Ποιοι είμαστε
Ζούμε σε έναν κόσμο μεγάλων αντιφάσεων, που στην Ελλάδα της κρίσης, του χρέους, των μνημονίων και των αντιδραστικών «μεταρρυθμίσεων» φτάνουν σε παροξυσμό.
Από τη μια, οι τεράστιες δυνατότητες για καλύτερη ζωή, δημιουργική και σταθερή εργασία, αρμονία ανθρώπου-φύσης, άνθηση των ελευθεριών, τις οποίες δημιουργούν τα άλματα της επιστήμης, η βελτίωση των επικοινωνιών, ο συσσωρευμένος υλικός και πνευματικός πλούτος. Από την άλλη, η γκρίζα πραγματικότητα: ανεργία, φτωχοποίηση, εργασιακός μεσαίωνας, πόλεμοι, ανελευθερία, η συρρίκνωση και αποστέωση ακόμη και της αστικής δημοκρατίας, πολιτισμική ισοπέδωση, ρατσισμός, νεοφασισμός, καταστροφή του περιβάλλοντος. Μια πραγματικότητα που επιδεινώνεται από την καπιταλιστική κρίση και την ακολουθούμενη στρατηγική για την υπέρβασή της· στρατηγική βίαιης επίθεσης στην εργασία και τη νεολαία, τη φύση, τον πολιτισμό και τη δημοκρατία, που έχει ως φορείς το κεφάλαιο, τις τράπεζες, την ΕΕ, την ιμπεριαλιστική κυριαρχία και εκμετάλλευση, τις εθνικές κυβερνήσεις.
Editorial: Με τον επαναστατικό μαρξισμό για την κομμουνιστική στρατηγική στην παρούσα κρίση και στο μέλλον της ανατροπής Της Σύνταξης
Εύλογα θα αναρωτηθεί κάποιος προς τι η έκδοση ενός νέου θεωρητικού περιοδικού της κομμουνιστικής Αριστεράς σε μια συγκυρία όπου μεγαλώνει η απόσταση ανάμεσα στην σαρωτική στρατηγικού χαρακτήρα επίθεση του κεφαλαίου (σε όλα τα επίπεδα: κοινωνικό, πολιτικό, θεωρητικό) και στις ανεπαρκείς αντιστάσεις ενός εργατικού κινήματος που υποχωρεί, σε μια εποχή όπου ηγεμονεύουν οι πυλώνες και οι νόμοι του καπιταλισμού, ενώ δεν κάνει αισθητή την παρουσία της μια ανατρεπτική εναλλακτική λύση με στοιχειωδώς μαζικούς όρους. Η θεωρητική σφαίρα κατακλύζεται από την αστική φιλοσοφική σκέψη, με κυρίαρχα ρεύματα τον θετικισμό και το μεταμοντερνισμό. Στην πολιτική πρακτική έχει εμπεδωθεί η νεοφιλελεύθερη διαχείριση, ανακυκλούμενη με διάφορες προσμίξεις και εκδοχές, όπως στα καθ’ ημάς ο «κεντροδεξιός νεοφιλελευθερισμός» της ΝΔ και ο «σοσιαλ-φιλελευθερισμός» του ΣΥΡΙΖΑ.
Μαρξισμός και κομμουνιστική χειραφέτηση Γιώργος Ρούσης
Στο άρθρο που ακολουθεί επιχειρείται αρχικά η ανατροπή της αντίληψης ότι ο μαρξισμός είναι απλώς μια επιστημονική μέθοδος και τίποτε παραπάνω, καθώς και της αντίληψης που παραβλέπει το κομμουνιστικό όραμα των κλασικών και ανάγει τα μέσα που οδηγούν σε αυτό σε αυτοσκοπό. Στη συνέχεια προσδιορίζεται το περιεχόμενο του κομμουνιστικού οράματος, που δεν είναι άλλο από τη χειραφέτηση του ανθρώπου και την κυριαρχία της ελεύθερης δραστηριότητας. Ακολουθεί η ανάλυση τόσο των αντικειμενικών, όσο και των υποκειμενικών προϋποθέσεων της κομμουνιστικής χειραφέτησης και τεκμαίρεται η αναγκαιότητα της επανάστασης για να οδηγηθούμε σε αυτήν. Τέλος εξηγείται για ποιους λόγους είναι κατά τους κλασικούς αναγκαία μια κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας και παρουσιάζεται συνοπτικά το περιεχόμενο αυτής της φάσης της δικτατορίας του προλεταριάτου ή σοσιαλισμού.
