Μετάφραση: Ελεωνόρα Αντωνακάκη
Επιμέλεια: Ηρώ Μανδηλαρά

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ολοκλήρωσε τον Ιούλιο του 1918 στη φυλακή του Μπρεσλάου τη μετάφραση του αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος του Β.Κορολιένκο Η ιστορία ενός ανθρώπου του καιρού μου και για τις ανάγκες της έκδοσης συνέγραψε μια σύντομη εισαγωγή, η οποία αναφερόταν τόσο στην ανάδυση της μοντέρνας ρωσικής λογοτεχνίας όσο και στη συμβολή του Κορολιένκο. Εδώ παραθέτουμε, ελαφρώς συντομευμένο, το πρώτο μέρος αυτού του προλόγου. Ο Κορολιένκο (Vladimir Korolenko, 1853-1921), «ο άνθρωπος που έμαθε τον Γκόρκι να γράφει»11Όπως αναφέρεται στο Αλεξανδρόπουλος Μ., Το ψωμί και το βιβλίο: Ο Γκόρκι, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004, σελ.79., υπήρξε ουκρανικής καταγωγής δημοσιογράφος και ένας από τους στυλοβάτες της μοντέρνας ρωσικής λογοτεχνίας. Εναντιώθηκε στον τσαρισμό και γι’ αυτόν τον λόγο το 1879 εξορίστηκε στη Σιβηρία. Το ευρύτερα διαδεδομένο έργο του είναι το μυθιστόρημα Ο τυφλός μουσικός.

«Η ψυχή μου, αν και τριών εθνικοτήτων, βρήκε τελικά ένα σπίτι – προπαντός στη ρωσική λογοτεχνία», λέει ο Korolenko στα απομνημονεύματά του. Η λογοτεχνία αυτή, που για τον Korolenko ήταν πατρίδα, σπίτι και εθνικότητα και την οποία εμπλούτισε και ο ίδιος, ήταν ένα ιστορικά μοναδικό φαινόμενο.

Για αιώνες ολόκληρους, κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και της νεότερης εποχής μέχρι και το τελευταίο τρίτο του 18ου αιώνα, κυριαρχούσε στη Ρωσία σκοτεινή νύχτα, νεκρική σιωπή, βαρβαρότητα. Δεν υπήρχε καμία καλλιεργημένη γλώσσα γραφής, καμία ρωσική μετρική, καμία επιστημονική βιβλιογραφία, κανένα βιβλιοπωλείο, κανένα περιοδικό, κανένα κέντρο πνευματικής ζωής. Το ρεύμα της Αναγέννησης, το οποίο είχε επηρεάσει το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών και είχε δημιουργήσει ως διά μαγείας τον ανθηρό κήπο τηε παγκόσμιας λογοτεχνίας, τις αφυπνιστικές θύελλες της Μεταρρύθμισης, την πύρινη πνοή της φιλοσοφίας του 18ου αιώνα, όλα αυτά άφησαν την Ρωσία ανέγγιχτη. Η τσαρική αυτοκρατορία δεν είχε ακόμα στην κατοχή της κανένα όργανο για να συλλάβει τις ακτίνες του φωτός του δυτικού πολιτισμού, κανένα πνευματικό έδαφος για να οικειοποιηθεί τους βλαστούς του. Tα λιγοστά λογοτεχνικά μνημεία εκείνων των εποχών, μέσα από την παράξενή τους ασχήμια, φαίνονται σήμερα σαν δημιουργήματα ιθαγενών των νήσων του Σολομώντα ή των Νέων Εβρίδων· ανάμεσα σε αυτά και στην τέχνη της Δύσης δεν υπάρχει προφανώς καμία ουσιαστική συγγένεια, κανένας εσωτερικός δεσμός.

Τότε συνέβη κάτι σαν θαύμα. Μετά από μερικές διστακτικές προσπάθειες να δημιουργηθεί μια εθνική συνείδηση κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, oι ναπολεόντειοι πόλεμοι εκδηλώθηκαν σαν αστραπή. Η βαθιά ταπείνωση της Ρωσίας, που διέγειρε για πρώτη φορά επί τσαρισμού μια εθνική συνείδηση, όπως προξένησε αργότερα και ο θρίαμβος του Συνασπισμού, οδήγησε στη στροφή των νέων Ρώσων διανοουμένων προς τη Δύση, προς το Παρίσι, την καρδιά του ευρωπαϊκού πολιτισμού, φέρνοντάς τους σε επαφή με έναν καινούργιο κόσμο.

Eν μια νυκτί άρχισε να ανθίζει μια ρωσική λογοτεχνία, αναδυόμενη με πλήρη λαμπερή πανοπλία όπως η Αθηνά μέσα από το κεφάλι του Δία. Αυτή η λογοτεχνία, αποκτώντας μια ιδιαίτερη εθνική καλλιτεχνική μορφή μέσω του συνδυασμού της μελωδίας των Ιταλών, της αρρενωπότητας των Άγγλων και της ευγένειας και βαθύνοιας των Γερμανών, πλημμύρισε σε σύντομο χρονικό διάστημα από ταλέντο, λαμπερή ομορφιά, σκέψεις και αισθήματα.

