές, β) στην ενέργεια και γ) στον τουρισμό, με διαφορετικές ταχύτητες κατά περίπτωση, από διαγωνισμούς σε εξέλιξη μέχρι και πρόσφατες επικυρώσεις συμβάσεων. Ο πρώτος αφορά 14 Περιφερειακά Αεροδρόμια, τον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών, την ΤΡΑΙΝΟΣΕ και την ΕΕΣΣΤΥ, τους Οργανισμούς Λιμένος Πειραιώς και Θεσσαλονίκης και την Εγνατία Οδό. Ο δεύτερος αφορά τους Ανεξάρτητους Διαχειριστές Μεταφοράς ΑΔΜΗΕ (ΔΕΔΔΗΕ σε δεύτερη φάση ενδεχομένως), ΔΕΣΦΑ, αλλά πλέον και τις αντίστοιχες μητρικές εταιρίες ΔΕΗ, ΔΕΠΑ, καθώς και τα ΕΛΠΕ. Ο τρίτος αφορά το πρώην Αεροδρόμιο Ελληνικού, σε συνδυασμό με τη Μαρίνα Αλίμου αλλά και τα Αστέρια Γλυφάδας και τον Αστέρα Βουλιαγμένης, περιφερειακές μαρίνες αλλά και μια σειρά εκτάσεων ειδικού ενδιαφέροντος.

Στο βαθμό που οι επενδυτικοί σχεδιασμοί υλοποιηθούν, αυτό θα αποτελέσει τεράστια νίκη για τους αστικούς σχεδιασμούς απέναντι στα λαϊκά συμφέροντα, καθώς, πρώτον, νευραλγικοί παραγωγικοί τομείς της χώρας θα έχουν περιέλθει στον απόλυτο έλεγχο του κεφαλαίου, δεύτερον θα συμβάλλει στην άρση εργατικών κατακτήσεων και στην εμπέδωση ακόμα περισσότερο των νέων εργατικών σχέσεων στους χώρους και στους τομείς υλοποίησης των επενδυτικών σχεδίων και, τρίτον, γιατί συνολικότερα θα επιβεβαιώσει ένα αναπτυξιακό και παραγωγικό πρότυπο που θα επιβεβαιώνει το «μονόδρομο» του καπιταλιστικού δρόμου.

Σήμερα, απέναντι στη συνολική επίθεση που δέχονται λαός και εργατική τάξη, βασικός κόμβος της οποίας είναι το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, είναι αναγκαίο να συνολικοποιηθούν οι αντιστάσεις. Η πάλη ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις μπορεί να αποτελέσει σταθμό του λαϊκού και εργατικού κινήματος και μάλιστα με δύο αλληλοσυμπληρωνόμενες πλευρές. Η μία είναι αυτή των εργατικών αντιστάσεων στις ΔΕΚΟ και στους χώρους υλοποίησης των όποιων «επενδύσεων» και η άλλη αυτή των κοινωνικών και τοπικών αντιστάσεων, ειδικά στην περιοχή της Αττικής, απέναντι στα φαραωνικά και καταστροφικά σχέδια, όπως η δήθεν αξιοποίηση του χώρου του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού από τον Όμιλο Λάτση. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η σύνδεσή τους με ένα πολιτικό κίνημα αντίστασης και ανατροπής της αντιλαϊκής πολιτικής των Μνημονίων, της ΕΕ και του ΔΝΤ.

Notes:
  1. Απόσπασμα από το κείμενο συμφωνίας της «Συνόδου για το Ευρώ», Βρυξέλλες, 12-7-2015.