Στο κείμενο επιχειρείται μια προσέγγιση στα κριτήρια διαμόρφωσης της επαναστατικής τακτικής και στη σχέση τους με την πολιτική των συμμαχιών στη σκέψη και την πρακτική του Λένιν μέσω της αναφοράς σε τρεις σταθμούς της επαναστατικής δράσης του μπολσεβικισμού: Ο πρώτος αφορά τη δημοκρατική επανάσταση την περίοδο 1905-07. Αναδεικνύεται ο τρόπος με τον οποίο απαντήθηκε η σχέση τακτικής-στρατηγικής και η πολιτική των συμμαχιών που χαράχτηκε από τους μπολσεβίκους την περίοδο αυτή στο πλαίσιο της τακτικής του «αριστερού συνασπισμού». Ο δεύτερος αναφέρεται στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Διερευνώνται οι απαντήσεις που δόθηκαν και η γραμμή συμμαχιών που χαράχτηκε γύρω από τη Διεθνή του Τσίμερβαλντ και τις κατοπινές διεθνείς συνδιασκέψεις μέχρι την ίδρυση της Γ΄ Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ). Ο τρίτος σταθμός αφορά την περίοδο μετά τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης και τα επαναστατικά γεγονότα στην Ευρώπη. Συζητούνται οι αφετηρίες του «ενιαίου προλεταριακού μετώπου», όπως αυτό συστηματοποιήθηκε στο 3ο κυρίως Συνέδριο της ΚΔ.
Α. Εισαγωγή
Το ζήτημα της επαναστατικής τακτικής αποτελεί κεντρικό ζήτημα της ταξικής πάλης. Και αυτό γιατί στην «τακτική» συμπυκνώνονται διαφορετικά και εν μέρει αντίθετα πράγματα. Από τη μια, ο στόχος της επαναστατικής αλλαγής της κοινωνίας, η «στρατηγική» στόχευση. Από την άλλη, ο «δρόμος» για να τον προσεγγίσουμε, η διαδικασία «συγκέντρωσης των δυνάμεων». Το πρώτο προϋποθέτει βαθιά θεωρητική ανάλυση των αντιθέσεων, ιστορικότητα, σταθερότητα. Το δεύτερο «επαφή» και επικοινωνία με το δεδομένο κάθε φορά επίπεδο συνείδησης και οργάνωσης της εργατικής τάξης και του λαού, το «συσχετισμό δύναμης».
Ουσιώδη πλευρά της επαναστατικής τακτικής αποτελεί το ζήτημα των κοινωνικών και των πολιτικών συμμαχιών της εργατικής τάξης. Πρόκειται για ζήτημα όχι απλό, καθώς αποτελεί τον «κρίκο» που φέρνει σε «επαφή», «όσμωση» και αλληλεπίδραση το επαναστατικό με τα μη επαναστατικά κοινωνικά και πολιτικά ρεύματα.
Στη μέχρι τώρα εμπειρία του κομμουνιστικού κινήματος η επίκληση της «τακτικής» και η ανάγκη των «συμμαχιών» έγιναν πολλές φορές δρόμος για την αφομοίωση και τη δεξιά στροφή των επαναστατικών ρευμάτων. Οι «αναγκαίοι συμβιβασμοί», τους οποίους αναπόφευκτα περιλαμβάνει μια τακτική, έγιναν πολλές φορές δρόμος για τον «μεγάλο συμβιβασμό» με την αστική τάξη. Ιδιαίτερη μορφή αυτού του συμβιβασμού αποτελεί η αυτονόμηση της πολιτικής των συμμαχιών από τη συνολική επαναστατική τακτική. Δεν είναι άγνωστο για το κομμουνιστικό κίνημα, αντί για την αυτοτελή χάραξη εργατικής πολιτικής και την αναζήτηση συμμάχων με βάση αυτήν, να καθορίζονται οι σύμμαχοι και να προσαρμόζεται η εργατική πολιτική στα όριά τους. Παράλληλα, στο κομμουνιστικό κίνημα έχουν αναπτυχθεί και απόψεις που αρνούνται κάθετα κάθε συμμαχία, στο όνομα της «καθαρότητας» της γραμμής και της «επαναστατικής στρατηγικής». Τέτοιες απόψεις μπορεί να αντανακλούν έναν «κλασικό» αριστερισμό, πολλές φορές όμως αποτελούν ιδεολογικό κάλυμμα δεξιών απόψεων και πρακτικών, άρνηση να δοθούν οι κρίσιμες πολιτικές μάχες του σήμερα, ιδεολογικό δογματισμό, σεχταρισμό.
Ο Λένιν με τη θεωρητική και την πολιτική συνεισφορά του είχε ιστορική συμβολή στο ζήτημα της διαμόρφωσης επαναστατικών αρχών και κριτηρίων για την τακτική και την πολιτική των συμμαχιών. Η σκέψη και η πρακτική συνολικά του μπολσεβίκικου ρεύματος είναι αποφασιστικής σημασίας για να ξεπεραστεί το «σχίσμα» ανάμεσα στη «δεξιά προσαρμογή» και τη «σεχταριστική αναδίπλωση», που δυστυχώς πολλές φορές σφράγισαν το κομμουνιστικό κίνημα.
Β. Οι δύο τακτικές της Σοσιαλδημοκρατίας στη δημοκρατική επανάσταση και ο «αριστερός συνασπισμός»
1. Δημοκρατική επανάσταση με ή ενάντια στην αστική τάξη;
Το αντικείμενο της διαμάχης στη ρωσική σοσιαλδημοκρατία την περίοδο της δημοκρατικής επανάστασης ενάντια στην τσαρική μοναρχία το 1905, που τη χώρισε σε «δύο τακτικές» και σε δύο ρεύματα, ήταν αυτό της αστικής ή της εργατικής ηγεμονίας στη δημοκρατική επανάσταση. Το ερώτημα αν η δημοκρατική, αντιμοναρχική επανάσταση θα γίνει μαζί με την αστική τάξη ή εναντίον της.
Οι μπολσεβίκοι υποστήριζαν ότι αποφασιστικός, πλήρης δημοκρατικός αγώνας μπορεί να υπάρξει μόνο με την ηγεμονία του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη! Οι μενσεβίκοι, αντίθετα, αντιμετωπίζοντας με τυπικό δογματικό τρόπο τον αστικό χαρακτήρα της επανάστασης, έβγαζαν το συμπέρασμα ότι την πρωτοκαθεδρία θα την έχει αντικειμενικά η αστική τάξη, ότι δημοκρατική επανάσταση μπορεί να γίνει μόνο σε συμμαχία μαζί της.
Μέσα από αυτή την τόσο σύντομη και περιεκτική διατύπωση, ο Λένιν διατυπώνει τη στρατηγική και την τακτική της σοσιαλδημοκρατίας για τη δημοκρατική και τη σοσιαλιστική επανάσταση και τη μεταξύ τους σχέση: Διατυπώνει τον άμεσο στόχο τακτικής, τη συντριβή της απολυταρχίας από το προλεταριάτο με επαναστατικό τρόπο, στοιχεία που συγκροτούν την εργατική ηγεμονία στη δημοκρατική επανάσταση και ταυτόχρονα θέτει το στόχο αυτό κάτω από την οπτική της σοσιαλιστικής επανάστασης, ως δρόμο για την προσέγγιση και την υλοποίησή της.
Η διαφορά ξεκινούσε από τη «στρατηγική». Στην πρώτη περίπτωση, η δημοκρατική αντιμοναρχική επανάσταση αντιμετωπιζόταν ως ο αναγκαίος κρίκος για την προετοιμασία των μαζών και το πέρασμα στη σοσιαλιστική επανάσταση. Στη δεύτερη αυτονομούνταν, ξεκοβόταν από τον «στρατηγικό σκοπό». Στην πρώτη, ο άμεσος πολιτικός στόχος έμπαινε κάτω από την οπτική της επανάστασης. Στη δεύτερη, η επανάσταση έμπαινε κάτω από την οπτική του «άμεσου στόχου».
Το θέμα της πάλης για τη δημοκρατία γενικά ως πεδίο προετοιμασίας της εργατικής τάξης για τη σοσιαλιστική επανάσταση, και ειδικότερα το θέμα του ρόλου και της διεκδίκησης της ηγεμονίας του προλεταριάτου στις αστικές δημοκρατικές επαναστάσεις, διαπερνά χωρίς αμφιβολία όλο το έργο του Λένιν (αλλά και του Μαρξ [Marx] και του Ένγκελς [Engels] και του Γκράμσι [Gramsci]).
Αυτή η οπτική των μπολσεβίκων για το ρόλο της εργατικής τάξης και την «ηγεμονία» της στη δημοκρατική επανάσταση καθόριζε και τη στάση τους απέναντι στο πολυάριθμο μικροαστικό στοιχείο.
Για να διαμορφώσουν μια τακτική που να υπηρετεί αυτό τον στόχο έπρεπε να γίνει μια σαφής διάκριση ανάμεσα στις ριζοσπαστικές επαναστατικές τάσεις της μικροαστικής δημοκρατίας, που έτειναν προς την επανάσταση, και στις αντιδραστικές, συμφιλιωτικές τάσεις της, που έτειναν προς το συμβιβασμό με την αστική τάξη και την απολυταρχία. Να συμμαχήσουν με τις πρώτες, ώστε να ηγεμονεύσουν στη μικροαστική μάζα, να καταπολεμήσουν τις δεύτερες.
«Υπάρχει αστική δημοκρατία και αστική δημοκρατία» γράφει ο Λένιν.
Σε αυτή τη βάση στηλίτευε εκείνους τους «καλούς μαρξιστές» που «κάνουν τον σπουδαίο», λέγοντας πως:
Αντίστοιχα καθορίζονταν και τα πολιτικά συνθήματα και οι στόχοι των μπολσεβίκων την περίοδο της δημοκρατικής επανάστασης. Πολιτικός στόχος της δημοκρατικής επανάστασης ήταν η «επαναστατική δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς».
Βλέπουμε ότι ο πολιτικός στόχος και το πρόγραμμα της δημοκρατικής επανάστασης καθόλου δεν «καταργούν» τα δημοκρατικά καθήκοντα της ανατροπής της μοναρχίας βολονταριστικά, αλλά ενσωματώνουν την πάλη για την εργατική ηγεμονία στη δημοκρατική επανάσταση, σε σύγκρουση και όχι σε συμμαχία με την αστική τάξη, με την προοπτική, το περιεχόμενο και τις μορφές δράσης που επιλέγουν. Αντιμετωπίζουν τη δημοκρατική επανάσταση από τη σκοπιά και με κριτήριο το άνοιγμα του δρόμου για την προλεταριακή επανάσταση και την εργατική εξουσία.
Το 3ο Συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος Ρωσίας (ΣΔΕΚΡ), στις συνθήκες της εξελισσόμενης επανάστασης του 1905, έριξε τα πολιτικά συνθήματα της «δημοκρατίας και της συντακτικής συνέλευσης» καθώς και της «προσωρινής επαναστατικής κυβέρνησης», απαντώντας όχι μόνο στο τι πρέπει να γίνει, αλλά και στο ποιος και πώς θα το κάνει.
«Η απόφαση του Συνεδρίου», γράφει ο Λένιν,
Τι είδους θα είναι η κυβέρνηση αυτή;
Στη βάση της επαναστατικής τακτικής, όπως αυτή περιγράφηκε, καθόριζαν οι μπολσεβίκοι τη στάση τους απέναντι στις διάφορες πολιτικές δυνάμεις και ρεύματα, καθώς και την εκλογική τους τακτική στις εκλογικές μάχες που ακολούθησαν την επανάσταση του 1905 – και την ήττα της.
2. Ο «αριστερός συνασπισμός»
Οι μπολσεβίκοι διακρίνουν την περίοδο εκείνη τέσσερις τύπους κομμάτων στη Ρωσία: τους μοναρχικούς, το κόμμα της αστικής τάξης (καντέτοι), τα μικροαστικά ρεύματα −που τα διέκριναν σε επαναστατικά δημοκρατικά (εσέροι) και οπορτουνιστικά, ουρά των καντέτων (ενέσοι, λαϊκοί σοσιαλιστές)−, και το εργατικό κόμμα, το ΣΔΕΚΡ.
Με βάση τα παραπάνω, η τακτική των πολιτικών συμμαχιών και αντίστοιχα η εκλογική τους τακτική στις εκλογές της δεύτερης Δούμας (αρχές του 1907) συμπυκνώνονταν στα εξής:
Το εκλογικό πρόγραμμα που πρόβαλαν και στις εκλογές ήταν το γενικό πολιτικό πρόγραμμα της «επαναστατικής δημοκρατίας».
