Στο άρθρο αυτό επιχειρείται η παρουσίαση και η κριτική εξέταση ορισμένων κομβικών ιδεών του εμβληματικού βιβλίου του Γκουστάβο Γκουτιέρρες Θεολογία της απελευθέρωσης. Έμφαση δίνεται στην κριτική που ασκεί ο συγγραφέας στις κυρίαρχες εκμεταλλευτικές σχέσεις, καθώς και στον ρόλο της Καθολικής Εκκλησίας στη συγκάλυψη και υπεράσπισή τους. Παρουσιάζεται η αντίληψη του Γκουτιέρρες για την κοινωνική απελευθέρωση και το συνταίριασμα που επιχειρεί μεταξύ αυτής και του ευαγγελικού μηνύματος της σωτηρίας. Επίσης, αναδεικνύονται ορισμένες αντιφάσεις που προκύπτουν από την προσπάθειά του να στοχαστεί με ειλικρίνεια ως επαναστάτης, παραμένοντας ταυτόχρονα θεολόγος-θιασώτης των ιδεών και ιδανικών του χριστιανισμού.

Μια θεολογία υπέρ των φτωχών

Η Θεολογία της απελευθέρωσης είναι ένα από τα πλέον πολιτικοποιημένα και ριζοσπαστικά χριστιανικά ρεύματα του 20ού αιώνα, με κύριους θεμελιωτές του τους θεολόγους Gustavo Gutiérrez Merino, Leonardo Boff, Jon Sobrino, Juan Luis Segundo και Juan Carlos Scannone.

Η διαμόρφωσή της επηρεάστηκε σημαντικά από τη Β’ Σύνοδο του Βατικανού (1962-1965) στην οποία υιοθετήθηκε το κοινωνικό δόγμα της Καθολικής Εκκλησίας. Καθοριστική στιγμή στη γέννηση του ρεύματος αποτέλεσε η Β’ Σύνοδος των Επισκόπων της Λατινικής Αμερικής το 1968 στο Μεντεγίν της Κολομβίας. Συμμετέχοντας στη σύνοδο αυτή ο νεαρός τότε Περουβιανός ιερέας Γκουστάβο Γκουτιέρρες, παρουσίασε απόψεις που αποτέλεσαν τον πυρήνα των ιδεών της Θεολογίας της απελευθέρωσης.

Οι εκπρόσωποι της Θεολογίας της απελευθέρωσης έχοντας ως θεμέλιο των ιδεών τους την Αγία Γραφή, εμπλούτισαν τη σκέψη τους με ευρύ φάσμα ριζοσπαστικών αντιλήψεων από τον χώρο της φιλοσοφίας, της πολιτικής οικονομίας και της κοινωνιολογίας, με ισχυρή βεβαίως την επιρροή στο έργο τους της μαρξιστικής θεωρίας για την πάλη των τάξεων και την προλεταριακή επανάσταση.

Ιδιαίτερη προσοχή έδωσαν στην κατάσταση της Λατινικής Αμερικής, μελετώντας τόσο τις εσωτερικές κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές συνθήκες της ηπείρου, όσο και τη διεθνή της θέση, τη σχέση της με τις κυρίαρχες καπιταλιστικές δυνάμεις του πλανήτη.

Οι εκπρόσωποι της Θεολογίας της απελευθέρωσης επιχείρησαν να προσδώσουν στη θεολογική σκέψη πολιτική διάσταση, οραματιζόμενοι μια χριστιανική Εκκλησία έμπρακτα και μαχητικά στρατευμένη στην υπεράσπιση των φτωχών και καταπιεσμένων. Κινήθηκαν, συνακόλουθα, εκτός των παραδοσιακών ορίων της επίσημης Καθολικής Εκκλησίας και προκάλεσαν αναπόφευκτα την εχθρότητα της ηγεσίας της. Επί Πάπα Ιωάννη-Παύλου Β΄ ο καρδινάλιος Ράτσινγκερ, που ορίστηκε επικεφαλής της Συνόδου του Δόγματος της Πίστης, ανέλαβε ενεργητική δράση εναντίον τους.

Σε μια διάλεξή του στο Βατικανό τον Σεπτέμβριο του 1983 ο Ράτσινγκερ δήλωνε για το ρεύμα αυτό: «Η ανάλυση του φαινομένου της Θεολογίας της απελευθέρωσης αναδεικνύει πασιφανώς έναν θεμελιώδη κίνδυνο για την εκκλησιαστική πίστη. […] Ο κόσμος ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της πάλης των τάξεων. […] Ο “λαός” με αυτό τον τρόπο μετατρέπεται σε μία έννοια αντίθετη προς αυτή της “ιεραρχίας” και αντιθετική σε όλους τους θεσμούς οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως δυνάμεις καταπίεσης» (Lemoine, 2013).

Η Θεολογία της απελευθέρωσης, ως ρεύμα χριστιανικής θεολογικής σκέψης αλλά και, κατά κάποιον τρόπο, ως πολιτικό κίνημα,1 πλησίασε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τις ιδέες και τα ιδανικά του μαρξισμού και της επαναστατικής Αριστεράς. Το έκανε, ωστόσο, παραμένοντας στο πλαίσιο της χριστιανικής πίστης, θεωρώντας την Αγία Γραφή υπέρτατη πηγή αλήθειας και κατανόησης του κόσμου (για την ιστορική πορεία της Θεολογίας της απελευθέρωσης βλ, Γουνόπουλος [2015]). Από αυτή τη σκοπιά η Θεολογία της απελευθέρωσης αποτελεί για τους μαρξιστές και την Αριστερά ένα προνομιακό παράδειγμα εξέτασης της δυνατότητας του χριστιανισμού να ενεργοποιήσει, να εμπνεύσει και να καθοδηγήσει ριζοσπαστικές στάσεις προς την πραγματικότητα με στόχο την επαναστατική αλλαγή της.

1. Όχι τυχαία ο Camilo Torres, Καθολικός ιερέας και σοσιαλιστής επαναστάτης, που σκοτώθηκε πολεμώντας στις γραμμές του αντάρτικου στρατού της Κολομβίας ELN, εμφορούνταν από τις ιδέες της Θεολογίας της απελευθέρωσης.

Στο άρθρο μας θα επιχειρήσουμε την ανάλυση ορισμένων ιδεών από ένα θεμελιώδες έργο του ρεύματος αυτού, την Teologia de la liberación. Perspectivas (Θεολογία της απελευθέρωσης. Προοπτικές) του Γκουστάβο Γκουτιέρρες, στην ελληνική του έκδοση (2012), δίνοντας έμφαση στον τρόπο με τον οποίο επιχειρείται η θεμελίωση στις χριστιανικές ιδέες του αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση. Επίσης, θα προσπαθήσουμε να αποτιμήσουμε τον βαθμό επιτυχίας του εγχειρήματος, αναδεικνύοντας ορισμένες κεντρικές και σημαντικές δυσκολίες και αντιφάσεις που το χαρακτηρίζουν. Θεωρούμε ότι η ανάλυσή μας αυτή θα εντοπίσει και ορισμένα κρίσιμα προβλήματα που προκύπτουν, όταν τίθεται το ζήτημα του διαλόγου μεταξύ μαρξιστών και χριστιανών και της ενδεχόμενης συνάντησής τους σε αγώνες για την κοινωνική χειραφέτηση (βλ. Λεβί & Αθανασίου, 2013).