Ο κομμουνισμός πριν τον Μαρξ Βασίλης Μηνακάκης
Οι όροι «κομμουνισμός» και «σοσιαλισμός», και πολύ περισσότερο πλευρές του περιεχομένου τους, υπήρχαν στη δημόσια συζήτηση πριν τους υιοθετήσουν οι Μαρξ (Marx) και Ένγκελς (Engels). Εξέφραζαν ριζοσπαστικές τάσεις οι οποίες εκδηλώθηκαν στα πρώτα βήματα του εργατικού κινήματος, καθώς και διανοητικές κατασκευές ή πειράματα ξεχωριστών προσωπικοτήτων. Τα στοιχεία και τα χαρακτηριστικά αυτού του ουτοπικού −όπως συνήθως αποκαλείται− κομμουνισμού αντανακλούσαν τις ανώριμες ακόμη συνθήκες τόσο στον καπιταλισμό όσο και στο εργατικό κίνημα. Οι Μαρξ και Ένγκελς, με έναν υποδειγματικά διαλεκτικό τρόπο, ασχολήθηκαν με τον προγενέστερό τους κομμουνισμό, ενσωμάτωσαν στοιχεία του, ανέδειξαν τις προωθητικές πλευρές αλλά και τα όριά του. Κυρίως όμως τον υπερέβησαν, θεμελιώνοντας τον δικό τους κομμουνισμό όχι στη σφαίρα των ιδεών αλλά στην ανάδειξη του κρυμμένου μυστικού του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (εκμετάλλευση και άντληση υπεραξίας) και στην ιστορική δυναμική της ταξικής πάλης.
Ο ιστορικός υλισμός στη διερεύνηση της αναγκαιότητας της κοινωνικής χειραφέτησης Δημήτρης Γρηγορόπουλος
To άρθρο πραγματεύεται τη συγκρότηση του ιστορικού υλισμού ως νέου τύπου επιστήμης, που διερευνά τους νόμους του κοινωνικού γίγνεσθαι. Ο ιστορικός υλισμός συγκροτείται απ’ τα συστατικά υλικά του ως υλιστική αντίληψη της ιστορίας με κυρίαρχη αρχή την οικονομική βάση, που καθορίζει, σε τελευταία ανάλυση, το εποικοδόμημα. Ο ιστορικός υλισμός, λόγω αντιστοιχίας του συστήματος των εννοιών του και της μεθόδου του προς την κοινωνική πραγματικότητα, έχει ισχυρή δυνατότητα αντικειμενικής ανάλυσης και γνωστικής οικειοποίησης αυτής. Στη συνέχεια, το άρθρο επικεντρώνεται στη διερεύνηση της κοινωνικής αναγκαιότητας με διττή έννοια: ως αναγκαίου όρου εξέλιξης και ως αναπόφευκτης εξέλιξης. Εξετάζεται η διαλεκτική σχέση αναγκαιότητας-τυχαίου, αναγκαιότητας-ελεύθερης βούλησης, νόμου-τάσης-φυσικοϊστορικού νόμου, στατικής και δυναμικής εξέλιξης. Με την εμπειρική- ιστορική επιβεβαίωση της ανόδου από κατώτερους σε ανώτερους σχηματισμούς, η δυνατότητα εγκαθίδρυσης του κομμουνισμού αναδεικνύεται θεμελιωδώς απ’ τον ιστορικό υλισμό, όχι όμως με τη βεβαιότητα φυσικής επιστήμης. Η ανάπτυξη του ιστορικού υλισμού σε συνάρτηση με την άνοδο της ταξικής πάλης ενδέχεται να δώσει αδιαμφισβήτητη απάντηση.
Κομμουνιστική απλευθέρωση – επικαιρότητα – αναγκαιότητα – δυνατότητα (κομμουνισμός ή αφανισμός της ανθρωπότητας) Δημήτρης Ταβουλάρης
Το κείμενο αποτελείται από διάφορες συνεκτικές ενότητες που η επόμενη διαδέχεται την προηγούμενη.
Έτσι, τη σύντομη ανάλυση της σημερινής κρίσης του καπιταλισμού και των προσπαθειών αναδιάρθρωσής του, διαδέχεται η αναγκαιότητα για βαθύτερη και ουσιαστικότερη μελέτη και γνώση της μαρξιστικής θεωρίας και της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας, που αποτελεί βασικό θεωρητικό και ιδεολογικό υπόβαθρο στην πάλη μας για την ανατροπή του καπιταλισμού. Με μια σύντομη αναφορά για το Κεφάλαιο του Κ. Μαρξ (K. Marx) και για τον ιστορικό υλισμό, αναφέρεται στο μη γραμμικό προτσές της ιστορικής και κοινωνικής εξέλιξης, τονίζοντας ότι εκτός από τα άλματα υπάρχουν καμπές και οπισθοδρομήσεις.
