Από τις αρχές του 21ου αιώνα, οι κοινωνίες του φιλελεύθερου καπιταλισμού τελούν υπό το ιδιότυπο καθεστώς μιας συνεχώς επαπειλούμενης κρίσης. Αυτό αποτελεί διαπίστωση του ίδιου του νεοφιλελεύθερου κράτους, το οποίο αναλαμβάνει να αντιμετωπίσει την επαπειλούμενη κρίση στους δύο κατεξοχήν τομείς δραστηριοποίησής του: την οικονομία και την πολιτική ασφάλεια. Το παρόν άρθρο διαυγάζει τη στρατηγική του νεοφιλελεύθερου κράτους στους δύο αυτούς τομείς. Διαπιστώνει ότι το κράτος εφαρμόζει διαμετρικά αντίθετες, ως προς τη χρονικότητά τους, προσεγγίσεις: προληπτική ως προς την ασφάλεια, αντιδραστική ως προς την οικονομία. Απρόσμενα, αυτές οι αντίθετες προσεγγίσεις αποσκοπούν στο ίδιο αποτέλεσμα: την εξάλειψη της δυνατότητας του μέλλοντος, τόσο στην πολιτική, όσο και στην οικονομία. Η αντίσταση του κράτους στο ενδεχόμενο του μέλλοντος ερμηνεύεται ως αδυναμία της αστικής τάξης να οραματιστεί ένα μέλλον θεμιτό για την ίδια και την κοινωνία. Η εξάλειψη της μελλοντικής προοπτικής είναι πρωτοφανής στην ιστορία της αστικής τάξης και συνεπάγεται την ηγεμονική της κατάρρευση.

Αρχή

Σημείωση στο τέλος του νεοφιλελευθερισμού11Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Τηλέμαχο Δουφεξή-Αντωνόπουλο για την υποστήριξη του και τη μετάφραση αυτού του κειμένου και τον Γιάννη Αγγελάκη για την απόδοση των νομικών αποσπασμάτων και την επιμέλεια της μετάφρασης. Επίσης τους Αλέξανδρο Γεωργίου, Ηλία Διάμεση, Μάκη Κεντεποζίδη, Μαρία Φραγκάκη, και Ναταλί Φύτρου για τα κριτικά και ενθαρρυντικά σχόλια τους.

Εδώ και μια δεκαετία ζούμε υπό οικονομική κρίση, υπό τις μεταστάσεις της και τα αποτελέσματά της. Επίσης, από την αρχή του αιώνα, ζούμε υπό επαναλαμβανόμενες κρίσεις ασφαλείας και τις προσπάθειες του κράτους να τις αποτρέψει. Αυτό το άρθρο αντιπαραβάλλει τις κρατικές πολιτικές έναντι αυτών των δύο τύπων κρίσης· ειδικότερα, αντιπαραβάλλει τις επιπτώσεις τους στο πολιτικό και οικονομικό μέλλον. Κατ’ αυτό τον τρόπο, συσχετίζει τις αντιδράσεις του κράτους αναφορικά µε το πολιτικό και οικονομικό μέλλον, υποστηρίζοντας ότι συνενώνονται σε μια ηγεμονική, καταληκτική κρίση του νεοφιλελευθερισμού.

Ασφάλεια: προς το αιώνια φιλελεύθερο παρόν

Πολιτική πρόληψη I:
Στο νόμο (νόμος είναι αυτό;;)

Η τρομοκρατία είναι το αντικείμενο έναντι του οποίου η σύγχρονη πολιτική ασφάλειας επιχειρεί, και το οποίο, ως εκ τούτου, την καθορίζει. Η τρομοκρατία είναι πολιτικό έγκλημα. Τυπικά, οι νομικοί ορισμοί της τρομοκρατίας την περιγράφουν ως συνδυασμό ενός «ποινικού» και ενός «πολιτικού» στοιχείου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γαλλία και η Ελλάδα υιοθετούν, στον ορισμό της τρομοκρατίας, μια προσέγγιση «υπεραξίας». Την ορίζουν ως ένα κατάλογο ήδη υφιστάμενων εγκλημάτων τα οποία όταν «φαίνεται ότι αποσκοπούν» να «επηρεάσουν την πολιτική» ή να «επηρεάσουν τη συµπεριφορά» της κυβέρνησης, μετατρέπονται σε τρομοκρατία.22US Code §2331; Patriot Act §802, §808; Code Penal, Art. 421-1; «Ποινικός Κώδικας, άρθρο 187Α, παραγρ. 1, όπως τροποποιήθηκε µε τον Ν. 3875/2010»· μια σημαντική διαφορά εδώ είναι ότι, ενώ ο νόμος των ΗΠΑ παρέχει ένα γενικό ορισμό, ο γαλλικός και ελληνικός νόμος δεν το κάνουν. Υπογραμμίζουμε ότι οι πράξεις που περιλαμβάνονται στον ορισμό ήταν ήδη ποινικοποιημένες. Το πολιτικό τους κίνητρο τις μετατρέπει σε εγκλήματα διαφορετικής ποιότητας («τρομοκρατία») και διπλασιάζει τις σχετικές ποινές, που μπορούν να φτάσουν μέχρι και ισόβια κάθειρξη. Έτσι, εάν ο εμπρησμός τιμωρείται µε πέντε χρόνια, εμπρησμός που αποσκοπεί να «επηρεάσει» την κυβέρνηση τιμωρείται µε δέκα. Αυτή η ποινική υπεραξία έγκειται στο πολιτικό κίνητρο που εµπνέει την πράξη.