Η μακρά σκοτεινή νύχτα, η νεκρική σιωπή ήταν επιφαινόμενο, ήταν αυταπάτη. Οι ακτίνες του φωτός από την Δύση απλώς μονάχα κρυμμένες σαν μια λανθάνουσα δύναμη, οι βλαστοί του πολιτισμού περίμεναν απλώς στο έδαφος για την ευνοϊκή στιγμή έτσι ώστε να ανθίσουν. Η ρωσική λογοτεχνία στεκόταν ξαφνικά εκεί, ως ένα αδιαμφισβήτητο μέρος της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, στις φλέβες της κυλούσε το αίμα του Dante, του Rabelais, του Shakespeare, του Byron, του Lessing, του Goethe. Με ένα λιονταρίσιο άλμα αναπλήρωσε τις παραλείψεις ενός αιώνα και εισχώρησε στον κύκλο της παγκόσμιας λογοτεχνίας ως ισότιμο μέλος.

Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της ξαφνικής ανάδυσης της ρωσικής λογοτεχνίας είναι ότι γεννήθηκε μέσα από την αντίθεσή της στο ρωσικό καθεστώς, μέσα από το πνεύμα του αγώνα. Αυτό το χαρακτηριστικό ήταν εμφανές κατά τη διάρκεια ολόκληρου του 19ου αιώνα και εξηγεί τον πλούτο και το βάθος του πνευματικού της περιεχομένου, την πληρότητα και την αυθεντικότητα της καλλιτεχνικής της μορφής, κυρίως όμως, τη δημιουργική και συγκινητική κοινωνική της δύναμη. Η ρωσική λογοτεχνία έγινε, υπό τον τσαρισμό, μια ασύγκριτη δύναμη στη δημόσια ζωή, όπως καμία άλλη και σε καμία άλλη εποχή, και παρέμεινε για έναν αιώνα σε αυτή τη θέση μέχρι να αντικατασταθεί από την υλική δύναμη των μαζών, μέχρι ο λόγος να γίνει σάρκα. Ήταν αυτή η λογοτεχνία που κατέκτησε για το ημι-ασιατικό δεσποτικό κράτος μία θέση στον παγκόσμιο πολιτισμό, αυτή που έσπασε το σινικό τείχος που είχε ανεγερθεί από τον απολυταρχισμό και έκτισε μια γέφυρα προς τη Δύση, έτσι ώστε να εμφανιστεί όχι μόνο ως αποδέκτης αλλά και ως δωρητής, όχι μόνο ως μαθητής αλλά και ως δάσκαλος. Αρκεί να αναφερθεί κανείς σε τρία ονόματα: Gogol, Tolstoy, και Dostoyevsky.

Στα απομνημονεύματά του, ο Korolenko χαρακτηρίζει τον πατέρα του, έναν κρατικό υπάλληλο την εποχή της δουλοπαροικίας στην Ρωσία, ως τυπικό εκπρόσωπο της ψυχολογίας των έντιμων ανθρώπων αυτής της γενιάς. Ο πατέρας του Korolenko αισθανόταν υπεύθυνος μόνο για τις δικές του προσωπικές πράξεις. Tο βασανιστικό αίσθημα της ευθύνης για την κοινωνική αδικία ήταν για εκείνον ξένο. «Ο Θεός, ο Τσάρος και ο Νόμος» ήταν για αυτόν υπεράνω κάθε κριτικής. Ως περιφερειακός δικαστής ένιωθε ότι το μόνο που καλούνταν να κάνει ήταν να εφαρμόσει τους νόμους με τη μεγαλύτερη ευσυνειδησία. «Η αναποτελεσματικότητα των νόμων άπτεται της ευθύνης που έχει ο τσάρος απέναντι στον Θεό. Αυτός, ως δικαστής, είναι τόσο λίγο υπεύθυνος για τους νόμους όσο και για τον κεραυνό που μερικές φορές σκοτώνει ένα αθώο παιδί…». Για τη γενιά των δεκαετιών του 1840 και 1850 στη Ρωσία, οι κοινωνικές συνθήκες στο σύνολό τους ήταν δεδομένες και ακλόνητες. Όλοι αυτοί που υπηρετούσαν πιστά, χωρίς ίχνος αντίστασης, ήξεραν να υποτάσσονται στη βέργα της εξουσίας όπως ακριβώς θα έκαναν και στην περίπτωση εμφάνισης ενός ανεμοστρόβιλου, ελπίζοντας και αναμένοντας, ότι οι δυσκολίες θα περάσουν. «Ναι», λέει ο Korolenko, «ήταν μια ενιαία κοσμοθεωρία, ένα είδος ακλόνητης ισορροπίας της συνείδησης. Η εσωτερική της βάση δεν υπονομεύθηκε μέσω της αυτοανάλυσης και ο έντιμος κόσμος αυτής της εποχής δεν γνώριζε τη βαθιά εσωτερική σύγκρουση που προκύπτει από το αίσθημα της προσωπικής ευθύνης για ολόκληρη την κοινωνική τάξη των πραγμάτων». Μόνο μία τέτοια κοσμοθεωρία θα μπορούσε να είναι το πραγματικό θεμέλιο ενός «ελέω Θεού» καθεστώτος και όσο αυτή η κοσμοθεωρία εξακολουθεί να είναι ακλόνητη, η δύναμη του απολυταρχισμού είναι μεγάλη.

Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε την ψυχολογία που περιγράφει ο Korolenko ως ειδικά ρωσική ή συνδεδεμένη μόνο με την περίοδο της δουλοπαροικίας. Κάθε διάθεση της κοινωνίας, η οποία, απαλλαγμένη από τη βασανιστική αυτοανάλυση και την εσωτερική σύγκρουση, θεωρεί την εξάρτηση από τη θέληση του Θεού ως κάτι δεδομένο και δέχεται τις συγκυρίες της ιστορίας ως θεόσταλτες, για τις οποίες ο άνθρωπος είναι ελάχιστα υπεύθυνος, όσο υπεύθυνος μπορεί να είναι και για τον κεραυνό που σκοτώνει ένα μικρό παιδιά, μπορεί να ανεχτεί τα πιο διαφορετικά πολιτικά και κοινωνικά συστήματα. Στην πραγματικότητα, συναντάται και στις μοντέρνες συνθήκες, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την ψυχολογία της γερμανικής κοινωνίας καθ’ όλη την διάρκεια του Παγκοσμίου Πολέμου.

Στη Ρωσία αυτή η «ακλόνητη ισορροπία της συνείδησης» άρχισε ήδη από την δεκαετία του 1860 να καταρρέει στους κύκλους της διανόησης. O Korolenko περιγράφει με παραστατικό τρόπο αυτή την πνευματική στροφή της ρωσικής κοινωνίας, ενώ δείχνει το πώς ακριβώς ξεπεράστηκε στη γενιά του η ψυχολογία του δουλοπάροικου και κυριάρχησε ένα νέο ρεύμα, του οποίου η δεσπόζουσα νότα ήταν εκείνη του «βασανιστικού, μαρτυρικού αλλά δημιουργικού πνεύματος της κοινωνικής υπευθυνότητας».

Η αφύπνιση εντός της ρωσικής κοινωνίας αυτής της υψηλής αίσθησης του πολίτη και η υπονόμευση των βαθύτατων ψυχολογικών ριζών του απολυταρχισμού είναι τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της ρωσικής λογοτεχνίας. Από την αρχή της πορείας της, στις αρχές του 19ου αιώνα, ποτέ δεν αρνήθηκε την κοινωνική της ευθύνη – ποτέ δεν ξέχασε το βασανιστικό, μαρτυρικό πνεύμα της κοινωνικής κριτικής.

Από τη στιγμή που με τον Pushkin και τον Lermontov ξεδίπλωσε ενώπιον της κοινωνίας με μια ασύγκριτη λαμπρότητα μία ορατή σημαία, έθεσε ως θεμελιώδη αρχή της την πάλη ενάντια στο σκοτάδι, την άγνοια και την καταπίεση. Συντάραξε με μια απελπισμένη δύναμη τις κοινωνικές και πολιτικές αλυσίδες, τραυματίστηκε εξαιτίας τους και επωμίστηκε με τιμή και ειλικρίνεια τις συνέπειες του αγώνα, πληρώνοντας με το αίμα της καρδιάς της.

Σε καμία άλλη χώρα δεν παρατηρείται τέτοια αξιοσημείωτη πρώιμη θνησιμότητα μεταξύ των πιο εξεχόντων αντιπροσώπων της λογοτεχνίας, παρά μόνο στη Ρωσία. Πέθαιναν κατά δεκάδες στο άνθος της ηλικίας τους, στη νεαρή ηλικία των είκοσι πέντε ή είκοσι επτά ετών, ή, το αργότερο, περίπου στην ηλικία των σαράντα, είτε από απαγχονισμό είτε μέσω κεκαλυμμένης ή μη αυτοκτονίας με τη μορφή μονομαχίας, μέσω παραφροσύνης ή πρόωρης εξάντλησης. Έτσι πέθανε ο ευγενής ποιητής της ελευθερίας, Ryleyev, ο οποίος εκτελέστηκε εξαιτίας της ηγετικής του θέσης στην εξέγερση των Δεκεμβριστών το 1826· έτσι και ο Pushkin και ο Lermontov, οι ιδιοφυείς δημιουργοί της ρωσικής ποίησης –και οι δύο θύματα μονομαχίας– καθώς και ολόκληρος ο ακμάζων κύκλος τους. Έτσι και ο Belinksy, ιδρυτής της λογοτεχνικής κριτικής και υπέρμαχος της εγελιανής φιλοσοφίας στη Ρωσία, όπως και ο Dubrolyubov. Έτσι και o εξαιρετικός ευαίσθητος ποιητής Kozlov, του οποίου τα τραγούδια πολλές φορές άνθισαν στους κόλπους της ρωσικής λαϊκής ποίησης σαν άγρια λουλούδια κήπου. Έτσι και ο δημιουργός της ρωσικής κωμωδίας, Griboyedov, αλλά και ο μεγαλύτερος ακόλουθός του Gogol. Έτσι και, σε πιο πρόσφατες περιόδους, οι δύο λαμπροί συγγραφείς νουβέλας, Garshin και Chekhov. Άλλοι μαράζωσαν δεκαετίες στα μπουντρούμια, στη φυλακή, στην εξορία, όπως ο ιδρυτής της ρωσικής δημοσιογραφίας, Novikov, όπως ο Δεκεμβριστής ηγέτης Bestuzhev, όπως ο πρίγκιπας Odoyevsky, ο Alexander von Herzen, ο Chernyshevsky, ο Shevchenko και ο Korolenko.