Σαν τέτοια ιστορικοκοινωνική οπισθοδρόμηση θεωρείται η κατάρρευση των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού», που χωρίς να ήταν υποχρεωτικά αναπόφευκτη, αφήνει ανάγλυφα τα σημάδια της στην ανθρωπότητα και καθορίζει τη μετέπειτα πορεία της. Διατυπώνει τη θέση ότι αν και ακόμα η ανθρωπότητα δεν έχει γνωρίσει ούτε την πρώτη φάση του κομμουνισμού (σοσιαλισμός) ούτε πολύ περισσότερο την αναπτυγμένη κομμουνιστική κοινωνία, στην αποτυχία του «υπαρκτού σοσιαλισμού» τεκμηριώνεται σήμερα, σκόπιμα και συνειδητά, η αποτυχία του κομμουνισμού γενικά και το ανεφάρμοστο του μαρξισμού.
Καταλήγει στο δίλημμα της εποχής που σήμερα διατυπώνεται: «Κομμουνισμός ή αφανισμός της ανθρωπότητας;» και προβάλλει μετά από όλα αυτά τη νέα κομμουνιστική προοπτική που στην εποχή μας είναι και επίκαιρη και αναγκαία και δυνατή. Την προβάλλει σαν την ενεργή αντικειμενική δυνατότητα που μπορεί να πραγματωθεί στο παρόν με τη συνειδητή δράση των ανθρώπων.
Ο κομμουνισμός του Μαρξ ως κριτική στη «ριζοσπαστική δημοκρατία» του Ερνέστο Λακλάου Αλέξανδρος Χρύσης
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ιδιαίτερα μετά την «πτώση του Τείχους» και την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού», το ζήτημα του κομμουνισμού −όχι τόσο με πρωτοβουλία μαρξιστών μελετητών, αλλά κυρίως διανοητών που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, εντάσσονται στον λεγόμενο μετα-μαρξισμό− επανεγγράφηκε στο πεδίο της ιδεολογικής ζύμωσης και των κοινωνικών κινημάτων. Καθένας από τη δική του οπτική, θεωρητικοί όπως ο Νέγκρι (Negri) και ο Χαρντ (Hardt), ο Μπαντιού (Badiou), ο Χόλογουεϊ (Holloway) και ο Ζίζεκ (Žižek), επιχειρούν να πραγματευτούν και να επαναπροσδιορίσουν την «κομμουνιστική υπόθεση», εντάσσοντάς τη με διαφορετικούς τρόπους στη δυναμική της λεγόμενης «αντικαπιταλιστικής πάλης».
Μια από τις ισχυρότερες ιστορικές και θεωρητικές ρίζες αυτών των μετα-μαρξιστικών προσεγγίσεων της σοσιαλιστικής στρατηγικής και του κομμουνισμού μπορεί να εντοπιστεί στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980, όταν, σε μια περίοδο εδραίωσης του νεοφιλελευθερισμού, κάνει την εμφάνισή της η μελέτη των Ερνέστο Λακλάου (Ernesto Laclau) και Σαντάλ Μουφ (Chantal Mouffe) Hegemony and Socialist Strategy. Towards a Radical Democratic Politics (1985).
Εκτιμώντας ότι οι αναλύσεις του Λακλάου (και της Μουφ) επηρέασαν και επηρεάζουν με πολλούς τρόπους τη θεωρία και την πράξη των χαρακτηριζόμενων ως αντικαπιταλιστικών κινημάτων της εποχής μας, καθώς και τις τρέχουσες «μετα-μαρξιστικές» αφηγήσεις του κομμουνισμού, το άρθρο αυτό θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί ως το πρώτο μιας σειράς ανάλογων κειμένων μαρξιστικού προβληματισμού υπό τον γενικό τίτλο «Ο κομμουνισμός του Μαρξ ως κριτική στη μετα-μαρξιστική “κομμουνιστική υπόθεση”» και με πλαίσιο αναφοράς τη θεματική του κομμουνισμού στο έργο διανοητών όπως οι Νέγκρι και Χαρντ, ο Μπαντιού, ο Χόλογουεϊ και ο Ζίζεκ.