Καταγγέλλοντας την κυρίαρχη πραγματικότητα

Χρειάζεται πρώτα απ’ όλα να επισημάνουμε ότι το εν λόγω έργο του Γκουτιέρρες δημοσιεύτηκε το 1971 και απηχεί μια εξαιρετικά ριζοσπαστική στροφή στην κοινωνική συνείδηση των λαών της Λατινικής Αμερικής, συνυφασμένη με την ευρύτερη παγκόσμια ανάταση των επαναστατικών κινημάτων ενάντια στον καπιταλισμό και τη νεοαποικιοκρατία. Όχι τυχαία, σημαντικό μέρος του είναι αφιερωμένο στην κριτική της κυρίαρχης πραγματικότητας στις χώρες της Λατινικής Αμερικής.

Ο Γκουτιέρρες υιοθετεί τη θεωρία της εξάρτησης των χωρών της Λατινικής Αμερικής από τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, επισημαίνοντας ταυτόχρονα την αποτυχία όλων των αναπτυξιοκρατικών πολιτικών που εφαρμόστηκαν μέχρι τότε από τις τοπικές κυβερνήσεις. Την ίδια στιγμή αποφεύγει την αναγωγή του κοινωνικού προβλήματος απλώς σε μια εξωτερική σχέση κέντρου- περιφέρειας, τονίζοντας ότι «[…] η θε- ωρία της εξάρτησης θα έχανε το στόχο της […] αν δεν ενέτασσε την ανάλυσή της στο πλαίσιο της πάλης των τάξεων που διεξάγεται σε παγκόσμιο επίπεδο» (2012: 207). Ο Γκουτιέρρες θεωρεί ότι η δυναμική της παγκόσμιας οικονομίας οδηγεί ταυτόχρονα στη δημιουργία περισσότερου πλούτου για τους λίγους και μεγαλύτερης φτώχειας για τους πολλούς. Γι’ αυτό και διατυπώνει την άποψη ότι «[…] η αυτόνομη ανάπτυξη της Λατινικής Αμερικής δεν είναι βιώσιμη μέσα στο πλαίσιο του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος» (2012: 207).

Ο Γκουτιέρρες εστιάζει την προσοχή στο γεγονός ότι η πλειονότητα του πληθυσμού της Λατινικής Αμερικής βρίσκεται σε κατάσταση αβάσταχτης φτώχειας και αλλοτρίωσης. Η φτώχεια είναι μια «κατάσταση θανάτου», μιας και συνεπάγεται έλλειψη τροφής και στέγης, αδυναμία σωστής φροντίδας σε θέματα υγείας και παιδείας, εργασιακή εκμετάλλευση, μόνιμη ανεργία κ.λπ. (2012: 26). Η κατάσταση αυτή καθιστά επιτακτική ανάγκη την αναζήτηση ενός δρόμου που οδηγεί στην οικονομική και κοινωνική απελευθέρωση.

Η κριτική στάση του Γκουτιέρρες απέναντι στην πραγματικότητα που βίωναν οι λαοί της Λατινικής Αμερικής επεκτείνεται και στην Καθολική Εκκλησία, τη χριστιανική κοινότητα και θεολογία, στην κοινωνική θέση και τον ρόλο τους στην ήπειρο αυτή. Όπως ο ίδιος δηλώνει καυστικά, «[…] ένα ευρύ τμήμα της Εκκλησίας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, έχει σχέσεις με όλους όσους κατέχουν σήμερα την οικονομική και πολιτική εξουσία στον κόσμο. Είτε ανήκει στους πλούσιους λαούς που ασκούν καταπίεση είτε στις φτωχές χώρες –όπως είναι οι λατινοαμερικάνικες– το τμήμα αυτό της Εκκλησίας έχει σχέσεις με τις κοινωνικές τάξεις που ασκούν την καταπίεση» (2012: 177).

Σε άλλο σημείο αναφέρει τα εξής: «[…] Η Εκκλησία σχετίζεται στενά με το υπάρχον κοινωνικό σύστημα. Συνεπώς, συμβάλλει στη διαμόρφωση σε πολλά κράτη μιας “χριστιανικής τάξης πραγμάτων” και προσδίδει έναν κάποιο ιερό χαρακτήρα σε μια κατάσταση αλλοτρίωσης και κατάφωρης βίας: αυτής που ασκούν οι ισχυροί στους αδύνατους. Η προστασία που απολαμβάνει η επίσημη Εκκλησία εκ μέρους των κοινωνικών τάξεων που καρπώνονται τον πλούτο και υπεραμύνονται του καπιταλιστικού συστήματος που κυριαρχεί στη Λατινική Αμερική, την έχει κάνει κομμάτι του συστήματος και έχει καταστήσει το χριστιανικό μήνυμα συστατικό της κυρίαρχης ιδεολογίας» (2012: 439).

Η στάση αυτή του Γκουτιέρρες συνιστά σπάνια περίπτωση ειλικρινούς αναγνώρισης από έναν ιερέα και θεολόγο της οργανικής συμμετοχής της Εκκλησίας στο σύστημα της κοινωνικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Ο Γκουτιέρρες επισημαίνει με σαφήνεια το γεγονός ότι ο θεολογικός λόγος λειτουργούσε στην κατεύθυνση της συγκάλυψης των κοινωνικών αντιθέσεων: «Η θεολογία μοιάζει να απέφευγε για πολύ καιρό να στοχαστεί τον συγκρουσιακό χαρακτήρα της ανθρώπινης ιστορίας, τη διαμάχη μεταξύ ανθρώπων, κοινωνικών ομάδων και χωρών» (2012: 146). Αλλού αναφέρει: «[…] Μέναμε ευχαριστημένοι με μια προσεγγιστική, ηθικοπλαστική και “εξανθρωπιστική” θεώρηση της πραγματικότητας, εις βάρος μιας επιστημονικής, αντικειμενικής και δομικής γνώσης των κοινωικοοικονομικών μηχανισμών και της ιστορικής δυναμικής. Γι’ αυτό συνεπώς, δόθηκε μεγαλύτερη βαρύτητα στην προσωπική και συμφι- λιωτική παράμετρο του ευαγγελικού μηνύματος παρά στην πολιτική και συγκρουσιακή διάστασή του» (2012: 160).

Το Ευαγγέλιο στην υπηρεσία της επανάστασης

Στο φόντο των παραπάνω διαπιστώσεων ο Γκουτιέρρες αναζητά έναν νέο ρόλο της θεολογίας και της χριστιανικής κοινότητας στη Λατινική Αμερική, εισηγούμενος ιδέες που θεμελιώνουν μια θεολογία στρατευμένη στον αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση. Ο Γκουτιέρρες εκκινεί από τη διαπίστωση ότι αρκετοί χριστιανοί στη Λατινική Αμερική έχουν ήδη στρατευτεί στον αγώνα για την απελευθέρωση των λαών, αντιλαμβανόμενοι ότι «αυτή η απελευθέρωση προϋποθέτει αναγκαστικά τη ρήξη με την υφιστάμενη κατάσταση, δηλαδή μια κοινωνική επανάσταση» (2012: 218).

Ο Γκουτέρρες κάνει συχνές αναφορές στα συμπεράσματα της Β’ Συνόδου των επισκόπων στο Μεντεγίν, στα οποία καταγράφεται σαφώς η επαναστατική διεργασία των λαών της ηπείρου, ενώ αναγνωρίζεται ότι η κοινωνική απελευθέρωση συνιστά έκφραση της απελευθέρωσης από την αμαρτία. Επίσης, αναφέρεται σε κείμενα ομάδων ιερέων από διαφορετικές χώρες της ηπείρου, στα οποία καταγγέλλεται η κοινωνική αδικία, ενώ ο καπιταλισμός παρουσιάζεται ως αντιχριστιανικός.

