Οι επιδημίες των λοιμωδών νοσημάτων ήδη από την αρχαιότητα δεν παύουν να γεννούν πολλές φορές τον τρόμο στις κοινωνίες και να επιδρούν στις κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις. Έτσι, συχνά οι διάφοροι λοιμοί γίνονται όπλο που γέρνει καθοριστικά την πλάστιγγα σε πολεμικές συρράξεις ήδη από την εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου. Άλλοτε δίνουν το έναυσμα για το κλείσιμο των «συνόρων», τον αναπροσανατολισμό των εμπορικών συναλλαγών και της παραγωγής (όπως στον ύστερο Μεσαίωνα με την επιδημία του «Μαύρου Θανάτου» της πανούκλας τον 14ο αιώνα). Πολύ περισσότερο από το να προξενούν οι ίδιες καθαυτές πολιτικοκοινωνικές επιπτώσεις, οι επιδημίες διευκόλυναν και επιτάχυναν την επέλευση ήδη υπαρκτών τάσεων. Η επιδημία της πανώλης του Λονδίνου τον 17ο αιώνα (συνεπικουρούμενη από την εκτεταμένη πυρκαγιά που κατέκαψε το ένα τρίτο της πόλης την επόμενη χρονιά – σταματώντας όμως και τα σποραδικά κρούσματα πανώλης μετά την κορύφωση της επιδημίας…) έδωσε τη δυνατότητα να επαναοριστούν ιδιοκτησίες και χρήσεις περιοχών της πόλης που έμελλε να γίνει το αμέσως επόμενο διάστημα μια από τις ατμομηχανές της παγκόσμιας οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Οι επιδημίες ευλογιάς και η ανάγκη των απομονωμένων κοινοτήτων να σχετιστούν με μεγάλους κρατικούς σχηματισμούς έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην επέκταση των αναδυόμενων εθνικών κρατών σε όλη την ευρωπαϊκή επικράτεια, ενώ η εισαγωγή τους από τους Ευρωπαίους στον Νέο Κόσμο τις έκανε πολύτιμο εργαλείο αποικιοκρατικής κατίσχυσης διαλύοντας ολόκληρες αυτοκρατορίες όπως εκείνες των Ίνκας και των Αζτέκων. Για να μη συζητήσει κανείς την εμπρόθετη χρήση τους ως όπλα βιολογικού πολέμου από τους λευκούς αποίκους στη Βόρεια Αμερική, που συχνά πυκνά σε κάθε συμφωνία ειρήνης με τους αυτόχθονες Αμερικανούς συνήθιζαν να τους «χαρίζουν» κουβέρτες λευκών που είχαν πεθάνει από ευλογιά…
Οι αιτίες που κάθε φορά ενοχοποιούνταν και τα μέτρα που λαμβάνονταν δεν ήταν άμοιρα των κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών. Έτσι, για την επιδημία της πανώλης τον 14ο αιώνα ενοχοποιήθηκαν οι Εβραίοι (όπως και οι Οθωμανοί και η Χρυσή Ορδή), για την επιδημία στο Λονδίνο τον 17ο αιώνα τα αδέσποτα ζώα (και οι «αδέσποτοι» άνθρωποι…), ενώ σε όλες σχεδόν τις περιστάσεις οι εκκλησίες δεν έχαναν ευκαιρία να παρουσιάζουν τις επιδημίες ως θεόσταλτες τιμωρίες για τις αμαρτίες των θνητών. Τα μέτρα που λαμβάνονταν, όπως π.χ. η καραντίνα που έλαβε την πιο γνωστή μορφή της από τους Βενετσιάνους στη Ραγκούζα τον 14ο αιώνα (εκείνη του 40ήμερου αποκλεισμού των πλοίων προτού επιτραπεί στο πλήρωμα να αποβιβαστεί στην ξηρά) στα χρόνια του Μαύρου Θανάτου, τελικώς δεν απέτρεψαν καθόλου την επέκταση των επιδημιών. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στην επιδημία στο Λονδίνο τον 17ο αιώνα, η θανάτωση 200.000 γάτων και 60.000 σκύλων τελικώς έκανε τα πράγματα μάλλον χειρότερα αφήνοντας τον πραγματικό ξενιστή της παστερέλας της πανώλης, τον ποντικό, να πολλαπλασιαστεί απεριόριστα χωρίς τους φυσικούς του θηρευτές.