Σε αντίθεση με τα παραπάνω, η «συμφιλιωτική αστική δημοκρατία» επιδίωκε την «αποδοχή της εξαγοράς», που «θα καταστρέψει τους αγρότες», όπως ασκούσαν κριτική οι μπολσεβίκοι, ενώ αρνούνταν τα επαναστατικά μέσα για την ανατροπή του τσαρισμού και θεωρούσαν πως θα γίνει μέσα από τον κοινοβουλευτικό δρόμο και τη Δούμα (Λένιν, 1980γ: 144).
Σε αυτή τη βάση οι μπολσεβίκοι απηύθυναν στα επαναστατικά μικροαστικά κόμματα την πρόταση του αριστερού συνασπισμού. Με την πολιτική πρόταση του αριστερού συνασπισμού επιδίωκαν να συσπειρώσουν δυνάμεις στη μάχη για την επαναστατική, δημοκρατική, προλεταριακή ανατροπή του τσαρισμού, να ενισχύσουν την ανεξαρτησία του δημοκρατικού-επαναστατικού στρατοπέδου απέναντι στην αστική δημοκρατική αντιπολίτευση (τους καντέτους), να βαθύνουν τη διάσπαση των μικροαστικών ρευμάτων «τραβώντας» προς το μέρος του προλεταριάτου και της σοσιαλδημοκρατίας τη ριζοσπαστική τάση (εργατική ηγεμονία) και απομονώνοντας όσους επιδίωκαν την υποταγή στην αστική τάξη και στους καντέτους.
Η «ανάγκη» της συμφωνίας με τους σοσιαλιστές επαναστάτες και τους τρουντοβίκους στην Πετρούπολη απορρέει από τον καντέτικο κίνδυνο.
Για τους μπολσεβίκους οι πολιτικές και εκλογικές «συμφωνίες» και συνεργασίες δεν ήταν «απαγορευμένες», ανήκαν στο οπλοστάσιο της τακτικής τους.
Έτσι, βλέπουμε ήδη ένα σημαντικό παράδειγμα συνολικής και συνεπούς επαναστατικής τακτικής. «Συνεπούς» γιατί σφραγίζεται ακριβώς από τη βαθιά ενότητα:
α) του στρατηγικού στόχου (σοσιαλιστική επανάσταση, δικτατορία του προλεταριάτου),
β) του άμεσου «τακτικού» στόχου (επαναστατική δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς, ηγεμονία του προλεταριάτου στη δημοκρατική επανάσταση) και του σαφούς καθορισμού της μεταξύ τους σχέσης,
γ) του προγράμματος της «δημοκρατικής δικτατορίας» (ξερίζωμα των ασιατικών υποδουλωτικών χαρακτηριστικών, γη στους αγρότες κ.λπ.),
δ) των μέσων για την υλοποίησή τους (προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση και συντακτική συνέλευση),
ε) του τρόπου επιβολής τους (όργανα της λαϊκής εξέγερσης, επιβολή με επαναστατικό τρόπο, ένοπλη εξέγερση),
στ) των κοινωνικών ταξικών δυνάμεων, του «κοινωνικού μπλοκ» που τη στηρίζουν (εργατική τάξη σε συμμαχία με τη ριζοσπαστική και επαναστατική μικροαστική τάξη, ειδικά την αγροτιά) και αυτών που την αντιπαλεύουν (αστική τάξη και τους πολιτικούς της εκπρόσωπους, τους καντέτους, ανώτερα μικροαστικά στρώματα και τους πολιτικούς τους εκπρόσωπους),
ζ) των πολιτικών συμμαχιών που υπηρετούν τη συγκέντρωση των δυνάμεων σε αυτή την πολιτική κατεύθυνση.
Η τακτική των μπολσεβίκων για την εργατική ηγεμονία στη δημοκρατική επανάσταση, μαζί και η τακτική του αριστερού συνασπισμού αποτελούν μια σπουδαία παρακαταθήκη σύνδεσης τακτικής-στρατηγικής, που, αν είχε ακολουθηθεί, θα είχαμε ίσως γλιτώσει από πολλές τραγωδίες, όπως στην Ισπανία ή στην Ελλάδα λίγες δεκαετίες αργότερα.
Γ. Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος και η Διεθνής του Τσίμερβαλντ
3. Επαναστατική πάλη ενάντια στον πόλεμο ή «υπεράσπιση της πατρίδας» και συμμετοχή σε αυτόν;
Όπως και στην περίοδο της δημοκρατικής επανάστασης, έτσι και στη σκοτεινή περίοδο του ιμπεριαλιστικού πολέμου, το ΣΔΕΚΡ αλλά και η διεθνής σοσιαλδημοκρατία διχάστηκαν σε δύο βασικά ρεύματα.
Το ένα, το σοσιαλσοβινιστικό −συνέχεια και ιστορική εξέλιξη της ρεφορμιστικής τάσης της σοσιαλδημοκρατίας που στήριζε μια πολιτική ουράς στην αστική τάξη κατά τη δημοκρατική επανάσταση−, υποστήριζε τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο υπό τη σημαία της «υπεράσπισης της πατρίδας». Ψήφιζε τις πολεμικές δαπάνες και γενικά στεκόταν στο πλάι της αστικής τάξης της χώρας του, που διεξήγαγε τον πόλεμο. Το άλλο, το διεθνιστικό-επαναστατικό, υποστήριζε ότι ο πόλεμος ήταν ιμπεριαλιστικός από την πλευρά όλων των εμπλεκομένων, πάλευε για τη «μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο», για την ήττα της αστικής τάξης της χώρας του, για την έξοδο από τον πόλεμο με επανάσταση. Η υποστήριξη του ιμπεριαλιστικού πολέμου από τη Β΄ Διεθνή ήταν η βασική αιτία της κρίσης και της χρεοκοπίας της.
«Ο σημερινός πόλεμος είναι πόλεμος ιμπεριαλιστικός» και μάλιστα με μια «τριπλή έννοια» γράφει ο Λένιν στην περίφημη μπροσούρα «Σοσιαλισμός και πόλεμος», που ετοιμάστηκε ειδικά για την παρέμβαση στη διεθνή Συνδιάσκεψη του Τσίμερβαλντ:
Το βασικό πολιτικό καθήκον της επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας στην περίοδο του πολέμου εκφραζόταν έτσι:
Σε όλη την αντιπαράθεση στo πλαίσιo της Β΄ Διεθνούς οι μπολσεβίκοι ξεκαθαρίζουν ότι μόνο η προλεταριακή επανάσταση μπορεί να γλιτώσει τους λαούς της Ευρώπης από το σφαγείο του πολέμου και να οδηγήσει σε μια «δίκαιη ειρήνη», υπερασπιζόμενοι την απόφαση της διεθνούς σοσιαλιστικής Συνδιάσκεψης της Βασιλείας (1912).
Αυτή η γραμμή έγινε πεδίο σφοδρής αντιπαράθεσης. Ο Κάουτσκι, που είχε απολογητική στάση απέναντι στο πόλεμο, προσπαθούσε να εμφανίσει τους μπολσεβίκους και τους άλλους διεθνιστές σαν «αριστεριστές», που ασχολούνταν με… το σοσιαλισμό την ώρα που μαινόταν ο καταστροφικός πόλεμος, τον οποίο εντούτοις υποστήριζε ή, έστω, συγκάλυπτε.
Να λοιπόν ποια ήταν η διαχωριστική γραμμή, το χαράκωμα που χώριζε την εργατική από την αστική πολιτική την περίοδο του ιμπεριαλιστικού πολέμου: Προσχώρηση, δικαιολόγηση και συγκάλυψη του πολέμου και της ιμπεριαλιστικής ληστείας ή επαναστατική δράση για την έξοδο από τον πόλεμο;
Γύρω από αυτό το δίλημμα και τις θεωρητικές προϋποθέσεις για τη σωστή απάντηση (εκτίμηση του χαρακτήρα του πολέμου, του ρόλου των τάξεων και των δυνάμεων που αντιπαλεύουν, των μορφών δράσης, της σύνδεσης του αντιπολεμικού αγώνα με την επανάσταση) διεξήχθη όλη η διαμάχη με τη Β΄ Διεθνή. Γι’ αυτό δεν είναι φρόνιμο να απλοποιεί κανείς την τακτική των μπολσεβίκων τον Οκτώβρη του 1917 λέγοντας απλώς και μόνο ότι πρόβαλαν τρία συνθήματα (ψωμί, γη, ειρήνη) που βρήκαν απήχηση και ότι αυτό στάθηκε αρκετό για να κάνουν επανάσταση. Η μεγαλειώδης συμπύκνωση της πολιτικής τους στα συνθήματα αυτά δεν πρέπει να μας κάνει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι μέχρι να −και για να− γίνουν κτήμα των μαζών οι μπολσεβίκοι έχυσαν πολύ μελάνι για να τα υπερασπίσουν πολιτικά, θεωρητικά και για να τα επιβάλουν!
Από αυτή τη συνολική αντίληψη προέκυπτε το «πρόγραμμα» και οι βασικές πολιτικές θέσεις των μπολσεβίκων την περίοδο του πολέμου.
Βασικό τους σύνθημα ήταν η ήττα της κυβέρνησης της χώρας σου στον πόλεμο:
από όπου προέκυπτε το καθήκον για τους σοσιαλιστές:
Επιπλέον, η αντίληψη για τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του πολέμου οδηγούσε υποχρεωτικά τους μαρξιστές να υποστηρίζουν το «δικαίωμα στην αυτοδιάθεση των εθνών».
Η παραδοχή της ανάγκης για επαναστατική δράση σε περίοδο πολέμου οδηγούσε στην υιοθέτηση των αντίστοιχων επαναστατικών μέσων πάλης, συμπεριλαμβανομένης και της παράνομης δουλειάς, πράγμα που έφερε τους μπολσεβίκους σε σύγκρουση με τα ρεφορμιστικά ρεύματα, που παραδέχονταν μόνο τις «νόμιμες μορφές δράσης» (λεγκαλισμός).
Οι μπολσεβίκοι έδιναν ιδιαίτερο βάρος στη σαφή και συγκεκριμένη εκτίμηση των ρευμάτων που αντιπαλεύουν μέσα στο εργατικό κίνημα. Η διάταξη και ο συσχετισμός των δυνάμεων μέσα στο κίνημα και στην αριστερά αποτυπωνόταν από τον Λένιν έτσι:
«Πραγματικός διεθνιστής, λέει ο Λένιν, είναι μόνο όποιος καταπολεμά τον καουτσκισμό, όποιος καταλαβαίνει ότι το “κέντρο” και μετά τη φαινομενική στροφή των ηγετών του παραμένει από άποψη αρχών σύμμαχος των σωβινιστών και των οπορτουνιστών» (Λένιν, 1980ε: 346).
Και αφού προτάσσει αυτή την όχι και τόσο… κολακευτική αντίληψη για το «καουτσκικό κέντρο», συμπληρώνει αμέσως μετά:
4. Η διεθνής Συνδιάσκεψη του Τσίμερβαλντ
Με βάση αυτή την πολιτική και τις εκτιμήσεις χαράζουν οι μπολσεβίκοι την πολιτική των συμμαχιών τους, όπως αυτή αποτυπώθηκε στις διεθνείς σοσιαλιστικές συνδιασκέψεις, ξεκινώντας από αυτήν του Τσίμερβαλντ.
Η διεθνής σοσιαλιστική συνδιάσκεψη στο Τσίμερβαλντ της Ελβετίας συγκλήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου του 1915, στην καρδιά του ιμπεριαλιστικού πολέμου, με πρόσκληση του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (ΙΣΚ).
Στο Τσίμερβαλντ παραβρέθηκαν 38 αντιπρόσωποι από 11 χώρες (Ρωσία, Γερμανία, Γαλλία, Πολωνία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Ιταλία, Ολλανδία, Ελβετία, Σουηδία και Νορβηγία). Από τη Γερμανία αντιπροσωπεύονταν τρία διαφορετικά ρεύματα της αντιπολίτευσης στη σοβινιστική γραμμή του γερμανικού κόμματος με την πλειονότητα των αντιπροσώπων να ανήκει στους «καουτσκιστές», με επικεφαλής τον Γκ. Λέντεμπουρ (G. Ledeboer). Επίσης, από τη Ρωσία αντιπροσωπεύονταν εκτός από τους μπολσεβίκους, οι μενσεβίκοι και οι σοσιαλιστές επαναστάτες, που ακολουθούσαν «κεντριστικές» θέσεις (Φόστερ, 1975: 311).