O Τurgenev διηγείται ότι η πρώτη φορά που απόλαυσε το κελάηδισμα του κορυδαλλού ήταν κάπου κοντά στο Βερολίνο. Αυτή η τυχαία παρατήρηση μού φαίνεται πολύ χαρακτηριστική. Οι κορυδαλλοί δεν κελαηδάνε στη Ρωσία χειρότερα από ό,τι στην Γερμανία. Η τεράστια ρωσική αυτοκρατορία περιέχει τόσες πολλές και ποικίλες φυσικές ομορφιές, στις οποίες ο ευαίσθητος ποιητικός νους συναντά σε κάθε βήμα μια απόλαυση. Αυτό που εμπόδισε έναν Turgenev να απολαύσει ανέμελα την ομορφιά της ίδιας του της χώρας ήταν απλώς αυτή η οδυνηρή δυσαρμονία των κοινωνικών σχέσεων, αυτό το συνεχές πιεστικό αίσθημα της υπευθυνότητας για τις εξοργιστικές κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, από τις οποίες δεν μπορούσε να απαλλαχθεί και οι οποίες, εισχωρώντας βαθιά, δεν επέτρεπαν ούτε μία στιγμή ευχαρίστησης σε κατάσταση απόλυτης προσωπικής λήθης. Μόνο μακριά από τη Ρωσία, όταν είχε αφήσει πίσω του τις χίλιες καταθλιπτικές εικόνες της πατρίδας του και αντιμετώπιζε ξένες συνθήκες –των οποίων η καλά οργανωμένη εξωτερική όψη και η υλική κουλτούρα ανέκαθεν εντυπωσίαζαν με έναν αφελή τρόπο τους συμπατριώτες του– επιτράπηκε στον Ρώσο ποιητή να παραδοθεί στο αίσθημα της χαράς της φύσης, ξέγνοιαστος και με όλη του την ψυχή.

Φυσικά, δεν υπάρχει τίποτα πιο λανθασμένο από το να φανταστεί κανείς τη ρωσική λογοτεχνία ως στρατευμένη τέχνη (Tendenzkunst) με τη στενή έννοια του όρου, ως εκκωφαντικό στομφώδες απελευθερωτικό τραγούδι, ως ζωγραφική των φτωχών ανθρώπων, ή ακόμα από το να θεωρήσει κανείς ότι όλοι οι Ρώσοι ποιητές είναι επαναστάτες, ή τουλάχιστον προοδευτικοί. Στερεοτυπικοί χαρακτηρισμοί όπως «αντιδραστικός» ή «προοδευτικός» δεν δηλώνουν πολλά για την τέχνη.

Ο Dostoyevsky, ειδικά στα μεταγενέστερα γραπτά του, είναι ιδιαίτερα αντιδραστικός, υπερβολικά ευσεβής μυστικιστής και μισεί τον σοσιαλισμό. Περιγράφει τους Ρώσους επαναστάτες σαν μοχθηρές καρικατούρες. Οι μυστικιστικές διδαχές του Tolstoy αντικατοπτρίζουν σίγουρα αντιδραστικές τάσεις. Παρ’ όλα αυτά τα έργα και των δύο συγγραφέων έχουν μία αφυπνιστική, εξεγερτική, απελευθερωτική επίδραση πάνω μας. Αυτό σημαίνει ότι το σημείο εκκίνησής τους δεν είναι αντιδραστικό, ότι στη σκέψη τους και στο συναίσθημά τους δεν επικρατεί το κοινωνικό μίσος, η μικροπρέπεια, ο εγωισμός της κάστας, η προσκόλληση στο υπάρχον, αλλά το αντίστροφο: γενναιόδωρη φιλανθρωπία και βαθύ συναίσθημα υπευθυνότητας για την κοινωνική αδικία. Αυτός ο αντιδραστικός Dostoyevsky είναι που γίνεται ο καλλιτεχνικός συνήγορος των «ταπεινών και καταφρονεμένων», όπως λέει και ο τίτλος ενός εκ των έργων του. Μόνο που τα συμπεράσματα, στα οποία φτάνουν αυτός και ο Tolstoy, ο καθένας με τον τρόπο του, και η διέξοδος από τον κοινωνικό λαβύρινθο, την οποία νομίζουν ότι βρίσκουν, καταλήγουν στον μυστικισμό και τον ασκητισμό. Όμως, για τον πραγματικό καλλιτέχνη, η κοινωνική συνταγή που συστήνει είναι δευτερεύουσα υπόθεση: πηγή της τέχνης του καλλιτέχνη και καθοριστικός παράγοντας είναι το ζωογόνο πνεύμα της και όχι ο στόχος που θέτει συνειδητά.

