Κατά πολλούς είναι πιθανόν η πανδημία του Covid-19 να «έθαψε» την κοινωνική πόλωση που βίωσε η χώρα στις αρχές του περασμένου Μάρτη αναφορικά με τη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος στα σύνορά της. Ωστόσο, δεδομένου ότι αυτή η κοινωνική πόλωση ήταν αποκύημα και αποτέλεσμα της συνολικής αντιπροσφυγικής πολιτικής που συνέχισε να υφίσταται καθ’ όλη τη διάρκεια του «εγκλεισμού», σε καμία περίπτωση δεν έμεινε μόνο ως μια βαριά και μακρινή ανάμνηση συγκρούσεων και διαξιφισμών στα social media.

Στις 8 Μαΐου το Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου έθεσε προς ψήφιση το νομοσχέδιο τροποποίησης του νόμου 4636/2019 περί διαδικασίας ασύλου, που μετρούσε μόλις τέσσερις μήνες ζωής. Η κατεύθυνση της τροποποίησης που έδωσε ο νέος ν. 4686/2020, σηματοδοτεί μια περαιτέρω επίθεση στα ανθρώπινα δικαιώματα και τη θεμελιωμένη, ακόμα και στο αστικό δημιούργημα της Συνθήκης της Γενεύης, υποχρέωση των συμβεβλημένων κρατών στην προστασία του πρόσφυγα. Η τελευταία υποχρέωση μοιάζει πλέον να είναι «στενό κοστούμι» για τα σχέδια των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων. Το «νήμα σύνδεσης» των δύο νομοθετημάτων, είναι ο –σε κάθε στάδιο της διαδικασίας– αποκλεισμός του ευρύτερου (κατά το δυνατόν) αριθμού προσώπων από την πρόσβαση σε προστασία, καθώς και το αφόρητο της παραμονής προσφύγων και μεταναστών στην Ελλάδα.

Πρώτο μέλημα του Υπουργείου αποτέλεσε η υπαγωγή ευρύτατου πλήθους περιπτώσεων σε ταχύρυθμη διαδικασία, οδηγώντας με αυτόν τον τρόπο σε έκδοση απορριπτικών αποφάσεων. Στην ανωτέρω διαδικασία υπάγει, μεταξύ άλλων, όσους «έχουν επικαλεστεί λόγους άνευ σημασίας», δίνουν «πρόδηλα ασυνεπείς πληροφορίες», και προέρχονται από «ασφαλείς χώρες καταγωγής». Επίσης, όσους πιθανολογείται ότι «δολίως κατέστρεψαν τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα», καταθέτουν το αίτημα «αποσκοπώντας στην καθυστέρηση απέλασής τους» ή «αποτελούν κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια και τη δημόσια τάξη». Το δικαίωμα προσφυγής καταλήγει να είναι στις περιπτώσεις αυτές «κενό γράμμα», καθώς ανατίθεται σε μονομελή όργανα, υπό συντετμημένες προθεσμίες, για την έναρξη των οποίων αρκεί η πλασματική επίδοση της απόφασης και δεν απαιτείται η πραγματική γνώση αυτής από τον αιτούντα. Αντίστοιχος αποκλεισμός εισάγεται με την έκδοση απορριπτικών αποφάσεων χωρίς διεξαγωγή προσωπικής συνέντευξης σε περιπτώσεις, μεταξύ άλλων, όπως «μη συμμόρφωσης» με τις αρχές.

Λαμβανομένης υπόψη της εκ του νόμου ενίσχυσης της συμμετοχής της αστυνομίας σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, γίνεται αντιληπτή η διάσταση που μπορεί να προσλάβει ο ανωτέρω όρος. Επιπλέον, όλες αυτές οι αιτήσεις των οποίων επιχειρείται η απόρριψη, αποκτούν προτεραιότητα σε σχέση με τους επί μήνες εγκλωβισμένους στα νησιά, αποσκοπώντας στην τάχιστη απέλασή τους.

Απόλυτη στέρηση του δικαιώματος σε δίκαιη διαδικασία αποτελεί η εισαγόμενη με τον τροποποιητικό νόμο αντικατάσταση της γλώσσας που ο αιτών κατανοεί με αυτή που αναμένεται να κατανοεί, ως γλώσσα ενημέρωσης και συνέντευξής του. Συντριπτικό ποσοστό των αιτούντων διεθνή προστασία δεν ομιλεί την επίσημη γλώσσα της χώρας καταγωγής, αφού άλλωστε αυτό αποτελεί και συνήθη λόγο δίωξής του (φυλετική ή εθνοτική διάκριση).