Με την ανάδυση του καπιταλισμού επανακαθορίζεται η ιατρική πρακτική στη βάση τού μηχανιστικού παραδείγματος των φυσικών επιστημών, με πρώτο τον Βρετανό Ουίλιαμ Χάρβεϊ που περιέγραψε το κυκλοφορικό σύστημα κατά το υδραυλικό μοντέλο. Για τη δε αντιμετώπιση των λοιμωδών νοσημάτων, το σημαντικό ορόσημο ήταν η ανακάλυψη του εμβολίου της ευλογιάς από τον Τζένερ στα τέλη του 18ου αιώνα. Πολύ αργότερα, στις πρώτες δεκαετίες και ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, με την ανακάλυψη των αντιβιοτικών αλλά και τον εμπλουτισμό των διαθέσιμων εμβολίων οι κοινωνίες είχαν πλέον προληπτικά και θεραπευτικά μέσα ενάντια στις επιδημίες (και στα σποραδικά κρούσματα) των λοιμωδών νοσημάτων. Αυτό δημιούργησε μια αίσθηση «ασφάλειας» στις σύγχρονες κοινωνίες, ενώ σε επίπεδο κοινής γνώμης η μείωση των θανάτων από λοιμώδη νοσήματα στις αναπτυγμένες κοινωνίες αποδόθηκε στις προόδους της ιατρικής.
Μολαταύτα, αν κανείς δει πιο προσεκτικά τα υφιστάμενα στοιχεία για τη θνησιμότητα από λοιμώδη τον 19ο και τον 20ό αιώνα, διακρίνεται μια πρόδηλη αναντιστοιχία ανάμεσα στη διαθεσιμότητα των μέσων αντιμετώπισης των λοιμωδών νοσημάτων και της πορείας πτώσης της θνησιμότητας από αυτά. Έτσι, π.χ. το εμβόλιο για την ευλογιά δεν εμπόδισε τους δύο εκατομμύρια θανάτους από τη νόσο αυτή στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Ή ακόμα και σήμερα, έναν αιώνα μετά την εισαγωγή του εμβολίου BCG κατά της φυματίωσης, παρατηρούνται 1,5 εκατομμύριο θάνατοι ετησίως από τη νόσο αυτή. Κι ακόμα, παρ’ ότι οι κοινωνίες δεν απέκτησαν επαρκή θεραπευτικά μέσα ενάντια στις λοιμώδεις νόσους μέχρι την ανακάλυψη των αντιβιοτικών τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, η θνησιμότητα από τις λοιμώδεις επιδημίες που οφείλονται σε μικρόβια (χολέρα, τύφος, πανώλη κ.λπ.) είχε ήδη πέσει σημαντικά στο «γύρισμα του αιώνα» ανάμεσα σε 19ο και 20ό αιώνα στις αναπτυγμένες χώρες του κόσμου. Ακόμα και η θνησιμότητα από τη φυματίωση είχε ήδη απομειωθεί σημαντικά από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, πολύ πριν δηλαδή την ανακάλυψη των πρώτων αντιφυματικών φαρμάκων στα τέλη της δεκαετίας του ’40. Κάτι λοιπόν δεν λέγεται στην «επίσημη εκδοχή» του «θριάμβου της σύγχρονης ιατρικής».
