Στις 28 Δεκεμβρίου του παρελθόντος έτους και σε ηλικία μόλις 72 χρονών, (μεστή ηλικία για τη δημιουργία καλλιτεχνικού έργου), έφυγε από τη ζωή ο Θάνος Μικρούτσικος (γενν. 13 Απριλίου 1947). Άφησε παρακαταθήκη ένα τεράστιο μουσικό έργο, που εκτείνεται σε πολλά είδη του μουσικού φάσματος. Αναφερόμαστε στο σχόλιο αυτό στην απώλεια του Θ. Μ. που συνέπεσε χρονικά και με άλλες «ακριβές» απώλειες, όχι γιατί θεωρούμε μικρότερης καλλιτεχνικής αξίας την οποιαδήποτε άλλη μορφή τέχνης, αλλά γιατί με όχημα τη μουσική αφενός και κατά δεύτερο λόγο τον κινηματογράφο, αλλοιώθηκε και εκπορνεύτηκε ένα από τα βασικά εργαλεία του πολιτισμού στον τόπο.
Είναι αδύνατο να εξαντλήσει κανείς σε ένα μικρό σχόλιο το έργο ενός από τους μεγάλους μεταρρυθμιστές της ελληνικής μουσικής και δη της λαϊκής μουσικής. Το έργο του Μικρούτσικου έχει ξεπεράσει προ πολλού τα σύνορα της Ελλάδας –άλλος ένας προορισμός της τέχνης– και ταξιδεύει στα «διεθνή ύδατα», αφήνοντας τα αχνάρια και τις χαραγματιές του στα θέατρα και στις μεγάλες σκηνές του κόσμου.
Είναι μεγάλος ο διάλογος που έχει αναπτυχθεί στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης στο διαδίκτυο και στον Τύπο για το αν ο Θ. Μ. είναι «ο τελευταίος των Μοϊκανών», εκείνου δηλαδή του «ευγενούς είδους» που αρχίζει να σπανίζει, ίσως και να εξαντλείται, στην κοινωνία της μουσικής και των δημιουργών της, στην κοινωνία που η τέχνη γίνεται «καταναλωτικό προϊόν».
Αν λάβουμε υπόψη τη ρήση του Μάνου Χατζιδάκι «το τραγούδι είναι η αιχμή του δόρατος του πολιτισμού στον τόπο μας και θα πρέπει να το προστατεύσουμε σαν κόρη οφθαλμού», τι έχουμε κάνει δεκαετίες ολόκληρες για να «προστατευτούν» και να γεννοβολήσουν τα είδη της λαϊκής τέχνης –μεταξύ αυτών και το τραγούδι– που άνθισαν στον τόπο αυτό;
Το τραγούδι, όπως και η τέχνη εν γένει, σαφώς δεν είναι καθ’ εαυτά ο πολιτισμός. Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος. Η τέχνη πλάθει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης. Ας δούμε λοιπόν τι συνέβη με τη μουσική και το τραγούδι τα τελευταία πενήντα χρόνια στον τόπο μας. Χρόνια που αποδείχτηκαν λίγα για να διαμορφωθεί ένα υποσχόμενο «νέο μουσικό ήθος», όμως πολλά για να διαβρωθεί το ήθος μίας ολόκληρης κοινωνίας.
Με τη Μεταπολίτευση έχουμε το φαινόμενο της τεράστιας ανόδου του καθαρά πολιτικού τραγουδιού που κατέδειξε, επιφανειακά, την υποτιθέμενη δημοκρατική ευαισθησία του κόσμου. Ο κόσμος στις διαδηλώσεις του και στις μεγάλες συναυλίες, που ακολούθησαν την πτώση της χούντας, διατράνωνε το σύνθημα «ποτέ πια φασισμός». Λίγο νωρίτερα, προς το τέλος της δικτατορίας, εμφανίστηκε στη μουσική σκηνή και ο Θάνος Μικρούτσικος. Έκτοτε ασχολήθηκε με όλα σχεδόν τα είδη της μουσικής. Έχει γράψει όπερες, συμφωνική μουσική, μουσική δωματίου, μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο, πειραματική μουσική. Παράλληλα, ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς του κινείται στον χώρο του έντεχνου ελληνικού τραγουδιού, έχοντας συνθέσει εκατοντάδες τραγούδια σε κείμενα Ελλήνων και ξένων ποιητών. Ηχογράφησε δεκάδες LP και CD, συνεργαζόμενος με διάφορες δισκογραφικές εταιρείες. Έγραψε μουσική για εκατό περίπου θεατρικά έργα, δεκαπέντε παραγωγές αρχαίου δράματος (Επίδαυρος, Ηρώδειο) και δεκαέξι παραγωγές στο εξωτερικό, Βέλγιο, Γαλλία, Αγγλία, Ιταλία, Ελβετία κ.ά. Σκηνοθέτησε και τρία έργα στον χώρο του μουσικού θεάτρου.