Το Ηνωμένο Βασίλειο υιοθετεί μια διαφορετική, ακόμη πιο ευέλικτη προσέγγιση. Ο ορισμός του δεν περιγράφει καμιά αξιόποινη συµπεριφορά ή πράξη (actus reus) απολύτως. Περιλαμβάνει πράξεις βίας κατά προσώπου ή υλικές ζημιές, και κάθε συµπεριφορά που ενδέχεται –ανεξαρτήτως προθέσεως– να οδηγήσει σε σοβαρό κίνδυνο για τη ζωή, την προστασία ή την ασφάλεια. Ο βρετανικός ορισμός στηρίζεται αποκλειστικά σε πολιτικά κίνητρα: η πράξη είναι «σχεδιασμένη να επηρεάσει την κυβέρνηση» ή να προάγει «έναν πολιτικό σκοπό». Αυτό περιλαμβάνει σύννομες πράξεις: μια απεργία νοσηλευτών ή μια μαζική διαδήλωση που, ακούσια, επιβραδύνει την επέμβαση της πυροσβεστικής, μπορεί να αποτελεί «τρομοκρατία».33Είναι χαρακτηριστικό ότι η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία, και η Νότιος Αφρική, που υιοθέτησαν ορισμούς ταυτόσημους µε εκείνον του Ηνωμένου Βασιλείου, εξαιρούν ρητά τη «δηµόσια διαμαρτυρία» από τον ορισμό. Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν την εξαιρεί.

Σε κάθε περίπτωση, ο ορισμός της τρομοκρατίας περιλαμβάνει δύο στοιχεία ασύμβατα με το ποινικό δίκαιο: αναγάγει το κίνητρο σε συστατικό (και καθοριστικό!) στοιχείο του αδικήματος και εντοπίζει ρητά την υπαιτιότητα στον πολιτικό χαρακτήρα του κινήτρου. Στην πραγματικότητα, η τρομοκρατία καταβαραθρώνει τη διάκριση μεταξύ ανταγωνιστικής πολιτικής και εγκλήματος και αυτό καθορίζει την αντιτρομοκρατική νομοθεσία στο σύνολό της.

Το ποινικό δίκαιο όχι μόνο κινητοποιείται για να στοχοποιήσει το πολιτικό κίνητρο, αλλά επιπροσθέτως για να τιμωρήσει τα εγκλήματα τρομοκρατίας προτού διαπραχθούν. Το αποτέλεσμα είναι ότι, εν απουσία συγκεκριμένης πράξης, το έγκλημα προσδιορίζεται από την πολιτική πεποίθηση. Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι η πιο προηγμένη χώρα προς αυτή την κατεύθυνση. Δύο εξέχοντα παραδείγματα προληπτικών νόμων είναι τα «προπαρασκευαστικά» αδικήματα και τα αδικήματα «ενθάρρυνσης της τρομοκρατίας».

Τα αδικήματα «προπαρασκευής» ποινικοποιούν, με δεκαπενταετή ποινή, την κατοχή οτιδήποτε, που υπό περιστάσεις δημιουργεί εύλογη υπόνοια ότι είναι «για ένα σκοπό που συνδέεται με την προμήθεια, την προετοιμασία ή την υποκίνηση τρομοκρατικής ενέργειας».44Terrorism Act 2000, παρ. 57(1), 121. Επισείεται επίσης ποινή 10 ετών για τη συλλογή, καταγραφή ή κατοχή «πληροφοριών που μπορεί να είναι χρήσιμες» για την προετοιμασία τρομοκρατικής ενέργειας.55Terrorism Act 2000, παρ. 58. Και, επιπλέον, προβλέπεται ποινή ισόβιας κάθειρξης για τη συμμετοχή «σε οποιαδήποτε συμπεριφορά στο πλαίσιο της προετοιμασίας για την υλοποίηση της πρόθεσης» διάπραξης τρομοκρατικών ενεργειών.66Terrorism Act 2000, παρ. 5. Άρα, η «ένοχη πράξη» (actus reus) των προπαρασκευαστικών αδικημάτων συνίσταται σε οποιαδήποτε συμπεριφορά (ακόμη και σύννομη) που μπορεί να συνδέεται με μια τελική πράξη, όσο απόμακρη κι αν είναι. Έτσι, τα προπαρασκευαστικά αδικήματα επεκτείνουν τη χρονική εμβέλεια του ποινικού δικαίου και το εύρος των συμπεριφορών που καλύπτει. Η τελική πράξη, που μπορεί να αναδιατυπώσει κάθε συμπεριφορά ως εγκληματική, είναι η τρομοκρατία· και η τρομοκρατία εδρεύει στο πολιτικό κίνητρο. Συνεπώς, η πολιτική πεποίθηση είναι καθοριστική για τον προσδιορισμό της ύπαρξης του αδικήματος.

Έτσι, εάν νοικιάσατε ένα φορτηγάκι, πιθανόν να είστε εντάξει· αν µισθώσετε το φορτηγάκι «όντας εξτρεµιστής» µπορεί να διαπράττετε έγκληµα που θα µπορούσε να σας οδηγήσει στη φυλακή ισοβίως. (Περιττό να το πούµε: αυτά τα «θα µπορούσε», «µπορεί» και «πιθανόν» περιγράφουν ένα απολύτως απορυθµισµένο δίκαιο. Όλη αυτή η νοµοθεσία δεν παρέχει τίποτα παρεκτός άδεια στις αρχές να διώκουν και να τιµωρούν κατά το δοκούν ό,τι θεωρούν ως απειλητικό).