Η Ιδέα του Κομμουνισμού και η πτώχευση μιας ορισμένης αριστερής διανόησης − Η περίπτωση του Σλάβοϊ Ζίζεκ Κώστας Γούσης
Η συζήτηση γύρω από την «ιδέα του κομμουνισμού» όρισε έναν «τόπο» όπου συναντήθηκαν ρεύματα σκέψης με διαφορετικές αφετηρίες, στοχεύσεις και σχέση με το κίνημα και την Αριστερά όλων των εκδοχών και των αποχρώσεων. Ξεκινώντας με ένα συνέδριο στο Λονδίνο το Μάρτιο του 2009, η συζήτηση συγκέντρωσε ευρύτερο θεωρητικό και πολιτικό ενδιαφέρον προκαλώντας μια γεωγραφική εξάπλωση συνεδρίων, άρθρων και εκδόσεων με ρυθμό γεωμετρικής προόδου. Η καθόλου τυχαία σύμπτωση με το ξέσπασμα της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης επαναφέρει το ερώτημα της σχέσης θεωρίας και πράξης. Έχουν πλέον μεσολαβήσει κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα που έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στις εξελίξεις των τελευταίων χρόνων και η στάση πολλών απ’ όσους πρωταγωνίστησαν στην επανεμφάνιση του κομμουνισμού στο χώρο των ιδεών όχι απλώς είναι αναντίστοιχη, αλλά υποδηλώνει την εξάντληση ενός ορισμένου τρόπου σκέψης και προτύπου διανόησης. Στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου θα επιχειρηθεί μια ανακατασκευή αυτής της προβληματικής διερευνώντας τη στάση του Σλάβοϊ Ζίζεκ (Slavoj Žižek) ως παραδειγματικής μορφής εκλεκτικισμού και σύγχυσης, που οδήγησαν στην ηρωοποίηση του κινήματος Μαϊντάν στην Ουκρανία και σε μια απολογητική των Μνημονίων και του δόγματος «Τhere Is No Alternative» (TΙΝΑ) στην Ελλάδα. Θα επιχειρήσουμε να εντοπίσουμε κάποια αίτια της θεωρητικής «πτώχευσης» με στόχο την επανακατοχύρωση του ρόλου της επαναστατικής διανόησης στις σύγχρονες συνθήκες και μια πλατιά συσπείρωση δυνάμεων γύρω από την υπεράσπιση της εναλλακτικής απέναντι στην καπιταλιστική κυριαρχία.
Ένας υποθετικός κομμουνισμός − Σχετικά με την Κομμουνιστική Υπόθεση του Αλέν Μπαντιού Ντανιέλ Μπενσαΐντ
Mετάφραση: Τατιάνα Αναγνωστάκη, Επιμέλεια: Αλέξανδρος Χρύσης
Στο παρόν κείμενο[1]1Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Contretemps, No. 2-2e trimestre 2009, p. 103-113 (ανάκτηση από την ηλεκτρονική διεύθυνση: http://danielbensaid.org/Un-communisme-hypothetique?lang=fr). (Σ.τ.Ε.) ο Ντανιέλ Μπενσαḯντ (Daniel Bensaïd) επισημαίνει τη γενναιότητα του Αλέν Μπαντιού (Alain Badiou) να υποστηρίξει πως η «κομμουνιστική υπόθεση» παραμένει ανοιχτή, καθώς και ότι η ως τώρα αποτυχία της αφορά τη «μορφή και το δρόμο» της, αλλά όχι τον πυρήνα της. Εστιάζεται ωστόσο κριτικά αφενός στην οιονεί πλατωνική εκδοχή του κομμουνισμού ως «ιδέας» παρά ως κοινωνικού και πολιτικού κινήματος που καταργεί την υπάρχουσα αστική τάξη πραγμάτων και αφετέρου στην παράκαμψη της ιστορικής συζήτησης σχετικά με τους όρους της αποτυχίας, καθιστώντας έτσι τη δεύτερη οιονεί αντικειμενική νομοτέλεια την ίδια στιγμή που ορίζει ένα απαράδεκτα δικαιολογητικό πλαίσιο για λάθη και εγκλήματα που έγιναν.