Κατά τον Γκουτιέρρες, αποστολή της χριστιανικής θεολογίας θα πρέπει να είναι η ανάδειξη του δεσμού μεταξύ της σωτηρίας και της ιστορικής διαδικασίας της ανθρώπινης απελευθέρωσης. Η θεολογία θα πρέπει να υπερασπίζεται τους αγώνες των φτωχών, καταπιεσμένων και περιθωριοποιημένων ανθρώπων για κοινωνική απελευθέρωση: «Η συμμετοχή στη διαδικασία της απελευθέρωσης είναι το απαράκαμπτο και προνομιακό υπόβαθρο της σύγχρονης χριστιανικής ζωής και σκέψης» (2012: 161).

Η στάση αυτή προκύπτει από την άποψη του Γκουτιέρρες ότι η κατάσταση αλλοτρίωσης, η αδικία και εκμετάλλευση που επικρατούν στη Λατινική Αμερική είναι ασύμβατες με τη Βασιλεία του Θεού, κάτι που η χριστιανική θεολογία πρέπει οπωσδήποτε να αποκαλύπτει. Ο ίδιος αναφέρει ότι «[…] αυτό που παρακινεί τελικά τους χριστιανούς να λάβουν μέρος στην απελευθέρωση των καταπιεσμένων λαών και των κοινωνικών τάξεων που έχουν γίνει αντικείμε- νο εκμετάλλευσης είναι η πεποίθηση της ριζικής ασυμβατότητας μεταξύ των απαιτήσεων του Ευαγγελίου και μιας κοινωνίας άδικης και αλλοτριωτικής» (2012: 269). Την ίδια στιγμή, η αναγκαία καταγγελία της αδικίας θα πρέπει να συνοδεύεται από την απόρριψη κάθε χρήσης του χριστιανισμού για τη νομιμοποίηση της καθεστηκυίας τάξης. Η Εκκλησία θα πρέπει με σαφήνεια να παίρνει το μέρος των καταπιεσμένων και όχι των καταπιεστών.

Ο Γκουτιέρρες οραματίζεται μια Εκ- κλησία των φτωχών και αδύναμων, μαχητικά αλληλέγγυα προς αυτούς. Άλλωστε, όπως αναφέρει, «ο φτωχός είναι ο εκλεκτός όχι γιατί είναι κατ’ ανάγκη ηθικά και θρησκευτικά καλύτερος από τους άλλους, αλλά γιατί ο Θεός είναι ένας Θεός για τον οποίο “οι έσχατοι έσονται πρώτοι”» (2012: 42). Η άποψη αυτή θεμελιώνεται στην ιδέα ότι το ευαγγελικό μήνυμα, προτάσσοντας την αποκατάσταση του διαρραγέντος δεσμού των ανθρώπων με τον Θεό και μεταξύ τους, καθιστά ταυτόχρονα αναγκαία την κριτική στην κοινωνική αλλοτρίωση που βιώνουν οι άνθρωποι, αλλά και τη συμμετοχή των χριστιανών στους κοινωνικούς αγώνες για την υπέρβασή της. Η υπέρβαση μιας κατάστασης αμαρτίας, η έλευση της Βασιλείας του Θεού είναι, κατά τον Γκουτιέρρες, οργανικά συνυφασμένη με την εξάλειψη της φτώχειας και της εκμετάλλευσης, με την απελευθέρωση των καταπιεσμένων ανθρώπων.

Έτσι, λοιπόν, είναι το ίδιο το περιεχόμενο του Ευαγγελίου που ωθεί σε επαναστατική δραστηριότητα: «Στη Λατινική Αμερική, ο κόσμος στον οποίο πρέπει να ζήσει και να εορτάσει την εσχατολογική της ελπίδα η χριστιανική κοινότητα είναι ο κόσμος της κοινωνικής επανάστασης· το έργο της θα καθοριστεί σε σχέση με αυτή. Η αφοσίωσή της στο Ευαγγέλιο δεν της αφήνει άλλη επιλογή: η Εκκλησία πρέπει να είναι το ορατό σημείο της παρουσίας του Κυρίου στην επιθυμία για απελευθέρωση και στον αγώνα για μια κοινωνία πιο ανθρώπινη και πιο δίκαιη» (2012: 432). Μια τέτοια ερμηνεία της χριστιανικής διδασκαλίας αναμφίβολα διευκόλυνε την ένταξη των χριστιανών στα επαναστατικά κινήματα της Λατινικής Αμερική, προσφέροντάς τους πνευματικό-ιδεολογικό κίνητρο για ένα τέτοιο βήμα.

Επανάσταση και χριστιανική εσχατολογία

Πώς αντιλαμβάνεται, όμως, ο Γκουστάβο Γκουτιέρρες το περιεχόμενο της κοινωνικής απελευθέρωσης; Σε αρκετά σημεία του έργου του τάσσεται υπέρ μιας επαναστατικής αλλαγής των κοινωνικών σχέσεων στις χώρες της Λατινικής Αμερικής: «Το να αναζητηθούν βελτιώσεις στο πλαίσιο της σημερινής τάξης έχει αποδειχτεί αδύνατον. […] Μόνο η πλήρης κατάρρευση της παρούσας κατάστασης, ο ριζικός μετασχηματισμός του συστήματος ιδιοκτησίας, η πρόσβαση στην εξουσία των κατώτερων κοινωνικών τάξεων, μια κοινωνική επανάσταση που θα διαρρήξει αυτή την εξάρτηση, μπορούν να επιτρέψουν το πέρασμα σε μια διαφορετική κοινωνία, σε μια σοσιαλιστική κοινωνία· ή τουλάχιστον να κάνουν την ύπαρξή της δυνατή» (2012: 130).

Σε άλλο σημείο αναφέρει: «[…] Το να δώσεις σε κάποιον να φάει ή να πιεί είναι στις μέρες μας πολιτική πράξη: σημαίνει τον μετασχηματισμό μιας κοινωνίας που είναι δομημένη για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα κάποιων λίγων, οι οποίοι σφετερίζονται την υπεραξία της εργασίας των περισσότερων. Αυτός ο μετασχηματισμός πρέπει, συνεπώς, να φτάσει μέχρι τη ριζική αλλαγή της βάσης αυτής της κοινωνίας: την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής» (2012: 355).

Ο Γκουτιέρρες έχει υπόψη μια ριζική αλλαγή η οποία υπερβαίνει την κατάργηση της οικονομικής εξάρτησης της Λατινικής Αμερικής και εκτείνεται σε μια ολική χειραφέτηση των ανθρώπων, ώστε αυτοί να γίνουν δημιουργοί του πεπρωμένου τους. Συνδέει το εγχείρημα της χειραφέτησης με την κατάργηση του καπιταλισμού, την αλλαγή των σχέσεων ιδιοκτησίας σε μια κοινωνία σοσιαλιστική. Προβαίνει μάλιστα στην εξής διαπίστωση: «Ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους που πράγματι ελλοχεύουν κατά την οικοδόμηση του σοσιαλισμού –που είναι επειγόντως απαραίτητος– στη Λατινική Αμερική, είναι η απουσία μιας στέρεης και πρωτότυπης θεωρίας· η πρωτοτυπία αυτή είναι απαραίτητη όχι από μια ανάγκη για καινοτομία αλλά από στοιχειώδη ιστορικό ρεαλισμό» (2012: 212-213).

Όμως, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο Γκουτιέρρες, κάνοντας λόγο για κοινωνική απελευθέρωση και οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, σε ιστορικό χρόνο και τόπο, δεν παύει να σκέπτεται ως χριστιανός θεολόγος και, συνεπώς, να αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη ιστορία υπό το πρίσμα της χριστιανικής εσχατολογίας. Αυτό έχει ως συνέπεια να θεωρεί αναπόδραστα ατελές κι ανολοκλήρωτο κάθε εγχείρημα των ανθρώπων, συμπεριλαμβανόμενων και των αγώνων τους για κοινωνική χειραφέτηση. Η Βασιλεία του Θεού ως αυθεντική χειραφέτηση διατηρεί πάντα το εσχατολογικό της περιεχόμενο και μπορεί να καταστεί πλήρως δυνατή μόνο στο μεταφυσικό «τέλος του χρόνου». Όπως διευκρινίζει ο Γκουτιέρρες, η πρόοδος των ανθρώπων στη διαδικασία απελευθέρωσης «δεν θα μπορέσει μόνη της να κόψει τις ρίζες της καταπίεσης, της εκμετάλλευσης ανθρώπων από ανθρώπους, παρά μόνο με την έλευση της Βασιλείας, που είναι πάνω από όλα δωρεά» (2012: 326).