Τα αδικήµατα ενθάρρυνσης εφαρµόζονται σε όλες τις µορφές έκφρασης: λόγος, προφορικός και γραπτός, τέχνη, θέατρο, µουσική κ.λπ. Ποινικοποιούν τη δηµοσίευση ή διάδοση «µιας δήλωσης που είναι πιθανό να γίνει αντιληπτή από ορισµένα ή όλα τα µέλη του κοινού στα οποία απευθύνεται ως άµεση ή έµµεση ενθάρρυνση ή άλλη παρότρυνση προς αυτά για την προµήθεια, προετοιµασία ή υποκίνηση τροµοκρατικών ενεργειών».77Terrorism Act 2006, παρ. 1-2. Δεν έχει σηµασία αν οτιδήποτε στη δήλωση ή στο δηµοσίευµα σχετίζεται µε την προµήθεια, την προετοιµασία ή την υποκίνηση τροµοκρατικών ενεργειών, ή εάν κάποιος έχει ενθαρρυνθεί από τη δήλωση να διαπράξει, να προετοιµάσει ή να υποκινήσει τέτοιες πράξεις. Αυτά τα αδικήµατα εδρεύουν στην ερµηνεία µιας δηµοσίευσης από ορισµένα µέλη του ακροατηρίου της. Το κοινό και οι προδιαθέσεις του είναι ο καθοριστικός παράγοντας για την ύπαρξη αδικήµατος ενθάρρυνσης· και είναι τα ίδια υπό ερµηνεία από τις αρχές. Έτσι, η δηµοσίευση αυτού του κειµένου σε ένα «ακαδηµαϊκό» φόρουµ πιθανόν να είναι εντάξει· η δηµοσίευση ακριβώς του ίδιου κειµένου σε ένα «αναρχικό» φόρουµ θα µπορούσε να ενθαρρύνει την τροµοκρατία, οδηγώντας τον συγγραφέα και τον διοργανωτή του φόρουµ σε δεκαετή κάθειρξη. Έτσι, τα αδικήµατα ενθάρρυνσης παρέχουν στις κρατικές αρχές την άδεια να διώκουν και να τιµωρούν επιλεκτικά την πολιτική έκφραση.

Η αντιτροµοκρατία σηµατοδοτεί µια προληπτική στροφή στο ποινικό δίκαιο. Υπονοµεύει την αρχή της ασφάλειας του δικαίου, επεκτείνει την ποινικοποίηση και περιγράφει έναν χαοτικό ποινικό νόµο, που αποκτά συνοχή µόνο χάρη στην πολιτική του στόχευση. Η προληπτική αυτή στροφή του δικαίου δεν συνιστά, επ’ ουδενί, νοµική εκτροπή ή καταστρατήγηση του νόµου από την κρατική πυγµή, ούτε και περιορισµένη χρονικά ή τοπολογικά «κατάσταση εξαίρεσης». Απεναντίας, αποτελεί γενικευµένο και σταθερό επαναπροσδιορισµό της δικαιακής µορφής σε µία σαφώς αυταρχική βάση, όπου η ασφάλεια αντικαθιστά την «ελευθερία» και τη «δικαιοσύνη» ως λειτουργική και κανονιστική αρχή του δικαίου. Η προληπτική στρατηγική αναφέρεται στην εξουδετέρωση της ικανότητας του εχθρού να χτυπήσει. Συνεπάγεται την αποτροπή της υλοποίησης απειλών. Για το ποινικό δίκαιο αυτό σηµαίνει ότι ο νόµος οφείλει να τιµωρεί τα µη τελεσθέντα εγκλήµατα. Εποµένως, πρέπει να τιµωρήσει τη δυνατότητά τους, και η δυνατότητά τους εδρεύει στην πολιτική πεποίθηση του δράστη. Η αντιτροµοκρατική νοµοθεσία στοχεύει στην αποσόβηση µιας ενδεχόµενης ανταγωνιστικής πολιτικής.

Πολιτική πρόληψη ΙΙ:
Πέρα από το νόµο

Η πολιτική στόχευση της αντιτροµοκρατίας και ο προληπτικός της χαρακτήρας πηγαίνουν ένα βήµα παραπέρα στις στρατηγικές για την καταπολέµηση του εξτρεµισµού. Το Ηνωµένο Βασίλειο ορίζει τον εξτρεµισµό ως «την προφορική ή έµπρακτη εναντίωση στις βρετανικές αξίες». Αυτές είναι «η δηµοκρατία, το κράτος δικαίου, η ισότητα των ευκαιριών, η ελευθερία λόγου και το δικαίωµα όλων των ανδρών και γυναικών να ζουν ελεύθεροι από κάθε είδους καταδίωξη».88Home Office (2011), «CONTEST. The United Kingdom’s Strategy for Countering Terrorism», σ. 34, 44, 107. Εποµένως, ο εξτρεµισµός είναι οτιδήποτε αποκλίνει από το βασικό πυρήνα του πολιτικού φιλελευθερισµού. Ο αντιεξτρεµισµός επιδιώκει να καταστείλει τις εξτρεµιστικές ιδεολογίες και εκείνους που τις προωθούν, να προστατέψει τους ανθρώπους από το να «ριζοσπαστικοποιηθούν» και να παρέµβει σε ιδρύµατα όπου υπάρχουν κίνδυνοι ριζοσπαστικοποίησης: σχολεία, πανεπιστήµια, φυλακές, τζαµιά, νοσοκοµεία, το διαδίκτυο κ.λπ.

