Οι δυναμικές της χειραφέτησης του Δημήτρη Αργυρού

Το βιβλίο είναι συλλογή άρθρων, ομιλιών και παρεμβάσεων του Δημήτρη Αργυρού, εργαζόμενου στη γαλακτοβιομηχανία «Δωδώνη» και μεταπτυχιακού φοιτητή Φιλοσοφίας, στρατευμένου στην υπόθεση της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Το βιβλίο είναι μια συμβολή στην αναγκαία απάντηση από τη πλευρά της εργαζόμενης πλειοψηφίας στη σημερινή καπιταλιστική βαρβαρότητα.

Μεγέθυνση

Οι δυναμικές της χειραφέτησης του Δημήτρη Αργυρού
Οι δυναμικές της χειραφέτησης του Δημήτρη Αργυρού

Αθήνα, Οι εκδόσεις των συναδέλφων, 2015

Σήμερα, βέβαια, ο κομμουνισμός δεν είναι μια «φυσική» εναλλακτική λύση, όπως φάνταζε ίσως παλιότερα. Σύμφωνα με το συγγραφέα, ένα σύγχρονο κομμουνιστικό εγχείρημα αναδύεται από τις αντιθέσεις και τις τάσεις του σημερινού ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά: «Μιλάμε δηλαδή για μια καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία που ο νόμος της αξίας έχει πληγεί ανεπανόρθωτα και η πρόσοδος ή το πατεντάρισμα της πληροφορίας, της ιδέας, του λογισμικού παίζει καθοριστική σημασία στην παραγωγή και στην εκμετάλλευση των αξιών χρήσης. Γι’ αυτό και ο αγώνας από την πλευρά των κυρίαρχων καπιταλιστικών τάξεων να πατεντάρουν τα πάντα και να ιδιωτικοποιήσουν τη “γενική διάνοια”» (σ. 80). Επομένως: «μπορούμε να τον συναντήσουμε στην προοπτική της χειραφέτησης της γενικής διάνοιας από τους χρόνους της καπιταλιστικής αξιοποίησης» (σ. 126).

Ο αστικός κοινοβουλευτισμός των ημερών μας κρίνεται ως «μια επίφαση δημοκρατίας που οι ατομικές ψήφοι αντιπροσωπεύουν ατομικές προτιμήσεις σα να πρόκειται για καταναλωτές που αγοράζουν προϊόντα. Μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία των ιδιωτών καταναλωτών και όχι των ενεργών πολιτών» (σ. 122). Πίσω από αυτή την επίφαση «υπάρχει ένας κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός στην υπηρεσία της εθνικής και διεθνικής οικονομικής ολιγαρχίας, ο οποίος με τον έναν ή τον άλλο τρόπο βγάζει εκτός νόμου όσες φωνές δεν του είναι αρεστές» (σ. 122).

Απέναντι σε αυτή τη δημοκρατία, που ο πραγματικός της ρόλος είναι να απομακρύνει τους εργαζομένους από την ενεργό δράση, οι κομμουνιστές προτάσσουν μια δημοκρατία «πρόσωπο με πρόσωπο», των εργατικών συμβουλίων, του κοινωνικού ελέγχου, των συνελεύσεων, της αιρετότητας και της ανακλητότητας των αντιπροσώπων.

Εκτός από αυτά τα ζητήματα που ήδη αναφέραμε, εξετάζονται μια σειρά θεματικές και συγκεκριμένες παρεμβάσεις που αφορούν τη συγκυρία, όπως η μετανάστευση, το δημοψήφισμα της 5ης Ιούλη, ο χαρακτήρας της ΕΕ, η αποτίμηση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», το κίνημα των ΑμΕΑ, το εργατικό κίνημα σήμερα κ.ά.

Ένα σημαντικό ζήτημα που διερευνάται είναι ο ίδιος ο μαρξισμός και τα ψυχρά και θερμά ρεύματα που τον διαπερνούν. Ο Δημήτρης Αργυρός κριτικάρει το «ψυχρό ρεύμα», δηλαδή εκείνη την ερμηνεία ή καλύτερα την πλευρά του μαρξισμού στην οποία κυριαρχεί η επιστήμη (νομοτέλειες και φυσικοί νόμοι) και η οικονομία (ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και οικονομισμός). Αντίθετα, ο ίδιος τάσσεται με «τη ρομαντική, ουτοπική και επαναστατική ουσία του μαρξισμού» (σ. 40).