Στα μέσα της δεκαετίας του ‘80 παρατηρείται το φαινόμενο του ανοίγματος ενός καινούργιου δρόμου στο ελληνικό τραγούδι. Δεν θα ασχοληθούμε με τους όρους «έντεχνο» και «ποπ» γιατί και οι δύο όροι, αν και έχουν επικρατήσει, είναι αδόκιμοι. Το τραγούδι εμπορευματοποιείται σε τέτοιο βαθμό που κυριολεκτικά χάνει τον κοινωνικό του ρόλο. Η παραγωγή ενός «εκ των ενόντων» έργου δεν αντέχει φυσικά στον χρόνο και αυτό που προκύπτει είναι κάποια εφήμερα «σουξεδάκια» με ζωή δυο-τριών εβδομάδων. Οι μουσικές σκηνές διαμορφώθηκαν τεχνηέντως έτσι ώστε να «απαγορεύουν» την αισθητική απόλαυση και τη μυσταγωγία στον χώρο που «συντελείται η τέχνη». Επιβάλλεται ένας εκκωφαντικός θόρυβος με λαμέ και φωταψίες και υποβάλλεται ως status το τίποτα μιας πλαστικοποιημένης πολυτέλειας. Ο Νεοέλληνας, «παρασυρμένος» από τα προτάγματα του εύκολου πλουτισμού του ΠΑΣΟΚ και της εν γένει ευκολίας και των διευκολύνσεων, χάνει τελείως την πολιτισμική του αναφορά και ταυτότητα και βουλιάζει σε μια τελματώδη κατάσταση που του υπόσχεται «βίο ανέμελο» με τίμημα την αφασία του.
Μέσα σε αυτόν τον ζόφο, υπάρχουν κάποιοι συνθέτες που αντιστέκονται και διεκδικούν με το έργο τους τη λαϊκότητα που πηγάζει από τη βαθιά πολιτισμική ιστορία αυτού του τόπου. Ένας από αυτούς και ο Θ. Μ., συνεχιστής μιας τεράστιας παράδοσης που ξεκίνησαν οι λαϊκοί βάρδοι Βαμβακάρης, Τσιτσάνης Χιώτης, την εξέλιξαν οι Θεοδωράκης, Χατζιδάκις και την συνέχισαν οι Ξαρχάκος, Λοΐζος, Μαρκόπουλος, κ.ά. Ο Μικρούτσικος παίρνει απ’ αυτούς τη σκυτάλη της εξελικτικής πορείας του λαϊκού τραγουδιού. Δύο κόσμοι αντιμάχονται στον χώρο της τέχνης. Από τη μια, η τέχνη που παίζει άξια τον ρόλο της σαν πολιτισμικό εργαλείο καλλιέργειας ήθους και αξιών, συμβάλλοντας τα μέγιστα στην ενδυνάμωση της συνείδησης του ανθρώπου και, από την άλλη, μια ψευδοτέχνη που αβαντάρεται από τα ΜΜΕ και ειδικά από τα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια και ραδιοσταθμούς. Προβάλλεται συστηματικά και με στόχο τη «χυλοποίηση» του κοινωνικού ιστού μια κτηνώδης ατομικότητα, τρέφεται η συναισθηματική κενότητα και αποθεώνεται η βαρβαρότητα της υποκουλτούρας.
Εδώ, προκύπτει σαφώς και η προσωπική ευθύνη καθενός των μελών μιας κοινωνίας που αποσυντίθεται χωρίς ιδιαίτερες αντιστάσεις. Πρώτη φορά μια ολόκληρη κοινωνία μετασχηματίζεται σε μάζα χωρίς συνείδηση αποκαλύπτοντας τα χειρότερα των ενστίκτων της και απαξιώνει έννοιες, αξίες και ιδέες, που συνέχουν μια κοινωνία ανθρώπων, όπως: παιδεία, πολιτισμό, περιβάλλον. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι με όλη αυτή την αναδυόμενη βαρβαρότητα συμπίπτει, ως πριμοδοτούμενη πολιτισμικά, και η άνοδος των ακροδεξιών και φασιστικών απόψεων και μορφωμάτων. Το πολιτισμικό έλλειμμα σε μια κοινωνία έχει άμεση συνάρτηση και με τον εκφασισμό της, αφού η μάζα χωρίς μπούσουλα και συνείδηση είναι πολύ εύκολο να χειραγωγηθεί, να ποδηγετηθεί και να οδηγηθεί σε επικίνδυνες ατραπούς. Με τη δυσώδη κατάχρηση των προϊόντων της μουσικής υποκουλτούρας «μολύνθηκε» και η γλώσσα μας. Μια γλώσσα που είχε λειτουργήσει στους αιώνες σαν εργαλείο παραγωγής τέχνης και ενδυνάμωσης του πολιτισμού.
Και τώρα πια πώς πορευόμαστε; Αυτό το έρμο τραγούδι πού θα καταλήξει; Ο Θ. Μ. μάς ταξίδεψε σε μέρη ευλογημένα, σε μέρη που οι κολασμένοι δεν ονειρεύονται, παρ’ όλο που θέλουν να κάνουν όνειρα… Μεγαλώσαμε μαζί του και μας υπαγόρευσε ένα μουσικό ήθος που είχαμε ανάγκη οι πεινώντες και διψώντες για το ίαμα της τέχνης. Μας άφησε έναν πολύτιμο θησαυρό για να πορευόμαστε στους δύσκολους καιρούς… Έρχεται, λοιπόν, το τέλος αυτού που έχει επικρατήσει σαν έννοια «λαϊκό τραγούδι», σαν βασικό πολιτισμικό εξελικτικό εργαλείο; Ή μήπως: «Να έχουμε εμπιστοσύνη στη λαϊκή μήτρα, είναι ανεξάντλητη, απρόβλεπτη, αντισυμβατική και αντιφατική. Μη σκιαζόμαστε, μη λιγοψυχάμε…Είναι σε οίστρο διαρκώς, με το δικό της τρόπο. Παιδιά της είμαστε όλοι! Και οι ψαράδες κι οι ποιητές», όπως εύστοχα έγραψε ο φίλος και σύντροφος Γιώργος Προυσαλίδης σε ένα σχόλιό του απάντηση στο διαδίκτυο σχετικό με το θέμα;
Όπως ανέφερε και ο Μπέρτολτ Μπρεχτ: «Τον καιρό της φρίκης θα τραγουδάμε ακόμα; Ναι, θα τραγουδάμε το τραγούδι της φρίκης». Ίδωμεν.