Επίσης, μπορεί κανείς να βρει στη ρωσική λογοτεχνία, αν και σε μικρότερη κλίμακα, μία κατεύθυνση η οποία αντί για τις βαθιές, παγκόσμιες ιδέες ενός Tolstoy ή ενός Dostoyevsky προπαγανδίζει πιο μετριοπαθή ιδεώδη, όπως αυτά του υλικού πολιτισμού, της σύγχρονης προόδου και της αστικής αξιοσύνης. Στους πιο ταλαντούχους εκπροσώπους αυτής της κατεύθυνσης ανήκουν, από την παλαιότερη γενιά, ο Goncharov, και, από τη νεότερη, o Chekhov. O τελευταίος, από πνεύμα αντιπαράθεσης με την ασκητική-ηθικιστική τάση του Tolstoy, είχε κάνει την εποχή εκείνη τη χαρακτηριστική δήλωση ότι ο ατμός και ο ηλεκτρισμός περιείχαν περισσότερη φιλανθρωπία από ό,τι η σεξουαλική αγνότητα και η χορτοφαγία. Αλλά ακόμα και αυτή η κάπως απλή κατεύθυνση που «κόμιζε τον πολιτισμό», ανέπνεε φυσιολογικά στη Ρωσία δίνοντας μία νεανική, αφυπνιστική ώθηση προς τον πολιτισμό, προς την προσωπική αξιοπρέπεια και πρωτοβουλία, εν αντιθέσει με την περίπτωση των Γάλλων ή Γερμανών συγγραφέων του πολιτικού κέντρου (juste milieu), που ξεχείλιζαν από φιλισταιϊσμό και κοινοτοπία. Ειδικά ο Goncharov, στο έργο του Oblomov, δημιούργησε μια εικόνα της ανθρώπινης απάθειας που κέρδισε μία θέση στην πινακοθήκη των σημαντικότερων τύπων της ανθρωπότητας με γενική ισχύ.

Τέλος, υπάρχουν επίσης εκπρόσωποι της παρακμής στη ρωσική λογοτεχνία. Εδώ πρέπει να προσμετρηθεί ένα από τα πιο λαμπερά ταλέντα της γενιάς του Gorky: o Leonid Andreyev, του οποίου η τέχνη αποπνέει έναν νεκρικό αέρα παρακμής και στην πνοή του οποίου όλη η θέληση για ζωή μαραίνεται. Όμως, η ρίζα και η ουσία αυτής της ρωσικής παρακμής είναι διαμετρικά αντίθετη με εκείνη ενός Baudelaire ή ενός D’Annunzio, στο πλαίσιο της οποίας υπάρχει βασικά μόνο υπερκορεσμός από τον μοντέρνο πολιτισμό, ένας εξαιρετικά εκλεπτυσμένος στην έκφρασή του και ανθεκτικός στον πυρήνα του εγωισμός που δεν βρίσκει πλέον ικανοποίηση στη φυσιολογική ύπαρξη και ως εκ τούτου καταφεύγει σε δηλητηριώδη διεγερτικά. Για τον Andreyev, η απελπισία απορρέει από μια ιδιοσυγκρασία που συγκλονίζεται από τον πόνο λόγω της επίθεσης που δέχεται από τις κοινωνικές συνθήκες που συνθλίβουν τον άνθρωπο. Ομοίως με τους καλύτερους Ρώσους λογοτέχνες, ο Andreyev είχε διεισδύσει βαθιά στα πολύπλευρα δεινά της ανθρωπότητας. Είχε ζήσει τον Ρωσο-ιαπωνικό Πόλεμο, την πρώτη περίοδο της επανάστασης, τον τρόμο της αντεπανάστασης από το 1907 μέχρι το 1911 και είχε περιγράψει αυτά τα γεγονότα με συγκλονιστικές εικόνες στα έργα του, όπως το Το κόκκινο γέλιο, Η ιστορία των επτά κρεμασμένων και πολλά ακόμα. Ο ίδιος ο συγγραφέας μοιάζει με τον Λάζαρό του, ο οποίος επιστρέφει από το βασίλειο των σκιών και χωρίς να μπορεί να ξεπεράσει πια τη νεκρική πνοή του τάφου, περιφέρεται ανάμεσα στους ζωντανούς, σαν «ένα κομμάτι μισοφαγωμένο από τον θάνατο». Η προέλευση αυτής της παρακμής είναι τυπικά ρωσική: είναι αυτός ο υπερβολικός βαθμός κοινωνικής συμπόνιας, υπό το βάρος της οποίας η ικανότητα του ατόμου για δράση και αντίσταση καταρρέει.

Ακριβώς αυτή η κοινωνική συμπόνια καθορίζει την ιδιαιτερότητα και το καλλιτεχνικό μεγαλείο της ρωσικής λογοτεχνίας. Μόνο εκείνοι που κυριεύτηκαν από αυτό το συναίσθημα και συγκλονίστηκαν μπορούν να κυριεύσουν και να συγκλονίσουν. Το ταλέντο και η ιδιοφυία είναι βέβαια σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ένα «δώρο Θεού», αλλά το μεγάλο ταλέντο δεν αρκεί από μόνο του για να επιτευχθεί μία επίδραση μακράς διαρκείας. Ποιος θα μπορούσε να αρνηθεί το ταλέντο ή ακόμα την ιδιοφυία ενός Monti, παρ’ όλο που χαιρέτιζε, χρησιμοποιώντας την terza rima του Δάντη, πρώτα τη δολοφονία του απεσταλμένου της Γαλλικής Επανάστασης από τον ρωμαϊκό όχλο και έπειτα τις νίκες της ίδιας αυτής επανάστασης· πότε τους Αυστριακούς και πότε το συμβούλιο των διοικητών· τη μία τον φοβερό Suvarov και έπειτα πάλι τον Ναπολέοντα και τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο, κλαψουρίζοντας σαν αηδόνι στο αυτί του νικητή κάθε φορά; Ποιος θα μπορούσε να αμφισβητήσει το μεγάλο ταλέντο ενός Saint-Beuve, του δημιουργού του λογοτεχνικού δοκιμίου, o οποίος με τη λαμπρή του πένα εξυπηρέτησε σχεδόν όλα τα πολιτικά στρατόπεδα της Γαλλίας, το ένα μετά το άλλο, κατακεραυνώνοντας σήμερα αυτό που μέχρι χθές προσκυνούσε, και αντιστρόφως;