Σε άλλα σημεία αναφέρει: «Οι εσχατολογικές επαγγελίες εκπληρώνονται στον ρου της ιστορίας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ταυτίζονται πλήρως με συγκεκριμένες κοινωνικές πραγματικότητες· το απελευθερωτικό τους έργο ξεπερνά τα όρια των καταστάσεων που μπορούν να προβλεφθούν και αγγίζει δυνατότητες που δεν είχαμε καν υποψιαστεί. Η απόλυτη συνάντηση με τον Κύριο θα θέσει τέρμα στην ιστορία, αλλά ήδη πραγματοποιείται μερικώς στην ιστορία» (2012: 308). «Αυτό το κήρυγμα θα μας κάνει, από τη μία, να δούμε σε κάθε πραγμάτωση της αδελφοσύνης και της δικαιοσύνης μεταξύ των ανθρώπων ένα σταθμό προς την πλήρη κοινωνία μεταξύ τους και, ταυτόχρονα, τον ατελή και προσωρινό χαρακτήρα κάθε ανθρώπινου επιτεύγματος, οποιοδήποτε και αν είναι αυτό» (2012: 451).

Όπως διαπιστώνουμε, η χριστιανική σκέψη δεν αναφέρεται τελικά σε αυτό που μπορούν να επιτύχουν μέσα στην ιστορία οι άνθρωποι (αυτό το έχουν κάνει ποικίλες κοινωνικές-πολιτικές θεωρίες, το έκανε με μεγάλη επιτυχία ο μαρξισμός), αλλά σε αυτό που δεν μπορούν να επιτύχουν, στην ατέλεια των ανθρώπινων επιτευγμάτων. Η έμφαση σε αυτή την ατέλεια είναι αναπόφευκτη, δεδομένου ότι σε κάθε άλλη περίπτωση θα ακυρωνόταν η σημασία του μεταφυσικού εσχατολογικού τέλους της Βασιλείας του Θεού, η αναγκαιότητα αναφοράς και προσήλωσης σε αυτό. Η ιστορία λοιπόν, κατά τον Γκουτιέρρες, έχει εσχατολογικό χαρακτήρα. Σε αυτή αποκαλύπτεται το σχέδιο του Θεού, το οποίο οδηγεί τον κόσμο σε συγκεκριμένο τέλος: «Ο Θεός όχι απλώς δημιουργεί εν αρχή τον κόσμο, αλλά το κάνει με κάποιο σκοπό» (2012: 82).

Ο Γκουτιέρρες είναι σαφής: «Η επαγγελία αποκαλύπτεται, αμφισβητεί και πραγματώνεται σε όλο τον ρου της ιστορίας. Η επαγγελία είναι αυτή που προσανατολίζει όλη την ιστορία προς το μέλλον, θέτοντας έτσι την Αποκάλυψη σε εσχατολογική προοπτική. Η ανθρώπινη ιστορία δεν είναι παρά η ιστορία της σταδιακής, πολυτάραχης και αιφνίδιας εκπλήρωσης της επαγγελίας» (2012: 294).

Μέσα στην ιστορία ενεργεί ο Θεός. Η ιστορία είναι τελικά το δικό του δημιούργημα: «Η εσχατολογική σκέψη τείνει πάντα προς αυτά που πρόκειται να έρθουν, προς μια νέα ενέργεια του Θεού. Η ελπίδα για νέες ενέργειες του Θεού βασίζεται στην “αφοσίωση” του Θεού: στη σταθερότητα της αγάπης του για τον λαό του, η οποία εκφράζεται με τις πρωτοβουλίες που έχει πάρει υπέρ του» (2012: 299-300). «Η δράση του Θεού στην ιστορία και η δράση του στο τέλος της ιστορίας είναι λοιπόν αδιαίρετες» (2012: 302).

Θα πρέπει εδώ να επισημάνουμε ότι ο Γκουτιέρρες, δεδομένου ότι σκέφτεται ως χριστιανός θεολόγος, παραμένει αναπόφευκτα εγκλωβισμένος σε μια μεταφυσική-εσχατολογική αντίληψη της ιστορίας, σύμφωνα με την οποία το τέλος αυτής είναι προκαθορισμένο. Ποιο είναι όμως αυτό το «τέλος»;

Τόσο ο Γκουτιέρρες όσο και η χριστιανική διδασκαλία, εν γένει, αδυνατούν να δώσουν σαφή απάντηση στο ερώτημα αυτό, να εξηγήσουν τι ακριβώς θα σημαίνει για την ανθρώπινη κοινωνία η έλευση της Βασιλείας του Θεού, σε τι θα διαφέρει αυτή η κατάσταση από την κοινωνική απελευθέρωση και πρόοδο που έχουν τη δυνατότητα να επιτύχουν οι άνθρωποι με δικές τους προσπάθειες. Δεδομένου ότι πρόκειται για ένα μεταφυσικό «τέλος», το οποίο θα προκύψει από θείες και όχι ανθρώπινες ενέργειες, το περιεχόμενό του δεν μπορεί παρά να είναι αναπόδραστα ακατάληπτο. Κάθε εσχατολογική αναφορά στο μέλλον, ως αναφορά σε ένα απόλυτο-μεταφυσικό τέλος του παντός, ένα τέλος προκαθορισμένο από μια υπερβατική «θεία πρόνοια», δεν μπορεί να μην είναι αφηρημένη, απροσδιόριστη ως προς το περιεχόμενό της και εντέλει ακατάληπτη.

Ο Γκουτιέρρες εμφανίζεται εγκλωβισμένος στην αντίφαση που προκύπτει, αφενός από την ειλικρινή προσπάθειά του να αναγνωρίσει και να στηρίξει την ιστορική πρωτοβουλία των φτωχών και καταπιεσμένων της Λατινικής Αμερικής η οποία αποσκοπεί στην επαναστατική οικονομική και κοινωνική απελευθέρωσή τους και αφετέρου από τη χριστιανική άποψή του περί προκαθορισμού της σωτηρίας, περί θείας κατεύθυνσης της ιστορίας σε προκαθορισμένο τέλος. Αν όμως στην ιστορία αποκαλύπτεται το σχέδιο του Θεού, αν το αποτέλεσμα της ιστορίας είναι προκαθορισμένο τότε σε τι μπορεί να συνίσταται η ελευθερία των ανθρώπων, τι απομένει να καθοριστεί από την ανθρώπινη δραστηριότητα, τις σκέψεις, πρωτοβουλίες, προσπάθειες και συγκρούσεις των ανθρώπων;

Το ερώτημα αυτό έχει και μια άλλη κρίσιμη διάσταση. Αν το τέλος της ιστορίας είναι εσχατολογικής φύσεως, μεταφυσικά προκαθορισμένο από μια θεία δύναμη, τότε δεν είναι και δεν μπορεί να είναι ιστορικά συγκεκριμένο, και συνεπώς δεν μπορεί να πει στους ανθρώπους πώς πρέπει να δράσουν μέσα σε συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες, δεν μπορεί να τους προσφέρει κανένα κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό σχέδιο δράσης. Τέτοιο σχέδιο δράσης δεν πρόσφερε ποτέ ο χριστιανισμός όπως άλλωστε και καμία άλλη θρησκεία.