Καθώς το κείμενο γράφεται την ίδια χρονιά που ιδρύθηκε το Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα (Nouveau Parti Anticapitaliste − NPA) στη Γαλλία (2009), ο συγγραφέας αναλαμβάνει να υπερασπιστεί το εν λόγω εγχείρημα απέναντι στην κριτική, με ευρύτερη πολιτική και ιδεολογική σημασία, που ασκεί ο Αλέν Μπαντιού. Με τη συλλογιστική του τελευταίου, επισημαίνει ο συγγραφέας, ό,τι κερδίζει ο κομμουνισμός ως φιλοσοφική προέκταση το χάνει ως πολιτικό κίνημα, στο βαθμό που αρνείται την ιστορική δυνατότητα χειραφέτησης διαμέσου οργάνωσης, κόμματος και μετώπου. Η αντίρρηση να δοθεί μορφή σε ένα πολιτικό σχέδιο, και μάλιστα με απόρριψη της συγκεκριμένης μορφής κόμματος που υπερασπίζεται την ενότητα στη δράση έναντι της απλής ανταλλαγής απόψεων, οδηγεί τελικά σε «μια πολιτική χωρίς πολιτική». Αρνητικές εξελίξεις που ακολούθησαν στο ΝPA δεν μειώνουν τη σπουδαιότητα των παρεμβάσεων και των κριτηρίων που θέτει ο Μπενσαḯντ.
Το ρεύμα του μπολσεβικισμού: Ένα σχέδιο για την εμφάνιση, τη φυσιογνωμία και την εξέλιξή του την περίοδο του Μεσοπολέμου Κώστας Παλούκης
Το παρόν κείμενο επιχειρεί να εξετάσει με βάση τα κείμενα του Λένιν τα θεμέλια πάνω στα οποία διαμορφώθηκε ο μπολσεβικισμός και στη συνέχεια τη διεθνή επέκτασή του μέσω της διαδικασίας της «μπολσεβικοποίησης». Λαμβάνονται υπόψη οι ιστορικές συνθήκες και αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κινήματος και τελικά οι βασικές διαφορετικές εκδοχές και μορφές του μπολσεβικισμού που αναδύθηκαν την περίοδο του Μεσοπολέμου. Τέλος, γίνεται μια περιορισμένη αναφορά στον μεσοπολεμικό μπολσεβικισμό της Ελλάδας.
Το ερώτημα του χαρακτήρα της παρούσας κρίσης της ελληνικής οικονομίας: Μια διερεύνηση Γιώργος Οικονομάκης, Μάνια Μαρκάκη
Από μια «κλασική» μαρξιστική οπτική, η παρούσα κρίση της ελληνικής οικονομίας ερμηνεύεται στη βάση του μαρξικού «νόμου» της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους. Σύμφωνα με την ερμηνευτική αυτή κατεύθυνση, η ελλιπής –λόγω της αυξανόμενης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου– κερδοφορία παραμένει η θεμελιώδης αιτία της κρίσης γενικά και της ελληνικής οικονομικής κρίσης ειδικά. Σε μια εντελώς διαφορετική ερμηνευτική κατεύθυνση, από μεγάλο μέρος της ελληνικής μαρξιστικής Αριστεράς αρχικά θεωρήθηκε η ελληνική οικονομική κρίση –και χρεοκοπία– ως μια «κρίση δημόσιου χρέους». Η θέση που υποστηρίζουμε στο παρόν άρθρο διαφοροποιείται και από τις δυο αυτές κατευθύνσεις ερμηνείας της παρούσας κρίσης της ελληνικής οικονομίας οι οποίες από κοινού αγνοούν την υποδεέστερη θέση του ελληνικού καπιταλισμού στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Η χρηματιστικοποίηση, η μετατροπή της εργασίας σε κεφάλαιο και η ελληνική περίπτωση Σταύρος Μαυρουδέας
Η θεωρία της «χρηματιστικοποίησης» είναι δημοφιλής σήμερα μέσα στη Ριζοσπαστική Πολιτική Οικονομία. Παρόλα αυτά είναι μία εξαιρετικά προβληματική προσέγγιση που αφενός διαβάζει εσφαλμένα την πραγματικότητα και αφετέρου ανατρέπει βασικές αρχές του Μαρξισμού που σε αντίθεση με την «χρηματιστικοποίηση» συλλαμβάνουν πολύ πιο ρεαλιστικά την λειτουργία του καπιταλισμού. Το άρθρο αυτό κατ’ αρχήν αναλύει τα θεωρητικά και εμπειρικά αδιέξοδα της θεωρίας της «χρηματιστικοποίησης». Ιδιαίτερα επισημαίνει ότι ανατρέπει την Εργασιακή Θεωρία της Αξίας, την Θεωρία της Υπεραξίας και την Θεωρία Χρήματος και τα υποκαθιστά με μετα-κεϊνσιανές αντιλήψεις. Επιπλέον, ουσιαστικά υποστηρίζει ότι ο «χρηματιστικοποιημένος» καπιταλισμός είναι ένας άλλος καπιταλισμός όπου υπάρχουν δύο αστικές τάξεις και η εργασία έχει γίνει μορφή κεφαλαίου. Στη συνέχεια αποδεικνύεται ότι οι ερμηνείες της ελληνικής κρίσης με βάση την «χρηματιστικοποίηση» είναι εμπειρικά εσφαλμένες καθώς ο ελληνικό καπιταλισμός δεν έχει τα χαρακτηριστικά που υποθέτει η θεωρία αυτή.