Εκείνο που συζητιέται λιγότερο συχνά είναι πως, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, αλλάζουν πάρα πολλά στην καθημερινή ζωή των κοινωνιών αυτών. Αυτές οι αλλαγές περιλαμβάνουν τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πλατιών κοινωνικών μαζών (που κατακτήθηκε με σκληρούς αγώνες), την αναβάθμιση του οικιακού περιβάλλοντος, την εφαρμογή απλών αλλά συστηματικών προνοιών φροντίδας για τη δημόσια υγεία (όπως η ανάπτυξη του οικιακού δικτύου ύδρευσης και αποχέτευσης, η αποκομιδή των σκουπιδιών στα αστικά κέντρα, η γενίκευση της χλωρίωσης του πόσιμου νερού κ.ά.). Μερικοί δε από τους πρωτεργάτες της καθολικής εφαρμογής μέτρων δημόσιας υγείας, όπως ο Ρούντολφ Βίρχοφ στη Γερμανία (μεταξύ άλλων και ηγέτης της φιλελεύθερης αντιπολίτευσης στον Μπίσμαρκ το 1848) ή αργότερα ο Παστέρ στη Γαλλία, είχαν ταυτόχρονα και σημαντική συνεισφορά στην ανάπτυξη της κλινικής ιατρικής: ο Βίρχοφ θεμελίωσε την αρχή πως το κύτταρο είναι η βασική μονάδα των ιστών του σώματος και ο Παστέρ τη βακτηριολογία. Ωστόσο, οι ίδιοι είχαν απόλυτη επίγνωση του γεγονότος ότι η συνεισφορά τους στη δημόσια υγεία είχε πολύ μεγαλύτερη σημασία για τις κοινωνίες: ο Βίρχοφ θεωρούσε το σημαντικότερο ιατρικό του επίτευγμα την έκθεσή του για την επιδημία τύφου στην Κάτω Σιλεσία, ενώ ο Παστέρ χαρακτηριστικά είχε δηλώσει: «Τα μικρόβια δεν είναι τίποτα, το πλαίσιο (στο οποίο εκδηλώνονται) είναι το άπαν!».
Τα τελευταία 40-50 χρόνια, σειρά ερευνών απέδειξε την πρωταρχική σημασία των κοινωνικοοικονομικών παραγόντων στη διαμόρφωση του επιπέδου υγείας των κοινωνιών. Συγκεκριμένα, αποδείχτηκε πως η βασική αιτία μείωσης της θνησιμότητας στις χώρες που έλαβε χώρα η «επιδημιολογική μετάβαση» από τα λοιμώδη νοσήματα ως κύριες αιτίες θανάτου σε εκείνα που καμιά φορά αναφέρονται ως «νοσήματα της αφθονίας» (καρδιαγγειακά, καρκίνοι κ.ο.κ.) ήταν πρώτα απ’ όλα το διαθέσιμο εισόδημα των λαϊκών στρωμάτων. Η διασφάλιση καλύτερης κατοικίας, θέρμανσης, φωτισμού και αερισμού, εξασφαλισμένης διατροφής και αισθήματος ασφάλειας για την επιβίωση έπαιξαν πολύ καθοριστικότερο ρόλο για την εξάλειψη των λοιμωδών νόσων από ό,τι ακόμα και οι (ούτως ή άλλως σωτήριες) παρεμβάσεις στα δίκτυα ύδρευσης, αποχέτευσης και αποκομιδής των απορριμμάτων, τα εμβόλια και τα αντιβιοτικά. Έγινε δε κατανοητό ότι πληθυσμοί υποσιτισμένοι, που ζουν σε συνθήκες εξαθλίωσης και επιβιωτικής ανασφάλειας, είναι πολύ πιο ευεπίφοροι να νοσήσουν, να μεταδώσουν ή και πεθάνουν από κάθε είδους λοιμώδεις παράγοντες. Σε επίπεδο πληθυσμών οι φτωχοί είναι αυτοί που πληρώνουν πολύ βαρύτερο τίμημα μέχρι και τον 20ό αιώνα, ακόμα και όταν αυτό δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Χαρακτηριστικά η επιδημία γρίπης του 1918 ονομάστηκε «ισπανική», αλλά η μεγάλη πλειοψηφία των 50 εκατομμυρίων θανάτων που υπολογίζονται παγκοσμίως παρατηρήθηκε στις ρημαγμένες από τη βρετανική κατοχή Ινδίες (γύρω στα 15 εκατομμύρια) και στην αποικιοκρατούμενη από τους Βρετανούς Κίνα (πάνω από 5 εκατομμύρια): η νίκη της Βρετανίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εκτός των άλλων, είχε ως τίμημα και προϋπόθεση την απομύζηση κάθε πόρου από την παγκόσμια αυτοκρατορία του βρετανικού σκήπτρου.