Για μια ανθεκτική επίδραση, για μια πραγματική διαπαιδαγώγηση της κοινωνίας χρειάζεται κάτι περισσότερο από ταλέντο: ποιητική προσωπικότητα, χαρακτήρας, ατομικότητα, ιδιότητες που θεμελιώνονται στο γερό έδαφος μιας ενοποιημένης μεγάλης κοσμοθεωρίας. Η κοσμοθεωρία είναι αυτή που έχει οξύνει τόσο μοναδικά την εκλεπτυσμένη παλλόμενη κοινωνική συνείδηση της ρωσικής λογοτεχνίας, την άποψή της για την ψυχολογία των διαφορετικών χαρακτήρων, τύπων και κοινωνικών καταστάσεων των ανθρώπων. Είναι η οδυνηρή συμπόνια, η οποία με τις περιγραφές της αποδίδει τα χρώματα αυτού του λαμπρού μεγαλείου, είναι η αδιάκοπη αναζήτηση, o συλλογισμός πάνω στα κοινωνικά αινίγματα, που της έχει επιτρέψει να προσεγγίσει με καλλιτεχνική ματιά την κοινωνική δομή σε όλη της την έκταση και την εσωτερική της πολυπλοκότητα και να την συλλάβει δημιουργώντας τρομερά έργα.

H δολοφονία και το έγκλημα συμβαίνουν παντού και κάθε μέρα. «Ο βοηθός του κομμωτή Χ δολοφόνησε και λήστεψε τον ενοικιαστή Ψ. To κακουργιοδικείο Ζ τον καταδίκασε σε θάνατο». Τέτοιες ειδήσεις τριών γραμμών «από το Ράιχ» διαβάζει ο καθένας στην πρωινή του εφημερίδα, τους ρίχνει μία φευγαλέα και αδιάφορη ματιά, μόνο για να αναζητήσει τα τελευταία νέα από τους αγώνες δρόμου ή το νέο πρόγραμμα του θεάτρου. Ποιος άλλος εκτός της αστυνομίας, των εισαγγελέων και των στατιστικολόγων ενδιαφέρεται για υποθέσεις δολοφονίας; Το πολύ πολύ το αστυνομικό μυθιστόρημα ή το κινηματογραφικό δράμα.

Ο Dostoyevsky κλονίζεται μέχρι τον πυθμένα της ψυχής του από το γεγονός ότι ένας άνθρωπος μπορεί να δολοφονήσει έναν άλλον άνθρωπο, ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί καθημερινά δίπλα μας, στο πλαίσιο του «πολιτισμού» μας, παράλληλα με την αστική οικιακή μας ειρήνη. Όπως για τον Hamlet διαλύονται όλοι οι δεσμοί της ανθρωπότητας μέσα από το έγκλημα της μητέρας του και o κόσμος αποδιαρθρώνεται, το ίδιο συμβαίνει και στον Dostoyevsky όταν έρχεται αντιμέτωπος με το γεγονός ότι ένας άνθρωπος μπορεί να δολοφονήσει έναν άνθρωπο. Δεν βρίσκει ησυχία, αισθάνεται την ευθύνη για αυτή τη φρίκη να πέφτει επάνω του και να τον βαραίνει όπως βαραίνει τον καθένα από εμάς. Οφείλει να ρίξει φως στην ψυχή του δολοφόνου, να ανιχνεύσει τον πόνο και τα βάσανά του στην πιο κρυμμένη πτυχή της καρδιάς του. Υπομένει όλα αυτά τα βάσανα και τυφλώνεται από την τρομερή συνειδητοποίηση ότι ο δολοφόνος είναι το πιο δυστυχισμένο θύμα της κοινωνίας. Με μία φωνή φοβερή ο Dostoyevsky σημαίνει συναγερμό. Μας αφυπνίζει από τη βλακώδη αδιαφορία του πολιτισμένου εγωισμού που παραδίδει τον δολοφόνο στην αστυνομία, στον εισαγγελέα, στον δήμιο ή στη φυλακή έτσι ώστε να θεωρηθεί η υπόθεση τελειωμένη. Ο Dostoyevky μάς αναγκάζει να ζήσουμε κι εμείς όλα τα βάσανα του δολοφόνου και στο τέλος μας ρίχνει αποκαμωμένους στο έδαφος: όποιος έχει ζήσει τον Raskolnikov του, την ανάκριση του Dimitri Karamazov το βράδυ της δολοφονίας του πατέρα του, τις Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων, δεν θα μπορέσει να βρει ποτέ πια τον δρόμο της επιστροφής στο καβούκι του φιλισταιϊσμού και του αυτοϊκανοποιούμενου εγωισμού. Τα μυθιστορήματα του Dostoyevsky είναι οι πιο φοβερές κατηγορίες εναντίον της αστικής κοινωνίας, τις οποίες ο συγγραφέας εκτοξεύει κατά μέτωπο: ο αληθινός δολοφόνος, ο δολοφόνος των ανθρώπινων ψυχών, είσαι εσύ!