Γι’ αυτό και η συγκεκριμένη ιστορική δραστηριότητα των ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων των χριστιανών, υλοποιούνταν και υλοποιείται πάντα κάτω από καθαρά κοσμικά ιδεώδη, ιδεολογίες και στρατηγικές. Γι’ αυτό και οι ίδιοι οι χριστιανοί ως εμπλεκόμενοι σε ιστορικά συγκεκριμένες συγκρουσιακές διαδικασίες της κοινωνικής και πολιτικής ζωής ενεργούσαν πάντα κάτω από διαφορετικά –και επιπλέον αντίθετα μεταξύ τους– προγράμματα και όχι κάτω από τις ιδέες του χριστιανισμού, έστω κι αν διακατέχονταν από την ψευδαίσθηση ότι έπρατταν κάτι τέτοιο.

Δεν ήταν ο χριστιανισμός ή κάποια άλλη θρησκεία που πρόσφεραν στους ανθρώπους συγκεκριμένη αντίληψη της δυνατότητας και του περιεχομένου της κοινωνικής απελευθέρωσης. Αυτό το έκανε –μεταξύ άλλων επαναστατικών θεωριών– με τη μεγαλύτερη επιτυχία ο μαρξισμός. Η μαρξιστική θεωρία έδωσε ιστορικό νόημα και προσανατολισμό στους αγώνες των εργαζομένων για κοινωνική απελευθέρωση. Ήταν αυτή που επηρέασε αποφασιστικά τα επαναστατικά εγχειρήματα του 20ού αιώνα και υπό την επίδραση της οποίας και η χριστιανική θεολογική σκέψη –στην περίπτωση της Θεολογίας της απελευθέρωσης– άρχισε να κινείται σε επαναστατικές ατραπούς.

Το ζήτημα της αμαρτίας

Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η χριστιανική εσχατολογική αντίληψη της ιστορίας από την οποία εμφορείται ο Γκουτιέρρες είναι παραμορφωτική. Παραμορφώνει την ανθρώπινη ιστορία και εμποδίζει επί της ουσίας την κατανόησή της. Ας δούμε εδώ το κρίσιμο ζήτημα πώς, δηλαδή, γίνεται αντιληπτή η αιτία της κοινωνικής αλλοτρίωσης, η οποία ταυτίζεται με την αμαρτία.

Ο Γκουτιέρρες αναφέρει ότι «το να αμαρτάνεις σημαίνει πράγματι ότι αρνείσαι να αγαπήσεις τους άλλους και κατ’ επέκταση, τον ίδιο τον Κύριο. Η αμαρτία, που καταργεί τη φιλία με τον Θεό και τον πλησίον, είναι για τη Βίβλο η υπέρτατη αιτία της φτώχειας, της αδικίας και της καταπίεσης την οποία βιώνει η ανθρωπότητα. Το να πούμε ότι αποτελεί την υπέρτατη αιτία δεν σημαίνει επ’ ουδενί ότι αρνούμαστε τις δομικές αιτίες και τους αντικειμενικούς λόγους αυτών των καταστάσεων. Θέλουμε όμως να τονίσουμε ότι τα πράγματα δεν συμβαίνουν έτσι από τύχη, αλλά ότι πίσω από μια άδικη δομή υπάρχει η προσωπική και συλλογική ευθύνη για όλα, μια διάθεση απόρριψης του Θεού και των άλλων» (2012: 146-147).

Γιατί όμως επήλθε αυτή η ρήξη των ανθρώπων με τον Θεό και μεταξύ τους; Γιατί τελικά αμάρτησαν και αμαρτάνουν οι άνθρωποι; Τόσο ο Γκουτιέρρες όσο και ο χριστιανισμός, εν γένει, δεν απαντούν στο ερώτημα αυτό. Χωρίς να μπορούν να προσδιορίσουν με ιστορικούς όρους τις απαρχές της αμαρτίας, της ρήξης των ανθρώπων τον Θεό και μεταξύ τους, εκλαμβάνουν την αμαρτία ως δεδομένη. Το εξαιρετικά κρίσιμο ερώτημα πώς προέκυψε ιστορικά η αμαρτία παραμένει αναπάντητο από τη χριστιανική σκέψη.

Η εξήγηση που επιχειρείται να δοθεί για το φαινόμενο της αμαρτίας καταφεύγει στην ιδέα της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου. Όπως επισημαίνει ο Γκουτιέρρες, «[…] η ιστορία είναι το πεδίο όπου τα ανθρώπινα όντα –τα οποία πλάστηκαν ελεύθερα σύμφωνα με το θέλημα του Θεού– πραγματώνονται ως άτομα και στο οποίο, σε τελικά ανάλυση, λένε ένα ναι ή ένα όχι στη σωτηριώδη βούληση του Πατέρα» (2012: 71). «Η ελευθερία που καλούμαστε να απολαύσουμε προϋποθέτει την έξοδο κάποιου από τον εαυτό του, την κατάρρευση του εγωισμού του και όλου του οικοδομήματος που τον κρατά δέσμιό του. Αυτή η ελευθερία βασίζεται στο άνοιγμά μας προς τους άλλους» (2012: 147).

Δεδομένου ότι ο άνθρωπος πλάστηκε ελεύθερος και συνεπώς έχει τη δυνατότητα επιλογής, τελικά η απομάκρυνσή του από τον Θεό και η ρήξη των δεσμών του με τους άλλους ανθρώπους δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της ελεύθερης επιλογής του, μια ενέργεια της βούλησής του. Μιας βούλησης που στη χριστιανική σκέψη παρουσιάζεται απολύτως ανεξάρτητη από ιστορικο-κοινωνικούς και πολιτισμικούς καθορισμούς, απολύτως δεδομένη σε κάθε εποχή, απολύτως αφηρημένη.

Όταν όμως ο Γκουτιέρρες και η χριστιανική σκέψη κάνουν λόγο για την ελευθερία του ανθρώπου παραγνωρίζουν εμφανώς ορισμένες κρίσιμες εξαρτήσεις του τελευταίου: το γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι πρωτίστως ένα σώμα και συνεπώς είναι πάντα εξαρτημένος από τις φυσικές του ανάγκες, αλλά και από το φυσικό του περιβάλλον, από τις δυνατότητες και τους κινδύνους που αυτό ενέχει για τη φυσική του ύπαρξη. Όπως παραγνωρίζουν το γεγονός ότι ο άνθρωπος στην αφετηρία της ιστορίας του ήταν παντελώς υποταγμένος στη φύση, εγκλωβισμένος για μεγάλο διάστημα της ιστορίας του σε ένα αδυσώπητο αγώνα με αυτήν για την επιβίωσή του. Επίσης παραγνωρίζουν το γεγονός ότι ο αγώνας των ανθρώπων με τη φύση για την επιβίωση γεννούσε αναπόφευκτα και τον αγώνα των ανθρώπων μεταξύ τους, για την καλύτερη ικανοποίηση των αναγκών των μεν σε βάρος των δε.

Παραγνωρίζει, λοιπόν, η χριστιανική σκέψη ότι η βούληση των ανθρώπων δεν ήταν ποτέ αφηρημένα «ελεύθερη». Ελεύθερη άρχισε να γίνεται μέσα στην ιστορία σε συνάρτηση με την ανάπτυξη της εργασίας, των μέσων παραγωγής, την πρόοδο των κοινωνικών σχέσεων και τη σταδιακή απελευθέρωση των ανθρώπων από αυτό που ο Μαρξ αποκαλούσε «βασίλειο της αναγκαιότητας».