Παρ’ όλα αυτά, ας μη βιαστεί κανείς να ταυτίσει τις επιστήμες της δημόσιας υγείας με την προστασία των αδυνάτων. Μέσα στις επιστήμες αυτές (όπως άλλωστε και στην ατομικώς ασκούμενη ιατρική) ήδη από την ανάδυσή τους τον 19ο και τον 20ό αιώνα συνυπήρχαν δυο αντικρουόμενες τάσεις: η μια πολύ περισσότερο κοινωνική (είναι γνωστή η ρήση του Βίρχοφ πως «ο γιατρός είναι ο φυσικός συνήγορος του φτωχού») και η άλλη πολύ περισσότερο κατασταλτική. Ενδεικτικά το πρώτο σύγγραμμα προληπτικής ιατρικής που εκδόθηκε στην Πρωσία είχε τον εύγλωττο τίτλο Για μια πλήρη Ιατρική Αστυνομία. Η παράδοση του αυταρχισμού και της καταστολής στις επιστήμες της δημόσιας υγείας πολλαπλασιάστηκε στα τέλη του 19ου και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όταν οι αναπτυγμένοι λαοί είδαν στις επιστήμες αυτές τη δυνατότητα ενός πολύτιμου αποικιοκρατικού εργαλείου – τη δυνατότητα δηλαδή να διασφαλίζουν τους Ευρωπαίους αποίκους από τις ασθένειες των «απολίτιστων» από τους οποίους περιβάλλονταν στις Ινδίες, στην Κίνα, στην Αφρική κ.ο.κ. Στη φάση εκείνη η καραντίνα, ο αποκλεισμός περιοχών, οι τεχνικές δημιουργίας «ασφαλών/υγιών νησίδων» και ο υγειονομικός έλεγχος εισροών-εκροών επανανακαλύπτονται ιδιαίτερα στις χώρες του αγγλοσαξονικού κόσμου (με τις ΗΠΑ σιγά σιγά να ξεπερνούν τη Βρετανία).
Στα μεταπολεμικά χρόνια, τώρα, οι επιδημίες των λοιμωδών νοσημάτων συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται με βάση τις διαφορετικές και αντιφατικές λογικές που προαναφέρθηκαν υπηρετώντας πολιτικές και επιταχύνοντας κοινωνικοοικονομικές διαδικασίες που ούτως ή άλλως βρίσκονταν εν εξελίξει. Οι μεν επιδημίες των αναπτυγμένων κοινωνιών μέχρι ένα σημείο αντιμετωπίζονταν κυρίως με βάση την αυτοπεποίθηση που έδιναν στις χώρες αυτές τα τεχνολογικά επιτεύγματα του ιατροβιομηχανικού συμπλέγματος (χαρακτηριστικό παράδειγμα η στάση των κοινωνιών στις επιδημίες γρίπης το 1957 και το 1968, που κατά πάσα πιθανότητα είχαν πολλαπλάσιους θανάτους της τρέχουσας επιδημίας από κορονοϊό). Οι δε επιδημίες του αναπτυσσόμενου κόσμου (που παρεμπιπτόντως υπήρξαν ουκ ολίγες τις μεταπολεμικές δεκαετίες μέχρι και σήμερα) αντιμετωπίζονταν με αδιαφορία και υπεροψία (απέναντι στους «απολίτιστους» που ακόμα αρρωσταίνουν από ελονοσία, τύφο, δυσεντερία και άλλα παρόμοια) και κατασταλτικές πολιτικές ελέγχων για την προστασία δηλαδή των «πολιτισμένων» (από τους «απολίτιστους»). Οι πολιτικές αυτές φυσικά είχαν τραγικές επιπτώσεις σε ανθρώπινες ζωές: π.χ. ενώ η τεχνογνωσία ανάπτυξης εμβολίου για την ελονοσία ήταν διαθέσιμη από δεκαετίες, οι πολυεθνικές του φαρμάκου εμπρόθετα εμπόδιζαν κάθε τέτοιο ερευνητικό πρόγραμμα υπολογίζοντας ότι αν ένα τέτοιο εμβόλιο αναπτυσσόταν, θα το διέθεταν δωρεάν ο ΠΟΥ και άλλοι διεθνείς οργανισμοί.