Οι μπολσεβίκοι αποφάσισαν να εκτεθούν μπροστά στα μάτια του διεθνούς προλεταριάτου, συμμετέχοντας σε μια συνδιάσκεψη με τους «αποστάτες» του σοσιαλισμού, επιδιώκοντας να την αξιοποιήσουν ως βήμα για να οργανώσουν σε διεθνές επίπεδο την επαναστατική διεθνιστική τάση και παράλληλα να επιδράσουν σε εκείνα τα ενδιάμεσα «κεντριστικά ρεύματα» που «μισο-ξέφευγαν» από τον σοσιαλσοβινισμό και τη συμμαχία με τις κυβερνήσεις και τα γενικά επιτελεία.
Γι’ αυτόν το λόγο έκαναν τεράστια οργανωτική δουλειά πριν από τη Συνδιάσκεψη. Γράφτηκε και εκδόθηκε η μπροσούρα «Σοσιαλισμός και πόλεμος», οργανώθηκε η επαφή με όλα τα διεθνιστικά ρεύματα και στοιχεία στην Ευρώπη, προτάθηκε σχέδιο κοινής πλατφόρμας όλων των αριστερών και των διεθνιστών, ώστε να παρουσιαστούν με ενιαία πλατφόρμα στη Συνδιάσκεψη (Φόστερ, 1975: 311).
Η «πρόταση πλατφόρμας» των μπολσεβίκων συμπύκνωνε με εξαιρετική σαφήνεια στο κλείσιμό της την «επαναστατική τακτική» στην περίοδο του ιμπεριαλιστικού πολέμου:
Σε αυτή τη βάση οργανώθηκε η Αριστερά του Τσίμερβαλντ. Η συνεπής, επαναστατική, διεθνιστική πτέρυγα της Διεθνούς, ο «πρόδρομος» της Γ΄ Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Στην ίδια τη Συνδιάσκεψη έγινε οξύτατη διαπάλη ανάμεσα στη διεθνιστική πτέρυγα, με επικεφαλής τον Λένιν, και στο «κέντρο», με επικεφαλής τον Γερμανό Γκ. Λέντεμπουρ. Η επαναστατική πτέρυγα πρότεινε σχέδιο απόφασης που καλούσε στο άμεσο σταμάτημα του πολέμου, στην αποχώρηση των σοσιαλιστών από τις κυβερνήσεις στην Αγγλία, στη Γαλλία και στο Βέλγιο και στην ανατροπή των καπιταλιστικών κυβερνήσεων. Όμως η πρότασή τους απορρίφθηκε με ψήφους 19-12! Τελικά καταλήχθηκε μια άλλη διακήρυξη δίχως αυτά τα σημεία. Τη διακήρυξη αυτή υπέγραψαν όλοι οι αντιπρόσωποι (Φόστερ, 1975: 312).
Οι μπολσεβίκοι και οι διεθνιστές επαναστάτες της εποχής επέλεξαν να ψηφίσουν το κοινό αυτό σχέδιο, παρ’ ότι σε δήλωσή τους διακήρυσσαν ότι:
Πώς δικαιολογεί ο Λένιν αυτό τον σαφή συμβιβασμό;
Συνεχίζοντας ο Λένιν την επιχειρηματολογία του σημειώνει: «Η διακήρυξη χαρακτηρίζει τον πόλεμο ιμπεριαλιστικό […]» και σχολιάζει:
Όμως η διακήρυξη δεν καταγγέλλει ανοιχτά την προδοτική Β΄ Διεθνή για το ίδιο ψέμα, ούτε καθορίζει με σαφήνεια τα επαναστατικά μέσα αγώνα για την έξοδο από τον πόλεμο. Λέει, για παράδειγμα, η Διακήρυξη:
Και ύστερα απ’ όλα αυτά, αναρωτιέται και ο ίδιος: «Έπρεπε άραγε η Κεντρική μας Επιτροπή να υπογράψει μια διακήρυξη που τη χαρακτηρίζει ασυνέπεια και δειλία;». Και απαντά: «Νομίζουμε ότι έπρεπε» (Λένιν, 1980η: 42).
Γιατί ο Λένιν κράτησε αυτή τη στάση; Επειδή την περίοδο που ο σοβινισμός σάρωνε στο εργατικό κίνημα και στη διεθνή σοσιαλδημοκρατία, και όλα τα κόμματά της είχαν ταχθεί με τις «δικές τους» κυβερνήσεις και τα γενικά «τους» επιτελεία, κάθε ρωγμή, κάθε δυνατότητα συσπείρωσης δυνάμεων στον επαναστατικό αγώνα ήταν πολύτιμες για τις δυνάμεις που ήθελαν πραγματικά να δώσουν τη μάχη και δεν περιορίζονταν στην υποταγή ή στα κούφια «επαναστατικά» λόγια.
Καταλήγει λοιπόν:
Μόνο άνθρωποι που κινούνται ασυλλόγιστα δεν θα αξιοποιούσαν αυτή τη δυνατότητα, και ο Λένιν δεν ανήκε σε αυτούς. Παρ’ όλα αυτά οι μπολσεβίκοι δεν είχαν πάντα την ίδια στάση22Ο Λένιν, που έδωσε το 1915 μάχη για να γίνει η διεθνής Συνδιάσκεψη του Τσίμερβαλντ και να ψηφιστεί από την επαναστατική-διεθνιστική πτέρυγα το «ασυνεπές» και «δειλό» αυτό κείμενο, τον Απρίλη του 1917, με την επιστροφή του στη Ρωσία, έδωσε μάχη για τη διάλυσή της, καθώς στη Συνδιάσκεψη είχαν πλήρως κυριαρχήσει οι κεντριστές και οι πασιφιστές, αλλά κυρίως γιατί οι πλατφόρμες είχαν πλέον κριθεί ανοιχτά μπροστά σε εκατομμύρια εργατών από το κοσμοϊστορικό γεγονός της πρώτης Ρώσικης Επανάστασης. Πλέον το Τσίμερβαλντ αποτελούσε ανασταλτικό και όχι προωθητικό παράγοντα για την ανάπτυξη της συνείδησης της ευρωπαϊκής εργατική τάξης. Στήριξε την επιλογή αυτή μόνος του ενάντια στο σύνολο της Κεντρικής Επιτροπής των μπολσεβίκων και τελικά δικαιώθηκε, καθώς η Συνδιάσκεψη δεν έγινε ποτέ (Τρότσκι, 2006: 288).!
Και μέσα από την Διεθνή Συνδιάσκεψη του Τσίμμερβαλντ βρίσκουμε την ίδια μεθοδολογία για την χάραξη της «επαναστατικής τακτικής». Η επαναστατική τακτική στην περίοδο του ιμπεριαλιστικού πολέμου περιλαμβάνει: την εκτίμηση για το χαρακτήρα του πολέμου (χαρακτηρισμός του πολέμου ως ιμπεριαλιστικού), τη βασική διαχωριστική γραμμή στην πάλη των τάξεων (αποδοχή του πολέμου υπό τη σημαία της «υπεράσπισης της πατρίδας» ή οργάνωση της επαναστατικής δράσης για την έξοδο από τον πόλεμο), τη σχέση του αντιπολεμικού αγώνα με την επαναστατική στρατηγική («η σοσιαλιστική επανάσταση μπορεί να σώσει τους λαούς από τον πόλεμο»), τον καθορισμό των βασικών προγραμματικών στοιχείων και πολιτικών συνθημάτων (μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο, πάλη για την επαναστατική ανατροπή της «δικής σου κυβέρνησης», δικαίωμα στην αυτοδιάθεση των εθνών κ.λπ.), τον καθορισμό των αναγκαίων μέσων (παράνομες επαναστατικές ενέργειες και οργάνωση) και τέλος τη στάση απέναντι στα άλλα ρεύματα και την πολιτική των συμμαχιών.
Η Διεθνής του Τσίμερβαλντ και η οικοδόμηση της «αριστεράς του Τσίμερβαλντ» ήταν ένα πολιτικό γεγονός μεγάλης σημασίας, αν κρίνει κανείς από τις μετέπειτα εξελίξεις. Επιτάχυνε την κρίση και τη διάσπαση της Β΄ Διεθνούς και την ίδρυση της Γ΄ ΚΔ, μετά την ιστορική νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Δ. Οι αφετηρίες του Ενιαίου Μετώπου
5. Οι συνθήκες γέννησης και η βασική κατεύθυνση του «ενιαίου προλεταριακού μετώπου»
Η τακτική του «ενιαίου προλεταριακού μετώπου» συστηματοποιήθηκε και αναπτύχθηκε στο 3ο Συνέδριο της ΚΔ. Επρόκειτο για μια αντίληψη με γενικό στόχο να κερδηθεί η εργατική πλειοψηφία στην πάλη για την επανάσταση και την εργατική εξουσία, σε μια περίοδο όπου το πρώτο επαναστατικό κύμα μετά τον πόλεμο είχε ανακοπεί. Αποτελεί συνέχεια και ανάπτυξη των αποφάσεων των δύο πρώτων συνεδρίων της ΚΔ στις νέες συνθήκες.
Το 3ο Συνέδριο της ΚΔ έλαβε χώρα από τις 22 Ιουνίου έως τις 12 Ιουλίου του 1921 στη Μόσχα, σε συνθήκες όπου, όπως ειπώθηκε, το πρώτο επαναστατικό κύμα μετά τον πόλεμο είχε δεχτεί μια σειρά ήττες και είχε ανακοπεί. Η καπιταλιστική επίθεση κλιμακωνόταν με στόχο αφενός να φορτώσει τα βάρη του πολέμου στις πλάτες της εργατικής τάξης, ώστε να σταθεροποιήσει την καπιταλιστική οικονομία και να «χαλιναγωγήσει» τις ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις, και αφετέρου να συντρίψει το εργατικό και επαναστατικό κίνημα που, αν και δεν είχε πάρει σε μια σειρά χώρες την εξουσία, παρέμενε πανίσχυρο και απειλητικό, και υπό την επίδραση της αδυναμίας για οικονομική σταθεροποίηση, των οξύτατων ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και του ρόλου της σοβιετικής εξουσίας. Οι πρώτες φασιστικές ορδές, το σιδερένιο χέρι της ένοπλης αντεπανάστασης, άρχισαν να εμφανίζονται ακριβώς εκείνη την περίοδο.
Στην εισήγηση που έγινε από τον Τρότσκι («Θέσεις για την παγκόσμια κατάσταση και τα καθήκοντα της Κομμουνιστικής Διεθνούς») η κατάσταση περιγράφεται ως εξής:
Βασική αιτία γι’ αυτό ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας και των αντιδραστικών συνδικάτων. Λέει ο Τρότσκι στην εισήγηση:
Το κεντρικό πολιτικό ερώτημα της περιόδου διατυπώνεται έτσι:
Μέσα σε αυτή την κατάσταση η ΚΔ έπρεπε να κάνει το επόμενο βήμα της. Μετά την ίδρυση και την πολιτική και ιδεολογική διάσπαση με το ρεύμα της Δεύτερης και της 2½ Διεθνούς που έγινε στο 1ο Συνέδριο, μετά τη δημιουργία των Κομμουνιστικών Κομμάτων και τη συγκρότηση των πρωτοποριών σε μια σειρά χώρες, μάχη που δόθηκε στο 2ο Συνέδριο, το ζήτημα που έμπαινε στο 3ο Συνέδριο ήταν τα κόμματα αυτά να διαμορφωθούν έτσι ώστε να αποκτήσουν δεσμούς με τις πλατιές μάζες, να κατακτήσουν την ηγεσία της εργατικής τάξης, να προετοιμάσουν τις επόμενες επαναστατικές μάχες, να κατακτήσουν «την πραγματική ηγεσία των εργατικών μαζών στον πραγματικά επαναστατικό αγώνα».
Στην εισήγηση «Θέσεις πάνω στην τακτική» ο Καρλ Ράντεκ (Karl Radek) θέτει το ζήτημα ως εξής:
Με άλλα λόγια
Η απάντηση της ΚΔ στα καθήκοντα που έθεσε στον εαυτό της συμπυκνώνεται με τον καλύτερο τρόπο στο τελικό ντοκουμέντο του 3ου Συνεδρίου «Έκκληση της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΚΔ προς τους προλετάριους όλων των χωρών», όπου εκφράζονται με δύναμη οι επιδιώξεις και συμπυκνώνονται τα συνθήματα της επαναστατικής τακτικής με λόγια ενίοτε δραματικά:
Αντιτάξτε τη στρατηγική του προλεταριάτου στη στρατηγική του κεφαλαίου.