Η χριστιανική σκέψη αντιλαμβάνεται παραμορφωτικά την ιστορία δεδομένου ότι στο φαινόμενο της κοινωνικής αποξένωσης και του ανταγωνισμού αδυνατεί να αναγνωρίσει μια ιστορική κατάσταση που προέκυψε από αντικειμενικούς παράγοντες, από τον αντικειμενικό χαρακτήρα της αφετηριακής σχέσης των ανθρώπων με τη φύση και μεταξύ τους σε έναν αγώνα για επιβίωση. Όπως, επίσης, αδυνατεί να αναγνωρίσει και τα προοδευτικά χαρακτηριστικά της διαδικασίας αποξένωσης, η οποία ήταν συνυφασμένη με την ανάπτυξη των σχέσεων ιδιωτικής ιδιοκτησίας.

Ο Γκουτιέρρες, ως χριστιανός θεολόγος, αντιλαμβάνεται την αποξένωση ως διάρρηξη του δεσμού με τον Θεό και ως τέτοια την καταγγέλλει. Αυτό όμως που δεν μπορεί να αντιληφθεί είναι ότι η αποξένωση είχε ιστορικά προοδευτικό χαρακτήρα, ότι δηλαδή η εμφάνιση και ανάπτυξη της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και των ταξικών σχέσεων, σε συνάρτηση με τη διάλυση των αφετηριακών φυσικών δεσμών μεταξύ των ανθρώπων (των δεσμών αίματος μέσα στην πρωτόγονη κοινότητα), έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοινωνίας, στην ανάπτυξη των κατεξοχήν κοινωνικών-εργασιακών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων. Οι ιστορικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης με τις αντίστοιχες σχέσεις ανταγωνισμού αλλά και συλλογικότητας των ανθρώπων ήταν το αποτέλεσμα όχι κάποιας αφηρημένης «ελεύθερης» βούλησης, αλλά ιστορικά αναγκαίες μορφές εξόδου των ανθρώπων από τη φύση, από την άμεση υποταγή τους σε αυτήν, και σταδιακής ανάπτυξης του πολιτισμού, οικοδόμησης της ίδιας της κοινωνικότητάς τους.

Και βεβαίως με βάση τα παραπάνω ο σκοπός της απελευθέρωσης, της υπέρβασης της αλλοτρίωσης και κοινωνικής ενοποίησης της ανθρωπότητας δεν ήταν και δεν θα μπορούσε να είναι προκαθορισμένος. Ως συγκεκριμένος σκοπός (ως θεωρία, ιδεολογία και στρατηγική των κοινωνικών αγώνων) ήταν το αποτέλεσμα της συνειδητοποίησης από τους ανθρώπους των δυνατοτήτων που δημιουργήθηκαν μέσα στην ίδια τους την ιστορία –διαμέσου της ανάπτυξης των παραγωγικών τους δυνάμεων και του πολιτισμού– για την ανατροπή και υπέρβαση των ταξικών σχέσεων.

Ταξική πάλη και χριστιανική αγάπη

Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο Γκουτιέρρες προσπάθησε με ειλικρίνεια να συνδέσει τη χριστιανική διδασκαλία με τον ιστορικό αγώνα των λαών για κοινωνική απελευθέρωση και σε αυτό συνίσταται ο θετικός ιστορικός του ρόλος. Τάχθηκε με το μέρος των φτωχών και καταπιεσμένων υποστηρίζοντας την ανάγκη για ασυμβίβαστο αγώνα με στόχο την επαναστατική απελευθέρωσή τους. Ο Γκουτιέρρες αναγνώρισε τη σημασία των κοινωνικών αντιθέσεων, της ταξικής πάλης, της σύγκρουσης των λαών με τους εκμεταλλευτές τους.

Είναι χαρακτηριστική η παρακάτω δήλωσή του: «Αυτή η ριζοσπαστικοποίηση μάς έκανε να αντιληφθούμε ξεκάθαρα ότι η κυριαρχία του πολιτικού είναι κατ’ ανάγκη συγκρουσιακή. Πιο συγκεκριμένα, το κτίσιμο μιας δίκαιης κοινωνίας προϋποθέτει την αναμέτρηση –στην οποία η βία είναι παρούσα με διαφορετικούς τρόπους– ανάμεσα σε ομάδες ανθρώπων με διαφορετικά συμφέροντα και απόψεις, προϋποθέτει την υπέρβαση όλων των εμποδίων που δεν επιτρέπουν την επίτευξη πραγματικής ειρήνης ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα» (2012: 159). Μάλιστα, είδε κριτικά τη στάση της Εκκλησίας που αποσκοπούσε στη συγκάλυψη των αναθέσεων και την αποφυγή της σύγκρουσης: «[…] Στα χριστιανικά περιβάλλοντα δεν είμαστε και πολύ συνηθισμένοι να σκεπτόμαστε με όρους συγκρουσιακούς και ιστορικούς. Αντί για την αντιπαράθεση προτιμούμε μια ειρηνική συμφιλίωση, αντί για την προσωρινότητα διαφεύγουμε στην αιωνιότητα. Πρέπει να μάθουμε να ζούμε και να σκεφτόμαστε την ειρήνη μέσα από τη διένεξη, το τελικό εντός του ιστορικού» (2012: 259-260).

Ο Γκουτιέρρες δεν έκρυψε και τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της χριστιανικής κοινότητας: «[…] Επιπλέον η πόλωση αυτών των επιλογών και η σκληρότητα των συνθηκών κατατάσσουν ορισμένους χριστιανούς στους καταπιεσμένους και καταδιωγμένους και άλλους στους καταπιεστές και διώκτες, κατατάσσουν ορισμένους στους βασανιζόμενους και άλλους στους βασανιστές ή σε εκείνους που επιτρέπουν την ύπαρξη βασανιστηρίων. Αυτό έχει ως συνέπεια μια σοβαρή και ριζική σύγκρουση των χριστιανών που υφίστανται τις αδικίες και την εκμετάλλευση με εκείνους που ωφελούνται από την καθεστηκυία τάξη» (2012: 260-261).

Στο έργο που εξετάζουμε ο Γκουτιέρρες επιδιώκει να στοχαστεί ως επαναστάτης που αγωνίζεται για το δίκαιο των καταπιεσμένων. Ως εκ τούτου, αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να τα έχει καλά με όλους τους ανθρώπους, ούτε καν με όλους τους χριστιανούς. Όμως, χωρίς να το θέλει αποκαλύπτει το γεγονός ότι ο χριστιανός που επιδιώκει να ζήσει και να αγωνιστεί ως επαναστάτης χρειάζεται να συγκρουστεί με άλλους ανθρώπους και βεβαίως με άλλους χριστιανούς, να συγκρουστεί και με την ίδια την Εκκλησία η οποία υπερασπίζεται τους καταπιεστές. Χωρίς να το αντιλαμβάνεται ο Γκουτιέρρες μας αποκαλύπτει το γεγονός ότι ο χριστιανός που θέλει να γίνει επαναστάτης θα πρέπει να βγει έξω από τα όρια του χριστιανισμού ή, ακριβέστερα, να τα υπερβεί κριτικά.

Δεδομένου όμως ότι ο Γκουτιέρρες παρέμεινε χριστιανός –και σκεπτόμενος ως τέτοιος– προσέκρουσε στο κρίσιμο ζήτημα της σχέσης μεταξύ του επαναστατικού και κατά κανόνα βίαιου αγώνα εναντίον των εκμεταλλευτών με το θεμελιώδες χριστιανικό ιδανικό της αγάπης. Όπως είναι γνωστό, το ιδανικό αυτό διακρίνεται από το γεγονός ότι απαιτεί όχι απλώς την αγάπη στον πλησίον, αλλά μια απροϋπόθετη, καθολική αγάπη, η οποία συμπεριλαμβάνει και τον εχθρό: «Αλλά σ’ εσάς που με ακούτε, λέγω: Να αγαπάτε τους εχθρούς σας, να ευεργετείτε εκείνους που σας μισούν. […] Εις εκείνον που σε κτυπά εις το σαγόνι δώσε και το άλλο, και σε εκείνον που σου παίρνει το επανωφόρι μη τον εμποδίσεις να σου πάρει και το υποκάμισο» (κατά Λουκάν, 6: 27-30).