Μια καθοριστική στιγμή για την παγκόσμια στάση στη διαχείριση των λοιμωδών νοσημάτων υπήρξε η επιδημία του AIDS. Εμφανιζόμενο την εποχή που μεσουρανούσε ο ρεϊγκανοθατσερικός νεοφιλελευθερισμός το 1980-1981, χαρακτηρίστηκε γρήγορα γρήγορα στις ΗΠΑ νόσος των «ομοφυλόφιλων», των «ηρωινομανών» και των «Αϊτινών», ενώ κατατάχθηκε στα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα δίνοντας έτσι το έναυσμα για μια παγκόσμιας κλίμακας εκστρατεία τροποποίησης των σεξουαλικών συνηθειών του πλανήτη (που ιδιαίτερα στον αναπτυγμένο κόσμο είχαν τροποποιηθεί αισθητά μετά τα κινήματα κοινωνικής απελευθέρωσης των δεκαετιών του ’60 και του ΄70). Σήμερα βέβαια γνωρίζουμε πως το AIDS είναι ένα «αιματογενώς μεταδιδόμενο νόσημα» και πως τα δυο τρίτα των πασχόντων βρίσκονται στην Υποσαχάρια Αφρική. Και πως η ακραία φτώχεια, ο υποσιτισμός, η εξαθλίωση, οι τραγικές συνθήκες υγιεινής και περίθαλψης (π.χ. το μοίρασμα μιας σύριγγας για κάθε είδους ενέσεις φαρμάκων ή ο ελλιπής έλεγχος του μεταγγιζόμενου αίματος) ευθύνονται για το μεγαλύτερο μέρος από τα 30 εκατομμύρια θανάτους που έχει προκαλέσει η νόσος από την εμφάνισή της μέχρι σήμερα. Ωστόσο, σε επίπεδο πολιτικών ηγεσιών αλλά και της παγκοσμίας ιατρικής κοινότητας (ιδιαίτερα σε επίπεδο ρητορικής του ΠΟΥ), η διαχείριση της επιδημίας άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην εργαλειοποίηση των επιδημιών για τον έλεγχο της συμπεριφοράς του πληθυσμού στις αναπτυγμένες κυρίως κοινωνίες.
Ταυτόχρονα, τις τελευταίες δεκαετίες η διαρκής επίταση της παγκοσμιοποίησης των επικοινωνιών και μεταφορών, η πύκνωση των ανταλλαγών σε πλανητικό επίπεδο, η συνεχής αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού (και δη εκείνου που μετέχει των παγκοσμιοποιημένων ανταλλαγών με σημαντικότερη την ένταξη της Κίνας στον διεθνή χάρτη των εμπορικών συναλλαγών), η διαρκής αστικοποίηση και η γιγάντωση των αστικών κέντρων, όπως και οι συνθήκες υπερεκμετάλλευσης του φυσικού πλούτου και της αγροτοκτηνοτροφικής παραγωγής δημιούργησαν τις προϋποθέσεις ανάπτυξης (μέσω μεταλλάξεων), ταχείας μετάδοσης και μαζικής προσβολής νέων λοιμωδών παραγόντων, συνήθως ιών, που απασχολούν κάθε μερικά χρόνια την παγκόσμια κοινή γνώμη.