Προετοιμάστε τον αγώνα. Ο εχθρός είναι ισχυρός γιατί έχει πίσω του αιώνες άσκησης της εξουσίας […]. Το 3ο Συνέδριο της ΚΔ προειδοποιεί όλα τα Κομμουνιστικά Κόμματα ότι ο αγώνας του προλεταριάτου για την εξουσία κινδυνεύει από το γεγονός ότι οι κυρίαρχες και ιδιοκτήτριες τάξεις διαθέτουν μια μελετημένη στρατηγική, ενώ η εργατική τάξη μόλις τώρα αρχίζει να αναπτύσσει μία στρατηγική. Τα γεγονότα του Μάρτη του στη Γερμανία έδειξαν πόσο επικίνδυνο είναι για τις γραμμές της εργατικής τάξης να υποχρεώνεται η κομμουνιστική πρωτοπορία να πολεμήσει τον εχθρό πριν μπουν σε κίνηση οι προλεταριακές μάζες.
3η Διεθνής..., 2007: 372
Αυτή η κεντρική επιδίωξη του Συνεδρίου, η ανάγκη τα νεαρά κομμουνιστικά κόμματα να αποκτήσουν μια μελετημένη επαναστατική τακτική, εκφραζόταν με τρία βασικά πολιτικά συνθήματα:
Σύνθημα πρώτο: «Προς τις μάζες».
Όπως αποτυπώνεται στην «Έκκληση»:
Και συμπληρώνει:
Σύνθημα δεύτερο: «Προχωρούμε μπροστά σε νέες και σπουδαίες μάχες. Εξοπλιστείτε για τον επόμενο αγώνα».
Όμως, για να μπορέσει η εργατική τάξη να μπει νικηφόρα στη μάχη, προϋπόθεση ήταν η οικοδόμηση του «ενιαίου προλεταριακού μετώπου».
Σύνθημα τρίτο: «Οικοδομήστε το ενιαίο αγωνιστικό προλεταριακό μέτωπο». Με τα λόγια της «Έκκλησης»:
Έτσι λοιπόν στην απόφαση του 3ου Συνεδρίου της Διεθνούς το ενιαίο προλεταριακό μέτωπο αποτελεί συστατικό στοιχείο και αναπόσπαστη πλευρά ενός «στρατηγικού εξοπλισμού» των νεαρών κομμουνιστικών κομμάτων, για την κατάκτηση της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης στον επαναστατικό αγώνα («Προς τις μάζες»), για την προετοιμασία και τη διεξαγωγή του αγώνα αυτού με τρόπο νικηφόρο, («Εξοπλιστείτε για τον επόμενο αγώνα…»), ενάντια στην υποταγή στην αστική τάξη (που πρόβαλε η Β΄ και η 2½ Διεθνής), και τη δογματική, αριστερίστικη «απόσπαση» από το συσχετισμό δυνάμεων και τις εργατικές μάζες. Είχε στόχο τη διαμόρφωση, την ανάπτυξη και την ωρίμανση της επαναστατικής τακτικής, του ολοκληρωμένου επαναστατικού χαρακτήρα των κομμάτων αυτών.
Αυτή η λογική, η οποία ήταν σε σημαντικό βαθμό κατακτημένη από το μπολσεβίκικο ρεύμα μέσα από δεκαετίες επαναστατικής διαμόρφωσης, που χρειάστηκε να αντιμετωπίσει την επαναστατική επίθεση και την αγωνιώδη υποχώρηση, τη θυελλώδη άνοδο και την αργόσυρτη εξέλιξη του κινήματος, κάθε άλλο παρά κατακτημένη ήταν σε ένα νεαρό κομμουνιστικό ρεύμα, που είχε ήδη εμπλακεί σε έναν αγώνα ζωής και θανάτου για την επανάσταση σε όλη σχεδόν την Ευρώπη.
Όπως και στα άλλα παραδείγματα, η επαναστατική τακτική είχε ενιαία λογική που διαπερνούσε σαν κόκκινη κλωστή όλες τις πλευρές της. Το πρόγραμμα, τις μεθόδους δράσης, το ζήτημα της ενότητας της εργατικής τάξης και τη «μετωπική τακτική», δηλαδή τις πολιτικές σχέσεις της ΚΔ με τα ρεφορμιστικά ρεύματα.
Σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα: περιεχόμενο της πολιτικής πρότασης του 3ου Συνεδρίου ήταν το αναγκαίο πρόγραμμα της εργατικής τάξης, δηλαδή ένα πολιτικό πρόγραμμα υπεράσπισης των αναγκών επιβίωσης της εργατικής τάξης, σε ρήξη με την αστική τάξη και την πολιτική που φόρτωνε τα βάρη του πολέμου, της καπιταλιστικής κρίσης και των νέων ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στους εργάτες, σε αντιπαράθεση με τη λογική του «προγράμματος μίνιμουμ» που πρότειναν οι σοσιαλδημοκράτες και οι «κεντριστές», αλλά και με ισχυρές λογικές που απέρριπταν συλλήβδην «τα επιμέρους αιτήματα» και την πάλη για «μεταρρυθμίσεις».
Στην εισήγηση «Θέσεις πάνω στην τακτική» η λογική για το πρόγραμμα περιγράφεται ως εξής:
Και ολοκληρώνει:
Οι μέθοδοι δράσης την περίοδο της σχετικής υποχώρησης πρέπει να «υπολογίζουν» το συσχετισμό δυνάμεων, να απορρίπτουν τη δογματική και μηχανιστική «θεωρία της επίθεσης», να οργανώνουν τους «αμυντικούς αγώνες» της τάξης, έτσι ώστε να μετεξελίσσονται σε πολιτικό και επαναστατικό αγώνα, να συνδυάζουν τις νόμιμες με τις παράνομες μορφές δράσης, να αντιμετωπίζουν έμπρακτα την ένοπλη αντεπανάσταση.
6. Ειδικά για το εργατικό κίνημα και την ενότητα της εργατικής τάξης
Θεμέλιο της πολιτικής του Ενιαίου Μετώπου ήταν το ζήτημα της ενότητας της εργατικής τάξης. Η περίοδος μετά τον πόλεμο χαρακτηριζόταν από μια ραγδαία άνοδο των συνδικαλισμένων εργατών −το σύνολο σχεδόν της εργατικής τάξης ήταν συνδικαλισμένο (σε αντίθεση σήμερα στη χώρα μας συνδικαλισμένο στον ιδιωτικό τομέα είναι το 6% των εργατών)−, τη δημιουργία νέων μορφών εργατικής οργάνωσης (εργατικά συμβούλια) και τη σφοδρή σύγκρουση με τη Β΄ και τη 2½ Διεθνή που έχτισαν από κοινού την κίτρινη συνδικαλιστική Διεθνή του Άμστερνταμ για να ελέγξουν και να διατηρήσουν σε αντεπαναστατική κατεύθυνση το μηχανισμό των συνδικάτων.
Πάγια αντίληψη των κομμουνιστών για τη δουλειά στην εργατική τάξη ήταν ότι «οι κομμουνιστές δουλεύουν όπου είναι τάξη» και από αυτή τη θέση αντιπαρατίθεντο σε αντιλήψεις που οδηγούσαν στην απόσπαση από την εργατική τάξη και στη δημιουργία «επινοημένων», «καθαρών» συνδικάτων, διαπάλη που αναπτύσσεται με τον «αριστερισμό». Όμως, η λογική της ΚΔ για την παρέμβαση στην εργατική τάξη απέχει πολύ από το «φτωχό» και «μονοδιάστατο» οι «κομμουνιστές δουλεύουν στα αντιδραστικά συνδικάτα».
Ήδη από το 2ο Συνέδριό της η ΚΔ εκτιμούσε ότι «τα περισσότερα συνδικάτα −στον πόλεμο− αποτελούσαν «μέρος του στρατιωτικού μηχανισμού της αστικής τάξης». Το 3ο Συνέδριο επαναλαμβάνει αντίστοιχες εκτιμήσεις.
Το 3ο Συνέδριό της καθόριζε τα καθήκοντα των κομμουνιστών στο εργατικό κίνημα ως εξής:
Πώς λοιπόν θα κερδιζόταν η «πλειοψηφία συνδικαλισμένων»; Πρώτον, με την ίδρυση της Κόκκινης Συνδικαλιστικής Διεθνούς (ΚΣΔ) (!), η οποία ιδρύθηκε ακριβώς την περίοδο του 3ου Συνεδρίου και στο πλαίσιό του. Δεύτερον, με τη μάχη μέσα στην εργατική τάξη (και μέσα στα μαζικά αντιδραστικά συνδικάτα) για να κερδηθούν οι εργάτες στον επαναστατικό αγώνα. Και, τρίτον, με την πάλη για την ενότητα της τάξης πάνω σε αυτή τη βάση ενάντια στη διασπαστική, προδοτική στάση της κίτρινης Συνδικαλιστικής Διεθνούς. Αυτή ήταν η ολοκληρωμένη τακτική του 3ου Συνεδρίου της ΚΔ.
Πράγματι, σε όλα τα ντοκουμέντα του 3ου Συνεδρίου τονίζεται η τεράστια σημασία της ίδρυσης της «Κόκκινης» Συνδικαλιστικής Διεθνούς. «Το 3ο Παγκόσμιο Συνέδριο της ΚΔ δεσμεύεται ολόψυχα να στηρίξει το Διεθνές Συμβούλιο των κόκκινων συνδικάτων, που πρέπει να οργανωθεί πάνω σε αυτές τις βάσεις [της ΚΔ]» διακηρύσσεται στην εισήγηση: «Η Κομμουνιστική Διεθνής και η Κόκκινη Συνδικαλιστική Διεθνής. Ο αγώνας εναντίον της συνδικαλιστικής (αντεργατικής) Διεθνούς του Άμστερνταμ» (3η Διεθνής…, 2007: 330-342)!
Η ΚΣΔ δεν ήταν ο «εργατικός βραχίονας της Διεθνούς», αν και ορισμένες απολυτότητες στη σχέση ΚΣΔ και ΚΔ μπορούσαν να οδηγήσουν εκεί, αλλά διεθνής οργάνωση των πιο διαφορετικών ταξικών ρευμάτων του εργατικού κινήματος που είχαν έλθει σε ρήξη με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και την «κίτρινη Διεθνή» της77Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Φόστερ (1975: 412-419) στην ΚΣΔ προσχώρησαν οργανώσεις που αντιστοιχούσαν σε 17 εκατ. εργάτες, μεταξύ των οποίων 2,5 εκατ. από τη Γερμανία και 3 εκατ. από την Ιταλία, λίγο λιγότεροι από ό,τι είχε η κίτρινη Διεθνής του Άμστερνταμ. Στο Συνέδριο υπήρχαν τρεις τύποι προσχωρήσεων: Συνδικάτα που είχαν προσχωρήσει απευθείας, συνδικάτα συμπαθούντα και κινήματα μειοψηφίας. Το «αναρχοσυνδικαλιστικό» ρεύμα συμμετείχε στο συνέδριο δίνοντας μάχη σε δύο ζητήματα: τη συμμετοχή ή μη στα αντιδραστικά συνδικάτα και το θέμα των οργανωτικών σχέσεων μεταξύ της ΚΣΔ και της ΚΔ, στις οποίες ηττήθηκαν, χωρίς να φύγουν από την ΚΣΔ. Η απάντηση της γραφειοκρατίας −που «ορκιζόταν» στην ενότητα− ήταν ένα τεράστιο κύμα διαγραφών και διάσπασης των συνδικάτων. !
Και στο εργατικό κίνημα η ΚΔ δεν εκκινούσε από το «με ποιον θα πάμε», αλλά με το «τι θα παλεύουμε» για τα συμφέροντα των εργατών, και έτσι καθόρισε το περιεχόμενο της τακτικής και των επιδιώξεών της με τα ακόλουθα βασικά σημεία:
Τη σκληρή πολιτική-ιδεολογική μάχη ενάντια στην «ουδετερότητα των συνδικάτων», την αποσύνδεση του οικονομικού από τον πολιτικό αγώνα, που αποτελούσε την κύρια γραμμή επίδρασης των ρεφορμιστικών συνδικάτων στο εργατικό κίνημα (3η Διεθνής…, 2007: 331).