Η σύγχρονη δυναμική των καπιταλιστικών αντιθέσεων Αλέκος Αναγνωστάκης
Ανιχνεύοντας τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου καπιταλισμού στην ιστορικής του εξέλιξη
Ποιοι είναι οι λόγοι οι οποίοι οδηγούν στο να παίρνονται μέτρα ίδιας ποιότητας – αλλά διαφορετικής έντασης – σε χώρες με μέσο επίπεδο ανάπτυξης, σε χώρες με ανώτερο επίπεδο ανάπτυξης, από κυβερνήσεις της μετασχηματιζόμενης κλασσικής δεξιάς ή της μεταλλασσόμενης σοσιαλδημοκρατίας ή από κυβερνήσεις μιξάζ (από κόμματα αριστερής επαγγελίας σε συνεργασία ή όχι με αστικές πολιτικές δυνάμεις);
Ο Α. Αναγνωστάκης αναμετριέται με την εκτίμηση πως ο σύγχρονος καπιταλισμός στην εξέλιξη του έχει «εσωτερικές αντικειμενικές αναγκαιότητες» που απαιτούν τη λήψη αυτών των μέτρων. Επομένως οποιαδήποτε «απόκλιση» από αυτή την πολιτική έρχεται σε σύγκρουση με την «ουσία» του καπιταλισμού.
Ποιες είναι λοιπόν εκείνες οι αλλαγές που προσδιορίζουν τον καπιταλισμό του 21ου αιώνα όπως αυτός έρχεται από το χθες; Ποιες είναι εκείνες οι κεντρικές ποιοτικές αλλαγές στη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και της γης, στο κράτος, τις ολοκληρώσεις ( που συνδέονται και αλληλοεπηρεάζονται από τις εξελίξεις στο κράτος), στον τρόπο κυρίως απόσπασης υπεραξίας (συμπυκνωμένα στη σχέση απόλυτης και σχετικής υπεραξίας), ποιες τάσεις περιέχουν εντός τους τα σύγχρονα τεχνολογικά και επιστημονικά άλματα στη δυναμική τους εξέλιξη, σε συνδυασμό με τις ποιοτικές μεταβολές στις παραγωγικές (και πολιτικές) σχέσεις στους όρους και τις κρίσεις καπιταλιστικής ανάπτυξης; Ποιες είναι αυτές οι αλλαγές στα βασικά χαρακτηριστικά των σημερινών κοινωνιών της καθολικής εμπορευσιμότητας που οδηγούν στο σημερινό νέο ιστορικό πλαίσιο ανάπτυξης των αντιθέσεων μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και διεξαγωγής της πάλης των τάξεων όπου ως εξέλιξη ο καπιταλισμός εμφανίζει την εξέλιξή των αντιφάσεων του; Και ποιές είναι «οι νάρκες ανατίναξης του» που δημιουργούνται στο εσωτερικό του;
Με αυτά τα ερωτήματα καταπιάνεται το κείμενο.
