Εργατική τάξη και επανάσταση του Γιώργου Ρούση

Tο τελευταίο βιβλίο του Γιώργου Ρούση με τίτλο Εργατική τάξη και επανάσταση θέτει μια σειρά ερωτήματα: Είναι νομοτελειακή η ανατροπή του καπιταλισμού; Είναι δυνατή σήμερα η επανάσταση; Υπάρχει ακόμα εργατική τάξη; Ποιο είναι το επαναστατικό υποκείμενο της εποχής μας; Πώς θα επανασυγκροτηθεί και πώς θα γίνει επικίνδυνο και νικηφόρο;

Μεγέθυνση

Εργατική τάξη και επανάσταση του Γιώργου Ρούση
Εργατική τάξη και επανάσταση του Γιώργου Ρούση

Γκοβόστη 2019

Αυτά τα ερωτήματα είναι θεμιτά στην εποχή μας. Όπως διαπιστώνει ο συγγραφέας θέτοντας το δάχτυλο επί τον τύπον των ήλων, στις αναπτυγμένες και μέσου επίπεδου ανάπτυξης καπιταλιστικές χώρες «πλειοψηφούν τα αστικά κόμματα, κι ακόμα χειρότερα ενισχύεται η ακροδεξιά, ενώ παράλληλα τα πολιτικά υποκείμενα που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν την εργατική τάξη συνήθως είναι και αυτά πλήρως ενσωματωμένα στο κυρίαρχο σύστημα» (σελ. 13).

Στο βιβλίο εξετάζονται δύο συχνά επικαλυπτόμενα ζητήματα, ο ντετερμινιστικός ή όχι χαρακτήρας της ανατροπής του καπιταλισμού και ο αναπόδραστος ή όχι επαναστατικός ρόλος της εργατικής τάξης. Γι’ αυτά τα πολυσυζητημένα, αλλά πάντα επίκαιρα, ερωτήματα ο συγγραφέας ανατρέχει στα κείμενα του Μαρξ και του Ένγκελς. Υπάρχουν διατυπώσεις που δίνουν την εντύπωση ότι οι θεμελιωτές του μαρξισμού υποστηρίζουν τη νομοτελειακή κοινωνική εξέλιξη, είτε αποδίδουν στο προλεταριάτο ένα ρόλο «κοσμικού θεού» και στην ταξική πάλη από την πλευρά του έναν αναγκαστικά επαναστατικό χαρακτήρα. Ωστόσο, παρά τις αμφίσημες διατυπώσεις το πνεύμα των Μαρξ και Ένγκελς θέτει διλήμματα στην ιστορία και επιλογές στην ανθρωπότητα. Τελικά, «για τους κλασικούς, ανεξαρτήτως από το πόσο βαθιά χαράζει την ανθρώπινη συνείδηση η αντικειμενική πραγματικότητα, εμείς οι ίδιοι είμαστε που επιλέγουμε ανάμεσα στις διάφορες πιθανές λύσεις που μας προσφέρονται και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι κάθε φορά επιλέγουμε το δέον» (σελ. 50).

Απορρίπτονται οι υποκειμενιστικές αντιλήψεις σύμφωνα με τις οποίες η ύπαρξη της εργατικής τάξης ταυτίζεται με την ταξική της συνείδηση. Αντίθετα, η ύπαρξή της εδράζεται στο ρόλο της στην παραγωγή του κοινωνικού πλούτου και της υπεραξίας, στην έλλειψη ιδιοκτησίας καθώς και στη συλλογική/ οργανωμένη εργασία. Αυτό το δίπολο αντικειμενικών γνωρισμάτων και συνείδησης εξετάζεται και στον σύγχρονο καπιταλισμό της πνευματικής εργασίας, της άυλης παραγωγής και της «γενικής διάνοιας». Η σύγχρονη εργατική τάξη είναι πλειοψηφία πια στη χώρα μας, ωστόσο πολύ πιο πολύμορφη και εσωτερικά διαφοροποιημένη απ’ ό,τι παλιότερα. Απορρίπτονται οι θεωρίες της συρρίκνωσης ή και εξαφάνισής της καθώς και η διάχυσή της στο «πλήθος» (Νέγκρι) και τα πολιτικά συμπεράσματα που απορρέουν. Η κατάληξη του συγγραφέα σ’ αυτή τη διαχρονική διαπραγμάτευση είναι η αντικειμενική ύπαρξη της εργατικής τάξης –τότε και τώρα– «ακόμα κι αν όσοι ανήκουν σε αυτήν δεν έχουν ταξική συνείδηση» (σελ. 56). Εξάλλου, πώς θα μπορούσε να υπάρχει αστική τάξη χωρίς το «άλλο» της;