Τον συνολικό αγώνα των συνδικάτων, ώστε
Έθετε ως περιεχόμενο των διεκδικήσεων στόχους βελτίωσης της κατάστασης της εργατικής τάξης «πολύ πιο πάνω από τα προπολεμικά επίπεδα» (3η Διεθνής…, 2007: 338-342).
Έδινε μάχη ενάντια στην τεράστια ανεργία με αγώνα «ενάντια στα κλεισίματα των εργοστασίων», για «να έχουν οι εργάτες το δικαίωμα να ερευνήσουν τις αιτίες του κλεισίματος» με «εξονυχιστικό έλεγχο […] και άνοιγμα των βιβλίων της επιχείρησης», με «τη συνέχιση της παραγωγής παρά τη θέληση του εργοδότη, με καταλήψεις των εργοστασίων», με «άμεση εφαρμογή του εργατικού ελέγχου στην παραγωγή» (3η Διεθνής…, 2007: 338-342).
Προωθούσε μαχητικές μορφές δράσης από «πρακτικές ανταρτοπόλεμου μέχρι τις γενικές εθνικές απεργίες των ξεχωριστών βασικών βιομηχανιών» και δημιουργίας «ειδικών μαχητικών σωμάτων για τις απεργίες και ειδικών αποσπασμάτων αυτοάμυνας» απέναντι στην κρατική βία και τις φασιστικές ορδές του κεφαλαίου (3η Διεθνής…, 2007: 338-342).
Πάλευε για την ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος με ξεπέρασμα του επαγγελματικού κατακερματισμού και «αναδιοργάνωση των συνδικάτων έτσι ώστε κάθε συνδικάτο να εκπροσωπεί έναν ολόκληρο βιομηχανικό κλάδο, αντί για ένα επάγγελμα». Με προετοιμασία διεθνών απεργιών της εργατικής τάξης.
Το πρόγραμμα αυτό προτάθηκε από την ΚΔ στο 1ο συνέδριο της ΚΣΔ − και σε μεγάλο βαθμό υιοθετήθηκε. Παράλληλα, ήταν η γραμμή μάχης που πρότεινε σε όλη την εργατική τάξη. Πάλευε μια πραγματικά επαναστατική γραμμή μέσα στην εργατική τάξη. Δεν ήταν «αριστερός ψάλτης» της γραφειοκρατίας στο όνομα της «ενότητας των συνδικάτων»!
Ορισμένοι συγγραφείς θεωρούν αντιφατικό ως προς την πολιτική του ενιαίου μετώπου −ή και αποσιωπούν πλήρως− το γεγονός ότι στο πλαίσιο του 3ου Συνεδρίου προωθήθηκε και ιδρύθηκε η διεθνής των κόκκινων συνδικάτων (Λιόσης, 2014: 49-53). Η κριτική όμως αυτή είναι λανθασμένη.
Η ΚΔ διαμόρφωσε μια συνολική τακτική (και) για το εργατικό κίνημα, που περιελάμβανε: την αυτοτελή συγκρότηση του ταξικού/επαναστατικού ρεύματος, το περιεχόμενο των διεκδικήσεων για όλη την εργατική τάξη, την ανάγκη ανασυγκρότησης των μορφών οργάνωσης, τη λογική της ενότητας88Βλ. και 2ο Συνέδριο της ΚΔ, στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εισήγηση «Το συνδικαλιστικό κίνημα, οι εργοστασιακές επιτροπές και η 3η Διεθνής» (3η Διεθνής…, 2007: 141-148).. Είναι λάθος να προνομιμοποιείται και πολύ περισσότερο να αντιπαραβάλλεται εκλεκτικιστικά η μια πλευρά στην άλλη, να μην κατανοείται το «όλον» της πολιτικής της.
7. Η σχέση της Διεθνούς με τα ρεφορμιστικά ρεύματα. Η ιδεολογική πάλη στο πλαίσιο της Διεθνούς για την πολιτική της κατεύθυνση
Όπως και στις άλλες «στιγμές» της επαναστατικής τακτικής που εξετάστηκαν, έτσι και τώρα η «ενωτική πλευρά» της τακτικής, η αναζήτηση των συμμαχιών, η επεξεργασία των δρόμων επίδρασης στις ευρύτερες μάζες και στα ρεφορμιστικά ρεύματα, αποτελούσε συστατικό στοιχείο της λενινιστικής λογικής.
Ο ίδιος ο Λένιν έδωσε μεγάλη μάχη στο 3ο Συνέδριο για να κατακτηθεί με σωστό και ολοκληρωμένο τρόπο η πολιτική της ΚΔ, ώστε το επαναστατικό ρεύμα να αντιπαλεύει το ρεφορμισμό και τον κεντρισμό, αλλά με «τρόπο», «μεθοδολογία» και «τακτική» που να ενώνουν την τάξη, να συγκεντρώνουν δυνάμεις, να αποκαλύπτουν στα μάτια της μεγάλης πλειοψηφίας των εργατών την κατεύθυνση των ρεφορμιστικών δυνάμεων.
Είναι γνωστό ότι στο 3ο Συνέδριο υπήρξε σοβαρή διαπάλη με τις αριστερίστικες αντιλήψεις που επεκτάθηκαν σε όλη τη γραμμή του μετώπου. Οι απόψεις αυτές απέρριπταν συλλήβδην την πάλη για «μεταρρυθμίσεις» θεωρώντας πως η συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης έρχεται μέσα από το επαναστατικό κήρυγμα. Απέρριπταν την πάλη για να κερδηθεί η «πλειοψηφία της εργατικής τάξης» φετιχοποιώντας την πρωτοπορία και γι’ αυτό απέρριπταν την ανάγκη της πάλης στα μαζικά αντιδραστικά συνδικάτα και στα αντιδραστικά κοινοβούλια. Προπαγάνδιζαν τη «θεωρία της επίθεσης» υποτιμώντας την ανάγκη αντικειμενικού υπολογισμού του συσχετισμού δύναμης. Τέλος, επιδίδονταν στο «κυνήγι» του ρεφορμισμού και του «κεντρισμού» απορρίπτοντας την ανάγκη των συμμαχιών και την αναγκαία κάθε φορά τακτική ώστε να υπάρξει επίδραση στα ρεύματα αυτά. Η διαπάλη που άνοιξε ήδη από το 2ο Συνέδριο της ΚΔ με το ρεύμα αυτό συνεχίστηκε και βάθυνε στο 3ο.
Η αντιπαράθεση αυτή εκφράστηκε και σε διαφορετικές προτάσεις στο Σχέδιο Απόφασης, όπως, π.χ., η απάλειψη της θετικής αναφοράς στο «ανοιχτό γράμμα»99Στις 8 Γενάρη του 1921 η ΚΕ του ΕΚΚΓ καλούσε με «ανοιχτό γράμμα», όλους τους εργάτες σε ενιαίο αγώνα κατά της ενισχυόμενης αντίδρασης και της επίθεσης του κεφαλαίου στα ζωτικά δικαιώματα των εργαζομένων. Το γράμμα απευθυνόταν στα συνδικάτα και στις ηγεσίες του Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας και του Ανεξάρτητου Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας που απέρριψαν την πρόταση, παρά το γεγονός ότι είχε μεγάλη απήχηση μέσα στην εργατική τάξη. Για την ενέργεια αυτή διεξήχθη σφοδρή αντιπαράθεση τόσο στο πλαίσιο του ΕΚΚΓ όσο και της ΚΔ (Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, χ.χ.: 111-112). ή η απάλειψη του στόχου για την κατάκτηση της «πλειοψηφίας» της εργατικής τάξης. Ο Λένιν μίλησε με ένταση δείχνοντας και τη σοβαρότητα που είχε για τον ίδιο η κατεύθυνση της Διεθνούς, καθώς υπήρχαν ολόκληρες αντιπροσωπείες και τμήματα αντιπροσωπειών που έκλιναν προς τη μια ή την άλλη πλευρά δίχως να συμφωνούν με τα εισηγητικά κείμενα.
Στην ομιλία του επιτέθηκε με σφοδρότητα στις αντιλήψεις αυτές λέγοντας:
Και συνεχίζει:
Στην παρέμβασή του με αφορμή το «ιταλικό ζήτημα»1010Το «ιταλικό ζήτημα» προέκυψε μετά την απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΚΔ για την διαγραφή του ΙΣΚ, το οποίο είχε προσχωρήσει στη Διεθνή τον Οκτώβρη του 1919, επειδή αρνήθηκε να διαγράψει τα δεξιά και κεντριστικά στοιχεία και να εφαρμόσει τους 21 όρους του 2ου Συνέδριου. Το ΙΣΚ έκανε ένσταση στέλνοντας στο 3ο Συνέδριο αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Σεράτι (Serrati) «κεντριστή» ηγέτη του κόμματος. Σχετικά με αυτή την ένσταση τοποθετήθηκε αρνητικά ο Λένιν. Αξίζει φυσικά να σημειωθεί ότι στη διάρκεια της επαναστατικής έκρηξης των «συμβουλίων» το Σεπτέμβρη του 1921 στην Ιταλία, το ΙΣΚ με ηγέτη τον Τουράτι είχε πολιτική συνδιαλλαγής με την αστική τάξη, άρνησης μετατροπής του κινήματος σε εξέγερση και διαπραγματεύσεων με την αστική τάξη για «αυξήσεις στους μισθούς». Αυτούς τους ηγέτες τύπου Τουράτι (Turati) ήταν που αρνιόταν το ΙΣΚ να διαγράψει. ο Λένιν υποστήριξε σθεναρά την ανάγκη να διαγραφούν από το ΙΣΚ ηγέτες σαν τον Τουράτι, επικεφαλής της δεξιάς πτέρυγας του κόμματος, παρά τη «συμφιλιωτική στάση» της πλειοψηφίας. «Ο πρώτος όρος για τον αληθινό κομμουνισμό είναι η ρήξη με τον οπορτουνισμό» λέει στην ομιλία του για το «ιταλικό ζήτημα» (Λένιν 1976: 178). Παράλληλα, στηλιτεύει σκληρά όσους «υπερβάλλουν στην πάλη ενάντια στον κεντρισμό», «ξεπερνάνε τα όρια», τον έχουν «ανάγει σε σπορ» (Λένιν 1976: 178).
Ο Λένιν αποκρούει τις ασυλλόγιστες διακηρύξεις περί της «πρωτοπορίας», όπως και το σύνολο των απόψεων των «αριστερών». Λέει:
Για να καταλήξει:
Ανακεφαλαιώνοντας, το «ενιαίο προλεταριακό μέτωπο», όπως συστηματοποιήθηκε στο 3o Συνέδριο της ΚΔ, αποτελεί μια ουσιαστική πλευρά της προσπάθειας διαμόρφωσης μιας συνολικής επαναστατικής τακτικής τέτοιας που να δώσει τη δυνατότητα στα νεαρά κομουνιστικά κόμματα να δεθούν με τις μάζες και να κατακτήσουν την πλειοψηφία της εργατικής τάξης στον επαναστατικό αγώνα.
Ήταν πλευρά ενός συστήματος αντιλήψεων, μιας επαναστατικής τακτικής που περιλάμβανε: α) τη σωστή εκτίμηση του συσχετισμού δυνάμεων (περίοδος «σχετικής υποχώρησης»), β) τη διαχωριστική γραμμή της περιόδου, δηλαδή το αν η εργατική τάξη θα φορτωθεί τα βάρη της καπιταλιστικής κρίσης, του πολέμου και των νέων ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών ή αν θα αμυνθεί προετοιμάζοντας την αντεπίθεσή της, γ) το αναγκαίο πρόγραμμα σύνδεσης της πάλης για επιβίωση των εργατών με την επαναστατική πάλη ενάντια στα «μίνιμουμ προγράμματα» διάσωσης του καπιταλισμού των ρεφορμιστικών δυνάμεων και στην άρνηση των «μεταρρυθμίσεων», δ) τις μεθόδους δράσης, δηλαδή την αντικειμενική εκτίμηση του συσχετισμού δυνάμεων, την εκπαίδευση τόσο στην άμυνα όσο και στην επίθεση, ε) την ενωτική τακτική απεύθυνσης στα ρεφορμιστικά ρεύματα, ιδιαίτερα στα ενδιάμεσα «κεντριστικά» ρεύματα για την ενότητα της εργατική τάξης στον κοινό αγώνα.
Επομένως, η λογική του «ενιαίου προλεταριακού μετώπου» δεν ήταν τακτική για την «ενότητα με τον ρεφορμισμό», τακτική ουράς της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας στο όνομα «ενότητας των συνδικάτων», οδηγία για «εισοδισμό» στα μαζικά ρεφορμιστικά ρεύματα και κόμματα.
Ήταν αντίθετα μια συνολική λογική που βάθαινε το ρήγμα με το ρεφορμισμό, αλλά με τρόπο και τακτική που τα καταλάβαιναν οι εργάτες, που, σε επαφή με τη συνείδησή τους και τον πόθο τους για ενότητα, επέτρεπε στο επαναστατικό ρεύμα να κατακτήσει έμπρακτα την ηγεσία τους.
Δεν ήταν απλώς μια γραμμή για το κίνημα, για «ενότητα μόνο από τα κάτω». Περιλάμβανε ένα σύνολο μεθόδων και μέσων απεύθυνσης και από τα «πάνω» και «από τα κάτω»1111Με βάση τη λογική του «ενιαίου εργατικού μετώπου» η ΚΔ ανέλαβε πλήθος πρωτοβουλιών το χρονικό διάστημα που ακολούθησε (διεθνείς επιτροπές για τα ζητήματα της αλληλεγγύης και των πεινασμένων στην ΕΣΣΔ (Διεθνής Εργατική Βοήθεια), του αντιφασιστικού αγώνα κ.λπ., με αποκορύφωμα την πρόταση για παγκόσμια εργατική συνδιάσκεψη και των 3 Διεθνών, η οποία τελικά δεν πραγματοποιήθηκε λόγω της άρνησης της Β΄ και 2½ Διεθνούς) (Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, χ.χ.: 150-170).. Στο επόμενο συνέδριο, το 4ο, συνδέθηκε με την προβληματική των εργατικών κυβερνήσεων, που η δοκιμασία τους σε επαναστατικές συνθήκες (κυβέρνηση της Θουριγγίας) δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Ε. Συζήτηση και Συμπεράσματα
Το κείμενο αυτό είχε στόχο την ανάδειξη ορισμένων κεντρικών ζητημάτων στη σκέψη και τη μεθοδολογία του Λένιν όσον αφορά τη διαμόρφωση της επαναστατικής τακτικής. Επιδίωξε να προβάλει τη βαθύτερη ουσία, την ενιαία λογική και μεθοδολογία του Λένιν μέσα από την παρουσίαση διαφορετικών στιγμών στη χάραξη της επαναστατικής τακτικής του επαναστατικού ρεύματος των αρχών του αιώνα.
Η προσπάθεια αυτή είναι απαραίτητη, καθώς −ιδιαίτερα στην περίπτωση του «ενιαίου εργατικού μετώπου»− αναπτύσσεται όλα τα τελευταία χρόνια πληθώρα πολιτικών αντιλήψεων που αναζητούν τη θεωρητική τους τεκμηρίωση ακριβώς στη λενινιστική τακτική και ιδιαίτερα στη λογική του Ενιαίου Μετώπου.
Στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης, αναπτύσσονται απόψεις που υποβαθμίζουν αποφασιστικά τη λογική του Ενιαίου Μετώπου, που θεωρούν ότι πρόκειται για μια περιστασιακή κοινή δράση στο κίνημα, γύρω από «περιορισμένους οικονομικούς και πολιτικούς στόχους» (Μπέλλου, 2007: 13).
Όμως η κύρια «χρήση» της δεν είναι η υποβάθμιση αλλά μια εξαιρετικά εκτεταμένη φιλολογία στη βάση της οποίας επιχειρήθηκε να θεμελιωθεί η πολιτική απάντηση της συμμαχίας (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο) με τον ΣΥΡΙΖΑ και μιας «αριστερής κυβέρνησης» θα καταργούσε τα μνημόνια.
Βασική θέση που διαπερνούσε το σύνολο σχεδόν των απόψεων αυτών ήταν ότι με βάση τη λογική του «ενιαίου εργατικού μετώπου» η πολιτική λύση στην τεράστια πολιτική κρίση της ελληνικής κοινωνίας στη μνημονιακή περίοδο θα ήταν ένα «Ενιαίο Μέτωπο» των δυνάμεων της Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ), με ένα «μεταβατικό πρόγραμμα» και μια «κυβέρνηση της αριστεράς» ως «αφετηρία» μιας ακολουθίας μετασχηματισμών που μπορεί να οδηγήσουν στο σοσιαλισμό.
Αναφέρει, για παράδειγμα, ο Π. Παπακωνσταντίνου: «Στις σημερινές συνθήκες δεν μπορεί να γίνει λόγος για αξιόμαχο ενιαίο μέτωπο χωρίς τη συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, που συσπειρώνουν την πλειονότητα της μισθωτής εργασίας. Χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να γίνει, χωρίς το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπορεί να πετύχει» (Παπακωνσταντίνου, 2013: 133).
Η άποψη αυτή, διατυπωμένη το 2013, στηριζόταν πρώτα απ’ όλα στην έλλειψη κάθε αντικειμενικής εκτίμησης για το χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ και στον ουσιαστικό εξωραϊσμό του, καθώς, όπως εκτιμούσε ο συγγραφέας, ο «σημερινός ΣΥΡΙΖΑ, πολύ διαφορετικός από το ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ της εποχής Δαμανάκη, αποτελεί ένα ασταθές, δυναμικό πολιτικό μόρφωμα, σε πλήρη εξέλιξη, με αντίρροπες δυνάμεις, χωρίς πλήρως αποκρυσταλλωμένη ταξική ταυτότητα και προγραμματική φυσιογνωμία» (Παπακωνσταντίνου, 2013: 134).
Έτσι, η δευτερεύουσα πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ −ο οποίος, βαδίζοντας προς την εξουσία, ενίσχυε συστηματικά τους δεσμούς του με την αστική τάξη−, οι εσωτερικές του αντιφάσεις, μετατράπηκε σε κυρίαρχη, προκειμένου να θολωθεί ο χαρακτήρας και η κεντρική του κατεύθυνση ως μικροαστικού κόμματος με αστική ηγεσία και ηγεμονία, ως κόμματος της αστικής διαχείρισης.
Αυτού του τύπου ο εκλεκτικισμός, όμως, δεν έχει σχέση με το λενινισμό. Όπως είδαμε, ειδικά στην πολιτική των συμμαχιών, βασική αρχή του Λένιν ήταν η ακριβής και σαφής εκτίμηση του χαρακτήρα των πολιτικών δυνάμεων και των ρευμάτων στα οποία απευθύνεται ή τα οποία αντιπαλεύει. Ο Λένιν, όταν έστελνε τους αντιπροσώπους της ΚΔ στη Συνδιάσκεψη των τριών Διεθνών ήξερε ότι οι δυνάμεις στις οποίες απευθύνεται είναι «ασυνεπή και ταλαντευόμενα μέλη στον συνασπισμό με την αντεπαναστατική παγκόσμια αστική τάξη» (Λένιν, 1983: 378) και γι’ αυτό επέμενε ότι εκεί έπρεπε να επιδιωχθεί ένα «ενιαίο μέτωπο σε μια ενδεχόμενη πρακτική ενότητα άμεσης δράσης των μαζών […]» (Λένιν, 1983: 378). Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν γνωρίζαμε το 2013 σε ποιο στρατόπεδο ανήκε και παρέμενε ακόμα «ρευστό και ασταθές μόρφωμα»;
Η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ ως συμμάχου οδηγούσε και σε «προσαρμογή» του επιδιωκόμενου «μεταβατικού προγράμματος» στα όριά του. Από την αποδοχή από το συγγραφέα της διαγραφής του «μεγαλύτερου μέρους του χρέους» και την υπερπροβολή ανώδυνων −έως αντιλαϊκών− μεταρρυθμίσεων, όπως η κατάρτιση του «περιουσιολόγιου», μέχρι την αποδοχή της απαράδεκτης λογικής «καμιά θυσία για το ευρώ» (Παπακωνσταντίνου, 2013: 147-155), αντί για τη ρήξη/έξοδο από ευρώ/ΕΕ, δεν αποφεύχθηκε η κλασική αρρώστια «πες μου το σύμμαχο, να σου πω το πρόγραμμα»1212Η λογική αυτή έχει δυστυχώς βαθιές ρίζες στην Αριστερά. Με αντίστοιχη μεθοδολογία επιχειρούσε το ΚΚΕ να θεμελιώσει τη δυνατότητα συμμαχίας ΚΚΕ-ΕΑΡ, όταν το ΚΚΕ ήταν ακόμα υπέρ της αποδέσμευσης από την ΕΕ, ενώ η ΕΑΡ είχε στην προμετωπίδα της «την ευρωπαϊκή προοπτική». Πώς θα συμβιβάζονταν αυτές οι δύο αντίθετες πολιτικές θέσεις; Με την κοινή θέση «παλεύουμε ενάντια στις επιπτώσεις», που «δεν απέκλειε την προπαγάνδα υπέρ της εξόδου», ενώ θα «έπειθε στην πορεία» τους συμμάχους για την «ορθότητα της αποδέσμευσης» (Κοτζιάς, 1987: 214-215). Τελικά ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ συγκροτήθηκε στα προγραμματικά όρια της ΕΑΡ, με αποτέλεσμα να γιγαντωθούν και στο εσωτερικό του ΚΚΕ οι αντίστοιχες απόψεις και να οδηγηθεί στη διπλή διάσπαση το 1990-92..
Η λογική του «μεταβατικού προγράμματος» που προτάθηκε από πολλούς συγγραφείς δεν είναι μια λογική αγώνα για πολιτικούς στόχους ανατροπής με επιδίωξη τη συγκέντρωση δυνάμεων για την επαναστατική ανατροπή, αλλά ένα πρόγραμμα «δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων» στο έδαφος του καπιταλισμού, στο πλαίσιο του αστικού κράτους και της κυριαρχίας των ιμπεριαλιστικών μηχανισμών, που με την πρωτοβουλία της «κυβέρνησης της Αριστεράς» θα άνοιγε δρόμους «κοινωνικού μετασχηματισμού».
Κεντρικό ρόλο σε όλες αυτές τις αντιλήψεις διατηρεί η λογική της «παραγωγικής ανασυγκρότησης». «Το μεταβατικό πρόγραμμα της Αριστεράς με ορίζοντα το σοσιαλισμό συνδέεται τόσο με αντικειμενικές όσο και με υποκειμενικές προϋποθέσεις εφαρμογής του. Οι πρώτες αφορούν στη γρήγορη ανασυγκρότηση των παραγωγικών δυνάμεων στην ελληνική οικονομία […]. [Α]υτό επιβάλλει ριζική στροφή στις συντεταγμένες της πολιτικής με ουσιαστικές αλλαγές στο χαρακτήρα των κυρίαρχων οικονομικών σχέσεων και των σχέσεων ιδιοκτησίας […]. Δηλαδή πρόκειται για διαδικασία μετάβασης από την οικονομία της “ελεύθερης καπιταλιστικής αγοράς” στην οικονομία των “κοινωνικών αναγκών”» (Τόλιος & Κεφαλής, 2013: 250-256). Και έτσι χωρίς εργατική εξουσία, σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς, διεθνοποιημένου καπιταλισμού και κρίσης, θα υλοποιούνταν «προγράμματα παραγωγικής ανασυγκρότησης» του ελληνικού καπιταλισμού.
Όμως, τα προγράμματα παραγωγικής ανασυγκρότησης στο έδαφος του καπιταλισμού και της αστικής εξουσίας δεν έχουν σχέση με την αντίληψη ότι «οι κομμουνιστές δεν ασχολούνται με την ανταγωνιστικότητα της καπιταλιστικής βιομηχανίας» και τη στόχευση το πρόγραμμα να χαράσσει τις «συγκεκριμένες διεκδικήσεις του προλεταριάτου […] που στο σύνολό τους αμφισβητούν την αστική εξουσία», όπως είδαμε στις κατευθύνσεις του 3ου Συνεδρίου της ΚΔ.
Η απόσπαση της πάλης για την κυβέρνηση από την πάλη για την εξουσία είχε ως ιδεολογικό υπόβαθρο την άρνηση της θεμελιακής ενότητας του κράτους, της κυβέρνησης και του ρόλου των ιμπεριαλιστικών μηχανισμών. Περιλάμβανε απόψεις του κλασικού ευρωκομμουνισμού οι οποίες αντιλαμβάνονταν το κράτος σαν μια «συνισταμένη δυνάμεων», ώστε η κατάκτηση του ενός κρίκου του θα άρχιζε σταδιακά να ενισχύει τη «λαϊκή συνιστώσα», αλλά και άλλες απόψεις που μιλούσαν στο όνομα μιας σύγχρονης «επαναστατικής στρατηγικής».
Σύμφωνα με αυτές, η «επαναστατική στρατηγική» ταυτίζεται με μια «διαρκή ακολουθία μετασχηματισμών», με αφετηρία την «αριστερή κυβέρνηση», με «μια σειρά από τομές, οι οποίες να συγκροτούν ήδη από τώρα, ταυτόχρονα την απάντηση στη μνημονιακή καταστροφή, αλλά και την εκκίνηση μιας πρωτότυπης διαδικασίας σοσιαλιστικού μετασχηματισμού» (Σωτήρης, 2013: 62-68). Αυτή η λογική αντιμετώπιζε το «μεταβατικό πρόγραμμα» ή την «αριστερή κυβέρνηση» όχι ως πολιτικούς στόχους για την όξυνση της ταξικής πάλης και τη συγκρότηση των δυνάμεων της επανάστασης, αλλά ως μια «πρωτότυπη» μεταρρυθμιστική διαδικασία, όπου ο «σοσιαλισμός» ξεκινάει από σήμερα, μέσα από έναν συνδυασμό της «αριστερής κυβέρνησης» και «πρακτικών άμεσης δημοκρατίας» (π.χ. πλατείες), που ανάγονται σε «σύγχρονη εκδοχή “δυαδικής εξουσίας”»1313Στην ίδια φιλολογία βλ. και Καλαμπόκας (2012).! Έτσι, χάνεται από την οπτική το ζήτημα του κράτους, της ανάγκης της «συντριβής του» και της τομής της επανάστασης και αντικαθίσταται από μια διαδικασία μακρόχρονων μετασχηματισμών στο οικονομικό πεδίο («παραγωγική ανασυγκρότηση»), στο πολιτικό επίπεδο («δημοκρατικές αλλαγές από την αριστερή κυβέρνηση και τις «πλατείες»/μορφές «δυαδικής εξουσίας») και στο διεθνικό επίπεδο (καμιά θυσία ή και ρήξη με το ευρώ και στην πορεία «βλέπουμε» για την ΕΕ).
Η προβολή της «αριστερής κυβέρνησης» ως στόχου που συγκεκριμένα και εμφατικά διαχωρίζεται −στο όνομα του ρεαλισμού− από την πάλη για την εξουσία δεν έχει σχέση με τον επαναστατικό μαρξισμό και τις αντιλήψεις του Λένιν. Σε όλο το έργο του Λένιν υπογραμμιζόταν ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή η άρρηκτη σύνδεση της κυβέρνησης, του κράτους και της εξουσίας.
Το είδαμε αυτό στην περίπτωση της πάλης για την επαναστατική κυβέρνηση στο πλαίσιο του αγώνα για τη «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» την περίοδο της δημοκρατικής επανάστασης. Το είδαμε σε όλη του τη λογική για την προσέγγιση και την πραγματοποίηση της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ακόμα και το −με αρκετές αντιφάσεις− 4ο Συνέδριο της ΚΔ, καθορίζοντας το στόχο της «εργατικής κυβέρνησης», έθετε ως άμεσο πρόγραμμα «τον εξοπλισμό του προλεταριάτου, τον αφοπλισμό των αντεπαναστατικών οργανώσεων, την εισαγωγή του εργατικού ελέγχου στην παραγωγή, τη μεταβίβαση του δυσβάσταχτου βάρους της φορολογίας στους ώμους των πλουσίων, και τη συντριβή της αντίστασης της αντεπαναστατικής μπουρζουαζίας» (3η Διεθνής…, 2007: 399-340. Πρόγραμμα που σαφώς παραπέμπει σε επαναστατική κατάσταση, σε άμεση σύνδεση με τον αγώνα για τη συντριβή του κράτους και την εργατική εξουσία.
Φυσικά, όλες αυτές οι απόψεις, οι οποίες αποτελούσαν τη θεωρητική δικαιολόγηση και το «λενινιστικό άλλοθι» στον ΣΥΡΙΖΑ και στην πολιτική πρόταση «φιλολαϊκής διαχείρισης του καπιταλισμού» και λειτουργούσαν συμπληρωματικά ως αριστερή πτέρυγα στο δικό του πολιτικοϊδεολογικό ρεύμα, έγιναν θρύψαλα όταν η συγκεντρωμένη δύναμη της αστικής τάξης και της ΕΕ, μέσα σε μια βδομάδα, «γύρισε» το δημοψήφισμα και ο ΣΥΡΙΖΑ υπέγραψε μαζί όλο το αστικό πολιτικό σύστημα το «αριστερό μνημόνιο». Βέβαια μαζί με τις ρεφορμιστικές αυταπάτες που κουβαλούσαν όλες αυτές οι απόψεις τσαλαπατήθηκε και ένα μεγάλο κομμάτι αγωνιστών, που τις πίστεψε!
Επιστρέφουμε λοιπόν στο βασικό μας θέμα, διατυπώνοντας ορισμένα βασικά συμπεράσματα για την επαναστατική τακτική:
Πρώτον: Η επαναστατική τακτική καθορίζεται από τη στρατηγική και βρίσκεται «υπό την ηγεμονία της». Αποτελεί «εσωτερικό» της στοιχείο, μέτρο και «πυξίδα» της. Συγκροτείται στη βάση της βασικής διαχωριστικής γραμμής η οποία χωρίζει την αστική από την εργατική πολιτική σε κάθε περίοδο, σε σύγκρουση με την πολιτική στρατηγική της αστικής τάξης και το ποιος-ποιον, το ζήτημα της εξουσίας. Καθοδηγείται από το στόχο της επαναστατικής ανατροπής και της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της. Αν η σχέση αυτή αντιστραφεί, όπως έκαναν τα ρεφορμιστικά ρεύματα, τότε καταλήγουμε στην ηγεμονία των διαφόρων εκδοχών της αστικής πολιτικής.
Δεύτερον: Στο πλαίσιο της επαναστατικής τακτικής πρέπει να αντιμετωπίζονται με ενιαίο τρόπο όλες οι βασικές πλευρές της ταξικής πάλης. Σε αυτή τη βάση, πλευρές για τη χάραξη επαναστατικής τακτικής είναι: το πρόγραμμα, που «συνδέει» τον αγώνα που διεξάγεται σήμερα με την επανάσταση, τα μέσα της ταξικής πάλης, ώστε να ενισχύεται η οργανωτική ικανότητα και η συνειδητότητα της τάξης, οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις με τις οποίες μπορεί να υπάρξει πολιτική συμμαχιών, τα υποκείμενα (τι είδους κίνημα, μέτωπο και κόμμα) με τα οποία μπορεί να δοθεί η μάχη. Ανάμεσα στις πλευρές αυτές υπάρχει διαλεκτική σχέση. Η αυτονόμηση της πολιτικής των συμμαχιών οδηγεί σε σοβαρά λάθη.
Τρίτο: Η ίδια η πολιτική των συμμαχιών αποτελεί πλευρά της επαναστατικής τακτικής. Η «επαναστατική τακτική» δεν αρχίζει και δεν τελειώνει στις συμμαχίες. Το περιεχόμενο και η βάση συσπείρωσης πρέπει να «επιδρά» στους δυνητικούς συμμάχους προς την κατεύθυνση της εργατικής πολιτικής σε σαφή ρήξη με την πολιτική στρατηγική της αστικής τάξης και τους φορείς της. Εμπεριέχει και τους «αναγκαίους συμβιβασμούς» στο βαθμό που αυτοί δεν υπερβαίνουν το όριο που χωρίζει την αστική από την εργατική πολιτική, που συγκεντρώνει νέες δυνάμεις στον ταξικό και επαναστατικό αγώνα.
Τέταρτον: Η πολιτική των συμμαχιών ιδιαίτερα, στη λενινιστική εμπειρία, βασίζεται στη σαφή εκτίμηση για το ρόλο όλων των πολιτικών δυνάμεων και τη διάκριση εκείνων των πλευρών των ρεφορμιστικών ρευμάτων που έτειναν προς την αστική ηγεμονία από εκείνες τις πλευρές που έτειναν −έστω με όρια− προς την εργατική επαναστατική πολιτική (επαναστατική μικροαστική δημοκρατία την περίοδο του 1905-07, μισοεπαναστατικά και ριζοσπαστικά πασιφιστικά ρεύματα που στρέφονταν ενάντια στη Β΄ Διεθνή την περίοδο του ιμπεριαλιστικού πολέμου, ριζοσπαστικές τάσεις της 2½ Διεθνούς και «αναρχοσυνδικαλιστές» στην περίοδο του Ενιαίου Μετώπου κ.λπ.). Χάραζε γι’ αυτό μια συνολική τακτική με κύριο κριτήριο τη δυνατότητά της να γίνει κτήμα των πλατιών εργατικών μαζών.
Στην περίπτωση του Λένιν η πολιτική ήταν «επιστήμη» και «τέχνη». Αν δίδαξε κάτι, ήταν ο συνδυασμός της ακλόνητης πεποίθησης στην επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας, της οξυδερκούς αίσθησης του συσχετισμού και των καθηκόντων που τίθενται για λύση, της βαθιάς εμπιστοσύνης στο ένστικτο της εργατικής τάξης και του λαού.
Ποιος θα μπορούσε να περιμένει ότι η επαναστατική πολιτική είναι μια απλή υπόθεση;
Βιβλιογραφία
Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ (χ.χ.), Ιστορία της Τρίτης Διεθνούς, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή.
Γκράμσι, Α. (1975), Τα εργοστασιακά συμβούλια και το κράτος της εργατική τάξης, Αθήνα, Στοχαστής.
Καλαμπόκας, Γ. (2012), «Ανοιχτά ερωτήματα για μια θεωρία της μετάβασης: Αντίσταση, ηγεμονία, εξουσία», Εκτός Γραμμής, τεύχ. 29, 11-14.
Κλαουντίν, Φ. (1981), Η κρίση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, Αθήνα, Γράμματα.
Κοτζιάς, Ν. (1987), Ο Συνασπισμός της Αριστεράς, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή.
Λένιν, Ι.Β (1976), Θέσεις, εισηγήσεις στα Συνέδρια (Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, IV) της Κομμουνιστικής Διεθνούς (1919-1922), Αθήνα, Καζάντζα.
Λένιν, Ι.Β (1986), Δύο ταχτικές της σοσιαλδημοκρατίας στη δημοκρατική επανάσταση, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή.
Λένιν, Ι.Β (1980α), «Η εκλογική καμπάνια του εργατικού κόμματος την Πετρούπολη», Άπαντα, τόμ. 14, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή.
Λένιν, Ι.Β (1980β), «Σχέδιο έκκλησης προς τους εκλογείς», Άπαντα, τόμ. 14, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή.
Λένιν, Ι.Β (1980γ), «Ποιους να εκλέξουμε στην κρατική Δούμα», Άπαντα, τόμ. 14, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή.
Λένιν, Ι.Β (1980δ), «Θα ακούσεις και του κουτού την κρίση», Άπαντα, τόμ. 14, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή.
Λένιν, Ι.Β (1980ε), «Ο σοσιαλισμός και ο πόλεμος», Άπαντα, τόμ. 26, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή.
Λένιν, Ι.Β (1980στ), «Η χρεοκοπία της II Διεθνούς», Άπαντα, τόμ. 26, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή.
Λένιν, Ι.Β (1980ζ), «Σχέδιο Απόφασης των αριστερών σοσιαλδημοκρατών για την πρώτη διεθνή σοσιαλιστική συνδιάσκεψη», Άπαντα, τόμ. 26, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή.
Λένιν, Ι.Β (1980η), , «Ένα πρώτο βήμα», Άπαντα, τόμ. 27, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή.
Λένιν, Ι.Β (1983), «Γράμμα προς τους Ν.Ι. Μπουχάριν και Γκ.Ε. Ζηνόβιεφ», Άπαντα, τόμ. 44, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή.
Λιόσης, Β. (2014), Τα κοινωνικοπολιτικά μέτωπα στην Τρίτη Κομμουνιστική Διεθνή, Αθήνα, ΚΨΜ.
Λούκατς, Γ. (1972), Λένιν: Μια μελέτη πάνω στην ενότητα της σκέψης του, Αθήνα, Ορίζοντες.
Μακρής, Μ. (2013), «2η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ: “ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ” στην ενσωμάτωση», Κομμουνιστική Επιθεώρηση, τεύχ. 4.
Μπέλλου, Ε. (2007), «Εισαγωγή» στο Η Κομμουνιστική Διεθνής: Θέσεις και καταστατικό όπως ψηφίστηκαν στο Β΄ Συνέδριο της Πετρούπολης – Μόσχας (6-25 Ιουλίου 1920), Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή.
Παπακωνσταντίνου, Π. (2013), Η μεγάλη πρόκληση: Η κρίση, η Αριστερά, η εξουσία, Αθήνα, Λιβάνη.
Σωτήρης, Π. (2013): «Αριστερά, κυβέρνηση, ανατροπή: Αναζητώντας μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική» στο Κυβέρνηση της Αριστεράς: Δρόμος για το μέλλον ή παρένθεση;, Αθήνα, ΤΟΠΟΣ.
Τόλιος, Γ. & Κεφαλής Χ. (2013), «Η διαπάλη σχεδίου-αγοράς: Μοχλός εξόδου από την κρίση με ορίζοντα το σοσιαλισμό», στο Κυβέρνηση της Αριστεράς: Δρόμος για το μέλλον ή παρένθεση;, Αθήνα, Τόπος.
3η Διεθνής: Τα τέσσερα πρώτα συνέδρια − Θέσεις, Αποφάσεις, Μανιφέστα (2007), Αθήνα, Εργατική Πάλη.
Τρότσκι, Λ. (2006), Η ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης, τόμ. 1, Αθήνα, Παρασκήνιο.
Φόστερ, Ο. (1975), Η Ιστορία των τριών Διεθνών, τόμ. Α΄, Αθήνα.
Charman, C. (2008), H Χαμένη Επανάσταση: Γερμανία 1918-1923, Αθήνα, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο.
Notes:
- Φαίνεται ότι τμήματα της σημερινής αριστερά δεν συμφωνούν με αυτή την αντίληψη. Έτσι, ο Μάκης Μακρής γράφει στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση: «Ο στόχος για ανατροπή της “αντιδημοκρατικής πολιτικής της βίας” και για “δημοκρατικές εργατικές-λαϊκές κατακτήσεις” (ενν. της 2ης Συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) ουσιαστικά αντιμετωπίζει το ζήτημα της δημοκρατίας έξω από το ταξικό της περιεχόμενο, συσκοτίζει τον ταξικό χαρακτήρα της βίας που ασκείται και της έντασης της καταστολής, ότι δηλαδή δεν είναι χαρακτηριστικό μιας κυβέρνησης, αλλά της ίδιας της αστικής εξουσίας. Έτσι συντάσσεται με τη συζήτηση περί υπεράσπισης της δημοκρατίας που σηκώνει ο ΣΥΡΙΖΑ (...)» (Μακρής, 2013)!!! Με αυτό τον τρόπο διαγράφεται το καθήκον της πάλης για τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις λαϊκές ελευθερίες ενάντια στον ολοκληρωτισμό του κεφαλαίου σήμερα. Η λογική αυτή σφραγίζει τη θέση του συγγραφέα για όλα τα ζητήματα του πολιτικού αγώνα (χρέος, ΕΕ κ.λπ.).
- Ο Λένιν, που έδωσε το 1915 μάχη για να γίνει η διεθνής Συνδιάσκεψη του Τσίμερβαλντ και να ψηφιστεί από την επαναστατική-διεθνιστική πτέρυγα το «ασυνεπές» και «δειλό» αυτό κείμενο, τον Απρίλη του 1917, με την επιστροφή του στη Ρωσία, έδωσε μάχη για τη διάλυσή της, καθώς στη Συνδιάσκεψη είχαν πλήρως κυριαρχήσει οι κεντριστές και οι πασιφιστές, αλλά κυρίως γιατί οι πλατφόρμες είχαν πλέον κριθεί ανοιχτά μπροστά σε εκατομμύρια εργατών από το κοσμοϊστορικό γεγονός της πρώτης Ρώσικης Επανάστασης. Πλέον το Τσίμερβαλντ αποτελούσε ανασταλτικό και όχι προωθητικό παράγοντα για την ανάπτυξη της συνείδησης της ευρωπαϊκής εργατική τάξης. Στήριξε την επιλογή αυτή μόνος του ενάντια στο σύνολο της Κεντρικής Επιτροπής των μπολσεβίκων και τελικά δικαιώθηκε, καθώς η Συνδιάσκεψη δεν έγινε ποτέ (Τρότσκι, 2006: 288).
- Βλ. και Φόστερ (1975: 397-399).
- Ο Φερνάντο Κλαουντίν (Fernando Claudín) θέτει το ερώτημα γιατί οι μάζες ακολούθησαν τελικά τη σοσιαλδημοκρατία και τους ρεφορμιστές ηγέτες παρά την εγκληματική τους προδοσία στον πόλεμο. Πιστεύει ότι η αντίληψη πως η σοσιαλδημοκρατία «οφείλει» την αντοχή της στην Ευρώπη στη δυνατότητα «διαφθοράς» μιας εργατικής αριστοκρατίας λόγω του ιμπεριαλιστικού προνομίου δεν αρκεί και ότι στις αντιλήψεις του Λένιν και της Διεθνούς υποτιμήθηκε «ο πολιτιστικός κόσμος που είναι εμβαπτισμένο το δυτικό προλεταριάτο, όπως οι εθνικές και δημοκρατικές αξίες», η ισχύς του κοινοβουλευτισμού, αλλά και ο πόθος του να υπάρξει επιτέλους ειρήνη και όχι ένας νέος εμφύλιος πόλεμος, συμπεραίνοντας ότι η περίοδος αναδεικνύει «την απουσία στη μαρξιστική θεωρία μιας απάντησης (...) σχετικά με το δρόμο της επανάστασης (...)» στη Δύση, γεγονός που οδήγησε και «στην κρίση της μαρξιστικής θεωρίας» (Κλαουντίν, 1981: 59-65).
- Το απόσπασμα αναφέρεται στα επαναστατικά γεγονότα του Μάρτη του 1920 στη Γερμανία, όπου η εργατική τάξη «εξωθήθηκε» σε πρόωρη εξέγερση για να συντριβεί, ενώ το ΚΚΓ, χωρίς να εκτιμήσει αντικειμενικά το συσχετισμό δυνάμεων, ενεπλάκη σε μια μάχη που τελικά οδήγησε σε πολύ σημαντική ήττα. Η στάση του ΕΚΚΓ απέναντι στα γεγονότα του Μάρτη ήταν εφαρμογή της «θεωρίας της επίθεσης» σύμφωνα με την οποία το επαναστατικό κόμμα πρέπει διαρκώς να χρησιμοποιεί επιθετικές μορφές αγώνα. Για αναλυτικότερα βλ. Harman (2008: 306-351).
- ”Ο
- Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Φόστερ (1975: 412-419) στην ΚΣΔ προσχώρησαν οργανώσεις που αντιστοιχούσαν σε 17 εκατ. εργάτες, μεταξύ των οποίων 2,5 εκατ. από τη Γερμανία και 3 εκατ. από την Ιταλία, λίγο λιγότεροι από ό,τι είχε η κίτρινη Διεθνής του Άμστερνταμ. Στο Συνέδριο υπήρχαν τρεις τύποι προσχωρήσεων: Συνδικάτα που είχαν προσχωρήσει απευθείας, συνδικάτα συμπαθούντα και κινήματα μειοψηφίας. Το «αναρχοσυνδικαλιστικό» ρεύμα συμμετείχε στο συνέδριο δίνοντας μάχη σε δύο ζητήματα: τη συμμετοχή ή μη στα αντιδραστικά συνδικάτα και το θέμα των οργανωτικών σχέσεων μεταξύ της ΚΣΔ και της ΚΔ, στις οποίες ηττήθηκαν, χωρίς να φύγουν από την ΚΣΔ. Η απάντηση της γραφειοκρατίας −που «ορκιζόταν» στην ενότητα− ήταν ένα τεράστιο κύμα διαγραφών και διάσπασης των συνδικάτων.
- Βλ. και 2ο Συνέδριο της ΚΔ, στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εισήγηση «Το συνδικαλιστικό κίνημα, οι εργοστασιακές επιτροπές και η 3η Διεθνής» (3η Διεθνής…, 2007: 141-148).
- Στις 8 Γενάρη του 1921 η ΚΕ του ΕΚΚΓ καλούσε με «ανοιχτό γράμμα», όλους τους εργάτες σε ενιαίο αγώνα κατά της ενισχυόμενης αντίδρασης και της επίθεσης του κεφαλαίου στα ζωτικά δικαιώματα των εργαζομένων. Το γράμμα απευθυνόταν στα συνδικάτα και στις ηγεσίες του Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας και του Ανεξάρτητου Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας που απέρριψαν την πρόταση, παρά το γεγονός ότι είχε μεγάλη απήχηση μέσα στην εργατική τάξη. Για την ενέργεια αυτή διεξήχθη σφοδρή αντιπαράθεση τόσο στο πλαίσιο του ΕΚΚΓ όσο και της ΚΔ (Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, χ.χ.: 111-112).
- Το «ιταλικό ζήτημα» προέκυψε μετά την απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΚΔ για την διαγραφή του ΙΣΚ, το οποίο είχε προσχωρήσει στη Διεθνή τον Οκτώβρη του 1919, επειδή αρνήθηκε να διαγράψει τα δεξιά και κεντριστικά στοιχεία και να εφαρμόσει τους 21 όρους του 2ου Συνέδριου. Το ΙΣΚ έκανε ένσταση στέλνοντας στο 3ο Συνέδριο αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Σεράτι (Serrati) «κεντριστή» ηγέτη του κόμματος. Σχετικά με αυτή την ένσταση τοποθετήθηκε αρνητικά ο Λένιν. Αξίζει φυσικά να σημειωθεί ότι στη διάρκεια της επαναστατικής έκρηξης των «συμβουλίων» το Σεπτέμβρη του 1921 στην Ιταλία, το ΙΣΚ με ηγέτη τον Τουράτι είχε πολιτική συνδιαλλαγής με την αστική τάξη, άρνησης μετατροπής του κινήματος σε εξέγερση και διαπραγματεύσεων με την αστική τάξη για «αυξήσεις στους μισθούς». Αυτούς τους ηγέτες τύπου Τουράτι (Turati) ήταν που αρνιόταν το ΙΣΚ να διαγράψει.
- Με βάση τη λογική του «ενιαίου εργατικού μετώπου» η ΚΔ ανέλαβε πλήθος πρωτοβουλιών το χρονικό διάστημα που ακολούθησε (διεθνείς επιτροπές για τα ζητήματα της αλληλεγγύης και των πεινασμένων στην ΕΣΣΔ (Διεθνής Εργατική Βοήθεια), του αντιφασιστικού αγώνα κ.λπ., με αποκορύφωμα την πρόταση για παγκόσμια εργατική συνδιάσκεψη και των 3 Διεθνών, η οποία τελικά δεν πραγματοποιήθηκε λόγω της άρνησης της Β΄ και 2½ Διεθνούς) (Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, χ.χ.: 150-170).
- Η λογική αυτή έχει δυστυχώς βαθιές ρίζες στην Αριστερά. Με αντίστοιχη μεθοδολογία επιχειρούσε το ΚΚΕ να θεμελιώσει τη δυνατότητα συμμαχίας ΚΚΕ-ΕΑΡ, όταν το ΚΚΕ ήταν ακόμα υπέρ της αποδέσμευσης από την ΕΕ, ενώ η ΕΑΡ είχε στην προμετωπίδα της «την ευρωπαϊκή προοπτική». Πώς θα συμβιβάζονταν αυτές οι δύο αντίθετες πολιτικές θέσεις; Με την κοινή θέση «παλεύουμε ενάντια στις επιπτώσεις», που «δεν απέκλειε την προπαγάνδα υπέρ της εξόδου», ενώ θα «έπειθε στην πορεία» τους συμμάχους για την «ορθότητα της αποδέσμευσης» (Κοτζιάς, 1987: 214-215). Τελικά ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ συγκροτήθηκε στα προγραμματικά όρια της ΕΑΡ, με αποτέλεσμα να γιγαντωθούν και στο εσωτερικό του ΚΚΕ οι αντίστοιχες απόψεις και να οδηγηθεί στη διπλή διάσπαση το 1990-92.
- Στην ίδια φιλολογία βλ. και Καλαμπόκας (2012).