«Θα επιχειρήσω να αποδείξω σημειώνει ο συντάκτης, πως οι δυνάμεις που αμφισβητούν σήμερα την αστική κυριαρχία έχουν την αντικειμενική τάση να αναπτύσσονται βαθύτερα, ταχύτερα και σε ανώτερο επίπεδο απ’ τις δυνάμεις της συμφωνίας και της ενίσχυσης του εκμεταλλευτικού συστήματος. Ότι δηλαδή ο σημερινός καπιταλισμός στην ουσία δεν χωρά στον εαυτό του, δεν μπορεί να εσωτερικεύσει, χωρίς σοβαρές διαταραχές, τις παραγωγικές δυνάμεις που ο ίδιος επαναστατικοποιεί και γι’ αυτό τις διαστρέφει και τις ακρωτηριάζει. Ότι η σημερινή εκρηκτική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων απ’ τη μια βρίσκεται σε αντιστοιχία με το καπιταλιστικό σύστημα, απ’ την άλλη τείνει να έρχεται σε βαθύτερη αναντιστοιχία, και σε ανώτερο από κάθε άλλη φορά επίπεδο σύγκρουσης, μαζί του. Θα υποστηρίξω, συνεχίζει, πως το κεφάλαιο, μέσω των αντιδραστικών μετασχηματισμών του σύγχρονου καπιταλισμού, στα πεδία των εργασιακών σχέσεων, των απολύσεων, της αναπαραγωγής και της εκπαίδευσης, επιχειρεί να υψώσει ιστορικούς φραγμούς στην επαναστατική προοπτική της εργασίας, αξιοποιώντας την κρίση προς όφελος του, ότι οι νέες εργασιακές σχέσεις, οι πολλαπλοί συνδυασμοί σχετικής, τεχνολογικής, απόλυτης, ευέλικτης, «μερικής», εξατομικευμένης κ.λπ. ενίσχυσης της εκμετάλλευσης, οι διάφορες μορφές του εθνικού, περιφερειακού, διεθνοποιημένου καταμερισμού της κοινωνικής ληστείας, ενώ τελικά πλήττουν συνολικά και τροφοδοτούν έναν ακήρυκτο εμφύλιο πόλεμο ανάμεσά στα διάφορα μέρη της εργατικής τάξης ταυτόχρονα τείνουν να τα ενώσουν. Ότι μέσα στην ίδια τη σύγχρονη συγκρότηση της σχέσης κεφαλαίου – μισθωτής εργασίας γεννώνται και αναγεννώνται διαρκώς οι υλικοί όροι για τη γέννηση όχι μόνο της τάσης εξάρτησης-υποταγής-ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης στο κεφάλαιο αλλά ταυτόχρονα και της τάσης χειραφέτησης, απελευθέρωσης της από το κεφάλαιο. Σε αυτή την πραγματικότητα βρίσκεται η κρυμμένη αλήθεια και ο θησαυρός της σε εξέλιξη σημερινής κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας».
Η κοινωνική μήτρα του επίσημου συνδικαλισμού Σπύρος Κοντομάρης
Ζούμε σε μια εποχή χωρίς ορατό τέλος της επίθεσης που εξαπολύει το κεφάλαιο απέναντι στην εργασία και τα κοινωνικά δικαιώματα. Εποχή παρατεταμένης υποχώρησης για το εργατικό κίνημα και τις πολιτικές δυνάμεις που επιμένουν να αμφισβητούν τον καπιταλισμό, αλλά και εποχή νέων δυνατοτήτων για την κομμουνιστική Αριστερά. Η χρήση αυτών των δυο άρρηκτα δεμένων εννοιών, σαν να ήταν ποτέ δυνατό να υφίσταται και «Αριστερά» μη κομμουνιστική, δυστυχώς δεν αποδίδει έμφαση, αλλά αναγκαιότητα.
Αναγκαιότητα που προκύπτει από την ιδεολογική υπεροχή του Κεφαλαίου στην πολιτική κομμάτων, κινήσεων και συνδικαλιστικών οργανώσεων, που αν και αυτοτοποθετούνται στην Αριστερά, στην πράξη διαπερνώνται ολοκληρωτικά από μια λογική εξωραϊσμού του καπιταλισμού.
Η συμμετοχή ενός τμήματος της «Αριστεράς» στο επίσημο πολιτικό σκηνικό, ως μια πολιτική δύναμη που προασπίζει την αστική δημοκρατία και το αστικό κράτος, δεν είναι μια υπόθεση καινούργια. Κυρίως δεν είναι μια υπόθεση προδοσίας και παρασκηνίου. Πρόκειται για ένα ιστορικό μοτίβο που επαναλαμβάνεται εξελισσόμενο από την περίοδο της γέννησης του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα, μοτίβο που εξελίσσεται πάντα πάνω στον ίδιο κοινωνικό άξονα: την εγγραφή συγκεκριμένων κοινωνικών συμφερόντων μέσα στο ανομολόγητο συμβόλαιο που ένα τμήμα της αυτοαποκαλούμενης «Αριστεράς» συνάπτει με το Κεφάλαιο κάτω από την πολιτική του εξουσία. Με συνηθέστερη μορφή την παραίτηση από την επαναστατική επιδίωξη και τον περιορισμό στους ενδιάμεσους πολιτικούς στόχους.
Στο άρθρο αυτό επιχειρείται μια προσέγγιση στις κοινωνικές ρίζες του «επίσημου συνδικαλισμού»[1]2Η χρήση του όρου του «επίσημου συνδικαλισμού» υπηρετεί τη διάκριση −ακόμα και στο επίπεδο της φρασεολογίας− από τους όρους της «συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας/αριστοκρατίας» που συνειρμικά παραπέμπουν σε δήθεν νόσημα της ηγεσίας των συνδικάτων, σε αντίθεση με την υγιή τους βάση., ως μιας κραταιάς εκδοχής κοινωνικής εκπροσώπησης των εργαζομένων με εξαρτημένη σχέση εργασίας στην Ελλάδα και, σε αυτή τη συγκυρία, βασικού παράγοντα διευκόλυνσης της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης.