Για να επιτευχθεί αυτό, δηµιουργείται ένας τεράστιος, κάθετος µηχανισµός που καθορίζεται στρατηγικά από τον πρωθυπουργό, οργανώνεται από το Υπουργείο Εσωτερικών, προωθείται από την αστυνοµία, και εφαρµόζεται στο κοινωνικό έδαφος από παιδικούς σταθµούς, σχολεία, πανεπιστήµια, νοσοκοµεία, φυλακές και τοπικές αρχές. Το προσωπικό αυτών των φορέων είναι νοµικά υποχρεωµένο να αναζητά και να αναφέρει συµπτώµατα ριζοσπαστικοποίησης των σπουδαστών τους, των ασθενών τους, των κοινωνικά επωφελούµενων, των κρατούµενων κ.λπ. Τα εν λόγω συµπτώµατα είναι πάντοτε πολιτικά προσδιορισµένα: συσχέτιση µε εξτρεµιστές, έκφραση παραπόνων κατά της κοινωνικής αδικίας ή της εξωτερικής πολιτικής, επίκριση του κοινοβουλίου ή οποιασδήποτε κρατικής αρχής, δυσπιστία απέναντι στην αστυνοµία…

Ο αντι-εξτρεµισµός είναι προωθηµένη προληπτική στρατηγική: επιδιώκει όχι µόνο να σταµατήσει την απειλή προτού υλοποιηθεί, αλλά πριν ακόµα διαµορφωθεί. Για να το επιτύχει, θεσπίζει έναν κρατικό µηχανισµό που παρεµβαίνει στη διαδικασία διαµόρφωσης ιδεών – στο µυαλό του ατόµου. Και το κάνει αυτό για να αποτρέψει το σχηµατισµό πολιτικών υποκειµενικοτήτων που δεν είναι φιλελεύθερες.

Πρόληψη: χρονική κυριαρχία

Η πρόληψη είναι ουσιαστικά η διαχείριση µελλοντικών δυνατοτήτων. Διαµέσου αυτής ο δρών επιχειρεί να ελέγξει πτυχές του µέλλοντος. Στην περίπτωσή µας ο δρών είναι το κράτος. Και η πρόληψη είναι µια προσπάθεια να επεκταθεί η χρονική κυριαρχία του κράτους. Η χρονική κυριαρχία είναι η ικανότητα του κράτους να προδικάζει, να προσδιορίζει και να καθορίζει τα αποτελέσµατα των κοινωνικών, συµβολικών, οικονοµικών και πολιτικών διαδικασιών εντός ενός µεταβαλλόµενου χρονικού ορίζοντα. Αυτό συνεπάγεται, πρώτον, ότι το κράτος αναλαµβάνει στρατηγική ιδιότητα, µια ιδιότητα που οραµατίζεται και επιδιώκει να επιβάλει ένα συγκεκριµένο µέλλον και να αποφύγει ένα εναλλακτικό· και, δεύτερον, ότι οι χρονικότητες του κράτους µπορούν να καθορίσουν τις χρονικότητες άλλων κοινωνικών διαδικασιών.

Η πολιτική ασφαλείας επεκτείνει τη χρονική κυριαρχία του κράτους πάνω στην πολιτική: Το κράτος επιδιώκει να προσδιορίσει και να ελέγξει τις µακροπρόθεσµες πολιτικές προοπτικές της κοινωνίας, ποινικοποιώντας την ανταγωνιστική πολιτική και καταστέλλοντας το σχηµατισµό µη φιλελεύθερων υποκειµενικοτήτων. Με άλλα λόγια, το κράτος επεκτείνει τη χρονική κυριαρχία του επί της πολιτικής για να αρνηθεί στην κοινωνία ένα πολιτικό µέλλον – προκειµένου να διασφαλίσει ότι η πολιτική σύνθεση της κοινωνίας θα παραµείνει σε ένα αιώνιο φιλελεύθερο παρόν.

Η προσέγγιση του κράτους στην οικονοµία είναι εντελώς διαφορετική· ωστόσο το αποτέλεσµα είναι το ίδιο.

Οικονομία: κρίση, περισσότερη κρίση!

Η αντίδραση του κράτους στην οικονοµική κρίση του 2007-2008 ήρθε σε δύο κύµατα: ένα ως αντίδραση και ένα ως µεταρρύθµιση. Το πρώτο κύµα (2008- 2009) περιλαµβάνει έκτακτα µέτρα για τη «σταθεροποίηση του χρηµατοπιστωτικού τοµέα» και της κοινωνικοπολιτικής διευθέτησης που εξαρτάται από αυτόν. Αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται από µια άνευ προηγουµένου (σε τοµείς άλλους από την ασφάλεια) ενδυνάµωση της εκτελεστικής εξουσίας για να κάνει ό,τι είναι απαραίτητο για την καταπολέµηση της κρίσης. Στις ΗΠΑ, ο Emergency Economic Stabilisation Act (Νόµος Εκτάκτου Ανάγκης για την Οικονοµική Σταθεροποίηση) εξουσιοδότησε το Υπουργείο Οικονοµικών να λάβει «κάθε αναγκαίο µέτρο» για τη διάσωση του χρηµατοπιστωτικού συστήµατος. Το Κογκρέσο, πολύ κοµψά, παρουσίασε έναν κατάλογο 17 προτεραιοτήτων που θα καθοδηγούν την παρέµβαση του υπουργείου. Αυτές κυµαίνονται από την «προώθηση της χρηµατοπιστωτικής σταθερότητας» έως την «προστασία των κολεγιακών κονδυλίων» και, µεταξύ τους, καθιστούν οποιαδήποτε ενδεχόµενη παρέµβαση του υπουργείου απολύτως δικαιολογηµένη. Ακολούθως, το υπουργείο εφάρµοσε ένα πρόγραµµα που έδωσε περίπου ένα τρισ. δολάρια στις τράπεζες, µε µερικό αντάλλαγµα τραπεζικές µετοχές – µετοχές που, ωστόσο, δεν επιτρέπουν στο υπουργείο να συµµετέχει στο διοικητικό τους συµβούλιο ακόµα και όταν είναι ο πλειοψηφικός µέτοχος. Στο Ηνωµένο Βασίλειο, οι Banking Acts (Νόµοι περί Τραπεζών) του 2008 και του 2009 νοµιµοποίησαν την έως τότε απαγορευµένη «εθνικοποίηση» των επισφαλών χρηµατοπιστωτικών ιδρυµάτων, η οποία ήταν η προτιµώµενη µέθοδος της κυβέρνησης για τη διάσωση προβληµατικών τραπεζών. Ωστόσο, η ουσιαστική αντιµετώπιση της κρίσης πραγµατοποιήθηκε πέρα από αυτές τις εξουσιοδοτήσεις, µε τη µονοµερή δράση της κεντρικής τράπεζας κάθε χώρας. Έλαβε τη µορφή της «ποσοτικής χαλάρωσης», όπως κατ’ ευφηµισµό λέγεται η µαζική παροχή χρηµατοοικονοµικών πιστώσεων στις τράπεζες. Εκτιµάται ότι, στις ΗΠΑ, η ποσοτική χαλάρωση τους προσέφερε δέκα τρισ. δολάρια.

Η πιο µακροπρόθεσµη απάντηση καθορίστηκε µεταξύ του 2012 και του 2013, όταν το χρηµατοπιστωτικό σύστηµα ήταν ασφαλές – και, στην πραγµατικότητα, ισχυρότερο από ποτέ. Κωδικοποιήθηκε στον Financial Services and Markets Act (Νόµο περί Χρηµατοπιστωτικών Υπηρεσιών και Αγορών) του 2012 και στον Banking Reform Act (Νόµο για την Τραπεζική Μεταρρύθµιση) του 2013 (Ηνωµένο Βασίλειο) και στο διάσηµο νόµο DoddFrank (ΗΠΑ). Οι νόµοι του Ηνωµένου Βασιλείου νοµιµοποιούν την εσωτερική αναδιάρθρωση παθητικού (bail-in) ως µέθοδο αποφυγής της πτώχευσης και θέτουν τις συγχωνεύσεις υπό δέουσα επιµέλεια. Ουσιωδώς, απαιτούν οι επενδυτικές δραστηριότητες των µεγάλων τραπεζών να διαχωρίζονται (ring-fenced) από τις συνήθεις δανειοδοτικές τους δραστηριότητες. Οι ΗΠΑ περικόπτουν ορισµένες συναλλαγές µεταξύ τραπεζών και κεφαλαίων αντισταθµιστικού κινδύνου. Εισάγουν συχνά τραπεζικά τεστ αντοχής (stress-testing) που θα διεξάγονται από την Οµοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, και ρυθµίζουν τα επιδόµατα, έτσι ώστε οι υψηλά ιστάµενοι τραπεζίτες να µην µπαίνουν «συστηµατικά» σε πειρασµό για εγχειρήµατα υψηλού κινδύνου. Και οι δύο χώρες απαιτούν από τις τράπεζες να κρατούν κεφάλαια ως αποθεµατικό έναντι ενδεχόµενων ελλείψεων ρευστότητας και καθιερώνουν ένα εύρωστο καθεστώς δηµοσιονοµικής σταθεροποίησης, το οποίο στοχεύει τόσο στο επίπεδο της επιχείρησης όσο και στο επίπεδο της αγοράς στο σύνολό της. Οι ρυθµιστικοί οργανισµοί εποπτεύουν σχεδόν όλες τις πτυχές της τραπεζικής δραστηριότητας και µπορούν να επιβάλουν πάγωµα σε ορισµένους τύπους συναλλαγών όταν γίνονται ιδιαίτερα επισφαλείς. Στο Ηνωµένο Βασίλειο, οι ρυθµιστικοί οργανισµοί µπορούν να ασκήσουν βέτο στο διορισµό διευθυντών τραπεζών.89Βλ. Putnis, J., Hammond, B. and Bonsall, N. «United Kingdom»· και De Ghenghi, L. and Agrawal Sahni, R. «United States», αµφότερα στο: J. Putnis (ed.) The Banking Regulation Review, 5th Edition. London: Law Business Research, 2014.

Αυτοί οι νόµοι σκιαγραφούν την ενίσχυση της κρατικής παρουσίας στον χρηµατοπιστωτικό τοµέα. Ωστόσο, αυτή η παρουσία είναι επιβοηθητική παρά µεταρρυθµιστική. Επιτρέποντας την ενδοδιάσωση (bailing-in) και τονώνοντας τις πτωχευτικές λύσεις, το κράτος αµβλύνει τις συνέπειες µιας ενδεχόµενης τραπεζικής κατάρρευσης. Οι ρυθµιστικοί φορείς έχουν µεγάλη ικανότητα παρέµβασης, αλλά µόνο ad hoc, σε στοχευµένη βάση. Καµία από τις πρακτικές που οδήγησαν στην κατάρρευση του 2007 δεν έχει απαγορευτεί – απλά παρακολουθούνται και µπορούν να περιοριστούν προσωρινά αν θεωρηθούν επικίνδυνες. Όσον αφορά τη δοµή του τοµέα, η δέουσα επιµέλεια εκτιµά µόνο τον κίνδυνο που µπορεί να δηµιουργήσει µια συγχώνευση στις εµπλεκόµενες τράπεζες. Επιτρέπει τη συνέχιση των συγχωνεύσεων µε αποτέλεσµα οι τράπεζες να γίνονται «ακόµη µεγαλύτερες για να καταρρεύσουν». Και δεν γίνεται διάσπαση των τραπεζών σε επενδυτικές και συνήθεις καταθετικές, αλλά µόνο διαχωρισµός (ring-fencing) των αντίστοιχων δραστηριοτήτων. Αυτό έγινε νόµος έξι ολόκληρα χρόνια µετά το ξέσπασµα της κρίσης· θα τεθεί σε εφαρµογή το 2019, 12 έτη µετά την κρίση, και είναι, επιπλέον, διάτρητο µε εξαιρέσεις και «παράθυρα». Συνολικά, το κράτος επιδιώκει να αποτρέψει µια νέα οικονοµική κρίση µέσω της καλύτερης παρακολούθησης και της εγκαθίδρυσης ανθεκτικότητας, ενόσω διατηρεί ανέπαφες τις οικονοµικές δοµές και πρακτικές που γεννούν κρίσεις.