Το επαναστατικό δυναμικό του προλεταριάτου δεν εκδηλώνεται αυτόματα για μια σειρά λόγους που αναλύονται στο βιβλίο. Ο συγγραφέας υπογραμμίζει τις «αναγκαίες μεσολαβήσεις για τη μετατροπή της εργατικής τάξης σε τάξη για τον εαυτό της» (σελ. 151), πρώτα απ’ όλα την ταξική πάλη και την πολιτική της ενοποίηση σε κόμμα που δεν αποτελεί «αυτοσκοπό αλλά ένα από τα μέσα της χειραφέτησης της εργατικής τάξης» (σελ. 158). Αναφέρονται οι απόψεις των Λένιν, Λούξεμπουργκ, Λούκατς, Γκράμσι, Ράιχ και Μπακούνιν πάνω στις μορφές οργάνωσης, το ρόλο του συνειδητού σε σχέση με το αυθόρμητο καθώς και τη σχέση οικονομικού και πολιτικού αγώνα. Αυτό που τονίζει ο συγγραφέας στην αντίληψη του Μαρξ είναι ότι το προλεταριάτο επειδή ακριβώς υφίσταται όχι μια επιμέρους αδικία αλλά την αδικία καθεαυτή, «δεν διεκδικεί επιμέρους δικαιώματα αλλά τη συνολική απελευθέρωσή του, συνεπώς την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Με τη δική του συνεπώς απελευθέρωση, απελευθερώνει όλα τα άλλα στοιχεία της κοινωνίας» (σελ. 68). Αυτή ακριβώς η καθολικότητα που βασίζεται στη θέση της εργατικής τάξης στον πυρήνα της εκμετάλλευσης δεν είναι καθόλου δεδομένη στην πραγματική της κίνηση˙ αντίθετα, είναι ζητούμενο ιδίως στην εποχή μας.

Ο συγγραφέας ανατρέχει στο γαλλικό Μάη του 1968 ως μία κοινωνική σύγκρουση που δοκιμάστηκαν οι οργανωμένες πρωτοπορίες και οι πολιτικές γραμμές τους καθώς και η συνείδηση και δράση των κοινωνικών υποκειμένων (φοιτητών, εργατών, νεολαίας). Υπογραμμίζεται ο ρεφορμιστικός προσανατολισμός του γαλλικού ΚΚ και της CGT και ο περιορισμός τους «σε αιτήματα βελτίωσης των συνθηκών ζωής στο πλαίσιο του καπιταλισμού» (σελ. 246) καθώς και η ανεπάρκεια των ομάδων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και των αναρχικών. Φτάνοντας στο σήμερα εξετάζεται η αντιφατική επίδραση της κρίσης στη συνείδηση, στην οργάνωση και στο κίνημα των εργαζομένων καθώς και στα κινήματα που ξεσπούν. Ειδική μνεία γίνεται στα «κίτρινα γιλέκα», στις περιορισμένες πολιτικές τους διεκδικήσεις και στην οπισθοχώρηση των «υποτιθέμενων πολιτικών και συνδικαλιστικών φορέων του συνειδητού» ακόμη πιο πίσω απ’ ό,τι το 1968. Ο συγγραφέας διαπιστώνει γενικά μια μετατόπιση από το γενικό και πολιτικό στο μερικό και οικονομικό, καθώς «υπάρχει και μια μετατόπιση σε επιμέρους, ξεκομμένα αντιρατσιστικά, οικολογικά, φεμινιστικά, θρησκευτικά ή και εθνικιστικά κινήματα, τα οποία αντί να συμβάλλουν στην προώθηση της ταξικότητας των αγώνων και της ενότητας της εργατικής τάξης, μάλλον τον ταξικό αποχαρακτηρισμό τους και τη μερικότητα των αγώνων, αν όχι τον αποπροσανατολισμό τους από τον κεντρικό ανατρεπτικό τους στόχο, ενισχύουν» (σελ. 251).

