Ένας επαναλαμβανόμενος μύθος συμβαίνει συχνά να προσλαμβάνεται ως αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, η αποδοχή της οποίας από ένα σημείο και πέρα εμφανίζεται ως το πλέον φυσικό πράγμα. Σε αυτή την περίπτωση ανάγεται και ο ισχυρισμός ότι στην Ελλάδα και την Ανατολική Μεσόγειο, «περπατάμε ή κολυμπάμε πάνω σε χρυσό». O «χρυσός» συνίσταται στην παρουσία τεράστιων ποσοτήτων κοιτασμάτων πετρελαίου ή (κυρίως) φυσικού αερίου, «αμύθητης αξίας». Δημιουργείται σύγχυση μεταξύ εντελώς διαφορετικών εννοιών όπως πιθανά κοιτάσματα, βέβαια κοιτάσματα, (τεχνικά) απολήψιμα κοιτάσματα και οικονομικά εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα. Όλα αυτά διαδίδονται για να δημιουργηθούν προσδοκίες που εντέλει θα λειτουργήσουν σε μια κατεύθυνση αποδοχής της παράδοσης του ενός τρίτου της χώρας στις πολυεθνικές εξόρυξης, όπως ήδη έχει δρομολογηθεί με τις Συμβάσεις Παραχώρησης που έγιναν με διαδοχική ευθύνη των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ.

Οι διαδοχικές κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και σήμερα πάλι ΝΔ έχουν δράσει με εκπληκτική ταυτότητα πολιτικής υπέρ των συμβάσεων εκχώρησης και των εξορύξεων των ίδιων, φανερώνοντας πως υπάρχει ένα βαθύτερο υπόστρωμα και «συνέχεια» στις κρατικές πολιτικές και επιλογές του ελληνικού καπιταλισμού. Οι κυβερνήσεις αποδεικνύονται εντολοδόχοι του κεφαλαίου. Ιδιαίτερη σημασία έχει η περίπτωση της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, η πολιτική της οποίας υποτίθεται θα ήταν διαφορετική, λόγω «οικολογικών ευαισθησιών» του, αλλά και της ύπαρξης της συνιστώσας των Οικολόγων στη σύνθεσή της.

Ταυτόχρονα, προβάλλεται η άποψη ότι «η Ελλάδα έχει ιστορική γεωστρατηγική ευκαιρία» καθώς, αξιοποιώντας τις τριβές στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας, έχει τη δυνατότητα στο πλαίσιο συμμαχίας με ΗΠΑ-Ισραήλ-Αίγυπτο, καθώς και σύναψης συμβολαίων εκχώρησης σε πολυεθνικές εξόρυξης, το «μεγάλο άλμα». Έτσι, οι θαλάσσιες εξορύξεις στις ΑΟΖ, που σημειωτέον δεν έχουν καθοριστεί ούτε από την Ελλάδα ούτε από την Τουρκία, μετατρέπονται στη νέα «Μεγάλη Ιδέα του Έθνους».

Πρόκειται για ένα επικίνδυνο μύθο, που αν δεν ξεγυμνωθεί, υπάρχει κίνδυνος να οδηγήσει σε τραγωδία ιστορικών διαστάσεων για τον ελληνικό λαό και τους άλλους λαούς της Μεσογείου.

Την ίδια στιγμή, μαζί με αυτούς τους μύθους, διατυπώνονται κατηγορίες κοινωνικής ενοχοποίησης, σύμφωνα με τις οποίες «ο κόσμος σκεπτόμενος στενόμυαλα και τοπικιστικά, δεν αντιλαμβάνεται αυτές τις ευκαιρίες και, ακόμη χειρότερα, με τις αντιδράσεις του, καθυστερεί την εκμετάλλευση κοιτασμάτων και ευκαιριών».

Ωστόσο, όλα τα δεδομένα δείχνουν πως (ειδικά) οι θαλάσσιες εξορύξεις συνοδεύονται από σοβαρούς κινδύνους. Πρώτον, ακόμη και οι ίδιες οι στρατηγικές μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων, δεν αποκλείουν –αν και υποβαθμίζουν σημαντικά– την πιθανότητα αρνητικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων στα τοπικά περιβάλλοντα σε πολλούς τομείς. Η ιστορία της εξόρυξης και μεταφοράς πετρελαίου είναι και – πέραν της επίπτωσης στην κλιματική αλλαγή– και ιστορία «ατυχημάτων», περιβαλλοντικών καταστροφών, πολεμικών συγκρούσεων και φτώχειας για τους τοπικούς πληθυσμούς. Να θυμηθούμε μήπως τη μεγάλη διαρροή από τις εγκαταστάσεις της BP στον κόλπο του Μεξικού του 2010 σχεδόν 5 εκατομμυρίων βαρελιών πετρελαίου στη θάλασσα; Ή μήπως το πρόσφατο ναυάγιο στον Σαρωνικό με την «Αγία Ζώνη» και την καταστροφή των ακτών. Για να μη θυμίσουμε και πάλι τη μαρτυρική Νιγηρία και ειδικά το Δέλτα του Νίγηρα, μια τεράστια περιοχή όπου ζουν 30 εκατομμύρια άνθρωποι, όπου μετρούνται σχεδόν 10.000 περιπτώσεις μεγάλων διαρροών τα τελευταία 25 χρόνια, προκαλώντας τεράστιες καταστροφές και ερήμωση που στερεί τη ζωή από τους πληθυσμούς.