Κοντολογίς, η πολυαναµενόµενη, σαρωτική µεταρρύθµιση του χρηµατοπιστωτικού τοµέα δεν έγινε ποτέ. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, δεδοµένης της απόλυτης εξάρτησης του νεοφιλελεύθερου καθεστώτος συσσώρευσης από την «υψηλή χρηµατοπίστωση». Ούτε προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι το κράτος δεν θα επανεξετάσει ένα τέτοιο ασταθές και επιρρεπές στην κρίση καθεστώς.

Όχι µόνο υπάρχει βαθιά, συστηµατική συµπαιγνία µεταξύ κράτους και χρηµατοοικονοµικού τοµέα, αλλά επίσης, το χρηµατοοικονοµικό κεφάλαιο ήταν ο µόνος συνοµιλητής του κράτους στο σχεδιασµό της µεταρρύθµισής του. Η χρηµατοπιστωτική πολιτική δεν είναι παρά η αυτοθέσµιση και η αυτορρύθµιση του χρηµατοοικονοµικού κεφαλαίου µέσω της νοµοθεσίας και των ενεργειών του κράτους. Συνεπώς, ενώ η χρηµατοπιστωτική κρίση έχει εδώ και καιρό ξεπεραστεί και ο χρηµατοπιστωτικός τοµέας είναι πιο εύρωστος από ποτέ, η οικονοµική κρίση εξακολουθεί να ρηµάζει την κοινωνία. Η µη µεταρρύθµιση του χρηµατοοικονοµικού τοµέα προδίδει την πλήρη στρατηγική ανικανότητα του κράτους: Οι παρεµβάσεις του είναι αυστηρά αµυντικές και συντηρητικές, διότι δεν µπορεί να αναλογιστεί µια εναλλακτική διαδροµή αναφορικά µε την οικονοµία.

Πέρα από τις ιδιαιτερότητες της χρηµατοοικονοµικής µεταρρύθµισης, το κράτος δεν έκανε καµία προσπάθεια να µεταρρυθµίσει τις οικονοµικές διαδικασίες ώστε να µπορεί να τις ελέγξει. Κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε την επιβράδυνση των οικονοµικών δραστηριοτήτων ώστε να αντιστοιχούν στους χρόνους λήψης αποφάσεων των κρατικών θεσµών. Ουσιαστικά, το κράτος αφήνει τα αίτια της κρίσης άθικτα και εξακολουθεί να προωθεί πολιτικές που τα ενισχύουν περαιτέρω καθώς εντείνουν τη συγκέντρωση του πλούτου. Τέλος, το κράτος δεν παρεµβαίνει στρατηγικά στην οικονοµία: Δεν προσπαθεί να αναµορφώσει την διαδικασία συσσώρευσης και το συναφές κοινωνικό καθεστώς, ούτε τους τρόπους λειτουργίας των οικονοµικών παραγόντων ή τους µεταξύ τους συσχετισµούς δυνάµεων.

Σε κάθε περίπτωση, µε όρους δηλαδή στρατηγικής διαµόρφωσης, θεσµικής χρονικότητας και τρόπου παρέµβασης, το κράτος δεν διεκδικεί χρονική κυριαρχία επί της οικονοµίας. Αυτό σηµαίνει ότι οι οικονοµικές διαδικασίες θα συνεχίσουν, αενάως, να υφίστανται ως έχουν – παραπαίοντας από τη µια κρίση στην άλλη, ενώ οι γενεσιουργές αιτίες της κρίσης παραµένουν άθικτες.

Ηγεμονία: η νεοφιλελεύθερη κατάρρευση

Συγκρίναµε τις αντιδράσεις του κράτους στις κρίσεις στους πιο σηµαντικούς τοµείς δραστηριότητάς του: την ασφάλεια και την οικονοµία. Η αντίθεση δεν θα µπορούσε να είναι πιο κραυγαλέα. Η πολιτική ασφάλειας είναι προπαντός προληπτική. Το κράτος την εφαρµόζει για να διαµορφώσει τον πολιτικό χρονικό ορίζοντα. Εισδύει βαθιά στο παρελθόν του µέλλοντος για να εκµηδενίσει τα αίτια µιάς πιθανής κρίσης ασφάλειας, αποτρέποντας τη δηµιουργία ανταγωνιστικών πολιτικών πεποιθήσεων και υποκειµενικοτήτων. Διευρύνει τη χρονική κυριαρχία του προκειµένου να αρνηθεί στην κοινωνία ένα πολιτικό µέλλον.

