To δοκίμιο του Ντιέγκο Φουζάρο Ευρώπη και καπιταλισμός11μτφ. Όλγα Αναματερού, Αθήνα, Ασίνη, 2015 παρουσιάζει πολλαπλό ενδιαφέρον. Η ανάγνωσή του θα προκαλέσει γόνιμο προβληματισμό, μαζί με πλήθος διαφωνιών.
Ο συγγραφέας (διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο Vita − Salute S. Rafaele του Μιλάνο) είναι μελετητής της Φιλοσοφίας της Ιστορίας.
Ο «απόλυτος καπιταλισμός» αποτελεί μία από τις βασικές έννοιες της ανάλυσής του. Το «απόλυτο» του κεφαλαίου ορίζεται πρωτίστως αρνητικά, με την απουσία ορίων στην ανάπτυξή του, ειδικά μετά την κατάρρευση του 1989. Η κατάργηση οποιουδήποτε φραγμού στο εσωτερικό πεδίο ορίζει αυτό που ο συγγραφέας ονομάζει «κοινωνική Guernica» αναφερόμενος στο χαρακτήρα των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), ενώ σε διεθνές επίπεδο χρησιμοποιείται αντίστοιχα η έννοια της παγκοσμιοκρατίας.
Η ΕΕ προσεγγίζεται ως έκφραση του σύγχρονου απόλυτου καπιταλισμού, με το ευρώ ως θεμέλιό του (σ. 17), ενώ την παρομοιάζει με «κοινωνικό στρατόπεδο συγκέντρωσης». Στην προσέγγιση του συγγραφέα, όροι για αυτή την πορεία ήταν και είναι αφενός η ακύρωση της δύναμης που μπορούσε να την εξουδετερώσει, αυτής του εθνικού κράτους δηλαδή, και αφετέρου η απόλυτη πρωτοκαθεδρία της οικονομίας και των «ειδικών χωρίς ψυχή» στην πολιτική. Με τον τρόπο αυτό η ΕΕ καθίσταται προνομιακό πεδίο για τον ακαταμάχητο κύκλο των ιδιωτικοποιήσεων και της μείωσης της δημόσιας δαπάνης, της προσωρινότητας της εργασίας και της ολοένα βεβαιότερης απαλοιφής των κοινωνικών δικαιωμάτων, επιβάλλοντας εντέλει την οικονομική βία στους εξαρτώμενους και στους πιο αδύναμους οικονομικά λαούς.
Σε ειδική αναφορά στον ευρωπαϊκό Νότο ο συγγραφέας μιλάει για εντοπισμό του ως «αδύνατου κρίκου» από μεριάς του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και για τη χρήση του ως «εργαλείου μόχλευσης» για την απόλυτη επιβολή του αμερικανικού υποδείγματος (σ. 21). Ενώ η είσοδος στην ΕΕ αποτέλεσε μια αντιδημοκρατική επιλογή, δεν ισχύει το ίδιο με την έξοδο από αυτήν, τονίζει με έμφαση, υπερασπίζοντας ως δημοκρατικό δικαίωμα τη ρήξη με αυτήν (σ. 18).
Για το συγγραφέα η οικουμενική χειραφέτηση μπορεί να έχει ως αφετηρία την εθνική κυριαρχία και το εθνικό κράτος και όχι την «αυτόματη μετατροπή της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης σε διεθνισμό», άποψη που πιστώνει ατεκμηρίωτα στη μαρξιστική ανάλυση (σ. 34). Μόνο στο εθνικό κράτος, υπερτονίζει, μπορεί να υπάρξει κοινωνικό κράτος, καθώς και δημοκρατικά δικαιώματα.
Το εθνικό ζήτημα στην εποχή της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, και ειδικά των ολοκληρώσεων τύπου ΕΕ, ασφαλώς και συναρθρώνεται οργανικά με την ταξική διαπάλη, και η αδυναμία να ενταχθεί σε μια αντικαπιταλιστική κομμουνιστική στρατηγική θα κοστίζει ακριβά.
Ωστόσο, η προσέγγιση του Ντιέγκο Φουζάρο δεν στρατεύεται σε αυτή την κατεύθυνση, ακόμη και όταν τη διακηρύσσει. Αντίθετα, τα εθνικά κράτη των μικρών χωρών, αλλά και όσων αντιστέκονται στις ΗΠΑ (π.χ. Ρωσία, Κίνα) όχι μόνο νοούνται ως ενιαίες οντότητες χωρίς ζωτικούς ταξικούς διαχωρισμούς, αλλά σχεδόν θεωρούνται υποκείμενα της αντιπαγκοσμιοποιητικής πάλης. Το γενικό σχήμα της ανάλυσης φαίνεται να είναι «παγκοσμιοκρατία και δικτατορία της οικονομίας εναντίον εθνικού κράτους και προτεραιότητας της πολιτικής».