Ο συγγραφέας, αναζητώντας τρόπους ακύρωσης των τάσεων ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης στο σύγχρονο καπιταλισμό και υπονόμευσης της αστικής ηγεμονίας, προτείνει ένα «πόλεμο θέσεων» για την εργατική ηγεμονία –εμπνευσμένο από τον Γκράμσι– που «καλείται να προωθήσει […] τα θετικά στοιχεία που υπάρχουν στην αυθόρμητη συνείδηση, να την αναπτύξει παραπέρα, να την καταστήσει ομογενή» (σελ 266). Απαραίτητα μέσα γι’ αυτόν τον πόλεμο είναι το κόμμα, το «μέτωπο» καθώς η συγκρότηση εργατικών θεσμών. Ο συγγραφέας υπενθυμίζει ότι «θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη οι ανά χώρα παραδόσεις και πολιτισμοί και οι εθνικές ιδιαιτερότητες», κάτι με το οποίο κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει σοβαρά, συνεχίζοντας ωστόσο ότι «υπό αυτήν την έννοια το μέτωπο θα πρέπει να έχει ένα χαρακτήρα “εθνικολαϊκό”» (σελ. 271). Τι θα μπορούσε να σημαίνει ένας τέτοιος προσανατολισμός του μετώπου;

Από το βιβλίο λείπει η πρόσφατη εμπειρία του ελληνικού πολύμορφου λαϊκού κινήματος ενάντια στα μνημόνια από το 2010 και μετά, με τα συμπεράσματα από τις κορυφώσεις και τις αδυναμίες του. Ένα άλλο ερώτημα αφορά στην ταχτική του Ενιαίου Μετώπου και στο τι θα μπορούσε να σημαίνει σήμερα που η εργατική τάξη δεν είναι οργανωμένη σε μαζικά ρεφορμιστικά κόμματα όπως στον Μεσοπόλεμο. Αυτή η ταχτική στόχευε τότε (με αμφίβολη επιτυχία) στην αποκάλυψη του πραγματικού χαρακτήρα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων καθώς και των συνδικαλιστικών ηγεσιών. Σήμερα δεν υπάρχει τίποτα να αποκαλυφθεί πια για το ρόλο της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας. Το ζητούμενο είναι η ενοποίηση της σύγχρονης πλειοψηφικής, πολύμορφης αλλά κατακερματισμένης εργατικής τάξης κι αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά με καθολικούς, στρατηγικούς στόχους που επιτίθενται στο κεφάλαιο και στην ιδιωτική ιδιοκτησία. Τελικά, για έναν πόλεμο (είτε κινήσεων είτε θέσεων) χρειάζεται «στρατός» και ο «στρατός» –ιδίως στον κοινωνικό πόλεμο– χρειάζεται σκοπούς. Το αστικό στρατόπεδο της εποχής μας τους έχει (ιδιωτική ιδιοκτησία, κέρδος, ελεύθερη αγορά, ανταγωνιστικότητα και εθνική ενότητα) και νικάει καθώς αυτούς τους σκοπούς τους διαχέει σ’ όλη την κοινωνία. Αυτό που κυρίως λείπει, για να συγκεντρωθεί ο «στρατός» που θα υπονομεύσει την αστική ηγεμονία και τελικά θα επικρατήσει, είναι οι δικοί του σκοποί – κοινωνική ιδιοκτησία, λαϊκές ανάγκες, εργατικός κοινωνικός έλεγχος, αλληλεγγύη και εργατικός διεθνισμός. Αυτοί οι σκοποί, όχι ως αφαιρέσεις και μακροπρόθεσμοι στόχοι, αλλά ως αναγκαίες απαντήσεις στα προβλήματα του σήμερα, χρειάζονται πάνω απ’ όλα.

Το κοινωνικό ζήτημα σήμερα και οι επιπτώσεις από την κοινωνική ανισότητα και την καπιταλιστική βαρβαρότητα οδηγούν σε μια σειρά από εξεγέρσεις και κοινωνικές εκρήξεις με αντιφατικά πολλές φορές χαρακτηριστικά. Αυτό δείχνει ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει, αντίθετα κάτω απ’ το φλοιό υπάρχει λάβα. Οι κομμουνιστές του καιρού μας δεν μπορούν να αρκεστούν σ’ αυτές τις διαπιστώσεις, αλλά χρειάζεται να παρέμβουν ουσιαστικά μετασχηματίζοντας την κοινωνική δυσαρέσκεια σε επαναστατικό αντικαπιταλιστικό ρεύμα. Το βιβλίο του Γιώργου Ρούση δεν στέκεται στην επιφάνεια και με αυτή την έννοια είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για όσους επιδιώκουν να αντιστρέψουν τη σημερινή αστική ηγεμονία και αναζητούν τους δρόμους γι’ αυτό το σκοπό.