Αντιθέτως, όσον αφορά την οικονοµία, το κράτος δεν προσπαθεί να προλάβει τίποτε. Αντιδρά µόνο κατόπιν εορτής. Τρέχει πίσω από τις καπιταλιστικές κρίσεις, µαζεύει τα σπασµένα (ή µάλλον αναγκάζει εµάς να τα µαζέψουµε) και, ευγενικά, προσπαθεί να στηρίξει τις καπιταλιστικές πρακτικές αντί να τις αλλάξει.

Πάνω από όλα, δεν παρεµβαίνει στις γενεσιουργές πρακτικές και σχέσεις των κρίσεων. Εν γένει, επιδιώκει να ωθήσει την οικονοµία να συνεχίσει ως έχει. Έτσι, η δραστική επέκταση της χρονικής κυριαρχίας επί της πολιτικής και η απόσυρσή της από την οικονοµία, επιτυγχάνουν παραδόξως, το ίδιο αποτέλεσµα: ότι η πολιτική και η οικονοµία θα παραµείνουν εσαεί ως έχουν – ότι το µέλλον, σε αµφότερα τα πεδία, ακυρώνεται. Οι δύο προτάσεις είναι στενά συνδεδεµένες: η ακύρωση του πολιτικού µέλλοντος συνιστά προαπαιτούµενο και εγγύηση για την ακύρωση του οικονοµικού µέλλοντος: επιτρέπει στο κεφάλαιο να επιβάλλει τις κρίσεις του στην κοινωνία, ενόσω εξασφαλίζει ότι η κοινωνία δεν µπορεί να επιβάλει κρίση στο κεφάλαιο.

Αυτή η αποστροφή προς το µέλλον, ως κάτι περισσότερο από απλή αναπαραγωγή του παρόντος, είναι το αποτέλεσµα του θριάµβου του νεοφιλελευθερισµού στη διαµόρφωση της οικονοµίας, της πολιτικής και της κοινωνίας. Ο θρίαµβος του νεοφιλελευθερισµού είναι ο θρίαµβος του κεφαλαίου, ιδίως του χρηµατοοικονοµικού κεφαλαίου, επί όλων των υπολοίπων κοινωνικών τάξεων. Η επίδραση της πλήρους κατίσχυσης του κεφαλαίου είναι πολύµορφη. Από οικονοµική άποψη σηµαίνει ακραία συγκέντρωση πλούτου, η οποία, κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση, παράγει κρίσεις. Από πολιτική άποψη, σηµαίνει ότι το κράτος (εθνικά κράτη, και, επιπροσθέτως, υπερεθνικά διευθυντήρια και δίκτυα διακυβέρνησης) γίνονται ιδιωτική υπόθεση του κεφαλαίου. Το κράτος δεν συνθέτει πια αντιφατικά κοινωνικά συµφέροντα, απλώς εφαρµόζει τα συµφέροντα του κεφαλαίου επί της κοινωνίας. Και το κεφάλαιο έχει χάσει εντελώς την όρεξή του για το µέλλον. Ο κυρίαρχος τρόπος συσσώρευσής του είναι ο προσοδούχος: δεν µεριµνά για επένδυση, επέκταση ή ανάπτυξη, αλλά για µέγιστη αποµύζηση. Τρέφεται από την εξουσία του να υπαγορεύει τον τρόπο ζωής της κοινωνίας και χρησιµοποιεί αυτή τη δύναµη για να διασφαλίσει ότι η κοινωνία θα συνεχίσει ως έχει. Σε αυτή τη στασιµότητα, η µόνη δύναµη που µπορεί να το ενεργοποιήσει είναι η κρίση. Ο ενδοκαπιταλιστικός κανιβαλισµός και η κοινωνική αποστέρηση που συνεπάγονται οι οικονοµικές κρίσεις έχουν γίνει ο κυρίαρχος τρόπος ανάφλεξης της συσσώρευσης: ο καπιταλισµός εξαρτάται από την κρίση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η ασφάλεια και η άρνηση ενός πολιτικού µέλλοντος είναι τόσο σηµαντικές: η προϋπόθεση για τις επαναλαµβανόµενες ζωτικές κρίσεις είναι η βεβαιότητα ότι θα οδηγήσουν πράγµατι σε περαιτέρω εµβάθυνση της αποµύζησης και της εκµετάλλευσης και ότι οι εκµεταλλευόµενοι δεν θα δύνανται να θέσουν την εξουσία του κεφαλαίου σε κρίση. Τέλος, η πλήρης ταύτιση του κράτους µε το κεφάλαιο σηµαίνει ότι το κράτος χάνει την ικανότητά του για στρατηγικό, µακροπρόθεσµο σχεδιασµό. Εν ολίγοις, ο θρίαµβος του νεοφιλελευθερισµού σηµαίνει ότι το κεφάλαιο και το κράτος του όχι µόνο αντιτίθενται σε ένα ποιοτικά διαφορετικό µέλλον αλλά, επιπλέον, είναι οργανικώς ανήµπορα να οραµατιστούν κάτι τέτοιο.