Κανείς δεν εκδικήθηκε τόσο σκληρά την κοινωνία για τα εγκλήματα της κατά του μεμονωμένου ατόμου, κρατώντας την τόσο επιδέξια σε αγωνία, όπως ο Dostoyevsky· αυτό είναι το ειδικό ταλέντο του. Αλλά και όλα τα ηγετικά πνεύματα της ρωσικής λογοτεχνίας αντιλαμβάνονται την πράξη της δολοφονίας ως μια κατηγορία εναντίον των υφιστάμενων συνθηκών, ως ένα έγκλημα κατά του δολοφόνου ως ανθρώπινου όντος, για το οποίο είμαστε όλοι –ο καθένας ξεχωριστά– υπεύθυνοι. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα μεγαλύτερα ταλέντα επιστρέφουν γοητευμένα ξανά και ξανά στο μεγάλο θέμα του εγκλήματος, εκθέτοντάς το σε εμάς μέσα από τα υψηλότερα έργα τέχνης, προκειμένου να μας αφυπνίσουν από την αδιάφορη ηρεμία: ο Tolstoy στη Δύναμη του σκοταδιού και στην Ανάσταση, ο Gorky Στον βυθό και στους Τρεις, ο Korolenko στο έργο του Το θρόισμα του δάσους και στον καταπληκτικό Δολοφόνο του από τη Σιβηρία.

Όπως η φυματίωση έτσι και η πορνεία δεν αποτελεί αποκλειστικό ρωσικό φαινόμενο· είναι μάλλον ο πιο διεθνής θεσμός της κοινωνικής ζωής. Παρ’ όλο, όμως, που διαδραματίζει έναν σχεδόν κυρίαρχο ρόλο στη μοντέρνα ζωή, επίσημα, με την έννοια του συμβατικού ψέματος, δεν θεωρείται φυσιολογικό συστατικό μέρος της σημερινής κοινωνίας. Αντιμετωπίζεται ως το απόβλητο της ανθρωπότητας, ως κάτι απαράδεκτο. Η ρωσική λογοτεχνία δεν αντιμετωπίζει την πόρνη με το καυστικό ύφος των μυθιστορημάτων του μπουντουάρ, ούτε με τον κλαψιάρικο συναισθηματισμό των στρατευμένων βιβλίων (Tendenzbücher), ούτε σαν ένα μυστηριώδες μανιασμένο κτήνος, ένα «Πνεύμα της Γης». Καμία λογοτεχνία του κόσμου δεν περιέχει απεικονίσεις τόσο σκληρού ρεαλισμού σαν τη μεγαλειώδη εικόνα του οργίου στους Karamazov ή στην Ανάσταση του Tolstoy. Ο Ρώσος καλλιτέχνης δεν βλέπει όμως στο πρόσωπο της πόρνης προπαντός μια «εκπίπτουσα», αλλά έναν άνθρωπο του οποίου η ψυχή, τα πάθη και οι εσωτερικοί αγώνες απαιτούν την συμπόνια του. Δίνει αξία στην πόρνη και την αποκαθιστά για το έγκλημα που η κοινωνία έχει διαπράξει σε βάρος της, με το να την αφήσει να συναγωνιστεί με τους αγνότερους και πιο χαριτωμένους τύπους θηλυκότητας για την καρδιά ενός άντρα. Στέφει το κεφάλι της με τριαντάφυλλα και την ανυψώνει, όπως ο Mahado την Bajadere του, από το καθαρτήριο της διαφθοράς και από την ίδια της την αγωνία στα ύψη της ηθικής καθαρότητας και του γυναικείου ηρωισμού.

Δεν είναι μόνο ο ιδιαίτερος άνθρωπος και η κατάσταση που διακρίνονται στο γκρίζο φόντο της καθημερινής ζωής αλλά και η ίδια η ζωή, ο μέσος άνθρωπος με τη δυστυχία του, που προξενούν ένα βαθύ ενδιαφέρον στην κοινωνικά ακονισμένη ματιά της ρωσικής λογοτεχνίας. «Η ανθρώπινη ευτυχία», λέει ο Korolenko σε μία από τις διηγήσεις του, «η ειλικρινής ανθρώπινη ευτυχία έχει κάτι θεραπευτικό και εμψυχωτικό για τη ψυχή. Και σκέφτομαι πάντα, ξέρετε, ότι οι άνθρωποι είναι στην πραγματικότητα υποχρεωμένοι να είναι ευτυχείς.» Σε ένα άλλο διήγημα, με τον τίτλο Ένα παράδοξο, βάζει στο στόμα ενός εκ γενετής μη αρτιμελούς ανθρώπου τα εξής λόγια: «Ο άνθρωπος έχει δημιουργηθεί για την ευτυχία, όπως το πουλί για να πετάξει». Στο στόμα ενός κακότυχου ανάπηρου ένα τέτοιο απόφθεγμα είναι προφανώς «παράδοξο». Όμως, για χιλιάδες και εκατομμύρια ανθρώπους δεν είναι τα σωματικά ελαττώματα που καθιστούν το ανθρώπινο «κάλεσμα για ευτυχία» να φαίνεται τόσο παράδοξο αλλά οι κοινωνικές συνθήκες.

