Περιεχόμενα
Περιεχόμενα
Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς».Γ. Σεφέρης, «Ο τελευταίος σταθμός»

Το σπαρακτικό τραγούδι - θρήνος ενός Σύρου πρόσφυγα

Αχ θάλασσα δώσε μας αγάπη.
Κοίτα τι μας συνέβη.
Μη στέλνεις τα κύματά σου εναντίον μας.
Είμαστε σύροι,
στ’ ορκίζομαι η ιστορία μας είναι λυπητερή.
Αχ, δεν θα το πιστέψεις, αλλά τα δάκρυά μας
μπορούν και σένα να πνίξουν.
Τόσο πολύ κλάψαμε.
Δεχτήκαμε όλους τους ανθρώπους με ευγένεια και αγάπη.
Αλλά όταν πέσαμε μας πρόδωσαν.
Κανείς δεν έκλαψε για μας.
Αχ, σήμερα όλος ο κόσμος μας εγκατέλειψε.

Αχ θάλασσα σταμάτα τα κύματα.
Υπάρχουν παιδιά στις βάρκες που είναι οι αναμνήσεις μας.
Είναι οι ζωές μας σε αυτές τις βάρκες.
Στο ορκίζομαι τα δάκρυά μας θα μπορούσαν
να καλύψουν όλες τις θάλασσες του κόσμου.
Τα παιδιά μας έχασαν την παιδικότητά τους στα κύματά σου.
Και αυτά σκότωσαν τα παιδιά μας.

Αχ θάλασσα άσε τα κύματά σου να μας λυπηθούν
και να μας φροντίσουν σαν μητέρα.
Αχ, για μας τους Σύρους η μοίρα είναι βαριά.
Αφήστε μας να έχουμε ειρήνη.
Μόνο αυτό θέλουμε.
Και τώρα… θα πορευτούμε
για να βρούμε κάποια γαλήνη.

Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα του, εκτός αν... Ουαρσάν Σάιρ

Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα του,
εκτός αν πατρίδα είναι το στόμα ενός
καρχαρία
τρέχεις προς τα σύνορα μόνο όταν
βλέπεις
ολόκληρη την πόλη να τρέχει κι εκείνη
οι γείτονές σου τρέχουν πιο γρήγορα
από σένα
με την ανάσα ματωμένη στο λαιμό τους
το αγόρι που ήταν συμμαθητής σου
που σε φιλούσε μεθυστικά πίσω από το
παλιό εργοστάσιο τσίγκου
κρατά ένα όπλο μεγαλύτερο από το
σώμα του
αφήνεις την πατρίδα
μόνο όταν η πατρίδα δε σε αφήνει να
μείνεις.
κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός
αν η πατρίδα σε κυνηγά
φωτιά κάτω απ’ τα πόδια σου
ζεστό αίμα στην κοιλιά σου
δεν είναι κάτι που φαντάστηκες ποτέ
ότι θα έκανες
μέχρι που η λεπίδα χαράζει απειλές στο
λαιμό σου
και ακόμα και τότε ψέλνεις τον εθνικό ύμνο
ανάμεσα στα δόντια σου
και σκίζεις το διαβατήριό σου σε τουαλέτες αεροδρομίων
κλαίγοντας καθώς κάθε μπουκιά χαρτιού
δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται να γυρίσεις.
πρέπει να καταλάβεις
ότι κανένας δε βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα
εκτός αν το νερό είναι πιο ασφαλές από την ξηρά
κανένας δεν καίει τις παλάμες του
κάτω από τρένα, ανάμεσα από βαγόνια
κανένας δεν περνά μέρες και νύχτες στο στομάχι ενός φορτηγού
τρώγοντας εφημερίδες
εκτός αν τα χιλιόμετρα που ταξιδεύει
σημαίνουν κάτι παραπάνω από ένα ταξίδι.
κανένας δε σέρνεται
κάτω από φράχτες
κανένας δε θέλει να τον δέρνουν
να τον λυπούνται
κανένας δε διαλέγει τα στρατόπεδα προσφύγων
ή τον πλήρη σωματικό έλεγχο σε σημεία
όπου το σώμα σου πονούσε
ή τη φυλακή,
επειδή η φυλακή είναι ασφαλέστερη
από μια πόλη που φλέγεται
και ένας δεσμοφύλακας το βράδυ
είναι προτιμότερα από ένα φορτηγό
γεμάτο άντρες που μοιάζουν με τον πατέρα σου
κανένας δε θα το μπορούσε
κανένας δε θα το άντεχε
κανένα δέρμα δε θα ήταν αρκετά σκληρό
για να ακούσει τα:
γυρίστε στην πατρίδα σας μαύροι
πρόσφυγες
βρομομετανάστες
ζητιάνοι ασύλου
που ρουφάτε τη χώρα μας
αράπηδες με τα χέρια απλωμένα
μυρίζετε περίεργα
απολίτιστοι
κάνατε λίμπα τη χώρα σας και τώρα
θέλετε
να κάνετε και τη δική μας
πώς δε δίνουμε σημασία
στα λόγια
στα άγρια βλέμματα
ίσως επειδή τα χτυπήματα είναι πιο
απαλά
από το ξερίζωμα ενός χεριού ή ποδιού
ή τα λόγια είναι πιο τρυφερά
από δεκατέσσερις άντρες
ανάμεσα στα πόδια σου
ή οι προσβολές είναι πιο εύκολο
να καταπιείς
από τα χαλίκια
από τα κόκαλα
από το κομματιασμένο κορμάκι του
παιδιού σου.
θέλω να γυρίσω στην πατρίδα,
αλλά η πατρίδα είναι το στόμα ενός
καρχαρία
πατρίδα είναι η κάνη ενός όπλου
και κανένας δε θα άφηνε την πατρίδα
εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγούσε μέχρι
τις ακτές
εκτός αν η πατρίδα σού έλεγε να
τρέξεις πιο γρήγορα
να αφήσεις πίσω τα ρούχα σου
να συρθείς στην έρημο
να κολυμπήσεις ωκεανούς
να πνιγείς
να σωθείς
να πεινάσεις
να εκλιπαρήσεις
να ξεχάσεις την υπερηφάνεια
η επιβίωσή σου είναι πιο σημαντική.
κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός
αν η πατρίδα είναι
μια ιδρωμένη φωνή στο αυτί σου
που λέει
φύγε,
τρέξε μακριά μου τώρα
δεν ξέρω τι έχω γίνει
αλλά ξέρω ότι οπουδήποτε αλλού
θα είσαι πιο ασφαλής απ’ ό,τι εδώ.

Ουαρσάν Σάιρ

Χοροθέατρο Ροές προσφύγων Κίμωνας Ρηγόπουλος

Απρόσιτες ζωές από ανθρώπου μάτι μοχθηρό
ασκημένο στων μικρών οριζόντων την τεμπελιά
Ο μέγας χορογράφος σχεδιάζει τον όλεθρο και την άκρα ταπείνωση
ενώ οι θεατές παρακολουθούν τις έγχρωμες κακουχίες μέχρι θανάτου
όχι του δικού τους θανάτου αλλά των χορευτών
που βρέθηκαν άκοντες στη σκηνή χρεωμένοι το θέαμα
Λουσμένο στων προβολέων το τόσο φως
το κοινό στραβώθηκε και πού να βγάλει συμπέρασμα
Ένας πόλεμος χωρίς πολεμικά ανακοινωθέντα
βουβές γκρεμίζονται οι ζωές όταν τα λόγια γίνονται φτώχεια
μοιάζει το λάδι στο καντήλι της πίστης να σώθηκε
κι έμεινε μαύρο το γυαλί και μια στεγνή κακία
Το θέαμα όμως προχωρεί κατά τη χορογραφία
και ο καπνός που καταπίνει τώρα τους χορευτές
δεν αιφνιδιάζει τους μυημένους στα εφέ ούτε και τους πτοεί
καπνός χωρίς φωτιά, ψιθυρίζουν στους διπλανούς τους
Στο διάλειμμα οι μύστες θα ξεφυλλίσουν το πρόγραμμα
τις μέσα σελίδες, τα επεισόδια των μαχών, τον αυτοτελή ηρωισμό
Λείπει βέβαια το εξώφυλλο, το όνομα του συγγραφέα και ο παραγωγός
μικρές παραλείψεις που ενισχύουν το μυστήριο και
κορυφώνουν υπέροχα τη διαδραστική αφασία
Μόνο ο δεύτερος εξώστης ίσως μπορεί
αυτός να χαλάσει το θέαμα
όχι με μιαν ευχή ή μια κατάρα
αλλά σαν ούριος άνεμος που παίρνει
φωτιά

Κίμωνας Ρηγόπουλος

Πρόσφυγες στην άμμο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου

Νύχτωνε στην Ελ Μίνα και πυκνή
σιωπή ανέβαινε απ’ τη μεριά της
θάλασσας
κι αντάμωνε το κάστρο· ολημερίς
ξαπλώνονταν αμίλητο και σκυθρωπό
σαν μουδιασμένο ζώο
Τότε ξεχώρισα ήχο πνιχτό καθώς το
φύλλο
που τσαλακώνεται μέσα σε χέρια
ανάρμοστα
γρατσούνισμα σε σώμα ακάθαρτο,
αρρωστημένο
Κι είδα έναν Άραβα μικρό, σημαδεμένο
έφεγγαν χέρια, πρόσωπο, μάτια κι ήταν
όλος
χιλιάδες που άφηναν τη γη τους κι
επιστρέφανε
μέσα στην άμμο, σε σκηνές, στο άσπρο
φως.
Κι όταν μιλούσε δάκρυζε η φωνή του
και όλο ικέτευε
για κάποια θέση στη ζωή ή έστω
αντίσταση
στο θάνατο που ερχότανε αργά και τον
ρουφούσε
Μα εγώ έπλενα τα χέρια μου. Άγρια
μοναξιά
τα χρόνια που έφευγαν με είχανε
ποτίσει
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου

(Από τη συλλογή Ο θάνατος του Μύρωνα, 1960· συγκεντρωτική έκδοση: Ο δύσκολος θάνατος, Αθήνα, Νεφέλη, 2007)

Στην ξενιτιά της γλώσσας Παντελής Μπουκάλας

Τυχαία ώρα. Τυχαία πλατεία. Τυχαία Ελλάδα.
Πάντως Κυριακή,
τότε που δέεσαι το χρόνο να ειρηνέψει.
Στα παγκάκια, μισοί να κάθονται, μισοί ανεβασμένοι.
Αλβανοί.
Τώρα μιλάνε δυνατά
και ξαναβρίσκουν όσα έκρυψε
φοβισμένος ο καιρός της σιωπής.
Ξενιτεμένοι μες στη γλώσσα τους.
Οι εδραίοι δεν της αποδίδουν σημασία,
Καν δεν τη διακρίνουν
Γι’ αυτό κι ελευθερώνει ερμητικό τον ήχο της.
Στο θάλαμο τηλεφωνούν. Φιλιππινέζοι. Μάλλον.
Διπλά ξενιτεμένοι αυτοί
της γλώσσας και του δέρματος
δεσμεύουν τη φωνή τους
αθόρυβοι διασχίζουν το ακίνητο βλέμμα μας.
Συλλέκτης μάταιος επεισοδίων
παίρνεις να γράφεις σιωπηρά,
δίχως χαρτί ή μολύβι,
λες ξαναλές τις φράσεις μη χαθούν,
έχει ραγίσει ο ρυθμός,
κομπιάζει η μνήμη.
Εκείνο το βαρύ τ’ αγενεολόγητο: «Πατρίδα του ποιητή η γλώσσα του»
σου τρώει το νου τον φαρμακώνει.
Μα ποια πατρίδα.
Λέξεις και λέξεις και πάλι λέξεις.
Ιθαγενής του κενού,
μετράς, διπλή-τριπλή η ξενιτιά της γλώσσας
όταν γράφεται.
Να μένεις έξω μακριά απ’ ό,τι πόθησες
ό,τι σχεδίασες πριν το αναθέσεις στα ρημάτια.
Να μένεις έξω μακριά
απ’ όσους δεν νοούν τη γλώσσα σου
σε άλλον ήλιο γεννημένοι.
Έξω μακριά κι απ’ τους ομόγλωσσους
που διασχίζουν την παλιλλαλία σου
αδιάφοροι.
Μια ξενιτιά η πατρίδα σου.
Σαν έρωτα που τον ζητάς
μόνον για να τον χάσεις.

Παντελής Μπουκάλας

(Από τη συλλογή Ρήματα, Αθήνα, Άγρα, 2009)

Πρόσφυγες Ντίνος Σιώτης

Πολλοί απ’ αυτούς που σταμάτησαν
δεν ήξεραν πού έβγαζε ο δρόμος,
άλλοι ψάχναν για το λιμάνι,
άλλοι ρωτούσαν για το σταθμό,
ένας σκυφτός κούρδιζε το ρολόι του
σταματημένο εδώ και μέρες,
άραγε τι το ν ένοιαζε η ώρα;
ήταν πρωί, ο ήλιος σηκωνόταν
κι όλα μυρίζαν άλλη μια σκάρτη μέρα.

Ντίνος Σιώτης

(Από τη συλλογή Δεν γνωρίζω δεν απαντώ, Αθήνα, Κέδρος, 2004)

21ος αιώνας προ της προσδοκώμενης έννοιας Άνθρωπος Γιάννης Σκληβανιώτης

Όταν η θάλασσα απόθεσε τεμάχιο
νεκρής νήπιας σάρκας
στον αιγιαλό των χρηματιστηριακών
δεικτών
οι αξίες των μετοχών μεταβλήθηκαν
αναλόγως
με την άρθρωση παρήγορου λόγου
των δημοκρατικά εκλεγμένων
ανθρωπόμορφων κτηνών
και των απανταχού ευτραφών ρασοφόρων
οι οποίοι με τον οβολό του βελάζοντος ποιμνίου των πιστών
προς άφεση των αμαρτιών του νεκρού νηπίου
αναγείρουν ναούς δόξας των ποικίλης υποστάσεως θεανθρώπων
Γενικώς υπήρξε μια ακόμα σημαντική ένδειξη πως καταστάσεις
με τέτοια αποτελέσματα είναι σημαντικά προσοδοφόρες
Γιάννης Σκληβανιώτης

(Ανέκδοτο ποίημα)

Τα νερά του μετανάστη Ζαφείρης Νικήτας

Κάθε μέρα η Φάτου
ξεκινά το φιλόδοξο ταξίδι:
από την πατρίδα της (τη Λιβερία)
φτάνει στα σύνορα με τη Σιέρα Λεόνε
δεύτερη πατρίδα της, γιατί εκεί ζει η οικογένειά της
Όταν η μια πλευρά ανοίγει τα σύνορα
η άλλη, όχι σπάνια, τα κρατά κλειστά
Όμως η Φάτου δεν πτοείται
– στο δρόμο της επιστροφής εφοδιάζεται με καθαρό νερό
Ζαφείρης Νικήτας

(Από τη συλλογή Τα νερά του μετανάστη, Αθήνα, Μελάνι, 2015)

Πρόσφυγας Αντώνης Κασίτας

Πήρα τη στράτα τη μεγάλη αυτού του κόσμου
σ’ ένα δισάκι όλα τα όνειρα το βιος μου
Δεν έχω σπίτι ούτε τόπο ούτε πατρίδα
αποδιωγμένος στη ζωή χωρίς πυξίδα.
Στέκω στα σύνορα μπροστά σε ένα
φράχτη
το συρματόπλεγμα του κόσμου όλ’ η
στάχτη.
Όλα τα όνειρα για μια ζωή «λαθραία»
«Λαθραίοι» άνθρωποι;;; Για μια ζωή
μοιραία…
Πρόσφυγας τώρα πια βουλιάζω δίχως
μοίρα
στ’ αρχιπελάγους τα νερά και την
αρμύρα
ψυχές βουλιάζουνε και όνειρα στο
κύμα
και πάντα ο άνθρωπος μες στη ζωή το
θύμα
Το δρόμο που σε πάει στην εξορία
τον ζωγραφίζει σ’ ένα χάρτη η ιστορία
Μες στους αιώνες τριγυρίζω
πρόσφυγας σε τοπίο γκρίζο

Κι εγώ,
ο γιος του μετανάστη εργάτη
ίδια ιστορία ίδια απάτη…
Παντού σαν σε στενεύει ο χώρος
σ’ όλο τον κόσμο οδοιπόρος.
Μια μανιασμένη εξουσία
πετά ζωές χωρίς αξία…
σ’ έναν καιρό μαστουρωμένο
μέσα σε κόσμο ρημαγμένο

Αντώνης Κασίτας