Η κυρίαρχη αντίληψη με την οποία όλοι μας αναμετριόμαστε, κοινή σε όλες σχεδόν τις εκδοχές της σύγχρονης αστικής ιδεολογίας, είναι το τέλος της ιστορίας, το τέλος των «μεγάλων αφηγήσεων», όπως ονομάζουν κάθε πρόταγμα κοινωνικής επανάστασης και απελευθέρωσης. Αυτά που έρχονται να αντικαταστήσουν τις ιδεολογίες του παρελθόντος είναι η αυτορυθμιζόμενη αγορά μαζί με την οικονομική της επιστήμη. Με άλλα λόγια, ζούμε στην εποχή των τεχνοκρατών, που δεν χωρίζονται σε δεξιούς και αριστερούς ή σε αστούς και μαρξιστές, αλλά σε ικανούς και ανίκανους. Σε πολιτικό επίπεδο, έκφραση αυτής της τεχνοκρατίας είναι το There Is No Alternative (ΤΙΝΑ) της Θάτσερ, που υιοθετήθηκε και από τον ΣΥΡΙΖΑ. Στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων εκφράζεται με τον ατομικιστικό μηδενισμό, τον οποίο εύστοχα ο Δημήτρης Αργυρός ονομάζει «ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε…». Έξω από αυτή τη «μοναδική σκέψη» τίποτε άλλο δεν είναι λογικό και ρεαλιστικό, γιατί ο καπιταλισμός είναι η μόνη δυνατή πραγματικότητα. Τι μπορούν να κάνουν όσοι αδικούνται; Να αγανακτούν (κάτι μας θυμίζει αυτό), να μελαγχολούν, να φαντάζονται και να ονειροπολούν, να γράφουν ποίηση ενώ οι άλλοι υπογράφουν Μνημόνια. Με λίγα λόγια, οι αστοί τεχνοκράτες κρατούν για τον εαυτό τους την επιστήμη και τη λογική και αφήνουν για τους άλλους τα συναισθήματα και τις ονειροπολήσεις.

Όσοι επιδιώκουν την αντικαπιταλιστική επανάσταση δεν πρέπει να αποδέχονται σε καμία περίπτωση αυτή τη θέση που τους δίνει η σύγχρονη αστική σκέψη. Ορισμένα αποσπάσματα όμως από το βιβλίο γύρω από τη ρομαντική και ουτοπική ουσία του μαρξισμού φαίνεται να πέφτουν στην παραπάνω παγίδα.

Ανάλογους προβληματισμούς προκαλεί η αποτίμηση του Δεκέμβρη του 2008 καθώς και του Μάη του ’68. Γράφεται, λόγου χάρη: «Μα τι εξέγερση είναι αυτή που δεν προβάλλει αιτήματα, έλεγαν οι κήνσορες και οι θεράποντες της ρεφορμιστικής και κρυφορεφορμιστικής αριστεράς; Τίποτε δεν είναι πιο παραγωγικό, πιο ανατρεπτικό και ελπιδοφόρο από τη διαδικασία της ανάλωσης του “καταραμένου αποθέματος”, του εμπορεύματος και της κεφαλαιοκρατικής σχέσης, μια διαδικασία εξεγερσιακής, και όχι καπιταλιστικής, αποανάπτυξης» (σ. 113).

Το θέμα εδώ δεν είναι η αποτίμηση του Δεκέμβρη του 2008, αλλά το ότι η απουσία στόχων και αιτημάτων θεωρείται προτέρημα μιας εξέγερσης ή εν πάση περιπτώσει δεν αποτελεί πρόβλημα.

Η αστική τάξη όντως απεύχεται τέτοιες «τυφλές» εκρήξεις, αλλά ξέρει να τις διαχειρίζεται ως ζητήματα δημόσιας τάξης ή ως παράλογες σπασμωδικές διαταραχές της ομαλής λειτουργίας της αγοράς που δεν αφήνουν και πολλά πίσω τους. Κατά κάποιον τρόπο λοιπόν επιβεβαιώνουν το ΤΙΝΑ. Αφού η κοινωνία, σύμφωνα με τη «μοναδική σκέψη», δεν μπορεί να αλλάξει ριζικά, οποιαδήποτε εξέγερση δεν μπορεί παρά να στρέφεται κατά της κοινωνίας ως τέτοιας, δηλαδή να είναι απλώς καταστροφική. Οι τυφλές εξεγέρσεις των παρισινών προαστίων ή των εργατογειτονιών των βρετανικών πόλεων, χωρίς πανό, χωρίς διακηρύξεις, χωρίς στόχους, είναι αυτό που αντιστοιχεί στην εικόνα ενός κόσμου παγιδευμένου στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό. Η πρακτική τους ισοδυναμεί με μια δήλωση: «Δεν μπορεί να ειπωθεί τίποτε άλλο εκτός από αυτό που λέει η εξουσία, γι’ αυτό κι εμείς σιωπούμε». Είναι το «άγριο» συμπλήρωμα της διαχειριστικής Αριστεράς και του αστικοποιημένου συνδικαλισμού και όχι το αντίθετό τους.

Λέει ο Γκράμσι:

Το να καταστρέψεις είναι πολύ δύσκολο, τόσο δύσκολο ακριβώς όσο το να δημιουργήσεις. Ύστερα δεν πρόκειται να καταστρέψεις υλικά πράγματα, αλλά σχέσεις αόρατες που δεν μπορούν να ψαυστούν, έστω και αν γεννιούνται στα υλικά πράγματα. Είναι καταστροφέας-δημιουργός αυτός που καταστρέφει το παλιό για να φέρει στο φως, να κάμει ν’ ανθίσει το καινούριο, που έχει καταστεί “αναγκαίο” και επείγεται αναπόφευκτα να προσδιορίσει την ιστορία. Γι’ αυτό μπορούμε να πούμε ότι καταστρέφουμε εφ’ όσον δημιουργούμε.Αντόνιο Γκράμσι, (Παρελθόν και παρόν, Αθήνα, Στοχαστής, σ. 95)

Μια άλλη θεματική που αναπτύσσεται στο βιβλίο είναι η ύπαρξη του κομμουνισμού ως τάσης στη σημερινή καπιταλιστική κοινωνία. Αυτό το ζήτημα της εμφάνισης στο σήμερα, της οντολογίας του, που συνδέεται με την περίφημη «μετάβαση» έχει μια ιδιαίτερη σημασία σε σχέση με όλους τους προηγούμενους κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Επειδή όλες οι προηγούμενες μεταβάσεις ήταν από τον έναν εκμεταλλευτικό τρόπο παραγωγής στον άλλο, μπορεί να διαρκούσαν ακόμα και αιώνες, αν και συνδέθηκαν με πολέμους και καταστροφές. Οι τρόποι παραγωγής συμπλέκονταν μεταξύ τους σε μοναδικές συνθέσεις, «επικάθονταν» ο ένας πάνω στον άλλο (ακόμα και σήμερα συμβαίνει αυτό) με αποτέλεσμα να ερίζουν οι ιστορικοί για το τέλος της δουλοκτησίας και την αρχή της φεουδαρχίας ή για τον αιώνα εμφάνισης του καπιταλισμού. Όλα όμως τα κοινωνικά συστήματα μέχρι τώρα είναι διαφορετικές εκδοχές της «ανθρώπινης προϊστορίας». Αντίθετα, ο κομμουνισμός, που είναι η κοινωνία των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών, πώς αποκτά ύπαρξη; Η απάντηση που δίνει ο συγγραφέας σε αυτό το οντολογικό ερώτημα είναι η οικοδόμησή του σε «μικροκλίμακα» από σήμερα με τη μορφή της συνεταιριστικής και αλληλέγγυας οικονομίας (σ. 126). Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι πολλά.

Θα εγκαταλείψει το κεφάλαιο μέσα παραγωγής έστω και σε μικροκλίμακα; Τι θα γίνει με την ανάγκη πιστωτικής στήριξης αυτών των αυτοδιαχειριζόμενων επιχειρήσεων; Τι θα γίνει με τις επιχειρήσεις που παράγουν το τμήμα ενός προϊόντος στο πλαίσιο του διεθνούς καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας; Η ιστορία έχει δείξει ότι, όποτε θίγεται η ιδιωτική ιδιοκτησία, η αστική τάξη απαντά με γενικευμένο πόλεμο χρησιμοποιώντας το κράτος της. Το ελπιδοφόρο παράδειγμα της ΒΙΟΜΕ και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι εκεί αναδεικνύουν τη σημασία της κρατικής εξουσίας και της καθολικής κυριαρχίας του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Αυτά τα ερωτήματα μένουν αναπάντητα.

Εν κατακλείδι, παρά τις αντιρρήσεις που μπορεί να έχει κανείς σε διάφορες απόψεις που διατυπώνονται στο βιβλίο, τα ζητήματα που ανοίγονται και τα ερωτήματα που μπαίνουν συμβάλλουν στον προβληματισμό για τους στόχους και τους δρόμους ενός σύγχρονου απελευθερωτικού εγχειρήματος.