Η αντίδραση των πολιτικών και ακαδημαϊκών ηγεσιών (του ΠΟΥ συμπεριλαμβανομένου) ακολουθεί όλη την τελευταία εικοσαετία τη γενική κατεύθυνση που χαράχτηκε στην πρώτη αντιμετώπιση της επιδημίας του AIDS: νεοφιλελεύθερη και υποτελής στο ιατροβιομηχανικό σύμπλεγμα αφενός, φοβική, κατασταλτική και πρόθυμη να ενστερνιστεί νέες τεχνολογικές καινοτομίες περιορισμού κάθε ελευθερίας και δικαιώματος αφετέρου. Οι κοινωνικές αιτίες των επιδημιών φωτίζονται ελάχιστα, οι απόκληροι του κόσμου ενοχοποιούνται για την κατάστασή τους, εισάγεται η έννοια της «κοινωνικής αποστασιοποίησης» ως μέτρου (μαζικά για πρώτη φορά με την επιδημία του Η1Ν1 το 2008-2009), ενώ πάντα υπάρχει μια υπόρρητη ατζέντα μαζικής πώλησης προϊόντων ιατρικής τεχνολογίας που το ιατροβιομηχανικό σύμπλεγμα προθύμως παρασκευάζει (ανεξάρτητα από την πραγματική αποτελεσματικότητα όλων αυτών των προϊόντων). Σε αυτό συντέλεσε και η μακρά διεύθυνση του ΠΟΥ από την δρα Τσαν, η οποία διατέλεσε Γενική Διευθύντρια του Οργανισμού από το 2005 έως το 2017. Όντας πριν από αυτό Διευθύντρια Υγιεινής στο Χονγκ Κόνγκ την περίοδο της επιδημίας του SARS, είχε υπάρξει ο περίγελος του τοπικού Τύπου για τις αλλοπρόσαλλες αποφάσεις της. Η σταθερή της προσήλωση στο νεοφιλελευθερισμό στην υγεία και στην περίθαλψη, οι ακραίες κατασταλτικές της απόψεις για το ρόλο των μηχανισμών δημόσιας υγείας καθώς και η δυνατότητά της να συνδυάζει την υποστήριξη των δυτικών χωρών και της αναδυόμενης Κίνας τής έδωσαν την ευχέρεια να επιφέρει σημαντικές μεταβολές στις μεθόδους εργασίας και τον προσανατολισμό του διακρατικού αυτού οργανισμού (ο οποίος ούτως ή άλλως είχε αρχίσει την πορεία αυτή χρόνια πριν). Σε κάθε περίπτωση πάντως, ιδιαίτερα με τις σε παγκόσμια κλίμακα αντιδράσεις στην τρέχουσα επιδημία του κορονοϊού, ο Πρώσος συγγραφέας Γιόχαν Πέτερ Φρανκ θα είχε σίγουρα εντυπωσιαστεί από την έκταση και τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης «Ιατρικής Αστυνομίας».
Το ερώτημα ωστόσο που παραμένει είναι εκείνο της αντίπαλης πρότασης. Γιατί, αν η παράδοση της κατασταλτικής υγειονομικής αστυνόμευσης και της εργαλειοποίησης από την πολιτική των «υγειονομικών κινδύνων» είναι μια γνωστή τάση στον καπιταλισμό, τάση αναγνωρίσιμη ήδη από αιώνες, η αντίθετη και αντίρροπη δύναμη της κοινωνικής προστασίας σήμερα αποτελεί ζητούμενο. Ένα ζητούμενο που θα αποκτά ολοένα και επιτακτικότερη επικαιρότητα στα χρόνια που έρχονται.