Βρισκόµαστε, συνεπώς, µπροστά σε µια πλήρη ηγεµονική κατάρρευση. Σε αντίθεση µε την παλιά αριστοκρατία, η εξουσία της οποίας βασιζόταν στην αναφορά στο παρελθόν, στην καταγωγή, η εξουσία της καπιταλιστικής τάξης βασίζεται στην ικανότητά της να οδηγεί την κοινωνία σε ένα επιθυµητό µέλλον. Αυτά τα οράµατα του µέλλοντος, επιλεκτικά και συνθετικά, κωδικοποιούνταν από το κράτος σε ηγεµονικά εγχειρήµατα, ικανά να κινητοποιήσουν την κοινωνία προς ένα κρατικό όραµα για ένα κοινό µέλλον. Από την ισότητα, την αδελφοσύνη και την ελευθερία, στο κράτος δικαίου, το New Deal, την κοινωνία της αφθονίας και το παγκόσµιο χωριό, αυτά τα οράµατα σηµατοδότησαν διαφορετικά στάδια του καπιταλισµού και τη συνεχή ικανότητά του να ηγείται της κοινωνίας. Αυτά τα οράµατα έχουν παύσει µε το γύρισµα του αιώνα. Οι «ηγέτες» µας δεν µας οδηγούν πουθενά. Δεν προτείνουν κανένα επιθυµητό µέλλον· µας ζητούν να συνεχίσουµε να τους υποστηρίζουµε ή να αντιµετωπίσουµε τη βαρβαρότητα: το ISIS, τον Τραµπ, τους Ρώσους, την κορεατική βόµβα. Το µέλλον θα είναι είτε µια διαρκώς επιδεινούµενη εξακολούθηση του παρόντος ή µια καταστροφή.

Δύο καταληκτικές παρατηρήσεις. Πρώτον, η ικανότητα του καπιταλισµού να επαναπροσδιορίζει τον εαυτό του, να παράγει µελλοντικά οράµατα και να καθοδηγεί την κοινωνία ήταν το αποτέλεσµα της ικανότητάς του να ενσωµατώνει τις κοινωνικές αντιστάσεις, να τις συµψηφίζει και να τις αναµορφώνει για να βαθύνει την κυριαρχία του. Έχει πλέον χάσει αυτήν την ικανότητα, ακριβώς επειδή έχει πετύχει πλήρη κυριαρχία επί της κοινωνίας. Ο θρίαµβος του νεοφιλελευθερισµού ήδη σηµατοδοτεί τον αφανισµό του. Και δεύτερον, ο καπιταλισµός είναι εξ ορισµού µια σχέση προσανατολισµένη στο µέλλον. Η σηµερινή απώλεια της ενόρασης και της όρεξης για το µέλλον είναι, για το κεφάλαιο, µια υπαρξιακή απειλή µε τη γνησιότατη έννοια του όρου.

Πέρα από το µόνιµο χρέος µου στους K. Marx, A. Gramsci, Κ. Καστοριάδη, και Ν. Πουλαντζά, το παρόν κείµενο αντλεί ιδέες από:

Βιβλιογραφία

Boukalas, C. (2014), Homeland Security, its Law and its State: A Design of Power for the 21st Century, Abington, Routledge.

Boukalas, C. (2017), «L’antiterrorisme Anglo-saxon: étatisme Autoritaire et Préemption du Futur», στο S. de Simoni, P. Guillibert and M. Krickerberg (eds.) Critique de la Sécurité. Accumulation Capitaliste et Pacification Sociale. Paris: Eteropia.

Davies, W. (2017), The Limits of Neoliberalism, London, Sage. Debord, G. (1998), Comments on the Society of the Spectacle, London, Verso.

Demirović, A. (2009), «Postneoliberalism and PostFordism – Is there a New Period in the Capitalist mode of Production?». Development Dialogue, January: 45-58.

Jessop, B. (2016), The State: Past, Present and Future, Cambridge, Polity.

Massumi, B. (2015), Ontopower, Duke University Press.

Nitzan, J., Bichler, S. (2013), «Can Capitalists Afford Recovery?», Working papers on Capital as Power, no. 2013/01.

Scheuerman, W. E. (2004), Liberal Democracy and the Social Acceleration of Time. John Hopkins University Press.

Streeck, W. (2014), Buying Time, London, Verso.

Notes:
  1. Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Τηλέμαχο Δουφεξή-Αντωνόπουλο για την υποστήριξη του και τη μετάφραση αυτού του κειμένου και τον Γιάννη Αγγελάκη για την απόδοση των νομικών αποσπασμάτων και την επιμέλεια της μετάφρασης. Επίσης τους Αλέξανδρο Γεωργίου, Ηλία Διάμεση, Μάκη Κεντεποζίδη, Μαρία Φραγκάκη, και Ναταλί Φύτρου για τα κριτικά και ενθαρρυντικά σχόλια τους.
  2. US Code §2331; Patriot Act §802, §808; Code Penal, Art. 421-1; «Ποινικός Κώδικας, άρθρο 187Α, παραγρ. 1, όπως τροποποιήθηκε µε τον Ν. 3875/2010»· μια σημαντική διαφορά εδώ είναι ότι, ενώ ο νόμος των ΗΠΑ παρέχει ένα γενικό ορισμό, ο γαλλικός και ελληνικός νόμος δεν το κάνουν.
  3. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία, και η Νότιος Αφρική, που υιοθέτησαν ορισμούς ταυτόσημους µε εκείνον του Ηνωμένου Βασιλείου, εξαιρούν ρητά τη «δηµόσια διαμαρτυρία» από τον ορισμό. Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν την εξαιρεί.
  4. Terrorism Act 2000, παρ. 57(1), 121.
  5. Terrorism Act 2000, παρ. 58.
  6. Terrorism Act 2000, παρ. 5.
  7. Terrorism Act 2006, παρ. 1-2.
  8. Home Office (2011), «CONTEST. The United Kingdom’s Strategy for Countering Terrorism», σ. 34, 44, 107.
  9. Βλ. Putnis, J., Hammond, B. and Bonsall, N. «United Kingdom»· και De Ghenghi, L. and Agrawal Sahni, R. «United States», αµφότερα στο: J. Putnis (ed.) The Banking Regulation Review, 5th Edition. London: Law Business Research, 2014.