Η κριτική μας αυτή δικαιώνεται από τη ρητή τοποθέτηση του συγγραφέα, στο πλαίσιο του παραπάνω σχήματος, για «εγκατάλειψη της ψευδούς αντίθεσης μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς». Σε ένα πρώτο επίπεδο η θέση αυτή φαντάζει ελκυστική, καθώς προβάλλεται στο πλαίσιο της ανάγκης για «προσχώρηση στον αντικαπιταλισμό και στο ιδεώδες της οικουμενικής επιδίωξης μιας ανθρωπότητας ως αυτοσκοπό». Παραθέτουμε: «Η παλιά διχοτομία Δεξιάς-Αριστεράς πρέπει να αντικατασταθεί από μια νέα αντίθεση, αυτήν ανάμεσα στον αντικαπιταλισμό […] και στην αποδοχή του “ζωικού βασιλείου του πνεύματος (Χέγκελ)” είτε ως τον καλύτερο δυνατό κόσμο είτε ως αναπόδραστη μοίρα» (σ. 69).
Η ιδέα του «αντικαπιταλισμού» του Ντιέγκο Φουζάρο δεν φαίνεται όμως να αποκτά πολιτική υπόσταση στην ταξική διαπάλη. Ενώ δηλώνεται ότι «η μαρξιστική έννοια της πάλης των τάξεων δεν εξαφανίστηκε», σπεύδει να συμπληρώσει ότι «τη διαχειρίζεται μονομερώς το κεφάλαιο σε βάρος των κυριαρχούμενων» (σ. 148).
Αντίθετα, ακόμη πιο ρητά, ο συγγραφέας κηρύσσει άγονη την αντίθεση και ανύπαρκτους τους πόλους μεταξύ αντιφασιστών και αντικομμουνιστών, καθώς ισχυρίζεται ότι «οι δύο εναλλακτικοί και κρυφά συμπληρωματικοί πόλοι του αντιφασισμού σε πλήρη απουσία φασισμού και του αντικομμουνισμού σε απόλυτη απουσία κομμουνισμού κορεννύουν το πολιτικό φαντασιακό των νέων, αμβλύνοντας την κριτική ικανότητά τους και εμποδίζοντάς τους να δουν τις καπιταλιστικές αντιφάσεις» (σ. 155).
Από τα πλέον ενδιαφέροντα κεφάλαια του βιβλίου είναι αυτά που αναφέρονται στην υπεράσπιση μιας νέας ουτοπίας ως όρου για την επαναστατική μετασχηματιστική δράση, καθώς και στην οντολογική πρόταξη της δυνατότητας έναντι της περιοριστικής αναγκαιότητας. Ο συγγραφέας καλεί να δράσουμε σε ό,τι ονομάζει «αιωνιοποίηση του παρόντος και ερημοποίηση μέλλοντος» (σ. 42). Ο Ντιέγκο Φουζάρο εξηγεί:
Αντίθετα, σημειώνει αλλού:
Ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται την ιδέα της ουτοπίας και της «εξόδου» σε μεγάλο βαθμό με ιδεαλιστικό τρόπο, σε αναλογία −και αναφέροντάς το ρητά− με το σχήμα της «ιδέας» της εξόδου από το Σπήλαιο του Πλάτωνα. Το δοκίμιο δεν καταπιάνεται με τις κινητήριες δυνάμεις «εδώ και μέσα», που θα καθιστούσαν υπό προϋποθέσεις δυνατή την ταξική πάλη, την επανάσταση και τελικά την «έξοδο».
Αντίθετα, δηλώνει ότι «η μόνη εφαρμόσιμη αντίδραση συνίσταται σε ένα φιλοσοφικό προσηλυτισμό, ο οποίος θα καταστήσει εφικτό να αλλάξουμε, πρώτα από όλα στο επίπεδο του φαντασιακού, το συντελεστή του αναπόφευκτου που έχει επιβληθεί από τον κυρίαρχο μυστικισμό της ανάγκης» (σ. 54). Ή με άλλη διατύπωση: «Η επανάσταση πρέπει να είναι πριν απ’ όλα πολιτισμικού χαρακτήρα, με σκοπό να παράγει ένα νέο κοινό μέτωπο αιτιολογημένης εναντίωσης στη μαζική ομογενοποίηση του πολιτισμού της κατανάλωσης» (σ. 67).
Όπως και να έχει, το σίγουρο είναι ότι το διάβασμα του δοκιμίου δεν θα αφήσει αδιάφορο τον αναγνώστη.
Notes:
- μτφ. Όλγα Αναματερού, Αθήνα, Ασίνη, 2015