Σχετικά με ορισμένα ζητήματα ενός προγράμματος ριζικού μετασχηματισμού της εκπαίδευσης Γιώργος Γρόλλιος
Στο παρόν άρθρο υποβάλλονται σε κριτική προτάσεις οι οποίες κατατέθηκαν στον προσχηματικό «Εθνικό και Κοινωνικό Διάλογο για την Παιδεία» που αποσκοπεί αποκλειστικά στην πολιτική και ιδεολογική νομιμοποίηση των επιλογών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η οποία προωθεί ενεργητικά την καπιταλιστική αναδιάρθρωση σε συνθήκες κρίσης υπηρετώντας την αστική κυριαρχία. Αυτές οι προτάσεις, που κατατίθενται σε ένα διάλογο όπου η εκπαίδευση αναγορεύεται σε εθνικό ζήτημα, ενώ αυτή αποτελεί πρωταρχικά αντικείμενο ταξικής-πολιτικής σύγκρουσης, είναι ανάλογες με επιμέρους πλευρές θέσεων του ριζοσπαστικού αριστερού εκπαιδευτικού ρεύματος, αλλά στην πραγματικότητα εντάσσονται σε ένα πλαίσιο με αστική ιδεολογικοπολιτική θεμελίωση και στόχευση και έχουν αντίστοιχο χαρακτήρα. Με αφορμή την κριτική των συγκεκριμένων προτάσεων, στο άρθρο διατυπώνονται θέσεις για τη συγκρότηση ενός προγράμματος ριζικού μετασχηματισμού της εκπαίδευσης, που θα αποτελέσει σημαντική πλευρά του συνολικού ανατρεπτικού-μεταβατικού κοινωνικοπολιτικού προγράμματος με σοσιαλιστική-κομμουνιστική κατεύθυνση και θα συμβάλει στην ανάπτυξη του ριζοσπαστικού αριστερού ρεύματος στην εκπαίδευση.
Τέχνη, κοινό και κίνημα Κίμων Ρηγόπουλος
Στο παρόν κείμενο ο Κίμωνας Ρηγόπουλος, ανιχνεύει τους δρόμους με τους οποίους η αριστερά μπορεί να ενισχύσει και όχι να “κατασκευάσει” ένα γνήσιο πολιτιστικό κίνημα ανατροπής της βαρβαρότητας που ζούμε.
Σταμάτα να μιλάς και πες κάτι Αντώνης Κασίτας
«Δάσκαλε, σου τ’ ορκίζομαι, θα μελετήσω ό,τι και να μου βάλεις, θα το παίξω τέλεια, αρκεί, δάσκαλε, να ζει αυτός που έγραψε το τραγούδι»… Αυτό αναφώνησε νεαρός σπουδαστής του μπουζουκιού στον έκπληκτο δάσκαλό του που του είχε βάλει προς μελέτη ένα παλιό λαϊκό τραγούδι. Και σαφώς έχει πολλές αναγνώσεις και δημιουργεί ακόμη περισσότερες σκέψεις η γεμάτη αγωνία επιθυμία του μαθητή.
Ο λόγος για το λαϊκό τραγούδι την σήμερον ημέραν. Άραγε να ήταν σωστά τα λόγια του μαθητή; Το λαϊκό τραγούδι πέθανε κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ανάμεσα στα βαρελάδικα, τα ελληνάδικα και αφού το δάγκωσαν κάμποσοι λυσσασμένοι σκύλοι, ή απλώς έχει περιπέσει σε βαριά χειμερία νάρκη, όπως και όλο το σύστημα του πολιτισμού σ’ αυτό τον τόπο;
Notes:
- Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Contretemps, No. 2-2e trimestre 2009, p. 103-113 (ανάκτηση από την ηλεκτρονική διεύθυνση: http://danielbensaid.org/Un-communisme-hypothetique?lang=fr). (Σ.τ.Ε.)
- Η χρήση του όρου του «επίσημου συνδικαλισμού» υπηρετεί τη διάκριση −ακόμα και στο επίπεδο της φρασεολογίας− από τους όρους της «συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας/αριστοκρατίας» που συνειρμικά παραπέμπουν σε δήθεν νόσημα της ηγεσίας των συνδικάτων, σε αντίθεση με την υγιή τους βάση.