Αυτή η παρατήρηση του Korolenko περιέχει ένα σημαντικό στοιχείο κοινωνικής υγιεινής: η ευτυχία καθιστά τους ανθρώπους πνευματικά υγιείς και αγνούς, όπως το φως του ήλιου πάνω από την ανοιχτή θάλασσα απολυμαίνει με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο το νερό. Αυτό σημαίνει επίσης ότι σε μη κανονικές κοινωνικές συνθήκες –κατά κανόνα δηλαδή όλες εκείνες τις συνθήκες που βασίζονται στην κοινωνική ανισότητα– οι πιο ποικίλες παραμορφώσεις της ψυχής καθίστανται μαζικό φαινόμενο. Η καταπίεση, η αυθαιρεσία, η αδικία, η φτώχεια, η εξάρτηση αλλά και ο καταμερισμός της εργασίας που οδηγεί σε μία μονόπλευρη εξειδίκευση πλάθουν τους ανθρώπους πνευματικά με έναν συγκεκριμένο τρόπο και στους δυο πόλους: τον καταπιεστή όσο και τον καταπιεζόμενο, τον τύραννο όσο και τον δουλοπρεπή, εκείνον που καυχιέται όσο και το παράσιτο, τον αδίστακτο οπορτουνιστή όσο και τον οκνηρό αργόσχολο, τον σχολαστικό όσο και τον σαρκαστικό – όλοι είναι εξίσου προϊόντα και θύματα των συνθηκών τους.

Ακριβώς αυτές οι ιδιαίτερες ψυχολογικές μη κανονικότητες, η, ας πούμε, στραβή ανάπτυξη της ανθρώπινης ψυχής υπό την επίδραση των καθημερινών κοινωνικών συνθηκών, μπορούν να εντοπιστούν στα έργα των Gogol, Dostoyevsky, Goncharov, Saltykov, Uspensky, Chekhov αλλά και σε άλλες απεικονίσεις που φέρουν την ορμή του Balzac. H τραγωδία της ασημαντότητας του συνηθισμένου καθημερινού ανθρώπου, που μας παρείχε ο Tolstoy στο έργο του Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιτς, είναι μάλλον μοναδική στην παγκόσμια λογοτεχνία.

Ειδικά, όμως, στην κατηγορία των μικροαπατεώνων οι οποίοι, χωρίς να ασκούν κάποιο συγκεκριμένο επάγγελμα αλλά και όντες ακατάλληλοι για κάτι τέτοιο, κινούνται ανάμεσα στην παρασιτική ύπαρξη, ερχόμενοι περιστασιακά αντιμέτωποι με τον ποινικό κώδικα, που συνιστούν τους παρίες της αστικής κοινωνίας, για τους οποίους η δυτική κοινωνία στήνει πινακίδες που λένε «Απαγορεύονται οι επαίτες, οι πλανόδιοι έμποροι και μουσικοί», στις κατηγορίες αυτού του τύπου του πρώην δημοσίου υπαλλήλου Popov στο παρόν βιβλίο, η ρωσική λογοτεχνία βρίσκει πάντοτε ένα ζωηρό καλλιτεχνικό ενδιαφέρον και τις αντιμετωπίζει με ένα καλόκαρδο χαμόγελο κατανόησης. Με μια ζεστή καρδιά σαν του Dickens, αλλά χωρίς τον αστικό του συναισθηματισμό, και πολύ περισσότερο με έναν επιεική ρεαλισμό αντιμετωπίζουν οι Turgenev, Uspensky, Korolenko και Gorky όλους αυτούς τους «ναυαγούς», ακριβώς όπως και τον εγκληματία ή την πόρνη, ως ισότιμους στην ανθρώπινη κοινωνία και επιτυγχάνουν, χάριν ακριβώς αυτής της ανοιχτόκαρδης αντίληψης, δημιουργίες σπουδαίας καλλιτεχνικής αξίας και επίδρασης.

Έτσι, με ένα υψηλό ηθικό πάθος καλλιτεχνικής κατανόησης, η ρωσική λογοτεχνία ενοποιεί ολόκληρο το φάσμα των ανθρώπινων συναισθημάτων. Με αυτό τον τρόπο δημιούργησε στη μέση της μεγάλης φυλακής, μέσα στο πλαίσιο της υλικής φτώχειας του τσαρισμού, ένα δικό της βασίλειο πνευματικής ελευθερίας και πλούσιου πολιτισμού, στο οποίο μπορούσε κανείς να αναπνεύσει και να συμμετάσχει στους σκοπούς και τις πνευματικές κινήσεις της πολιτιστικής ζωής. Επίσης, κατόρθωσε να διαμορφώσει στη Ρωσία μια κοινωνική δύναμη, να αναπτυχθεί από γενιά σε γενιά και να καταστεί πραγματική πατρίδα των καλύτερων λογοτεχνών, όπως ήταν ο Korolenko.

Notes:
  1. Όπως αναφέρεται στο Αλεξανδρόπουλος Μ., Το ψωμί και το βιβλίο: Ο Γκόρκι, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004, σελ.79.