Τέλος, το αφόρητο της παραμονής των αιτούντων μορφοποιείται με πολύμηνη στέρηση εργασιακών δικαιωμάτων, εσκεμμένες τακτικές παρεμπόδισης της πρόσβασης στην υγεία, διακοπή των ήδη πενιχρών επιδομάτων, αλλά κυρίως με μία οριακά ανεξέλεγκτη δυνατότητα κράτησης –ακόμα και με απλή αστυνομική κρίση περί επικινδυνότητας–, με την επέκταση του ανώτατου ορίου αυτής που αγγίζει έως και τους 36 μήνες! Η κυβέρνηση επιχειρεί να επιφέρει με τη δημιουργία κλειστών κέντρων κράτησης την επίπλαστη ισορροπία ανάμεσα στις τοπικές ξενοφοβικές αντιδράσεις και τις ανθρωπιστικές κορόνες περί συνθηκών υποδοχής στη Μόρια, με τις οποίες επιπλέον η Ευρώπη «διασκεδάζει» κάθε κριτική της προσφυγικής της πολιτικής. Τα παραπάνω επιδιώκει να τα επιτύχει υπάγοντας εκ νέου πληθυσμούς σε μια εμπεδωμένη πολιτική εγκλεισμού, στέρησης ελευθερίας και ποινικοποίησης εντέλει της προσφυγιάς, ανεξαρτήτως της μορφής που τελικά αυτά θα πάρουν.

Το Υπουργείο, προκειμένου να προχωρήσει τον σχεδιασμό του, εξασφάλισε νομοθετικά αλλά και μη νομοθετικά εργαλεία. Αρχικά, αναδιατάσσει τις δυνάμεις του στην Υπηρεσία Ασύλου. Αφού όρισε μετακλητό υποδιοικητή, επιχειρεί, με αντισυνταγματικό νομοθετικό πρίσμα, τη στελέχωση θέσεων ευθύνης με μετακλητούς υπαλλήλους και χωρίς οριζόμενα κριτήρια τοποθέτησης. Την ίδια στιγμή, επιδιώκει τη σταδιακή εκκαθάριση από εργαζόμενους που δίνουν μάχες ενάντια στην αντιπροσφυγική πολιτική (βλ. περίπτωση απόλυσης 17 συμβασιούχων, ιδρυτών του Σωματείου ένα μόλις μήνα μετά την απεργία ενάντια στο ν. 4636/2019). Παράλληλα, εκπαιδεύει στη λογική του νέου πλαισίου ισάριθμους συμβασιούχους υπαλλήλους. Σημειώνεται ότι η Υπηρεσία Ασύλου απασχολεί αναλώσιμους συμβασιούχους σε ποσοστό 75%, χωρίς να υπολογίζονται υπενοικιαζόμενοι εργαζόμενοι και εξωτερικοί συνεργάτες, οπότε και το ποσοστό των μονίμων υπαλλήλων θα ήταν μονοψήφιος αριθμός.

Στη φαρέτρα των όπλων του ο υπουργός Μετανάστευσης επιστράτευσε και την πανδημία. Υπό την απειλή της επιστροφής των εργαζομένων στο γραφείο και με τη χρήση της τηλεργασίας, τετραπλασίασε τους στόχους παραγωγής αποφάσεων και καθοδήγησε έμμεσα τους νεοπροσληφθέντες σε προσυπογραφή των εισηγήσεων των υπαλλήλων της πολλαπλασιασμένης πια EASO. Το πρόσχημα ήταν η αποφυγή σπατάλης χρόνου, που απαιτεί ο σχηματισμός κρίσης ουσίας. Να αναφέρουμε εδώ ότι η EASO είναι η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, που ιδρύθηκε με οδηγία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προκειμένου να προχωρήσει η εφαρμογή του Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου. Η εν λόγω υπηρεσία αποτέλεσε βασικό εργαλείο εφαρμογής της Συμφωνίας Ευρώπης-Τουρκίας και της επαναπροώθησης αιτούντων άσυλο στην οριζόμενη ως ασφαλής γείτονα χώρα.

Τέλος, η κυβέρνηση με τον νέο νόμο εξασφάλισε απόρρητα κονδύλια προς εξυπηρέτηση «εθνικών αναγκών». Και μπορεί το αίσθημα δικαίου της αντιπολίτευσης να ικανοποιήθηκε με την τοποθέτηση μονίμου υπαλλήλου στο όργανο διαχείρισης των κονδυλίων, αλλά παρέμεινε αόριστος ο όρος «εθνική ανάγκη», εγείροντας φόβους για το τι ή ποια ανάγκη ακριβώς μπορεί να οριστεί ως τέτοια. Το Υπουργείο Μετανάστευσης με τη διάταξη αυτή δεν επιλέγει απλά να εξασφαλίσει για τον εαυτό του μεγάλο κομμάτι της πίτας, αλλά να αντιμετωπίσει τις ανάγκες άμεσης και αποτελεσματικής χρηματοδότησης κατασταλτικών στρατιωτικών επιχειρήσεων και παράνομων επαναπροωθήσεων εις βάρος προσφύγων και μεταναστών.