Ο Γκουτιέρρες αναγνωρίζει σαφώς τον θεμελιώδη χαρακτήρα του ιδανικού της αγάπης: «Τον Θεό τον αγαπά κανείς μέσα από την αγάπη του για τον πλησίον» (2012: 341), «[…] η αγάπη για τον Θεό εκφράζεται αναπόφευκτα εντός της αγάπης για τον πλησίον. Ακόμα καλύτερα: αγαπάει κανείς τον Θεό στο πρόσωπο του πλησίον. […]» (2012: 350). Ανακύπτουν όμως εδώ τα ερωτήματα: συμπεριλαμβάνει, άραγε, αυτή η αγάπη και τους καταπιεστές του λαού, τους εκμεταλλευτές του ανθρώπινου μόχθου; Συμβιβάζεται, άραγε, η απαίτηση της αγάπης προς τον εχθρό με την κοινωνική σύγκρουση και βία των καταπιεσμένων προς τους καταπιεστές;

Ο Γκουτιέρρες που τόσα έχει πει για τη σημασία και αναγκαιότητα της σύγκρουσης με ένα καθεστώς κοινωνικής εκμετάλλευσης αδυνατεί να δώσει συγκεκριμένες απαντήσεις. Οι σχετικές δηλώσεις του είναι εμφανώς ασαφείς: «Πρέπει όμως να μην εκπέσουμε σε μια ατομιστική αγάπη, […] ο πλησίον δεν είναι μόνο ο κάθε άνθρωπος μόνος του. Θα λέγαμε ότι είναι ο άνθρωπος μέσα στο πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων. […] Είναι επίσης η κοινωνική τάξη που έχει πέσει θύμα εκμετάλλευσης, ο λαός που ζει υπό κατοχή, η φυλή που έχει τεθεί στο περιθώριο» (2012: 354). «Πώς να ζήσει κανείς την ευαγγελική αγάπη μέσα σε αυτή την κατάσταση πραγμάτων;» (2012: 452). «Το Ευαγγέλιο αναγγέλλει την αγάπη του Θεού για κάθε ανθρώπινο πρόσωπο και μας ζητάει να αγαπάμε όπως αγαπάει ο Θεός. Από την άλλη πλευρά, το να αναγνωρίζει κανείς την πραγματικότητα, το γεγονός ότι υπάρχει κοινωνική σύγκρουση, προϋποθέτει την υιοθέτηση μιας στάσης, την αντιπαράθεση με συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων, την απόρριψη συγκεκριμένων γεγονότων, την αντιμετώπιση εχθρικών πράξεων» (2012: 460).

Ο Γκουτιέρρες βρίσκεται ενώπιον μια αντίφασης: ως χριστιανός θα πρέπει να αγαπά όλους τους ανθρώπους, ενώ ως επαναστάτης θα πρέπει να συγκρουστεί με τους εκμεταλλευτές του ανθρώπινου μόχθου. Αδυνατώντας να τη λύσει επιχειρεί να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα, την ταξική πάλη με τη χριστιανική καθολική αγάπη. Χαρακτηριστική από αυτή τη σκοπιά είναι η ακόλουθη δήλωσή του: «Όταν λέμε ότι πρέπει να λάβουμε υπόψη μας την κοινωνική σύγκρουση, όπως και το δεδομένο της πάλης των τάξεων, δεν αρνούμαστε ότι η αγάπη του Θεού απευθύνεται σε όλους ανεξαιρέτως. Κανείς δεν αποκλείεται από την αγάπη μας, το Ευαγγέλιο μάς παρακινεί να αγαπάμε ακόμα και τους εχθρούς μας. Συνεπώς, η κατάσταση που μας οδηγεί στο να θεωρήσουμε κάποιους ανθρώπους αντιπάλους μας δεν μας αποτρέπει από το να τους αγαπήσουμε» (2012: 462). Μια τέτοια εμφανώς παράδοξη στάση οδηγεί στη σκέψη ότι οι χριστιανοί επαναστάτες που συμμετείχαν στις σφοδρές ταξικές συγκρούσεις του 20ού αιώνα, σε φονικούς εμφύλιους πολέμους εναντίον των αφεντικών, θα μπορούσαν να το κάνουν από αγάπη γι’ αυτά!

Εδώ δεν μπορούμε να μην θυμηθούμε την εύστοχη παρατήρηση που έκανε για τη χριστιανική αντίληψη της αγάπης η Άγκνες Χέλερ: «Η παραίνεση του Χριστού ν’ αγαπάμε ακόμα και τον εχθρό είναι εξαιρετικά μοντέρνα –συγκρινόμενη με ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας– αν και παρουσιάζεται μόνο σαν αφηρημένος κανόνας. Αυτή η εντολή στην πραγματικότητα δεν λειτούργησε ποτέ ως συγκεκριμένος κανόνας ούτε μπορεί να λειτουργήσει σαν τέτοιος. Την πραγματική προοπτική ενός ανθρώπινου μέλλοντος δεν μας τη δείχνει ο άνθρωπος που αγαπά τον εχθρό του, αλλά εκείνος που δεν έχει κανέναν εχθρό. Το μίσος σαν προσανατολιστικό συναίσθημα μπορεί να εξαφανίζεται μόνον όπου κι όταν χάνει την κοινωνική του λειτουργία κι έτσι παύει να μεταβιβάζεται» (Χέλερ, 1981: 167).

Η αντιφατικότητα της συνάντησης χριστιανισμού και επανάστασης

Ο Γκουτιέρρες στο έργο του Θεολογία της απελευθέρωσης επιχείρησε το συνταίριασμα της χριστιανικής διδασκαλίας για τη Βασιλεία του Θεού με την υπόθεση της επαναστατικής αλλαγής της κοινωνίας. Προσπάθησε να παρουσιάσει τον χριστιανικό Θεό ως Θεό των φτωχών και αδικημένων, καλώντας την Εκκλησία να σταθεί ενεργά στο πλευρό τους.

Και είναι γεγονός ότι στο χριστιανικό ιδεώδες της σωτηρίας ενσαρκώθηκαν ιστορικά οι πόθοι των ανθρώπων για ένα καλύτερο κόσμο, για μια προοπτική λύτρωσης και δικαιοσύνης. Δεδομένης όμως της απουσίας για μεγάλη ιστορική περίοδο κάποιων δυνατοτήτων υλοποίησης αυτού του ιδεώδους στη Γη, αυτή τοποθετήθηκε φαντασιακά στους «ουρανούς» σε μια άλλη, μεταφυσική πραγματικότητα. Ας μη μας διαφεύγει ότι στο μεγαλύτερο μέρος της μέχρι τώρα ιστορίας τους οι άνθρωποι μόνο στη φαντασία τους –σε κόσμους φανταστικούς– μπορούσαν να «ζήσουν» τη λύτρωσή τους από την κοινωνική αδικία και εκμετάλλευση.

Τα πράγματα αλλάζουν όμως όταν στις συνθήκες του 20ού αιώνα, ως συνέπεια της ανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας και των υλικών συνθηκών που αυτή δημιούργησε, θα εμφανιστούν επαναστατικά κινήματα τα οποία θα διεκδικήσουν τη ριζική κοινωνική αλλαγή και χειραφέτηση στον κόσμο των ανθρώπων, στον ιστορικό χρόνο και τόπο. Και είναι αυτά τα κινήματα, αυτή η επαναστατική ανάταση των λαών του 20ού αιώνα που επηρέασε καταλυτικά και την κοινότητα των χριστιανών, συμπεριλαμβανομένου μέρους του κλήρου και της θεολογικής σκέψης. Το υπό εξέταση έργο του Γκουτιέρρες αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη έκφραση αυτής της επιρροής.

Από την εξέταση των ιδεών του Γκουτιέρρες διαπιστώνουμε ότι όσο περισσότερο ένας χριστιανός επιδιώκει να γίνει επαναστάτης, όσο περισσότερο αγωνίζεται να αλλάξει τον κόσμο σε πραγματικό-ιστορικό τόπο και χρόνο, τόσο περισσότερο υποχρεώνεται να καταφύγει σε μη χριστιανικές ερμηνείες του κόσμου.

Όσο όμως σε αυτή του την προσπάθεια επιδιώκει να παραμείνει χριστιανός, τόσο περισσότερο υποχρεώνεται να αποφεύγει την αναμέτρηση με το μεταφυσικό περιεχόμενο του χριστιανισμού, με την αφηρημένη αντίληψη της ανθρώπινης λύτρωσης, και, ακόμη περισσότερο, με εκείνες τις πλευρές της χριστιανικής διδασκαλίας οι οποίες εμφανώς θεμελίωσαν ιδεολογικά την κυριαρχία των αφεντικών επί των ανθρώπων του μόχθου, την ταξική εκμετάλλευση και καταπίεση.

Ο Γκουτιέρρες αναγνωρίζει με ειλικρίνεια ότι η χριστιανική Εκκλησία στην ιστορία της ήταν με το μέρος των καταπιεστών, και όχι μόνο δεν πολέμησε την κοινωνική αδικία και αλλοτρίωση αλλά την υπηρέτησε. Δεν φτάνει όμως στο σημείο να αναγνωρίσει το γεγονός ότι ο αγώνας των καταπιεσμένων ενάντια στους καταπιεστές τους συμπεριλαμβάνει και τον αγώνα ενάντια στην Εκκλησία των καταπιεστών, αλλά και ενάντια σε μια διδασκαλία η οποία εμφανέστατα δικαιώνει την κοινωνική καταπίεση.

Διότι τι άλλο αποτελούν οι γνωστές δηλώσεις από τις επιστολές του αποστόλου Παύλου –οργανικό μέρος της Αγίας Γραφής– τις οποίες ο Γκουτιέρρες προτίμησε να αποσιωπήσει; «Ας υποτάσσεται ο καθένας εις τας ανωτέρας εξουσίας, διότι δεν υπάρχει εξουσία παρά από τον Θεόν και οι εξουσίες που υπάρχουν έχουν ταχθεί από τον Θεόν. Ώστε εκείνος που αντιτάσσεται εις την εξουσία, αντιτάσσεται εις την διαταγήν του Θεού και εκείνοι που αντιστάθηκαν θα κατακριθούν. Διότι οι άρχοντες δεν είναι φόβος διά τα καλά έργα, αλλά διά τα κακά. […] Κάνε το καλόν και θα επαινεθείς, διότι η εξουσία είναι όργανον του Θεού, διά το καλόν σου, εάν όμως κάνεις το κακόν τότε να φοβάσαι διότι δεν φέρει μαχαίρι χωρίς λόγον, αλλά διότι είναι όργανον του Θεού. […] Αυτός είναι ο λόγος που πληρώνετε τους φόρους, διότι αι αρχαί είναι υπηρέται του Θεού […]» (προς Ρωμαίους, 13: 1-7).

«Οι δούλοι, να υπακούετε καθ’ όλα εις τους κυρίους σας του κόσμου αυτού, όχι για τα μάτια, όπως κάνουν όσοι θέλουν να φανούν αρεστοί στους ανθρώπους, αλλά με ειλικρίνεια της καρδιάς, φοβούμενοι τον Θεόν» (προς Κολοσσαείς, 3: 22). «Οι δούλοι να υποτάσσονται εις τους κυρίους των, να είναι εις όλα ευάρεστοι, να μην αντιλέγουν, να μην κλέβουν, αλλά να δείχνουν εις όλα πλήρη και ειλικρινή πιστότητα» (προς Τίτον, 2: 9-10).

Ο Γκουτιέρρες αποκαλύπτει ακούσια το γεγονός ότι η χριστιανική διδασκαλία με την κατεξοχήν αφηρημένη-μεταφυσική αναφορά στις κοινωνικές σχέσεις μπορεί κάλλιστα να ταιριάζει με αντίθετες ταξικές οπτικές και στάσεις. Μπορεί, δηλαδή, να λειτουργεί ως διδασκαλία που εκφράζει συμπόνια για τους φτωχούς και καταπιεσμένους και, ταυτόχρονα, ως διδασκαλία που υπηρετεί τα συμφέροντα και την εξουσία των καταπιεστών.

Η προσπάθεια του Γκουτιέρρες να θεμελιώσει μια χριστιανική θεολογία στρατευμένη στον επαναστατικό αγώνα των λαών αποτελεί έκφραση μιας εποχής μεγάλης κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης και ιστορικής αισιοδοξίας. Ήταν μια κίνηση της θεολογίας προς τη λαϊκή επανάσταση, τον σοσιαλισμό και τον μαρξισμό, σε μια συγκυρία ιστορικού θριάμβου των τελευταίων. Μια κίνηση που έμεινε ανολοκλήρωτη, δεδομένου ότι παρέμεινε θεολογική, ενώ λίγο μετά σε παγκόσμιο επίπεδο επήλθε η ήττα της επανάστασης, η εξαιρετική υποχώρηση του μαρξισμού και των λαϊκών αγώνων. Σαφώς, η παγκόσμια υποχώρηση της επαναστατικής θεωρίας και πράξης ακύρωσε ουσιαστικά κάθε δυνατότητα ριζοσπαστικής επιρροής στη χριστιανική θεολογία. Όχι τυχαία τη δεκαετία του 1990 η Θεολογία της απελευθέρωσης μετακινείται σε μετριοπαθείς πολιτικές θέσεις (Γουνόπουλος, 2015).

Ας σημειώσουμε, συνοψίζοντας, ότι για τις νέες αναγκαίες αναζητήσεις της εποχής μας των δυνατοτήτων και του περιεχομένου της κοινωνικής απελευθέρωσης η παρακαταθήκη του συγκλονιστικού 20ού αιώνα είναι σαφής: η χειραφέτηση είναι εφικτή σε ιστορικό χρόνο και τόπο ως δημιούργημα των λαών, καθοδηγούμενο από σαφείς, θεωρητικά θεμελιωμένες επαναστατικές στρατηγικές. Με δεδομένη την εμπειρία του 20ού αιώνα, θεωρούμε ότι η υπόθεση της λύτρωσης έχει εγκαταλείψει τους ουρανούς και έχει εγκατασταθεί οριστικά πλέον στη Γη!

Βιβλιογραφία

Γκουτιέρρες Γκ. (2012), Θεολογία της απελευθέρωσης. Προοπτικές, μτφρ. Κ. Παλαιολόγος, Αθήνα: Άρτος Ζωής.

Γουνόπουλος, Α. (2015), «Η Θεολογία της απελευθέρωσης στην ενσαρκωμένη Λατινική Αμερική».

Λεβί, Μ. και Αθανασίου, Κ. (2013), «Η Θεολογία της απελευθέρωσης στη Λατινική Αμερική. Ένα παράδειγμα γόνιμης συνάντησης Αριστεράς και χριστιανισμού» Ενθέματα της Αυγής.

Lemoine, M. (2013), «Η αληθινή ιστορία της ηγεσίας του καθολικού κλήρου στη Λατινική Αμερική», Η Αυγή.

Χέλερ, Α. (1981), Ένστικτο και επιθετικότητα, Αθήνα: Οδυσσέας.