Τα παραπάνω ισχύουν στο πολλαπλάσιο για περιοχές με έντονη σεισμικότητα και ακόμη περισσότερο που χρησιμοποιηθεί στις εξορύξεις η μέθοδος της υδραυλικής ρηγμάτωσης (fracking). Πρόκειται για μια εξαιρετικά επικίνδυνη μέθοδο, που έχει δώσει φτερά σε χερσαίες και θαλάσσιες εξορύξεις, που προκαλεί «σοκ και μόλυνση» σε στρώματα του υπεδάφους και χρησιμοποιείται στην εξόρυξη του λεγόμενου σχιστολιθικού πετρελαίου ή φυσικού αερίου.

Δεύτερον, ακόμη και αν ευοδωθούν οι αισιόδοξες εκτιμήσεις για τα κοιτάσματα, καθώς οι επενδύσεις στον τομέα αυτό είναι «εντάσεως κεφαλαίου» και στην ουσία μέσω μεγάλων πολυεθνικών, θα υπάρξουν σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες. Η αλλαγή της «γεωγραφίας» των τομέων οικονομίας, με υποβάθμιση, για παράδειγμα, αλιείας, γεωργίας ή τουρισμού, κάθε άλλο παρά θα αντισταθμιστεί με αύξηση απασχόλησης στον τομέα άντλησης και διανομής υδρογονανθράκων.

Τρίτο, υπάρχουν σοβαρές μακροπρόθεσμες περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Για ποια, αλήθεια, «απεξάρτηση από τον άνθρακα» κάνει λόγο η κυβέρνηση της ΝΔ μέσα στα επόμενα 25 χρόνια, όταν ακριβώς μέσω της παραχώρησης των δικαιωμάτων εξόρυξης για 30-32 χρόνια, προβλέπεται είσοδος σε νέο κύκλο παραγωγής και κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων; Πόσο υποκριτική φαντάζει σε αυτό το πλαίσιο η «ευαισθησία» για την «κλιματική αλλαγή», που «όλοι μαζί πρέπει να αποτρέψουμε»!

Είναι να απορεί κανείς πως είναι δυνατόν τόσοι και τόσοι άνθρωποι, ρεύματα και κόμματα που με αποτροπιασμό αναφέρονται στην αποικιοποίηση της γης με τη ληστεία πόρων και γενοκτονία πληθυσμών ή τις γελοίες ευθείες γραμμές συνόρων ή στιγματίζουν την «εποχή των περιφράξεων», ιστορικές διαδικασίες συνώνυμες της ανάδυσης του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου καπιταλισμού και της εξέλιξης της βαρβαρότητάς του, να μένουν τώρα άλαλοι ή να χειροκροτούν το νέο κύμα καπιταλιστικής λεηλασίας του πλανήτη, αυτή τη φορά στη θάλασσα!

Αν το Mega-Project της οικοπεδοποίησης των διεθνών θαλασσών (έως και 200 ναυτικά μίλια από τις ακτές!) προωθηθεί, το 40% των θαλασσών, στο οποίο υπάγεται το 90% των φυσικών θαλάσσιων ενεργειακών πόρων και της αλιείας, θα οικοπεδοποιηθεί και θα παραδοθεί σε μια χούφτα πολυεθνικές. Είναι δυνατόν να συμφωνήσει η ανθρωπότητα σε ένα νέο γύρο αιώνων οικονομίας των ορυκτών καυσίμων, με την εξόρυξη των υδρογονανθράκων από τις ΑΟΖ, σε συνθήκες που ήδη βιώνουμε κλιματική αλλαγή και περιβαλλοντική καταστροφή;