Όλα τα παραπάνω συνθέτουν μία εικόνα των προσφύγων και μεταναστών ως προσώπων στερούμενων ακόμα των βασικότερων διαδικαστικών εγγυήσεων προστασίας των δικαιωμάτων τους. Συνιστούν περαιτέρω αμφισβήτηση του ίδιου του δικαιώματός τους να υπάρχουν ως άτομα που χρήζουν ειδικής μεταχείρισης και προστασίας. Στο απυρόβλητο της ρατσιστικής φρενίτιδας της κυβέρνησης, της ίδιας που οπλίζει τα χέρια των φασιστών, εμπρηστών σχολείων και δομών φιλοξενίας, βρίσκονται φυσικά οι κάτοχοι Golden Visa, θεωρούμενοι ως επενδυτές κεφαλαίων στη χώρα, υπογραμμίζοντας με αυτόν τον τρόπο την ταξικότητα του ίδιου του πλαισίου παροχής αδειών διαμονής.

Οι περιγραφόμενες ως άνω μεταρρυθμίσεις της ελληνικής κυβέρνησης δεν αποτελούν μία εθνικιστική παραφωνία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά έκφραση της ακολουθούμενης κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής ασύλου. Προβλέπονται σε επίπεδο ΕΕ, ως ακραία όρια της ενσωματωμένης στα κράτη μέλη οδηγίας, όρια τα οποία η ελληνική κυβέρνηση εξαντλεί, συστρατευόμενη με το μπλοκ εκείνων των χωρών με τις ακροδεξιότερες κυβερνήσεις. Η ΕΕ επιχειρεί να ισχυροποιήσει τη θέση της στο αποσταθεροποιημένο στρατιωτικά περιβάλλον της, μέσω της κοινής εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας και κλεισίματος των συνόρων της, με συνδρομή σωμάτων καταστολής τύπου Frontex και ευρωπαϊκής συνοριοφυλακής κι επιπλέον σε επιχειρησιακή συνεργασία με το ΝΑΤΟ. Η πολιτική της απέναντι στους πρόσφυγες συμπυκνώνεται σε εγκλεισμό, στρατόπεδα συγκέντρωσης όσο το δυνατόν εγγύτερα στα σύνορα –ει δυνατόν και εκτός αυτών (πλατφόρμες αιτημάτων ασύλου εκτός ευρωπαϊκού εδάφους)–, αποκλεισμό από τη διαδικασία ασύλου, απελάσεις και αυτόματες επαναπροωθήσεις.

Το προηγούμενο διάστημα, παρατηρήσαμε να συντελείται εκ μέρους της κυβέρνησης μία μεθοδευμένη δόμηση του μετανάστη-«εχθρού», στην προσπάθειά της να δημιουργήσει τη συναίνεση που απαιτούσε το σχέδιό της για συντριπτική καταστρατήγηση των εργασιακών κατακτήσεων. Ταυτόχρονα, δεν έγινε κατορθωτό να αποκρυφθεί ούτε η πρόθεσή της να κατατροπώσει τον εσωτερικό «εχθρό» της. Είδαμε ως πρώτο νομοθέτημά της την τροποποίηση του συνδικαλιστικού νόμου, στοχοποίηση θεαμάτων (Joker), ξεκάθαρη επέμβαση της κυβέρνησης στα ΜΜΕ ως προς την κάλυψη του προσφυγικού, εισβολή σε ιδιωτικές κατοικίες, καταστολή των κατοίκων στα νησιά, για να φτάσουμε αργότερα στην επιχείρηση πολιτικής πειθάρχησης στις πλατείες της Αθήνας, με πρόσχημα την –δύο μέτρων και σταθμών– υγειονομική πρακτική αντιμετώπισης της πανδημίας.

Το ζήτημα των δημοκρατικών ελευθεριών, ως πεδίου ανάπτυξης της ελευθερίας του ανθρώπου και αναγκαίου πλαισίου εργατικών διεκδικήσεων, είναι παρόν και άμεσα συνδεδεμένο με την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των προσφύγων. Κι αυτή τη σύνδεση καλείται το κίνημα αλληλεγγύης να αναβαθμίσει, στην κατεύθυνση ενός κοινού αγώνα όλων εκείνων που πλήττονται μαζί με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες.