Σύνοψη κειμένου

Ζούμε σε μια εποχή χωρίς ορατό τέλος της επίθεσης που εξαπολύει το κεφάλαιο απέναντι στην εργασία και τα κοινωνικά δικαιώματα. Εποχή παρατεταμένης υποχώρησης για το εργατικό κίνημα και τις πολιτικές δυνάμεις που επιμένουν να αμφισβητούν τον καπιταλισμό, αλλά και εποχή νέων δυνατοτήτων για την κομμουνιστική Αριστερά. Η χρήση αυτών των δυο άρρηκτα δεμένων εννοιών, σαν να ήταν ποτέ δυνατό να υφίσταται και «Αριστερά» μη κομμουνιστική, δυστυχώς δεν αποδίδει έμφαση, αλλά αναγκαιότητα.

Αναγκαιότητα που προκύπτει από την ιδεολογική υπεροχή του Κεφαλαίου στην πολιτική κομμάτων, κινήσεων και συνδικαλιστικών οργανώσεων, που αν και αυτοτοποθετούνται στην Αριστερά, στην πράξη διαπερνώνται ολοκληρωτικά από μια λογική εξωραϊσμού του καπιταλισμού.

Η συμμετοχή ενός τμήματος της «Αριστεράς» στο επίσημο πολιτικό σκηνικό, ως μια πολιτική δύναμη που προασπίζει την αστική δημοκρατία και το αστικό κράτος, δεν είναι μια υπόθεση καινούργια. Κυρίως δεν είναι μια υπόθεση προδοσίας και παρασκηνίου. Πρόκειται για ένα ιστορικό μοτίβο που επαναλαμβάνεται εξελισσόμενο από την περίοδο της γέννησης του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα, μοτίβο που εξελίσσεται πάντα πάνω στον ίδιο κοινωνικό άξονα: την εγγραφή συγκεκριμένων κοινωνικών συμφερόντων μέσα στο ανομολόγητο συμβόλαιο που ένα τμήμα της αυτοαποκαλούμενης «Αριστεράς» συνάπτει με το Κεφάλαιο κάτω από την πολιτική του εξουσία. Με συνηθέστερη μορφή την παραίτηση από την επαναστατική επιδίωξη και τον περιορισμό στους ενδιάμεσους πολιτικούς στόχους.

Στο άρθρο αυτό επιχειρείται μια προσέγγιση στις κοινωνικές ρίζες του «επίσημου συνδικαλισμού»[1]1Η χρήση του όρου του «επίσημου συνδικαλισμού» υπηρετεί τη διάκριση −ακόμα και στο επίπεδο της φρασεολογίας− από τους όρους της «συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας/αριστοκρατίας» που συνειρμικά παραπέμπουν σε δήθεν νόσημα της ηγεσίας των συνδικάτων, σε αντίθεση με την υγιή τους βάση., ως μιας κραταιάς εκδοχής κοινωνικής εκπροσώπησης των εργαζομένων με εξαρτημένη σχέση εργασίας στην Ελλάδα και, σε αυτή τη συγκυρία, βασικού παράγοντα διευκόλυνσης της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης.

Notes:
  1. Η χρήση του όρου του «επίσημου συνδικαλισμού» υπηρετεί τη διάκριση −ακόμα και στο επίπεδο της φρασεολογίας− από τους όρους της «συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας/αριστοκρατίας» που συνειρμικά παραπέμπουν σε δήθεν νόσημα της ηγεσίας των συνδικάτων, σε αντίθεση με την υγιή τους βάση.