Τέταρτο, οι «παίκτες» στην κούρσα των ειδικά των θαλάσσιων εξορύξεων, που ας σημειωθεί θα γίνουν στις αποκλειστικά οικονομικές ζώνες (ΑΟΖ) που ανήκουν στις διεθνείς θάλασσες και δεν αποτελούν ζώνες κρατικής κυριαρχίας, είναι πολλοί και σε αντιπαράθεση μεταξύ τους. Αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει επίσημη ανακήρυξη ΑΟΖ από Ελλάδα και Τουρκία, ούτε είναι αυτοδίκαιη η ερμηνεία του Διεθνούς Δικαίου των Θαλασσών. Απλά, οι δύο χώρες έχουν διαμορφώσει κατά το δοκούν χάρτες ΑΟΖ σύμφωνα με τις διαφορετικές ερμηνείες και τους περιφέρουν στα τραπέζια των διαπραγματεύσεων με ισχυρές στρατιωτικοπολιτικά και οικονομικά δυνάμεις (ΗΠΑ, Γαλλία, Ιταλία κ.λπ.) και πολυεθνικές εξόρυξης. Όποια χώρα από τις δύο προσφύγει σε Διεθνές Δικαστήριο είναι σίγουρο ότι αυτό θα απορρίψει τις μονομερείς ερμηνείες και τους αντίστοιχους χάρτες, γι’ αυτό και δεν προσφεύγουν αλλά επιδίδονται σε τυχοδιωκτισμούς, επιθετικές διεκδικήσεις και κυνήγι αναζήτησης συμμαχιών και «προστατριών» μεγάλων δυνάμεων.

Σταδιακά, οι ΑΟΖ και οι εξορύξεις σε αυτές, αν δεν αποκαλυφθεί αυτό το επικίνδυνο παιχνίδι, που εγκυμονεί και πολεμικούς κινδύνους, όχι μόνο θα αναχθούν ψευδεπίγραφα σε θέμα «κρατικής κυριαρχίας», αλλά τελικά και σε κριτήριο κάλπικου πατριωτισμού που θα σύρει τον ελληνικό λαό και τους γειτονικούς λαούς σε αλληλοσφαγή για χάρη μαύρων κερδών και ιμπεριαλιστικών συμφερόντων.

Ποια αδήριτη και επείγουσα κοινωνική αναγκαιότητα επιτάσσει επομένως μια συνηγορία στις εξορύξεις υδρογονανθράκων, παρ’ όλους αυτούς τους κινδύνους; Ισχυρίζεται κανείς στα σοβαρά ότι εξαντλήθηκε η δυνατότητα επιλογών παραγωγής για άλλες μορφές ενέργειες και πού είναι αυτή η μελέτη;

Κατά τη γνώμη μας, η μόνη «ανάγκη», που υπάρχει για αυτή την κατεπείγουσα «σπουδή» για τις εξορύξεις, σχετίζεται απλά με την ανάγκη των πολυεθνικών εξόρυξης για κέρδη από τις εξορύξεις ή/και απλά σε κέρδη σε χρηματιστηριακό επίπεδο απλά και μόνο με την προσδοκία εξορύξεων και αποκλειστικών δικαιωμάτων που οδηγούν σε κέρδη. Σχετίζεται επίσης με τη δουλόφρονα επιλογή ειδικά των δύο τελευταίων διαδοχικών κυβερνήσεων (ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ), αλλά και παλιότερων, να «εξυπηρετήσουν» αυτά τα συμφέροντα του κεφαλαίου μέσω της διαμόρφωσης, υπογραφής και τελικά έγκρισης από τη Βουλή των Συμβάσεων Παραχώρησης.

Η πικρή πείρα όλων σχεδόν των χωρών του κόσμου, που είναι πλούσιες σε φυσικούς πόρους, είναι ότι είναι ταυτόχρονα πλούσιες σε φτωχούς και με μεγάλη κοινωνική ανισότητα και επίσης πλούσιες σε αυταρχισμό, διαφθορά και περιβαλλοντικές ερημώσεις. Η «ολλανδική ασθένεια» είναι παρούσα: Ακόμη και αν ο τομέας των εξορύξεων σε αυτές ευημερεί, την ίδια στιγμή, απορροφώντας κεφάλαια και πόρους, οδηγούνται σε μαρασμό όλοι οι υπόλοιποι βιομηχανικοί και αγροτικοί τομείς. Το αποτέλεσμα είναι μια στρεβλή δομή οικονομίας που στο τέλος οδηγεί τις χώρες αυτές να είναι έρμαια των παιχνιδιών με τις τιμές υδρογονανθράκων σε διεθνές επίπεδο και να κατακλύζονται από εισαγωγές προϊόντων ακόμη και βασικών αγαθών, με πιο τραγικό πρόσφατο παράδειγμα τη Βενεζουέλα.